logo-print

Υπόθεση «φέτα» στο Δικαστήριο της ΕΕ: Η Δανία παρέβη το δίκαιο της Ένωσης σύμφωνα με την Γεν. Εισαγγελέα

Επειδή δεν απέτρεψε τη χρήση της ονομασίας «φέτα» από Δανούς παραγωγούς για τυρί που εξάγεται σε τρίτες χώρες

Διεθνής εμπορική διαιτησία - Τόμος Ι -Β έκδοση
ΕΣΔΑ Κατ΄άρθρο ερμηνεία

ΙΩΑΝΝΗ ΣΑΡΜΑΣ
ΞΕΝΟΦΩΝ ΚΟΝΤΙΑΔΗΣ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Επιμέλεια: Γεώργιος Π. Κανέλλος

Με τις δημοσιευθείσες στις 17-03-2022 προτάσεις της, η γενική εισαγγελέας ΔΕΕ Tamara Ćapeta πρότεινε στο Δικαστήριο να αποφανθεί ότι η Δανία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης, παραλείποντας να λάβει μέτρα ώστε να παύσουν οι Δανοί παραγωγοί να χρησιμοποιούν την καταχωρισμένη ονομασία «φέτα» για τυρί το οποίο προορίζεται για εξαγωγή προς τρίτες χώρες.

Ωστόσο, σύμφωνα με τη γεν. εισαγγελέα Ćapeta, η Δανία δεν παρέβη ωστόσο το καθήκον καλόπιστης συνεργασίας, όπως της είχε προσάψει η Επιτροπή με την επικουρική αιτίασή της.

Ιστορικό της υπόθεσης

Η λέξη «φέτα» καταχωρίστηκε ως προστατευόμενη ονομασία προέλευσης (ΠΟΠ) το 2002, δυνάμει των διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) 1829/2002 της Επιτροπής [κανονισμού για την τροποποίηση του παραρτήματος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1107/96 της Επιτροπής όσον αφορά την ονομασία «φέτα»]. Έκτοτε, η ονομασία «φέτα» επιτρέπεται να χρησιμοποιείται μόνο για τυρί που παράγεται στην οριοθετημένη γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας και πληροί τις σχετικές προδιαγραφές του προϊόντος

Στη συγκεκριμένη διαδικασία λόγω παραβάσεως κράτους μέλους, η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ελλάδα και την Κύπρο, ισχυρίστηκε ότι η Δανία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τον κανονισμό (EE) 1151/2012 [κανονισμός για τα συστήματα ποιότητας των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων], παραλείποντας να λάβει μέτρα για την πρόληψη ή την παύση της χρήσης της ονομασίας «φέτα» για τυρί το οποίο παράγεται στη Δανία αλλά προορίζεται για εξαγωγή σε τρίτες χώρες

Η Δανία αντέτεινε, από την πλευρά της, ότι ο κανονισμός (ΕΕ) 1151/2012 έχει εφαρμογή μόνο στα προϊόντα που πωλούνται εντός της Ένωσης και ότι δεν καλύπτει τις εξαγωγές προς τρίτες χώρες. Παραδέχθηκε, συνεπώς, ότι δεν λαμβάνει μέτρα για να προλάβει ή να σταματήσει τη χρήση της ονομασίας «φέτα» από τους εγχώριους παραγωγούς όταν τα προϊόντα τους προορίζονται για εξαγωγή προς τρίτες χώρες με τις οποίες η Ένωση δεν έχει συνάψει ήδη διεθνή συμφωνία που να εγγυάται την προστασία της επίμαχης ονομασίας. 

Προτάσεις γεν. εισαγγελέα ΔΕΕ

Με τις δημοσιευθείσες προτάσεις της, η γενική εισαγγελέας Tamara Ćapeta διατύπωσε τη γνώμη ότι ο κανονισμός (ΕΕ) 1151/2012 καλύπτει τέτοιες εξαγωγές προς τρίτες χώρες. Εξέθεσε δε λεπτομερώς τη συλλογιστική της, απαντώντας στα επιχειρήματα των διαδίκων. 

Πρώτον, η γενική εισαγγελέας αναγνώρισε ότι, υπό την οπτική γωνία της Δανίας, η ως άνω ερμηνεία συνεπάγεται εμπόδια για το εμπόριο. Εντούτοις, η απαγόρευση εξαγωγών προς τρίτες χώρες τυριού που φέρει την ονομασία «φέτα» και παράγεται στη Δανία μπορεί να δικαιολογηθεί κατ’ επίκληση της προστασίας των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας

Δεύτερον, η γενική εισαγγελέας εκτίμησε ότι το ερμηνευτικό πλαίσιο το οποίο εστιάζει στη διανοητική ιδιοκτησία και προτείνεται ως ενδεδειγμένο από την Επιτροπή και τα παρεμβαίνοντα κράτη μέλη εξηγεί επαρκώς τη νομοθετική βούληση που υπαγόρευσε τη θέσπιση του κανονισμού (ΕΕ) 1151/2012. Ο σκοπός των ΠΟΠ ως δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας είναι να εξασφαλίζονται στους παραγωγούς προϊόντων ΠΟΠ συνθήκες ισότιμου ανταγωνισμού, σε αντάλλαγμα για τις προσπάθειές τους να διατηρούν και να διαφυλάσσουν την υψηλή ποιότητα των προϊόντων τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, διευκολύνεται η επιβίωση των επιχειρήσεων παραδοσιακού χαρακτήρα και διασφαλίζεται η ποικιλομορφία των προϊόντων στην αγορά. Μολονότι το ελεύθερο εμπόριο είναι αναμφίβολα μία από τις αξίες τις οποίες σέβεται η έννομη τάξη της Ένωσης, στο πλαίσιο της προτεινόμενης ερμηνείας λαμβάνονται υπόψη, πέραν των οικονομικών, και άλλα συμφέροντα που συνδιαμορφώνουν την αντίληψη των πολιτών της Ένωσης για το τι συνιστά ποιότητα ζωής.  

Η γενική εισαγγελέας επεσήμανε ακόμη ότι ο κανονισμός (ΕΕ) 1151/2012 στηρίζεται σε διπλή νομική βάση, ήτοι αφενός στο άρθρο 43, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (για την κοινή γεωργική πολιτική) και αφετέρου στο άρθρο 118 ΣΛΕΕ (για τα ενωσιακά δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας). Αυτό υποδηλώνει ότι η λογική που διέπει τον κανονισμό συνίσταται στη βελτίωση της κατάστασης των παραγωγών γεωργικών προϊόντων της Ένωσης μέσω της αναγνώρισης δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας για τα προϊόντα που παράγονται με παραδοσιακές μεθόδους.

Επιπλέον, η Ένωση έχει αναλάβει, τόσο σε εσωτερικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, σειρά πρωτοβουλιών και ενεργειών οι οποίες συνθέτουν μια αξιόπιστη και συνεκτική ενωσιακή πολιτική που στοχεύει στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο προστασίας εκείνων των προϊόντων των οποίων η ποιότητα αναγνωρίζεται διά της συσχέτισής τους με συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή.

Κατά συνέπεια, εντός του πλαισίου της ευρύτερης πολιτικής την οποία ακολουθεί η Ένωση με σκοπό την προστασία των ΠΟΠ, η ερμηνεία του κανονισμού (ΕΕ) 1151/2012 υπό την έννοια ότι απαγορεύει τις εξαγωγές προϊόντων που φέρουν με αθέμιτο τρόπο καταχωρισμένες ονομασίες, ακόμη και προς τρίτες χώρες στις οποίες δεν παρέχεται (ακόμη) η προστασία αυτή, φαίνεται ότι είναι εκείνη που αντανακλά πιο πιστά τη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης

Η γενική εισαγγελέας πρότεινε επομένως στο Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η Δανία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τον κανονισμό (ΕΕ) 1151/2012 παραλείποντας να λάβει μέτρα για την πρόληψη ή την παύση της χρήσης της ονομασίας «φέτα» για τυρί που παράγεται στη Δανία αλλά προορίζεται για εξαγωγή προς τρίτες χώρες

Σε απάντηση της δεύτερης αιτίασης της Επιτροπής, η γενική εισαγγελέας Ćapeta έκρινε ότι η Δανία δεν παρέβη το προβλεπόμενο στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ καθήκον καλόπιστης συνεργασίας, ούτε αυτοτελώς ούτε σε συνδυασμό με τις σχετικές διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ) 1151/2012.

Ειδικότερα, τόνισε ότι το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος ερμηνεύει το δίκαιο της Ένωσης με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι η Επιτροπή δεν στοιχειοθετεί, αυτό καθαυτό, παραβίαση της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας εκ μέρους του κράτους μέλους. Στις έννομες τάξεις που βασίζονται στο κράτος δικαίου, τέτοιες ερμηνευτικές διαφορές επιλύονται διά της ανάθεσης στον δικαστή της εξουσίας να αποσαφηνίσει την αληθή έννοια του νόμου. Στις φιλελεύθερες δημοκρατίες, η έννοια του νόμου πρέπει να μπορεί να αμφισβητηθεί και ο διάδικος του οποίου η ερμηνεία δεν γίνεται δεκτή από τον δικαστή δεν μπορεί να θεωρείται ότι προσβάλλει την έννομη τάξη για τον λόγο και μόνον ότι «δεν είχε δίκιο». Δεν θα ίσχυε πάντως το ίδιο αν το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος συνέχιζε, μετά την κρίση του Δικαστηρίου επί της έννοιας του νόμου, να τον εφαρμόζει αντίθετα προς την αυθεντική αυτή ερμηνεία. 

Γίνεται υπόμνηση ότι οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα δεν δεσμεύουν το Δικαστήριο. Έργο του γενικού εισαγγελέα είναι να προτείνει στο Δικαστήριο, με πλήρη ανεξαρτησία, νομική λύση για την υπόθεση που του έχει ανατεθεί. Η υπόθεση τελεί υπό διάσκεψη στο Δικαστήριο, ενώ η απόφαση θα εκδοθεί αργότερα.

Υπενθυμίζεται ακόμα ότι η προσφυγή λόγω παραβάσεως, στρεφόμενη κατά κράτους μέλους το οποίο παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το δίκαιο της Ένωσης, μπορεί να ασκηθεί από την Επιτροπή ή από άλλο κράτος μέλος. Αν το Δικαστήριο διαπιστώσει την ύπαρξη παραβάσεως, το καθού κράτος μέλος πρέπει να συμμορφωθεί με την απόφαση το συντομότερο. Όταν η Επιτροπή θεωρεί ότι το κράτος μέλος δεν συμμορφώθηκε προς την απόφαση, μπορεί να ασκήσει νέα προσφυγή, ζητώντας την επιβολή χρηματικών κυρώσεων. Πάντως, σε περίπτωση μη ανακοινώσεως στην Επιτροπή των μέτρων για τη μεταφορά μιας οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, το Δικαστήριο μπορεί, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, να επιβάλει κυρώσεις με την πρώτη του απόφαση

Το πλήρες κείμενο των προτάσεων είναι διαθέσιμο στον ιστότοπο CURIA

Κώδικας Ποινικής Δικονομίας -Ερμηνεία Κατ΄άρθρο - Τόμος Ι - Β έκδοση

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ

Μεσιτεία Ακινήτων - Δημοσιεύματα ΕπΑΚ Νο 5
send