Δανεισμός από Εταίρο προς Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης (ΕΠΕ)
Δάνειο ή κεκαλυμμένη εισφορά;
10/06/2025
12/06/2025
Η προβληματική του δανεισμού από εταίρο
Το ζήτημα της υποκεφαλαιοδότησης[1] εταιρείας περιορισμένης ευθύνης (ΕΠΕ) συνδέεται κατεξοχήν με την ανάγκη εύρεσης των κατάλληλων μηχανισμών χρηματοδότησης που θα διασφαλίσουν τη λειτουργική και οικονομική βιωσιμότητα της εταιρείας. Οι πλέον συνήθεις επιλογές σε τέτοιες περιπτώσεις είναι η αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου κατ΄ άρθρ. 40 του ν. 3190/1955, η καταβολή συμπληρωματικών εισφορών[2] κατ΄ άρθρ. 36 του ν. 3190/1955, καθώς και ο εταιρικός δανεισμός, είτε από τρίτους (π.χ. χρηματοπιστωτικά ιδρύματα) είτε από τους ίδιους τους εταίρους.
Ο δανεισμός από εταίρο προς την ΕΠΕ[3], παρότι πρακτικά διαδεδομένος και προσφιλής, δημιουργεί σύνθετα νομικά ζητήματα, κυρίως κατά το στάδιο απόδοσης του δανείου. Ο κίνδυνος έγκειται στο ενδεχόμενο προνομιακής μεταχείρισης του εταίρου-δανειστή έναντι των λοιπών πιστωτών της εταιρείας. Προς αποφυγή τέτοιων φαινομένων, ο νομοθέτης προβλέπει στο άρθρο 32 του ν. 3190/1955 έναν ειδικό κανόνα, που λειτουργεί ως lex specialis έναντι των γενικών διατάξεων του αστικού δικαίου περί δανείου. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει με αυστηρότητα τις προϋποθέσεις και τις συνέπειες της αποπληρωμής δανείων που χορηγούνται από εταίρους προς την εταιρεία, θέτοντας ως προϋπόθεση την επάρκεια της εταιρικής περιουσίας για την ικανοποίηση και των λοιπών δανειστών.
Με τη ρύθμιση αυτή ο νομοθέτης επαναφέρει τον επιχειρηματικό κίνδυνο από τους τρίτους πιστωτές στους ίδιους τους εταίρους, θεωρώντας ότι αυτοί φέρουν την κύρια ευθύνη για την υποκεφαλαιοδότηση της εταιρείας. Η νομοθετική παρέμβαση έχει σαφώς προληπτικό χαρακτήρα: αποσκοπεί στο να αποτραπεί η μετακύλιση της ζημίας που απορρέει από την ανεπάρκεια της εταιρικής περιουσίας στους εξωτερικούς πιστωτές, όταν η χρηματοδότηση της εταιρείας πραγματοποιείται από τους ίδιους τους εταίρους. Με τον τρόπο αυτό, επιδιώκεται η ενίσχυση της ασφάλειας των συναλλαγών και η διατήρηση της εμπιστοσύνης στην αγορά.
Το ειδικό δίκαιο του άρθρ. 32 του ν. 3190/1955
Το άρθρο 32 του ν. 3190/1955 εισάγει ένα ειδικό προστατευτικό πλέγμα υπέρ των τρίτων πιστωτών της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, αντιμετωπίζοντας τις ιδιαιτερότητες που ανακύπτουν όταν η εταιρεία δανειοδοτείται από τους ίδιους τους εταίρους της. Με την πρώτη παράγραφο του άρθρ. 32 του ν. 3190/1955 απαγορεύεται και καθίσταται άκυρη η παροχή εμπράγματης ασφάλειας επί αγαθών της εταιρικής περιουσίας για την εξασφάλιση δανείου που χορηγεί εταίρος στην εταιρεία. Με τη δεύτερη παράγραφο του ίδιου άρθρου, εισάγεται ο κανόνας ότι η εξόφληση δανείου με δανειοδότη εταίρο αυτής λογίζεται ως μη γενόμενη, εφόσον με την εξόφληση ματαιώνεται εν όλω ή εν μέρει η ικανοποίηση των απαιτήσεων τρίτων δανειστών, που υφίστανται κατά τον χρόνο της εξόφλησης. Στην τρίτη παράγραφο προβλέπεται ότι επί λύσης της εταιρείας οι απαιτήσεις των εταίρων από παροχή δανείων ικανοποιούνται μετά την ικανοποίηση των λοιπών δανειστών. Εξαιρείται η περίπτωση πτώχευσης[4], όπου εφαρμόζονται ο γενικός κανόνας της σύμμετρης ικανοποίησης των απαιτήσεων (pari passu) του πτωχευτικού δικαίου[5].
Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι ο δανεισμός από εταίρο προς ΕΠΕ δεν απαγορεύεται αυτός καθαυτός, αλλά μόνο όταν συνοδεύεται από την χορήγηση εμπράγματης εξασφάλισης επί αγαθών της εταιρικής περιουσίας[6], διέπεται όμως από περιορισμούς ώστε η σύναψή της δανειακής σύμβασης να μην προσβάλλει τα συμφέροντα εταιρικών πιστωτών, είτε λόγω της (απόπειρας) προνομιακής ικανοποίησης του εταίρου πιστωτή μέσω σύστασης εμπράγματης ασφάλειας επί εταιρικής περιουσίας, είτε μέσω απόδοσης του δανείου στον εταίρο – πιστωτή σε χρόνο κατά τον οποίο η εταιρεία δεν είναι σε θέση να ικανοποιήσει τους λοιπούς πιστωτές της. Υποστηρίζεται[7] μάλιστα, ότι η διάταξη του άρθρ. 32 ν. 3190/1955 αποτελεί εξειδίκευση της γενικής ρήτρας του άρθρου 281 ΑΚ.
Ειδικώς η απόδοση δανείου σε εταίρο ΕΠΕ
Κατά τη ρύθμιση του άρθρου 806 ΑΚ, η χορήγηση δανείου γεννά υποχρέωση επιστροφής του δανειακού ποσού από τον οφειλέτη προς τον δανειστή. Ωστόσο, όταν πρόκειται για δανειοδότηση εταιρείας περιορισμένης ευθύνης από εταίρο της, η επιστροφή του δανείου[8] τίθεται υπό την αυστηρή προϋπόθεση επάρκειας της εταιρικής περιουσίας προς ικανοποίηση όλων των (τρίτων) εταιρικών πιστωτών. Στην περίπτωση μάλιστα που ο χρόνος επιστροφής του δανείου τοποθετείται σε στάδιο μετά τη λύση της ΕΠΕ για οποιονδήποτε λόγο (με εξαίρεση την κήρυξή της σε πτώχευση), η δανειακή απαίτηση εταίρου ικανοποιείται μόνο αφού εξοφληθούν τα λοιπά χρέη της εταιρείας[9]. Ορθώς δε εντοπίζεται[10] ότι κρίσιμος δεν είναι ο βαθμός φερεγγυότητας της ΕΠΕ κατά τον χρόνο σύναψης του δανείου, αλλά η πραγματική δυνατότητα εξόφλησης των εταιρικών υποχρεώσεων κατά τον χρόνο που η απαίτηση του εταίρου καθίσταται ληξιπρόθεσμη.
Συνεπώς, εάν κατά τον εν λόγω κρίσιμο χρόνο που η δανειακή απαίτηση κατέστη ληξιπρόθεσμη η εταιρική περιουσία αποδειχθεί ανεπαρκής για την κάλυψη των απαιτήσεων των τρίτων δανειστών, η εταιρεία υποχρεούται να αρνηθεί την εξόφληση του εταίρου, εν όλω ή εν μέρει, όπως κατά περίπτωση αρμόζει. Με βάση τα παραπάνω, το εταιρικό δάνειο εμφανίζει ουσιώδη λειτουργική συγγένεια με την εταιρική εισφορά, καθότι και στις δύο περιπτώσεις το κεφάλαιο που εισφέρει ο εταίρος υπόκειται στον επιχειρηματικό κίνδυνο[11].
Σημειώνεται, τέλος, ότι η ειδική αυτή μεταχείριση δεν ισοδυναμεί με απαγόρευση από τον νόμο να εξοπλίσει ο εταίρος - πιστωτής την απαίτησή του με εκτελεστό τίτλο[12], η οποία μάλιστα διαφέρει ουσιωδώς από τη λήψη μέτρων εκτέλεσης.
Κίνδυνος απώλειας περιουσίας ή διεύρυνση της ευθύνης εταίρου – πιστωτή;
Ως γνωστόν, έναντι των τρίτων εταιρικών δανειστών ευθύνεται η ίδια η εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την εταιρική της περιουσία και όχι οι εταίροι της, οι οποίοι διακινδυνεύουν μονάχα το ποσό της εισφοράς τους. Βάσει του κανόνα του ανεύθυνου των εταίρων της ΕΠΕ, σε περίπτωση που η εταιρία παρουσιάσει ζημία, η ευθύνη του εταίρου που εκπλήρωσε την υποχρέωσή του για καταβολή της εισφοράς του, περιορίζεται από το νόμο στην απώλεια του ποσού της εν λόγω εισφοράς που έχει καταβάλει. Ωστόσο, ειδική μεταχείριση προβλέπεται για την περίπτωση κατά την οποία οι εταίροι χορηγούν δάνειο στην ΕΠΕ, σύμφωνα με τα παραπάνω.
Πράγματι, το ποσό του χορηγηθέντος δανείου το οποίο προέρχεται από την προσωπική περιουσία του εταίρου δεν αποτελεί εταιρική εισφορά, πλην όμως εκτίθεται σε κίνδυνο απώλειας. Συνεπώς, η ουσιαστική διεύρυνση της οικονομικής εμπλοκής του εταίρου στην επιχειρηματική δραστηριότητα της εταιρείας διευρύνει και την έκθεσή του στον επιχειρηματικό κίνδυνο. Υπ’ αυτή την έννοια, υποστηρίζεται[13] ότι πρόκειται για ιδιότυπη μορφή επέκτασης της ευθύνης εταίρου ΕΠΕ κατ΄ εξαίρεση του κεφαλαιουχικού χαρακτήρα της ΕΠΕ. Κατ΄ ορθότερη όμως άποψη[14], δεν πρόκειται για κατά κυριολεξία διεύρυνση της ευθύνης του εταίρου - πιστωτή, αλλά μόνο για κίνδυνο απώλειας της περιουσίας του εταίρου, η οποία μετά την χορήγηση του δανείου στην ΕΠΕ δεν θα περιορίζεται στο ποσό της αρχικής του εισφοράς αλλά και στο ποσό του δανείου.
Συνέπειες παραβίασης των σχετικών διατάξεων
Σε περίπτωση κατά την οποία η εταιρεία προβαίνει σε εξόφληση δανειακής απαίτησης εταίρου, παρά το γεγονός ότι αδυνατεί να ικανοποιήσει απαιτήσεις τρίτων δανειστών[15], η σχετική καταβολή λογίζεται ως μη γενόμενη. Η εξόφληση δεν παράγει έννομα αποτελέσματα, καθόσον συνιστά διάθεση περιουσιακού στοιχείου απαγορευμένη από το νόμο.
Δεδομένου ότι η διάταξη του άρθρ. 32 του ν. 3190/1955 έχει ως σκοπό την προστασία των τρίτων πιστωτών, η ακυρότητα της εξόφλησης είναι σχετική και μπορεί να προβληθεί μόνο από τους τελευταίους, σύμφωνα με το άρθρο 175 § 2 ΑΚ. Στο πλαίσιο αυτό, η εταιρεία διατηρεί αξίωση κατά του εταίρου για την επιστροφή του καταβληθέντος ποσού, βάσει των διατάξεων περί αδικαιολογήτου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. ΑΚ). Ο δε τρίτος δανειστής δύναται να αξιώσει αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη, σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικοπραξιών (άρθρα 914 επ. ΑΚ).
Επισημαίνεται παράλληλα ότι η σύναψη δανειακής σύμβασης μεταξύ εταίρου και ΕΠΕ, συνοδευόμενη από παροχή εμπράγματης ασφάλειας επί περιουσιακού στοιχείου της εταιρείας, δεν καθιστά άκυρη τη σύμβαση δανείου[16]. Αντίθετα, άκυρη καθίσταται μόνο η παροχή της εμπράγματης ασφάλειας, εφόσον αντίκειται στο προστατευτικό πλαίσιο του άρθρου 32 ν. 3190/1955.
Αποτίμηση
Η ανάγκη κεφαλαιακής ενίσχυσης εταιριών περιορισμένης ευθύνης φέρνει τους εταίρους αντιμέτωπους με εναλλακτικά εργαλεία χρηματοδότησης: αύξηση εταιρικού κεφαλαίου, παροχή συμπληρωματικών εισφορών ή σύναψη δανειακής σύμβασης. Ενώ στις συμπληρωματικές εισφορές το εισφερόμενο κεφάλαιο δεν επιστρέφεται στον εταίρο, η περίπτωση της δανειοδότησης συνιστά υβριδικό μόρφωμα, ευρισκόμενο μεταξύ δανεισμού κατ’ άρθρ. 806 επ. ΑΚ και εταιρικής κεφαλαιακής εισφοράς.
Η ρύθμιση του άρθρου 32 του ν. 3190/1955 είναι προσαρμοσμένη στα ειδικά χαρακτηριστικά της ΕΠΕ, όπου το κεφαλαιακό στοιχείο συνυπάρχει με την προσωπική συμμετοχή των εταίρων. Ο εταίρος, ως φορέας δικαιωμάτων αλλά και επιρροής στη διοίκηση (μέσω της διπλής πλειοψηφίας προσώπων και εταιρικών μεριδίων που απαιτείται κατά τα άρθρα 12 και 13 του ν. 3190/1955) κατέχει ουσιώδη ρόλο στη διαμόρφωση της εταιρικής πορείας και στρατηγικής. Η άμεση εμπλοκή του στην επιδίωξη του εταιρικού σκοπού, σε συνδυασμό με την πρόσβαση σε προνομιακή πληροφόρηση, ενέχει τον κίνδυνο καταχρηστικής εκμετάλλευσης της θέσης του, με τελική συνέπεια τη μετακύλιση του επιχειρηματικού κινδύνου στους μη ενημερωμένους τρίτους πιστωτές. Υπό το πρίσμα αυτό, ο νομοθέτης επέλεξε τη δέσμευση του ποσού που αντιστοιχεί στο χορηγηθέν από τον εταίρο δάνειο υπέρ των τρίτων δανειστών, έως ότου εξασφαλιστεί η ικανοποίησή τους. Η εν λόγω προσέγγιση επιδιώκει την αναλογική απόδοση ευθύνης στον πραγματικό φορέα της, αποτρέποντας καταστάσεις άνισης κατανομής του κινδύνου που πλήττουν τη συναλλακτική ασφάλεια.
Η επιλογή του κατάλληλου χρηματοδοτικού μηχανισμού για την ΕΠΕ εξαρτάται από σύνθετα και πολυπαραγοντικά κριτήρια. Ενδεικτικά, στην περίπτωση ύπαρξης καταστατικής πρόβλεψης, η καταβολή συμπληρωματικών εισφορών μπορεί υπό προϋποθέσεις να καταστεί υποχρεωτική για όλους τους εταίρους [17]. Παράλληλα, ιδιαίτερη βαρύτητα αποκτά η πρόγνωση της μελλοντικής χρηματοοικονομικής πορείας της εταιρείας, ήτοι η προβλεπόμενη εξέλιξη των υποχρεώσεών της σε συνάρτηση με τη ρευστότητα και την αναμενόμενη κερδοφορία της.
Η επιλογή του εκάστοτε μηχανισμού οικονομικής ενίσχυσης της εταιρείας συνεπάγεται ουσιώδεις διαφοροποιήσεις τόσο ως προς τη διαδικασία υλοποίησής του, όσο και ως προς τις έννομες συνέπειες που αυτός επιφέρει. Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διενέργεια προσεκτικής και εξατομικευμένης αξιολόγησης κάθε σχεδίου κεφαλαιακής ενίσχυσης, με γνώμονα τις ιδιαιτερότητες του εκάστοτε εταιρικού σχήματος, αλλά και τα χαρακτηριστικά και τις πραγματικές ανάγκες κάθε επιχείρησης προς προστασία τόσο της εταιρείας όσο και των συναλλασσομένων μαζί της.
[1] Για τον ορισμό της έννοιας της υποκεφαλαιοδότησης, όπως και τις περαιτέρω διακρίσεις, δείτε σε Γκολογκίνα-Οικονόμου, Η υπεγγυότητα των μετοχικών δανείων, ΕπισκΕΔ 4/2002.940 και Ν. Βερβεσό, Η προβληματική της ονομαστικής υποκεφαλαιοδότησης στο δίκαιο της Ε.Π.Ε., ΕΕμπΔ 2003/453-454.
[2] Ως προς τις διαφορές μεταξύ συμπληρωματικής εισφοράς και δανείου από εταίρο προς ΕΠΕ δείτε ΠΠρΘεσ 3879/2001, ΤΝΠ sakkoulas-online.
[3] Ειδικώς ως προς την λογιστική αποτύπωση του δανείου στις εταιρικές χρηματοοικονομικές καταστάσεις δείτε Βερβεσό, ό.π., σ. 464επ.
[4] Η συνεισφορά του άρθρ. 32 του ν. 3190/1955 σχετικοποιείται λόγω μη εφαρμογής του στη σπουδαιότερη των περιπτώσεων, δηλαδή σε αυτή της πτώχευσης.
[5] ΠΠΡΑθ 1419/2018, ΤΝΠ Νόμος. Δείτε και Γκολογκίνα-Οικονόμου, ό.π.
[6] Α. Σπυρίδωνος, Δίκαιο ΙΚΕ & ΕΠΕ, 4η έκδοση, σ. 871 με τις εκεί παραπομπές.
[7] Δείτε Γκολογκίνα-Οικονόμου, ό.π., με τις εκεί παραπομπές.
[8] Ειδικά για το ζήτημα του χρόνου απόδοσης του δανείου στην περίπτωση που δεν έχει οριστεί ούτε συνάγεται, δείτε ΕφΑθ 814/2002, ΤΝΠ Νόμος.
[9] ΠΠρΘεσ 3879/2001, ΤΝΠ sakkoulas-online.gr.
[10] Γκολογκίνα-Οικονόμου, ό.π..
[11] Β. Αντωνόπουλος, Δίκαιο Α.Ε. και Ε.Π.Ε., 4η έκδ., 2012, σ. 627. Β. Αντωνόπουλος/Λ. Γρηγοριάδης, Δίκαιο Κεφαλαιουχικών Εταιριών, τόμ. 2, 2022, σ. 52-53.
[12] Αντωνόπουλος/Λ. Γρηγοριάδης, ό.π., σ. 52 με εκεί παραπομπή σε ΑΠ 1512/2006, ΕλλΔνη 6/2006 σ. 1665-1666.
[13] Α. Σπυρίδωνος, ό.π., σ. 872.
[14] ΠΠρΘεσ 3879/2001, ΤΝΠ sakkoulas-online με τις εκεί παραπομπές.
[15] Ως προς την προβληματική αν καταλαμβάνονται μονάχα οι ληξιπρόθεσμες κατά τον χρόνο καταβολής του δανείου απαιτήσεις δείτε Α. Σπυρίδωνος, ό.π., σ. 873.
[16] Αντωνόπουλος, ό.π., σ. 628, Αντωνόπουλος/Γρηγοριάδης, ό.π., σ. 51-52, Βερβεσός, ό.π. σ. 462 και ΕφΑθ 5243/2008, ΤΝΠ Νόμος.
[17] Ενδεικτικά ΠΠρΘεσ 3879/2001, ΤΝΠ sakkoulas-online.gr.


Ελένη Μπαμπαλετάκη
Η Ελένη Β. Μπαμπαλετάκη είναι Δικηγόρος Ηρακλείου.
Αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης με υποτροφία ΙΚΥ και επίδοση που την κατέταξε στο ανώτατο 3,9% του φοιτητικού σώματος.
Είναι...