Άρθρο 7 Στατιστικό απόρρητο
1. Εάν οι φορείς του ΕΛ.Σ.Σ. έχουν στη διάθεσή τους στοιχεία ή έχουν πρόσβαση σε στοιχεία, που καθιστούν δυνατή την άμεση ή έμμεση αναγνώριση των μονάδων στατιστικών στοιχείων με την αποκάλυψη εξατομικευμένων πληροφοριών, που λαμβάνονται άμεσα για στατιστικούς σκοπούς, ή έμμεσα, από διοικητικές ή άλλες πηγές, υποχρεούνται να προστατεύουν αυτά τα στοιχεία και να τα χρησιμοποιούν αποκλειστικά για τους στατιστικούς σκοπούς. Απαγορεύεται σε όλους τους φορείς του ΕΛ.Σ.Σ. οποιαδήποτε δημοσιοποίηση αυτών των στοιχείων. Οι φορείς του ΕΛ.Σ.Σ. οφείλουν να λαμβάνουν τα κατάλληλα προληπτικά μέτρα ώστε να μην είναι δυνατή η αναγνώριση των μεμονωμένων στατιστικών μονάδων με τα τεχνικά ή άλλα μέσα που εύλογα μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τρίτους. Εάν παραβιαστεί το απόρρητο των στοιχείων ή/και το στατιστικό απόρρητο, εκτός από τις ποινικές κυρώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 252, 253, 370Β, 370Γ του Ποινικού Κώδικα και στο άρθρο 4 του ν. 2392/1996 (ΦΕΚ 60 Α'), επιβάλλονται και οι διοικητικές κυρώσεις που ορίζονται στην παράγραφο 2 του επόμενου άρθρου.
2. Οι φορείς του ΕΛ.Σ.Σ. που έχουν την αρμοδιότητα ή την υποχρέωση συλλογής στοιχείων υποχρεούνται να διαβιβάζουν απόρρητα στοιχεία στην ΕΛ.ΣΤΑΤ. και δεν μπορούν να επικαλεστούν την αρχή του στατιστικού απορρήτου, εφόσον τα στοιχεία αυτά είναι αναγκαία για την ανάπτυξη, την παραγωγή και τη διάδοση των στατιστικών ή για τη βελτίωση της ποιότητας των στατιστικών. Οι φορείς του ΕΛ.Σ.Σ. μπορούν να αρνηθούν τη διαβίβαση απόρρητων στοιχείων στην ΕΛ.ΣΤΑΤ. μόνο στις περιπτώσεις που τα στοιχεία αυτά αφορούν την εθνική άμυνα, την κρατική ασφάλεια και τις διεθνείς σχέσεις της χώρας. Με τον Κανονισμό Στατιστικών Υποχρεώσεων προσδιορίζεται η διαδικασία και ο τρόπος καταγραφής των στοιχείων του προηγούμενου εδαφίου που επιτρέπει την προσήκουσα αποτύπωση και διαβίβασή τους, εφόσον αυτή είναι αναγκαία για την αποτελεσματική ανάπτυξη, παραγωγή και διάδοση των στατιστικών σύμφωνα με το άρθρο 21 του Καν. (ΕΚ) αριθ. 223/2009 του
Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Μαρτίου 2009, χωρίς να διακυβεύεται το απόρρητο των στοιχείων του προηγούμενου εδαφίου.
3. Τα απόρρητα στοιχεία που διαβιβάζονται από τους φορείς του ΕΛ.Σ.Σ. στην ΕΛ.ΣΤΑΤ. χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για σκοπούς στατιστικής και σε αυτά έχει αποκλειστικό δικαίωμα πρόσβασης μόνο το προσωπικό που απασχολείται για το σκοπό αυτόν και έχει οριστεί με πράξη του αρμόδιου οργάνου της ΕΛ.ΣΤΑΤ.. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η ΕΛ.ΣΤΑΤ. μπορεί να επιτρέπει την πρόσβαση σε απόρρητα στοιχεία και σε άλλα πρόσωπα, εκτός από το προσωπικό της, στα οποία ανατίθενται στατιστικές εργασίες για λογαριασμό της, διασφαλίζοντας σε κάθε περίπτωση την τήρηση του απορρήτου των στοιχείων ή/και του στατιστικού απορρήτου και από τα πρόσωπα αυτά.
4. Τα στοιχεία που λαμβάνονται από δημόσιες πηγές, στις οποίες κατά τις κείμενες διατάξεις έχουν όλοι πρόσβαση, δεν θεωρούνται απόρρητα για την εφαρμογή των διατάξεων του νόμου αυτού.
5. Οι φορείς του ΕΛ.Σ.Σ. επιτρέπεται να χορηγούν, σε ερευνητές που διεξάγουν στατιστικές αναλύσεις για επιστημονικούς σκοπούς, πρόσβαση σε στοιχεία, τα οποία καθιστούν δυνατή την έμμεση ταύτιση των στατιστικών μονάδων, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στον Κανονισμό Στατιστικών Υποχρεώσεων. Εφόσον τα στοιχεία αυτά έχουν διαβιβασθεί στην ΕΛ.ΣΤΑΤ. από λοιπούς φορείς του ΕΛ.Σ.Σ., απαιτείται άδεια του φορέα του ΕΛ.Σ.Σ. που είναι αρμόδιος για την προστασία των απόρρητων στοιχείων και τη διαβίβασή τους.
6. Οι δημόσιοι υπάλληλοι και το προσωπικό που υπηρετεί στους φορείς του ΕΛ.Σ.Σ., με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, καθώς και τα φυσικά πρόσωπα που αποκτούν, με οποιονδήποτε τρόπο, πρόσβαση σε απόρρητα στοιχεία σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, δεσμεύονται από το απόρρητο και έχουν υποχρέωση χρήσης αυτών των στοιχείων αποκλειστικά για στατιστικούς σκοπούς. Απαγορεύεται οποιαδήποτε χρήση αυτών των στοιχείων από τα πρόσωπα του προηγούμενου εδαφίου και μετά τη λήξη των καθηκόντων τους.
7. Η παραβίαση του απορρήτου των στοιχείων ή/και του στατιστικού απορρήτου από οποιοδήποτε πρόσωπο υπαγόμενο στο άρθρο 2 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., όπως κάθε φορά ισχύει, συνιστά το πειθαρχικό παράπτωμα της παράβασης καθήκοντος και δύναται να επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης.