Άρθρο 7 Διατάξεις Ασφάλειας Πτήσεων
1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος δύναται να ζητήσει, σε οποιονδήποτε χρόνο, διαβουλεύσεις, σχετικά με πρότυπα ασφάλειας που υιοθετούνται επί οιουδήποτε τομέα σχετικού με τα πληρώματα, τα αεροσκάφη ή τα δρομολόγια τους από το άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος. Οι διαβουλεύσεις αυτές θα λαμβάνουν χώρα εντός τριάντα (30) ημερών από την υποβολή του υπόψη αιτήματος.
2. Σε περίπτωση που, ως αποτέλεσμα των διαβουλεύσεων αυτών, ένα Συμβαλλόμενο Μέρος διαπιστώνει ότι το άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος δεν τηρεί ούτε εφαρμόζει αποτελεσματικά πρότυπα ασφάλειας σε οποιονδήποτε τέ-τοιον τομέα τα οποία να είναι τουλάχιστον ισότιμα με τα ελάχιστα πρότυπα που ισχύουν κατά το χρόνο αυτόν σύμφωνα με τη Σύμβαση, το πρώτο Συμβαλλόμενο Μέρος θα γνωστοποιεί στο άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος τις διαπιστώσεις αυτές και τα μέτρα που θεωρούνται αναγκαία προκειμένου να συμβαδίζει με τα ελάχιστα αυτά πρότυπα, το δε άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος θα προβαίνει στις κατάλληλες διορθωτικές ενέργειες. Μη συμμόρφωση του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους προς την υποχρέωση ανάληψης διορθωτικών ενεργειών εντός δεκαπέντε (15) ημερών ή μεγαλύτερου διαστήματος εφόσον συμφωνηθεί, θα συνιστά λόγο για την εφαρμογή του Άρθρου 4 της παρούσας Συμφωνίας.
3. Με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων που αναφέρονται στο Άρθρο 33 της Σύμβασης, συμφωνείται ότι οποιοδήποτε αεροσκάφος της αεροπορικής εταιρείας ή εταιρειών του ενός Συμβαλλόμενου Μέρους που εκτελεί δρομολόγια από και προς την επικράτεια ενός άλλου Μέρους μπορεί κατά το χρόνο παραμονής του στην επικράτεια του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους να υποστεί έλεγχο από τους εξουσιοδοτημένους εκπροσώπους του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, μέσα και γύρω από το αεροσκάφος, προκειμένου να ελεγχθεί η ισχύς των αεροναυτι-λιακών εγγράφων καθώς και αυτών του πληρώματος και η εμφανής κατάσταση του αεροσκάφους και του εξοπλισμού του (καλούμενο σύμφωνα με το παρόν Άρθρο «επιθεώρηση πίστας») υπό τον όρο ότι δεν θα προκληθεί αδικαιολόγητη καθυστέρηση.
4. Σε περίπτωση που μια τέτοια επιθεώρηση πίστας ή σειρά τέτοιων επιθεωρήσεων δημιουργήσουν:
(α) σοβαρές υπόνοιες ως προς ένα αεροσκάφος ή τη λειτουργία του για τη μη τήρηση των ελάχιστων εκάστοτε ισχυόντων προτύπων σύμφωνα με τη Σύμβαση ή
(β) σοβαρές υπόνοιες έλλειψης αποτελεσματικής τήρησης και εφαρμογής των εκάστοτε ισχυόντων προτύπων ασφαλείας σύμφωνα με τη Σύμβαση,
το Συμβαλλόμενο Μέρος που διεξάγει την επιθεώρηση δύναται να συμπεράνει, για τους σκοπούς του Άρθρου 33 της Σύμβασης, ότι οι απαιτήσεις βάσει των οποίων εκδόθηκαν ή αναγνωρίστηκαν ως έγκυρα τα πιστοποιητικά και οι άδειες που αφορούν το υπόψη αεροσκάφος ή το πλή-ρωμά του ή οι απαιτήσεις υπό τις οποίες το υπόψη αεροσκάφος λειτουργεί δεν είναι ισότιμα ή ανώτερα των ελάχιστων προτύπων που έχουν τεθεί σε ισχύ σύμφωνα με τη Σύμβαση.
5. Σε περίπτωση κατά την οποία η πρόσβαση με σκοπό τη διεξαγωγή επιθεώρησης πίστας επί αεροσκάφους της εταιρείας ή των εταιρειών του ενός Συμβαλλόμενου Μέρους σύμφωνα με την ανωτέρω παράγραφο 3, δεν επιτρέπεται από τον αντιπρόσωπο της εταιρείας αυτής ή των εταιρειών αυτών, το άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος δύναται να συμπεράνει ότι οι σοβαρές υπόνοιες που αναφέρονται πην παράγραφο 4 ανωτέρω επαληθεύονται και οδηγούν στα συμπεράσματα που αναφέρονται στην υπόψη παράγραφο.
6. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος διατηρεί το δικαίωμα να ανακαλέσει ή να τροποποιήσει αμέσως την άδεια εκτέλεσης δρομολογίων της εταιρείας ή των εταιρειών του άλλου Συμβαλλόμενου Μέρους, σε περίπτωση που το άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος, ως αποτέλεσμα είτε μιας επιθεώρησης πίστας ή σειράς τέτοιων επιθεωρήσεων ή άρνησης πρόσβασης για τη διεξαγωγή τέτοιας επιθεώρησης ή διαβουλεύσεων ή άλλης αιτίας, καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η λήψη άμεσων μέτρων κρίνεται απαραίτητη για την ασφαλή λειτουργία της εταιρείας.
7. Κάθε μέτρο το οποίο λαμβάνεται από ένα Συμβαλλόμενο Μέρος, σύμφωνα με τις παραγράφους 2 ή 6 ανωτέρω, θα αίρεται μόλις το αίτιο λήψης των υπόψη μέτρων παύσει να ισχύει.