Άρθρο 9
1. Δικηγόροι, νομικοί ή δικαστικοί σύμβουλοι, που παρέχουν ή παρείχαν τις νομικές υπηρεσίες τους στο Δημόσιο, σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, σε δημόσιες επιχειρήσεις που στο παρελθόν ήταν δημόσιες υπηρεσίες ή νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, σε δημόσιες επιχειρήσεις με οποιαδήποτε μορφή που ανήκαν ή ανήκουν στο δημόσιο τομέα της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του Ν. 1232/1982, όπως ισχύει κάθε φορά, καθώς και σε νομικά πρόσωπα που εξομοιούνται κατά νόμο προς το Δημόσιο με πάγια μηνιαία ή περιοδική αμοιβή και εφόσον με την ιδιότητά τους αυτή δεν έχουν ασφαλιστεί σε άλλο πλην του Ταμείου Νομικών φορέα κύριας ασφάλισης, δύνανται, με υπεύθυνη δήλωσή τους που υποβάλλεται στην υπηρεσία τους σε προθεσμία έξι (6) μηνών από τη δημοσίευση του νόμου, παράλληλα με την ασφάλισή τους στο Ταμείο Νομικών, να υπαχθούν στο ασφαλιστικό - συνταξιοδοτικό καθεστώς στο οποίο υπάγεται το τακτικό διοικητικό προσωπικό της υπηρεσίας στην οποία υπηρετούν.
2. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν για τους δικηγόρους, νομικούς ή δικαστικούς συμβούλους που έχουν προσληφθεί πριν από την έναρξη της ισχύος του
Ν. 2084/1992.
3. Η ασφαλιστική - συνταξιοδοτική τακτοποίηση των προσώπων των προηγούμενων παραγράφων από το διορισμό τους μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού γίνεται σύμφωνα με τις πάγιες διατάξεις του φορέα ή Ταμείου για το θέμα αυτό, όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά. Ειδικά, στην περίπτωση αυτή, οι ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται για όσους θα υπαχθούν στην ασφάλιση του Δημοσίου ή το ειδικό συνταξιοδοτικό καθεστώς του Ι.Κ.Α. με βάση τις αποδοχές δημοσίου υπαλλήλου με τριανταπέντε έτη υπηρεσίας και μισθολογικό κλιμάκιο πέμπτο για δε τους λοιπούς με βάση τις αποδοχές του χρόνου υποβολής της αίτησης.
Ειδικά για την αναγνώριση ως συντάξιμου του παραπάνω χρόνου στο κοινό καθεστώς του Ι.Κ.Α. το ποσό της εξαγοράς για κάθε αναγνωριζόμενο μήνα υπολογίζεται με βάση τις αποδοχές και το ασφάλιστρο κλάδου σύνταξης εργοδότη και ασφαλισμένου που ισχύουν κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.
Σε καμία περίπτωση ως βάση υπολογισμού των εισφορών δεν λαμβάνονται υπόψη αποδοχές που υπερβαίνουν το εικοσιπενταπλάσιο του τεκμαρτού ημερομισθίου της 8ης ασφαλιστικής κλάσης, όπως ισχύει κατά την παραπάνω ημερομηνία.
Το προκύπτον βάσει του ανωτέρω υπολογισμού ποσό καταβάλλεται από τον ασφαλισμένο και τον εργοδότη κατά τα ισχύοντα ποσοστά εισφορών κλάδου σύνταξης, είτε εφάπαξ μέσα σε τρεις μήνες από την κοινοποίηση της απόφασης, είτε σε δόσεις ισάριθμες με τους μήνες που αναγνωρίζονται, ο αριθμός των οποίων δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερος των 160. Σε περίπτωση μη εμπρόθεσμης εξόφλησης δόσεων το ποσό επιβαρύνεται με τα προβλεπόμενα για τις καθυστερούμενες εισφορές πρόσθετα τέλη.
Η σύνταξη αρχίζει να καταβάλλεται μετά την εξόφληση από τον ασφαλισμένο των οφειλόμενων εισφορών που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου αυτής.