logo-print

Άρθρο 4 - Νόμος 2873/2000

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΙΣΧΥΟΣ:

26/07/2014

Το δικαίωμα διεξαγωγής αποδείξεων του κατηγορουμένου

ΜΙΧΑΗΛ ΤΣΕΡΤΣΙΔΗΣ

ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ / ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ

Ένδικη προστασία για ακίνητο φερόμενο ως "άγνωστου" ιδιοκτήτη - Β έκδοση, Βιβλιοθήκη Δικαίου Κτηματολογίου Νο 19 -

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ

ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΤΣΙΛΙΓΓΕΡΙΔΟΥ

Άρθρο 4 Φορολογία επιτηδευματιών

1. Το έβδομο εδάφιο της υποπερίπτωσης γγ' της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

«Επίσης, τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται μέχρι το ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) του συνολικού καθαρού εισοδήματος ή των κερδών που προκύπτουν από ισολογισμούς, λόγω χορηγίας προς τα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα ημεδαπά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που νόμιμα υπάρχουν ή συνιστώνται, εφόσον επιδιώκουν σκοπούς πολιτιστικούς.»

2. Το δέκατο εδάφιο της υποπερίπτωσης γγ' της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

«Όταν τα ποσά των δωρεών και των χορηγιών αυτής της περίπτωσης, με εξαίρεση τις δωρεές που καταβάλλονται στους δωρεοδόχους του πρώτου εδαφίου, υπερβαίνουν τις εκατό χιλιάδες (100.000) δραχμές ετησίως, λαμβάνονται υπόψη μόνο εφόσον έχουν κατατεθεί στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων ή σε λογαριασμό του νομικού προσώπου που τηρείται οε τράπεζα.»

3. Τα δύο τελευταία εδάφια της υποπερίπτωσης γγ' της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίστανται ως εξής:

«Το συνολικό ποσό των δωρεών που εκπίπτουν δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των καθαρών κερδών που προκύπτουν πριν από την αφαίρεση αυτών των ποσών από τα ακαθάριστα έσοδα της οικείας διαχειριστικής περιόδου. Οι διατάξεις των πέντε τελευταίων εδαφίων της περίπτωσης δ' της παραγράφου 1 του άρθρου 8 εφαρμόζονται αναλόγως.»

4. Το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 24 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

«Ομοίως, το εισόδημα από τόκους που επιδικάζονται με δικαστική απόφαση, με εξαίρεση αυτά που αναφέρονται στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 25 και της παραγράφου 4 του άρθρου 48 του παρόντος.»

5. Το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης α' της παραγράφου 5 του άρθρου 33 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

«Για επιχειρήσεις που εκμεταλλεύονται επιβατικά λεωφορεία μη ενταγμένα σε Κ.Τ.Ε.Λ., με βάση τον αριθμό των θέσεων ως ακολούθως:

Θέσεις Με οδηγά τον ιδιοκτήτη Me οδηγό τρίτο πρόοωπο

_Αδεια κυκλοφορίας_Αδεια κυκλοφορίας

100% 50% 100% 50%

Μέχρι 25 5.284.000 3.834.000 4.227.000 3.067.000 Από 26 μέχρι

και 38 5.813.000 4.461.000 4.755.000 3.450.000 Από 39 μέχρι

και 52 6.077.000 4.774.000 5.019.000 3.641.000 Από 53 και

πάνω 6.342.000 5.088.000 5.284.000 3.834.000»

6. Με τη επιφύλαξη όσων ορίζονται στην επόμενη παράγραφο, οι διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 10 του ν. 2579/1998 (ΦΕΚ 31 Α') εφαρμόζονται για την περαίωση των οικείων φορολογικών υποθέσεων οι οποίες εκκρεμούν ενώπιον των φορολογικών αρχών ή των διοικητικών δικαστηρίων, μέχρι τη δημοσίευση αυτού του νόμου, εφόσον οι υπόχρεοι υποβάλλουν στον προϊστάμενο της αρμόδιας φορολογικής αρχής σχετική συμπληρωματική δήλωση ή αίτηση και πραγματοποιήσουν διοικητική επίλυση της οικείας διαφοράς, μέσα σε έξι (6) μήνες από τη δημοσίευση αυτού του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

7. Για την επιβολή του φόρου κατά την εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου, οι υπόχρεοι μπορούν να καταβάλουν το ποσό του φόρου που προκύπτει με βάση τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 10 του ν. 2579/1998, εφόσον η φορολογική ενοχή γεννήθηκε στο έτος 1998 ή και πριν από αυτό, μειούμενη κατά ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%), για κάθε έτος προγενέστερο. Η μείωση αυτή του φόρου δεν μπορεί να υπερβεί το ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%).

8. Η παράγραφος 3 του άρθρου 28 του ν. 2789/2000 (ΦΕΚ21 Α') αντικαθίσταται ως εξής:

«3. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων ισχύουν για τα εισοδήματα που έχουν αποκτηθεί από την 1η Ιανουαρίου 1999 και μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2003.»

9. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 21 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

«Ως εισόδημα από οικοδομές λογίζεται:».

10. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 33 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος δεν εφαρμόζονται στις επιχειρήσεις που, ύστερα από άδεια του οικείου δικαστηρίου, εκποιούν όλα τα προϊόντα της επιχείρησης τους, την οποία ασκούν πάνω από δύο έτη.

11. Η ισχύς των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου ισχύουν από τα εισοδήματα της χρήσης 1999.

12. Από την ημερομηνία δημοσίευσης αυτού του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως αρχίζει η ισχύς των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 7 του ν. 2753/1999 (ΦΕΚ 249 Α'). Για την έναρξη της περιόδου που ορίζεται σε αυτές, για την έκδοση της οικείας κοινής υπουργικής απόφασης, ως πρώτο έτος λογίζεται το έτος 2000.

13. Το δεύτερο και επόμενα εδάφια της περίπτωσης Γ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίστανται ως εξής:

«Για την έκπτωση των πιο πάνω ποσών από δικαιώματα ή αποζημιώσεις αρκεί η πίστωση αυτών στο όνομα του δικαιούχου, η οποία μπορεί να γίνει μέχρι τη λήξη της προθεσμίας κλεισίματος ισολογισμού της χρήσης στην οποία αναφέρονται. Οταν δικαιούχος των δικαιωμάτων ή αποζημιώσεων είναι αλλοδαπό φυσικό ή νομικό πρόσωπο απαιτείται να έχει αποδοθεί στο Δημόσιο ο φόρος που ορίζεται από τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 13 ή της οικείας διμερούς σύμβασης περί αποφυγής της διπλής φορολογίας.

Ο έλεγχος των αποζημιώσεων ή δικαιωμάτων της παραγράφου αυτής, με εξαίρεση τα ποσά από πνευματικά, συγγενικά και συναφή δικαιώματα που καταβάλλονται για λογαριασμό τρίτων, ενεργείται κατά τα οριζόμενα στην περίπτωση γ' της παραγράφου 4 του άρθρου 66 όταν καταβάλλονται: α) από εμπορικές επιχειρήσεις και αφορούν σήματα, μεθόδους εμπορίας ή και διανομής και άλλα συναφή δικαιώματα, καθώς και από μικτές επιχειρήσεις κατά το μέρος που αφορούν στον εμπορικό κλάδο, ανεξάρτητα από το ύψος τους, β) από τις λοιπές επιχειρήσεις: αα) στη μητρική τους επιχείρηση, προκειμένου για θυγατρικές, ββ) στο κεντρικό τους κατάστημα, προκειμένου για υποκαταστήματα αλλοδαπής και γγ) σε αλλοδαπή ή ημεδαπή επιχείρηση που ανήκει στον ίδιο όμιλο επιχειρήσεων, εφόσον υπερβαίνουν το τέσσερα τοις εκατό (4%) των ακαθαρίστων εσόδων που προκύπτουν από τη χρήση του συγκεκριμένου δικαιώματος ή το ποσό των εκατό εκατομμυρίων (100.000.000) δραχμών, ανεξάρτητα από το καταβαλλόμενο ποσοστό επί των ακαθαρίστων εσόδων.»

14. Η περίπτωση ιη' της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

«ιη) Των εξόδων για διοικητική υποστήριξη, οργάνωση, αναδιοργάνωση και για υπηρεσίες γενικά που παρέχονται στην επιχείρηση από επιχειρήσεις που ανήκουν στον ίδιο ημεδαπό ή αλλοδαπό όμιλο ή και από τρίτους για σκοπούς που σχετίζονται με τα γενικότερα συμφέροντα του ομίλου.

Τα έξοδα αυτά εκπίπτουν εφόσον και στο βαθμό που η πραγματοποίησή τους είναι ωφέλιμη για την ίδια την επιχείρηση.

Τα πιο πάνω έξοδα, όταν υπερβαίνουν το πέντε τοις εκατό (5%) των αντίστοιχων δαπανών της επιχείρησης ή τα είκοσι εκατομμύρια (20.000.000) δραχμές, ανεξαρτήτως ποσοστού, ελέγχονται κατά τα οριζόμενα στην περίπτωση γ' της παραγράφου 4 του άρθρου 66.»

15. Οι παράγραφοι 13 και 14 του άρθρου αυτού εφαρμόζονται για τα κέρδη που προκύπτουν από ισολογισμούς που κλείνουν μετά την 31η Δεκεμβρίου 2000.

16. Στην παράγραφο 4 του άρθρου 66 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προστίθεται περίπτωση γ', που έχει ως εξής:

«γ) Συνιστώνται στα ελεγκτικά κέντρα που προβλέπονται από το άρθρο 3 του ν. 2343/1995 (ΦΕΚ 211 Α') ειδικές Επιτροπές, στις οποίες θα ανατίθεται ο έλεγχος των δαπανών των περιπτώσεων ι' και ιη' της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του παρόντος, όταν αυτές υπερβαίνουν τα κατά περίπτωση όρια. Με τις ίδιες αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών ή και με άλλες καθορίζεται η σύνθεση των Επιτροπών αυτών, ο τρόπος λειτουργίας τους, οι διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται κατά τον έλεγχο των ως άνω δαπανών, τα δικαιολογητικά που υποβάλλουν οι ελεγχόμενες επιχειρήσεις και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.

Το δεύτερο εδάφιο της προηγούμενης περίπτωσης β' εφαρμόζεται ανάλογα και στην παρούσα περίπτωση.»

17. Στο τέλος της περίπτωσης στ' της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προστίθεται νέο εδάφιο, που έχει ως εξής:

«Τα παραπάνω εφαρμόζοντ/u αναλόγως και για τη δαπάνη που καταβάλλει η επιχείρηση, σύμφωνα με τα οριζόμενα από την παράγραφο 5 του άρθρου 2 του ν. 2244/1994 (ΦΕΚ 168 Α'), για την κατασκευή μη ιδιόκτητου δικτύου σύνδεσης του σταθμού αυτοπαραγωγής ή ανεξάρτητης παραγωγής μέχρι το δίκτυο της Δ.Ε.Η..»

18. Η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται για τα κέρδη που προκύπτουν από ισολογισμούς που κλείνουν από τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και εφεξής.

19. Η υποπερίπτωση δδ' του δεύτερου εδαφίου της περίπτωσης στ' της παραγράφου 1 του άρθρου 55 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

«δδ) όταν προμηθεύονται αγαθά ή τους παρέχονται υπηρεσίες από τις πολεμικές βιομηχανίες ΕΑΒ, ΕΒΟ, ΠΥΡΚΑΛ και ΕΛΒΟ, καθώς και από το Κέντρα Επιχειρηματικής Πολιτιστικής Ανάπτυξης (Κ.Ε.Π.Α.) και την Αναπτυξιακή Ένωση Μακεδονίας (ΑΝ.Ε.Μ.).»

20. Οι διατάξεις του πέμπτου και των επομένων αυτού

εδαφίων της παραγράφου 2, καθώς και η παράγραφος 3 του άρθρου 32 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, αντικαθίστανται ως εξής:

«Για τις επιχειρήσεις για τις οποίες τα βιβλία και στοιχεία κρίνονται ανακριβή, καθώς και για τις επιχειρήσεις που δεν τηρούν τα βιβλία που προβλέπονται για αυτές από τον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων στα οποία καταχωρούνται πρωτογενώς οι συναλλαγές ή τηρούν βιβλία κατώτερης κατηγορίας από τα οριζόμενα από τον ίδιο κώδικα, ο κατά τα ανωτέρω συντελεστής προσαυξάνεται κατά 50%. Εξαιρετικά, το παραπάνω ποσοστό προσαύξησης διπλασιάζεται εφόσον η ανακρίβεια των βιβλίων και στοιχείων οφείλεται σε έναν τουλάχιστον από τους πιο κάτω λόγους:

α) Στην έκδοση πλαστών ή εικονικών ή στη νόθευση φορολογικών στοιχείων.

β) Στη διάπραξη μέσα στην ίδια χρήση περισσοτέρων της μιας παραβάσεων μη έκδοσης του προβλεπόμενου από τον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων στοιχείου αξίας ή διακίνησης αγαθών, που διαπιστώνονται από διαφορετικούς ελέγχους. Αν διακινούνται αγαθά χωρίς το προβλεπόμενο συνοδευτικό στοιχείο, ακόμη και αν αυτό έχει εκδοθεί, θεωρείται ότι δεν εκδόθηκε.

γ) Στη μη διαφύλαξη ή μη επίδειξη στον τακτικό φορολογικό έλεγχο των βιβλίων και στοιχείων.

δ) Στην απόκρυψη φορολογητέας ύλης που υπερβαίνει το πέντε τοις εκατό (5%) της δηλωθείσας και σε ποσό το ένα εκατομμύριο (1.000.000) δραχμές.

Ο Μοναδικός Συντελεστής Καθαρού Κέρδους διπλασιάζεται στις περιπτώσεις που διαπιστώθηκε η χωρίς άδεια της αρμόδιας φορολογικής αρχής άσκηση επιτηδεύματος ή η άσκηση αυτού σε διεύθυνση που δεν δηλώθηκε ή η αλλοίωση των δεδομένων της φορολογικής ταμειακής μηχανής.

Σε περίπτωση εξολογιστικού προσδιορισμού των καθαρών κερδών επιχειρήσεων της παραγράφου 1 του άρθρου 31, συγκρίνεται ο συντελεστής που προκύπτει από το λογιστικό προσδιορισμό του καθαρού εισοδήματος με το συντελεστή που ορίζεται με τα προηγούμενα εδάφια και εφαρμόζεται ο μεγαλύτερος, ο οποίος δεν μπορεί να υπερβαίνει το διπλάσιο του οικείου συντελεστή του πίνακα. Εφόσον τα προκύπτοντα κατά τα ανωτέρω καθαρά κέρδη υπολείπονται των καθαρών κερδών που προσδιορίζονται από τον έλεγχο λογιστικά, ως τελικά καθαρά κέρδη λαμβάνονται τα λογιστικώς προσδιοριζόμενα, ανεξάρτητα αν αυτά αντιστοιχούν σε συντελεστή ανώτερο του διπλάσιου του οικείου συντελεστή του πίνακα.

Σε κάθε περίπτωση ο συντελεστής καθαρού κέρδους που τελικά εφαρμόζεται ή αντιστοιχεί στα τελικά προσδιοριζόμενα καθαρά κέρδη δεν μπορεί να είναι ανώτερος από το 85%.

3. Αν από τα στοιχεία που προσκομίζει ο φορολογούμενος προκύπτει αποδεδειγμένα, ότι, από γεγονότα ανώτερης βίας, το πραγματικό κέρδος είναι κατώτερο από αυτό που προσδιορίζεται με την εφαρμογή του μοναδικού συντελεστή, το κέρδος αυτό μπορεί να καθορίζεται με χρήση κατώτερου συντελεστή, όχι όμως κατώτερου από το μηδέν.

Εξαιρετικά, σε περιπτώσεις μερικής ή ολικής καταστροφής της επιχείρησης και των βιβλίων και στοιχείων από πυρκαγιά, σεισμό, πλημμύρα ή θεομηνία, μπορεί να αναγνωρισθεί αρνητικός συντελεστής μέχρι ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) επί των ακαθάριστων εσόδων των ανέλεγκτων χρήσεων. Στις περιπτώσεις αυτές, ανεξάρτητα από την κατηγορία βιβλίων, το σχετικό αίτημα της επιχείρησης κρίνεται από την επιτροπή της παραγράφου 5 του άρθρου 70, εφαρμοζομένων ανάλογα των οριζόμενων στις διατάξεις των παραγράφων 6, 7 και 8 του ίδιου άρθρου.»

21. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 41 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος καταργείται και προστίθεται νέο εδάφιο, ως εξής:

«Το πέμπτο και τα επόμενα αυτού εδάφια της παραγράφου 2 του άρθρου 32 ισχύουν ανάλογα και για τον προσδιορισμό του καθαρού εισοδήματος επί γεωργικών επιχειρήσεων.»

22. Η παράγραφος 4 του άρθρου 50 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:

«4. Για κάθε κατηγορία επαγγέλματος προβλέπεται ένας μοναδικός συντελεστής καθαρών αμοιβών, ο οποίος εφαρμόζεται στις ακαθάριστες αμοιβές. Οι συντελεστές καθαρών αμοιβών περιλαμβάνονται σε ειδικό πίνακα, ο οποίος καταρτίζεται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Κατ' εξαίρεση, στις ακαθάριστες αμοιβές των αρχιτεκτόνων και μηχανικών εφαρμόζονται οι συντελεστές που ορίζονται στην παράγραφο 5 του προηγούμενου άρθρου. Σε περίπτωση που εκείνος που ασκεί ελευθέριο επάγγελμα δεν τηρεί τα βιβλία και στοιχεία που προβλέπονται γι' αυτόν από τον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων ή αυτά που τηρεί κρίνονται ανακριβή, ο συντελεστής καθαρών αμοιβών που εφαρμόζεται προσαυξάνεται κατά σαράντα τοις εκατό (40%). Το πέμπτο και τα επόμενα εδάφια της παραγράφου 2 του άρθρου 32, ισχύουν ανάλογα και για τον προσδιορισμό του καθαρού εισοδήματος επί ελευθέριων επαγγελμάτων.»

23. Στην παράγραφο 1 του άρθρου 21 του ν. 2443/1996 (ΦΕΚ 265 Α'), μετά το τελευταίο εδάφιο που προστέθηκε με την παράγραφο 7 του άρθρου 12 του ν. 2753/1999, προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:

«Εφόσον στις παραπάνω δηλώσεις περιλαμβάνεται μέρος της φορολογητέας ύλης που σχετίζεται άμεσα με την επιβολή προστίμων του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, η βάση υπολογισμού του προστίμου περιορίζεται κατά το μέρος της φορολογητέας ύλης που δηλώθηκε.»

24. Στο τέλος της παραγράφου 4 του άρθρου 19 του ν. 2523/1997 (ΦΕΚ 179 Α'), προστίθενται τέσσερα νέα εδάφια που έχουν ως εξής:

«Δεν είναι εικονικό το φορολογικό στοιχείο που εξέδωσε ή έλαβε η κοινωνία κληρονόμων ή ο κληρονόμος ή σύζυγος ή τέκνο αποβιώσαντος ή συνταξιοδοτηθέντος συζύγου ή γονέα, το οποίο φέρεται ότι εκδόθηκε ή λήφθηκε από τον αποβιώσαντα ή συνταξιοδοτηθέντα επιτηδευματία, εφόσον αφορά πραγματική συναλλαγή και πριν από κάθε είδους φορολογικό έλεγχο, έχει καταχωρηθεί στα βιβλία τόσο του λαμβάνοντα, όσο και του εκ-δόσαντα το στοιχείο, η αξία αυτού να έχει συμπεριληφθεί στις οικείες δηλώσεις Φ.Π.Α. και Φορολογίας Εισοδήματος και έχει γίνει η απόδοση των φόρων που προκύπτουν από το στοιχείο αυτό.

Σε περίπτωση που η κατά το προηγούμενο εδάφιο έκδοση φορολογικών στοιχείων συνεχίζεται μετά την πάροδο εξαμήνου από το χρόνο που προέκυψε η μεταβολή στο φορέα της επιχείρησης, επιβάλλεται σε βάρος του ασκούντος την επιχείρηση το πρόστιμο της παραγράφου 2 περιπτώσεις α' και ε' του άρθρου 5 του ν. 2523/1997.

Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων εδαφίων εφαρμόζονται και για παραβάσεις που έχουν διαπραχθεί μέχρι

τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, για τις οποίες δεν έχουν εκδοθεί οι οικείες καταλογιστικές πράξεις ή εφόσον εκδόθηκαν δεν έχουν οριστικοποιηθεί κατά οποιονδήποτε τρόπο ή εκκρεμούν επί της ουσίας ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων.

Στις περιπτώσεις αυτές εφαρμόζονται οι διατάξεις περί δίΚαστικού συμβιβασμού, ανεξάρτητα από το χρόνο άσκησης της προσφυγής.»

25. Στο τέλος της παραγράφου 8 του άρθρου 7 του ν. 2753/1999 η τελεία γίνεται κόμμα και προστίθεται πρόταση ως εξής:

«... εκτός από τις διατάξεις των παραγράφων 11 και 12 του άρθρου αυτού που συνεχίζουν να ισχύουν.»

26. Οι διαφορές φόρων, τελών, εισφορών και λοιπών επιβαρύνσεων, που προέκυψαν από τον τακτικό (οριστικό) φορολογικό έλεγχο των φορολογικών υποθέσεων των διαχειριστικών περιόδων 1989 έως και 1999 της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού (Δ.Ε.Η.), μετά την καταβολή του προβλεπόμενου από τις οικείες διατάξεις ποσοστού κατά τη διοικητική επίλυση των φορολογικών διαφορών, βεβαιώνονται σε πέντε (5) ίσες ετήσιες δόσεις. Η πρώτη καταβάλλεται μέχρι τη 2α Ιανουαρίου του έτους 2001 και οι επόμενες μέχρι την τελευταία εργάσιμη για τις δημόσιες υπηρεσίες ημέρα του μηνός Δεκεμβρίου των ετών 2001, 2002, 2003· και 2004.

27. Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 21 του ν. 2443/1996 έχουν ανάλογη εφαρμογή και στο Ταμείο Ασφάλισης Προσωπικού Εργατικής Εστίας (Τ.Α.Π.Ε.Ε.), το οποίο μέσα σε ένα (1) μήνα από τη δημοσίευση του παρόντος μπορεί να υποβάλλει στον αρμόδιο προϊστάμενο Δ.Ο.Υ. αρχικές ή συμπληρωματικές δηλώσεις για την απόδοση των φόρων, τελών, εισφορών ή κρατήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του άρθρου 13 του ν. 2198/1994, για τους οποίους η φορολογική υποχρέωση γεννήθηκε μέχρι 31.12.1997. Τα οικεία ποσά καταβάλλονται εφάπαξ με την υποβολή των δηλώσεων. Με την καταβολή των ανωτέρω ποσών εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των υπαλλήλων-μελών του Τ.Α.Π.Ε.Ε. που έλαβαν από αυτό τα εφάπαξ ποσά ή βοηθήματα κατά περίπτωση.

Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως ΙΙΙ/α Β έκδοση
Η ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ

ΑΝΤΩΝΗΣ ΒΑΘΡΑΚΟΚΟΙΛΗΣ

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ