Αρθρο 7 Συνέλευση - Διαδικασία
ΦΕΚ287
πων των Συμβαλλομένων, όσο αυτοί οι τελευταίοι βρίσκονται στην επικράτεια της χώρας φιλοξενίας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Αυτή η Συμφωνία παύει να ισχύει όταν η Γραμματεία εγκαταλείψει την επικράτεια της χώρας φιλοξενίας.
6. Κάθε Συμβαλλόμενος, εκτός από αυτόν που έχει συνάψει μία συμφωνία, σύμφωνα με την παράγραφο 5, πρέπει να συνάψει ένα Πρωτόκολλο σχετικά με τα προνόμια και τις ασυλίες του Οργανισμού, του Διευθυντή του προσωπικού, των εμπειρογνωμόνων που εκτελούν αποστολές για τον Οργανισμό και των εκπροσώπων των Συμβαλλομένων, για τη χρονική περίοδο που βρίσκονται στην επικράτεια του Συμβαλλόμενου για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Αυτό το Πρωτόκολλο πρέπει να είναι ανεξάρτητο από την παρούσα Σύμβαση και να καθορίζει του όρους λήξης του.
Άρθρο 10 Δαπάνες
1. Ο Οργανισμός πρέπει να διευθετήσει στη Συμφωνία Παροχής Δημοσίων Υπηρεσιών, να καταβάλλονται τα παρακάτω έξοδα από την Εταιρεία:
α. Εγκατάσταση και λειτουργία της Γραμματείας.
β. Σύγκλιση των συνεδριάσεων της Συνέλευσης.
γ. Εφαρμογή των μέτρων που λαμβάνονται από τον Οργανισμό, σύμφωνα με το άρθρο 4, για να διασφαλισθεί ότι η Εταιρεία τηρεί τις βασικές αρχές.
2. Κάθε Συμβαλλόμενος αναλαμβάνει τα δικά του έξοδα εκπροσώπησης στις συναντήσεις της Συνέλευσης.
Αρθρο 11 Αξιοπιστία
Οι Συμβαλλόμενοι δεν είναι υπό αυτή τους την ιδιότητα υπεύθυνοι για πράξεις και υποχρεώσεις της Εταιρείας, εκτός των σχέσεων τους με μη Συμβαλλόμενους ή φυσικά ή δικαιοδοτικά πρόσωπα που θα μπορούσαν να εκπροσωπούν και μόνο στο βαθμό που αυτή η ευθύνη μπορεί να προκύψει από ισχύουσες συμφωνίες μεταξύ του Συμβαλλόμενου και του εν λόγω μη Συμβαλλόμενου. Η προηγούμενη διάταξη ωστόσο δεν απαγορεύει σε ένα Συμβαλλόμενο, που έχει υποχρεωθεί σε εφαρμογή μιας τέτοιας Συμφωνίας, να αποζημιώσει ένα μη Συμβαλλόμενο ή ένα φυσικό ή δικαιοδοτικό πρόσωπο που θα μπορούσε να εκπροσωπεί, από το να επικαλεσθεί τα δικαιώματα που μπορεί να έχει από την εν λόγω Συμφωνία έναντι κάθε άλλου Συμβαλλόμενου.
Άρθρο 12 Νομική Υπόσταση
Ο Οργανισμός πρέπει να έχει νομική υπόσταση . Προς το σκοπό της καλύτερης άσκησης των καθηκόντων του έχει ειδικότερα τη δικαιοδοσία να συνάπτει συμβόλαια, να αποκτά, να εκμισθώνει, να παρακρατεί και να παραχωρεί κινητή και ακίνητη περιουσία, να συμμετέχει σε νομικές διαδικασίες και να συνάπτει συμφωνίες με Κράτη ή τους διεθνείς οργανισμούς.
Άρθρο 13
Σχέσεις με τους άλλους διεθνείς οργανισμούς Ο Οργανισμός πρέπει να συνεργάζεται με τον Οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών και τους φορείς αυτού που ασχολούνται με την Ειρηνική Χρησιμοποίηση του Διαστήματος και τους Ωκεάνιους Χώρους, με τα Εξειδικευμένα Πρακτορεία του, καθώς και με άλλους διεθνείς οργανισμούς σε θέματα κοινού ενδιαφέροντος.
Αρθρο 14 Αποχώρηση
Κάθε Συμβαλλόμενος μπορεί, με γραπτή κοινοποίηση που απευθύνεται προς τον Θεματοφύλακα, να παραιτηθεί οικειοθελώς από τον Οργανισμό οποιαδήποτε στιγμή. Αυτή η αποχώρηση αρχίζει να ισχύει μόλις ο Θεματοφύλακας παραλάβει την εν λόγω κοινοποίηση.
Άρθρο 15 Διευθέτηση Διενέξεων
Κάθε διένεξη μεταξύ των Συμβαλλομένων ή μεταξύ των Συμβαλλομένων και του Οργανισμού για οποιοδήποτε ζήτημα προκύπτει από την παρούσα Συμφωνία πρέπει να επιλύεται με διαπραγμάτευση μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών. Αν μέσα σε μία προθεσμία ενός έτους κάποιο από τα Μέρη ζήτησε μία διευθέτηση, η οποία δεν έχει τακτοποιηθεί, και αν τα μέρη που διαφωνούν δεν έχουν συμφωνήσει, είτε:
α. σε περίπτωση διένεξης μεταξύ των Συμβαλλομένων να προσφύγουν στο Διεθνές Δικαστήριο ή
β. σε περίπτωση άλλων διαφορών να οριστούν άλλες διαδικασίες επίλυσης των διαφορών, η εν λόγω διένεξη μπορεί, αν τα Μέρη το αποδεχθούν, να υποβληθεί σε διαιτησία σύμφωνα με το Παράρτημα της παρούσας Σύμβασης.
Άρθρο 16 Συναίνεση Δέσμευσης
1. Η Σύμβαση αυτή πρέπει να παραμείνει ανοικτή για υπογραφή στο Λονδίνο μέχρις ότου τεθεί σε ισχύ και έκτοτε πρέπει να παραμένει ανοικτή για προσχώρηση. Ολα τα Κράτη μπορούν να γίνουν Συμβαλλόμενα στη Σύμβαση δια:
α. υπογραφής μη υποκείμενης σε κύρωση, αποδοχή ή έγκριση ή
β. υπογραφής υποκείμενης σε κύρωση, αποδοχή ή έγκριση, ακολουθούμενης από κύρωση, αποδοχή ή έγκριση ή
γ. προσχώρησης.
2. Η κύρωση, αποδοχή, έγκριση ή προσχώρηση πρέπει να ενεργοποιείται από την κατάθεση του κατάλληλου οργάνου στον Θεματοφύλακα.
3. Επιφυλάξεις δεν μπορούν να υπάρχουν στην παρούσα Σύμβαση.
Άρθρο 17 Θέση σε ισχύ
1. Η Σύμβαση αυτή τίθεται σε ισχύ εξήντα ημέρες μετά την ημερομηνία κατά την οποία Κράτη που αντιπροσωπεύουν το ενενήντα πέντε τοις εκατό των αρχικών μετοχών έχουν γίνει Συμβαλλόμενοι στη Σύμβαση.
2. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 1, εάν η Σύμβαση δεν έχει τεθεί σε ισχύ εντός τριάντα έξι μηνών αφότου ήταν ανοικτή για υπογραφή, δεν θα τεθεί σε ισχύ.
3. Ένα Κράτος που καταθέτει ένα όργανο κύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης μετά την ημερομηνία κατά την οποία η Σύμβαση ετέθη σε ισχύ, η κύρωση, αποδοχή, έγκριση ή προσχώρηση θα ισχύει την ημέρα της κατάθεσης.
1. Τροποποιήσεις στην παρούσα Σύμβαση μπορεί να προτείνει κάθε Συμβαλλόμενος και κοινοποιούνται από τον Διευθυντή σε όλους τους άλλους Συμβαλλόμενους και στην Εταιρεία.
Η Συνέλευση εξετάζει την τροποποίηση μετά από ένα χρονικό διάστημα έξι μηνών, λαμβάνοντας υπόψη κάθε υπόδειξη της Εταιρείας. Σε ιδιαίτερη περίπτωση, η Συνέλευση μπορεί να μειώσει με απόφασή της αυτή την περίοδο το πολύ σε τρεις μήνες.
2. Αν υιοθετηθεί από τη Συνέλευση, η τροποποίηση πρέπει να τεθεί σε ισχύ 120 ημέρες μετά την ημερομηνία παραλαβής από τον Θεματοφύλακα της κοινοποίησης της αποδοχής της τροποποίησης από τα δύο τρίτα των Κρατών, τα οποία κατά την ημερομηνία της υιοθέτησης της από τη Συνέλευση ήταν Συμβαλλόμενοι στη Σύμβαση.
Όταν τίθεται σε ισχύ, η τροποποίηση γίνεται υποχρεωτική για τους Συμβαλλόμενους που την έχουν αποδεχθεί.
Για οποιοδήποτε άλλο Κράτος που ήταν Συμβαλλόμενος τη χρονική στιγμή της υιοθέτησης της τροποποίησης από τη Συνέλευση, η εν λόγω τροποποίηση πρέπει να είναι υποχρεωτική την ημέρα που ο Θεματοφύλακας λαμβάνει την κοινοποίησή του αποδοχής της.
1. Ο Θεματοφύλακας της Σύμβασης αυτής πρέπει να είναι ο Γενικός Γραμματέας του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού.
2. Ο Θεματοφύλακας πρέπει να ενημερώνει αμέσως όλους τους Συμβαλλόμενους:
α. για κάθε υπογραφή της Σύμβασης,
β. για την κατάθεση οποιουδήποτε εγγράφου επικύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης,
γ. για την έναρξη ισχύος της Σύμβασης,
δ. για την υιοθέτηση οποιασδήποτε τροποποίησης στη Σύμβαση και για την έναρξη ισχύος της,
ε. για κάθε κοινοποίηση αποχώρησης,
ζ. για άλλες τροποποιήσεις και κοινοποιήσεις που αναφέρονται στην παρούσα Σύμβαση.
3. Με τη θέση σε ισχύ μιας τροποποίησης στη Σύμβαση, ο Θεματοφύλακας διαβιβάζει ένα επικυρωμένο αντίγραφο στη Γραμματεία του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών για κατάθεση και δημοσίευση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 102 του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.
Σε μαρτυρία του οποίου οι υπογράφοντες, εξουσιοδοτημένοι αρμοδίως από τις αντίστοιχες Κυβερνήσεις τους, έχουν υπογράψει την παρούσα Σύμβαση.
Εγινε στο Λονδίνο, την τρίτη ημέρα του Σεπτεμβρίου χίλια εννιακόσια εβδομήντα έξι, στις γλώσσες αγγλική, γαλλική, ρωσική και ισπανική, όλα τα κείμενα των οποίων είναι εξίσου αυθεντικά, σε ένα μοναδικό πρωτότυπο που θα κατατεθεί στο Θεματοφύλακα, ο οποίος θα στείλει ένα κυρωμένο αντίγραφο στην Κυβέρνηση καθενός από τα Κράτη που προσκλήθηκαν να μετάσχουν στη Διεθνή Διάσκεψη για τη σύσταση ενός Διεθνούς Ναυτιλιακού Δορυφορικού Συστήματος και στην Κυβέρνηση κάθε άλλου Κράτους που υπογράφει ή προσχωρεί στη Σύμβαση.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗΣ ΔΙΕΝΕΞΕΩΝ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 15 ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ
Αρθρο 1
Οι διενέξεις που επιδέχονται διευθέτηση εφαρμόζοντας το Αρθρο 15 της Σύμβασης υποβάλλονται σε ένα δικαστήριο διαιτησίας που αποτελείται από τρία Μέλη.
Αρθρο 2
Κάθε ενάγων ή ομάδα εναγόντων που επιθυμεί να παραπέμψει μία διένεξη σε διαιτησία αποστέλλει σε κάθε εναγόμενο και στη Γραμματεία ένα φάκελο που περιέχει:
α. μία πλήρη περιγραφή της διένεξης, τους λόγους για τους οποίους κάθε εναγόμενος υποχρεούται να συμμετάσχει στη διαιτησία και τα μέτρα που έχουν ζητηθεί,
β. τους λόγους για τους οποίους το θέμα της διένεξης ανήκει στην αρμοδιότητα του δικαστηρίου και τους λόγους για τους οποίους αυτό το δικαστήριο μπορεί να αποδεχθεί την υποβληθείσα αίτηση αν αποφανθεί υπέρ του ενάγοντος,
γ. μία έκθεση που να εξηγεί γιατί ο ενάγων δεν μπορεί να επιλύσει τη διένεξη με συναίνεση ή με διαφορετικό τρόπο από τη διαιτησία,
δ. την έγγραφη απόδειξη συμφωνίας ή συναίνεσης των Συμβαλλομένων, εφόσον αυτή αποτελεί προϋπόθεση παραπομπής στη διαδικασία της διαιτησίας,
ε. το όνομα του προσώπου που ορίζεται από τον ενάγοντα να υπηρετήσει ως μέλος του δικαστηρίου.
Η Γραμματεία πρέπει να διανείμει αμέσως ένα αντίγραφο του φακέλου σε κάθε Συμβαλλόμενο.
Αρθρο 3
1. Μέσα σε εξήντα ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής των αντιγράφων του εγγράφου που αναφέρεται στο Αρθρο 2 από όλους τους εναγόμενους, αυτοί πρέπει να ορίζουν ομαδικά ένα πρόσωπο να λειτουργήσει ως μέλος στο δικαστήριο. Μέσα στην ίδια προθεσμία οι εναγόμενοι μπορούν, από κοινού ή ατομικά, να στείλουν σε κάθε διάδικο και στη Γραμματεία ένα έγγραφο που να αναφέρει τις απαντήσεις τους, ατομικές ή συλλογικές, στο έγγραφο που αναφέρεται στο Άρθρο 2 και θα περιλαμβάνει οποιαδήποτε ανταπαίτηση προκύπτει από το αντικείμενο της διαφωνίας.
2. Τα δύο μέλη του δικαστηρίου εντός τριάντα (30) ημερών από το διορισμό τους θα πρέπει να συμφωνήσουν για έναν τρίτο διαιτητή. Το τρίτο αυτό μέλος δεν πρέπει να έχει την ίδια εθνικότητα με οποιονδήποτε από τους διαδίκους, να διαμένει στο έδαφος του ή να είναι στην υπηρεσία του.
3. Εάν η μία ή η αλλη πλευρά δεν υποδείξει διαιτητή
Αρθρο 18 Τροποποιήσεις
Άρθρο 19 Θεματοφύλακας
εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας ή εάν ο τρίτος διαιτητής δεν διορισθεί εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, ο Πρόεδρος του Διεθνούς Δικαστηρίου ή, εάν αυτός κωλύεται ή είναι της ίδιας εθνικότητας με έναν από τους διαδίκους, ο Αντιπρόεδρος ή, εάν αυτός κωλύεται ή είναι της ίδιας εθνικότητας με έναν από τους διαδίκους, ο αρχαιότερος Δικαστής ο οποίος δεν θα είναι της ίδιας εθνικότητας με κανέναν από τους διαδίκους μπορεί, μετά από αίτηση του ενός ή του άλλου διαιτητή, να διορίσει διαιτητή ή διαιτητές κατά περίπτωση.
4. Ο τρίτος διαιτητής πρέπει να αναλάβει καθήκοντα Προέδρου του δικαστηρίου.
5. Το δικαστήριο συγκροτείται αμέσως μετά την επιλογή του Προέδρου.
Αρθρο 4
1. Εάν κενωθεί μία θέση στο δικαστήριο για οποιονδήποτε λόγο που ο Πρόεδρος ή τα λοιπά μέλη του Δικαστηρίου κρίνουν ότι είναι ανεξάρτητοι από τη θέληση των διαδίκων ή ότι είναι συμβατός με την κανονική διεξαγωγή της διαδικασίας διαιτησίας, η κενή θέση θα πληρωθεί σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις:
α. Εάν η κενή θέση προέλθει από την αποχώρηση ενός μέλους το οποίο έχει διορισθεί από τον έναν των διαδίκων, τότε η πλευρά αυτή θα εκλέξει έναν αντικαταστάτη εντός δέκα ημερών από την κένωση της θέσεως.
β. Εάν η κενή θέση προέλθει από την αποχώρηση του Προέδρου ή ενός μέλους το οποίο έχει διορισθεί σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (3) του Άρθρου 3, ένας αντικαταστάτης θα επιλεγεί κατά τον τρόπο που περιγράφεται στην παράγραφο (2) ή ( 3) αντιστοίχως, του Άρθρου 3.
2. Αν κενωθεί μία θέση στο δικαστήριο για οποιονδήποτε άλλο λόγο ή εάν μια κενή θέση, για τους λόγους της παραγράφου (1), δεν συμπληρωθεί, τα λοιπά μέλη του δικαστηρίου θα μπορούν, παρά τις διατάξεις του Άρθρου 1, μετά και από αίτηση της μιας πλευράς, να συνεχίσουν τη διαδικασία και να εκδώσουν την τελική απόφαση του δικαστηρίου.
1. Το δικαστήριο πρέπει να αποφασίζει την ημερομηνία και τον τόπο των συνεδριάσεων του.
2. Οι συνεδριάσεις λαμβάνουν χώρα κεκλεισμένων των θυρών και όλα τα έγγραφα και τα αποδεικτικά στοιχεία που υποβάλλονται στο δικαστήριο πρέπει να είναι εμπιστευτικά.
Παρ ' όλα αυτά, ο Οργανισμός έχει το δικαίωμα συμμετοχής στις συνεδριάσεις και κοινοποίησης όλων των υποβληθέντων εγγράφων και αποδεικτικών στοιχείων. Εφόσον ο Οργανισμός είναι διάδικος στη διαδικασία, όλοι οι Συμβαλλόμενοι μπορεί να συμμετέχουν και να τους κοινοποιούνται τα έγγραφα και τα αποδεικτικά στοιχεία που υποβάλλονται.
3. Σε περίπτωση διαφοράς σχετικά με την αρμοδιότητα του δικαστηρίου, το δικαστήριο θα ασχολείται πρώτα με το θέμα αυτό.
4. Η διαδικασία θα διεξάγεται γραπτώς και κάθε πλευρά θα έχει το δικαίωμα να υποβάλλει γραπτές αποδείξεις προς υποστήριξη των ισχυρισμών της περί των γεγονότων και των νόμων. Παρ' όλα αυτά, εφόσον το δικαστήριο το κρίνει σκόπιμο, μπορούν να παρουσιασθούν προφορικά επιχειρήματα καθώς και καταθέσεις.
5. Η διαδικασία θα αρχίζει με την παρουσίαση της προτάσεως του ενάγοντος, η οποία θα περιλαμβάνει τα επι-χειρήματά του, τα σχετικά γεγονότα τα οποία θα υποστηρίζονται με αποδεικτικά στοιχεία και τις νομικές αρχές επάνω στις οποίες βασίζεται. Μετά από την παρουσίαση της προτάσεως του ενάγοντος θα επακολουθεί παρουσίαση της προτάσεως του εναγόμενου. Ο ενάγων μπορεί να υποβάλλει μία απάντηση στην πρόταση του εναγόμενου, ο οποίος μπορεί να παρουσιάσει μία ανταπάντηση. Πρόσθετες συνηγορίες θα υποβάλλονται μόνο εάν το δικαστήριο κρίνει αυτό απαραίτητο.
6. Το δικαστήριο λαμβάνει γνώση των ανταπαιτήσεων που προκύπτουν απευθείας από το θέμα διαφωνίας, και αποφαίνεται για αυτές, αν υπάγονται στην αρμοδιότητά του, όπως αυτή ορίζεται στο Άρθρο 15 της Σύμβασης.
7. Εάν οι διάδικοι συμβιβαστούν κατά τη διάρκεια της εκδικάσεως, α συμβιβασμός θα καταχωρείται υπό τη μορφή αποφάσεως του δικαστηρίου με τη συγκατάθεση των διαδίκων.
8. Οποιαδήποτε στιγμή της συνεδρίασης το δικαστήριο μπορεί να λύσει τη συνεδρίαση, αν αποφασίσει ότι οι διαφορές υπερβαίνουν τα όρια της αρμοδιότητας του, όπως αυτή ορίζεται στο Άρθρο 15 της Σύμβασης.
9. Οι συζητήσεις του δικαστηρίου πρέπει να είναι απόρρητες.
10. Οι αποφάσεις του δικαστηρίου πρέπει να διατυπώνονται γραπτώς και να υποστηρίζονται με γραπτό σκεπτικό. Οι νομολογίες και αποφάσεις του θα πρέπει να υποστηρίζονται από δύο τουλάχιστον μέλη. Ενα μέλος που διαφωνεί σχετικά με την απόφαση μπορεί να διατυπώσει ένα ξεχωριστό σκεπτικό επίσης γραπτώς.
11. Το δικαστήριο κοινοποιεί την απόφαση του στη Γραμματεία, η οποία την γνωστοποιεί σε όλους τους Συμβαλλόμενους.
12. Το δικαστήριο μπορεί να υιοθετήσει πρόσθετους κανόνες διαδικασίας κατάλληλους για την εκδίκαση της υποθέσεως και εναρμονισμένους με αυτούς που αναφέρονται στο Παράρτημα αυτό.
Αρθρο 6
Εάν μία πλευρά δεν παρουσιάσει τη θέση της, η άλλη πλευρά μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο να εκδώσει μία απόφαση με βάση τη δική της παρουσίαση. Πριν από την έκδοση της αποφάσεώς του, το δικαστήριο θα πρέπει να βεβαιωθεί ότι έχει την αρμοδιότητα και ότι η υπόθεση θεμελιώνεται καλώς στα γεγονότα και στο νόμο.
Αρθρο 7
Κάθε Συμβαλλόμενος και ο Οργανισμός μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο την άδεια παρέμβασης και να γίνει επίσης διάδικος. Το δικαστήριο χορηγεί την άδεια στον αιτούντα αν βεβαιωθεί ότι ο αιτών έχει ουσιαστικό ενδιαφέρον στην υπόθεση.