logo-print

Άρθρο 6 - Νόμος 2920/2001

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΙΣΧΥΟΣ:

27/07/2014

Περιουσιακά Εγκλήματα απλό

ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ / ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΑΔΑΜ ΠΑΠΑΔΑΜΑΚΗΣ

Κληρονομικό Δίκαιο Στ έκδοση

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Άρθρο 6 Ελεγκτική διαδικασία

1. Ο Γενικός Επιθεωρητής δίνει τις εντολές για επιθεώρηση, έλεγχο ή έρευνα στους Επιθεωρητές αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν εντολής του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας ή μετά από αίτημα του Συνηγόρου του Πολίτη, εφόσον πρόκειται για θέματα γενικότερου ενδιαφέροντος.

Ο Γενικός Επιθεωρητής μπορεί να διατάσσει επαναληπτικό ή συμπληρωματικό έλεγχο, ολικό ή μερικό, οποιασδήποτε υπόθεσης, είτε από τον ίδιο Επιθεωρητή είτε από άλλον.

2. Ο Γενικός Επιθεωρητής κατανέμει τις εντολές σε Επιθεωρητή ή σε κλιμάκιο Επιθεωρητών, ανάλογα με τη φύση της εξεταζόμενης υπόθεσης, και παρακολουθεί την έγκαιρη εκτέλεσή τους. Με την εντολή καθορίζει το αντικείμενο της επιθεώρησης, του ελέγχου ή της έρευνας, την ελεγχόμενη υπηρεσία και το χρόνο μέσα στον οποίο πρέπει να περατωθεί ο έλεγχος με την υποβολή της έκθεσης. Ουδέποτε ανατίθεται στους ίδιους Επιθεωρητές ο έλεγχος του ίδιου φορέα πριν από την πάροδο έτους από την υποβολή της έκθεσής τους, εκτός εάν συντρέχει ειδικός λόγος, που αναφέρεται στην εντολή του Γενικού Επιθεωρητή.

3. Οι Επιθεωρητές κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους ενεργούν ως εξουσιοδοτημένοι, από το νόμο, εκπρόσωποι του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας και για το λόγο αυτόν θεωρούνται ιεραρχικά ανώτεροι των προϊσταμένων των ελεγχόμενων υπηρεσιών και φορέων. Κάθε Επιθεωρητής, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ενεργεί με δική του πρωτοβουλία και έχει ατομική ευθύνη για τη νομιμότητα των ενεργειών του.

4. Οι Επιθεωρητές, για την εκπλήρωση του έργου τους, μπορούν να επισκέπτονται, χωρίς ή με προειδοποίηση, την υπηρεσία ή το φορέα όπου γίνεται ο έλεγχος και να μελετούν επιτόπου την προς εξέταση υπόθεση. Στις επιτόπιες επιθεωρήσεις, ο Επιθεωρητής μπορεί να ζητήσει την παρουσία του προϊσταμένου της ελεγχόμενης υπηρεσίας ή του νόμιμου αναπληρωτή του.

5. Οι Επιθεωρητές, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, έχουν δικαίωμα πρόσβασης στους συναφείς με το αντικείμενο και τη φύση του ελέγχου φακέλους, συμπεριλαμβανομένων και των απορρήτων, εκτός εάν αυτά αφορούν ζητήματα που ανάγονται στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής, την εθνική άμυνα και την κρατική ασφάλεια. Οι ελεγχόμενες υπηρεσίες και λοιποί φορείς του άρθρου 2 αυτού του νόμου οφείλουν να παρέχουν όλα τα απαραίτητα για το έργο των Επιθεωρητών στοιχεία και τις αναγκαίες πληροφορίες, να συνεργάζονται μαζί τους και να τους διευκολύνουν, με κάθε τρόπο, κατά τη διάρκεια του ελέγχου. Όλα τα αιτούμενα στοιχεία τίθενται υποχρεωτικά στη διάθεση των Επιθεωρητών.

Η αμέλεια ή η άρνηση χορήγησης των παραπάνω ζητούμενων πληροφοριών και στοιχείων, καθώς και η σκόπιμη απόκρυψη ή η χορήγηση ανακριβών, αναληθών ή παραποιημένων στοιχείων και γενικά η παρακώλυση και παραπλάνηση του έργου των Επιθεωρητών, πέραν από τυχόν υπάρχουσες ποινικές ευθύνες, αποτελεί αυτοτελές πειθαρχικό παράπτωμα, για το οποίο μπορεί να επιβληθεί μια από τις ποινές του άρθρου 109 του Ν. 2683/ 1999 (ΦΕΚ

19 Α').

6. Οι Επιθεωρητές οφείλουν να τηρούν εχεμύθεια για γεγονότα ή πληροφορίες, των οποίων λαμβάνουν γνώση κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Παραβιάσεις του απορρήτου ή του καθήκοντος εχεμύθειας, καθώς και η από βαριά αμέλεια μη στάθμιση στοιχείων επιβαρυντικών για την υπηρεσία που επιθεωρείται ή τη διοίκηση και τους υπαλλήλους της, συνιστούν σοβαρό λόγο για την ανάκληση της απόσπασης του Επιθεωρητή.

7. Οι Επιθεωρητές, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, έχουν δικαιώματα και καθήκοντα ανακριτικού υπαλλήλου, εφαρμοζομένων των διατάξεων περί Οικονομικών Επιθεωρητών της παρ. 7 του άρθρου 2 του Ν. 2343/1995 «Αναδιοργάνωση Υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 211 Α').

8. Ο Γενικός Επιθεωρητής και οι Επιθεωρητές, εφόσον διώκονται για ενέργειες στις οποίες προέβησαν κατά την

εκτέλεση των καθηκόντων τους και για το συμφέρον της υπηρεσίας, μπορούν να παρίστανται ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων με μέλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.), υπό την προϋπόθεση ότι θα εγκριθεί η αίτησή τους από τον Πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, μετά από αιτιολογημένη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Επιθεωρητή.

9. Καταγράφονται σε ειδικό κεφάλαιο της έκθεσης διαπιστώσεις του Επιθεωρητή σχετικές με πράξεις, παραλείψεις ή συμπεριφορά λειτουργού, υπαλλήλου ή μέλους διοίκησης της ελεγχόμενης υπηρεσίας που δύναται να επισύρουν διοικητικές ή ποινικές κυρώσεις. Οι διαπιστώσεις συνοδεύονται με πρόταση: α) για τη διεξαγωγή ένορκης διοικητικής εξέτασης (Ε.Δ.Ε), αν υπάρχουν σοβαρές υπόνοιες για τη διάπραξη πειθαρχικού αδικήματος, β) για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης κατά του υπαιτίου, αν υφίστανται τουλάχιστον αποχρώσες ενδείξεις για την ευθύνη του, γ) για τη λήψη άλλων μέτρων, αν ο υπαίτιος δεν υπόκειται σε πειθαρχικό έλεγχο, δ) την αποστολή της έκθεσης στην αρμόδια εισαγγελική αρχή, αν τα πραγματικά περιστατικά στοιχειοθετούν αξιόποινες πράξεις ή αν προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις για τέλεση αξιόποινης

πράξης.

Στις παραπάνω περιπτώσεις, η έκθεση του Επιθεωρητή διαβιβάζεται από το Γενικό Επιθεωρητή στο αρμόδιο όργανο για την άσκηση πειθαρχικού ελέγχου ή στον αρμόδιο εισαγγελέα. Σε κάθε περίπτωση, ο Γενικός Επιθεωρητής μπορεί να προκαλέσει αυτεπαγγέλτως διενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης (Ε.Δ.Ε.), μετά από καταγγελίες ή σε περιπτώσεις κατά τις οποίες διαπιστώνει πράξεις, παραλείψεις ή παραβάσεις, που συνιστούν, κατά την άποψή του, πειθαρχικά παραπτώματα. Η άσκηση πειθαρχικής δίωξης και η ενέργεια ένορκης διοικητικής εξέτασης αποτελούν δέσμια διοικητική ενέργεια για τα αρμόδια όργανα. Η ένορκη διοικητική εξέταση (Ε.Δ.Ε.) ενεργείται από Επιθεωρητή του Σ.Ε.Υ.Υ.Π., που προτείνεται από το Γενικό Επιθεωρητή ή από μόνιμο δημόσιο υπάλληλο με βαθμό τουλάχιστον Διευθυντή ή προϊστάμενο διεύθυνσης του Υπουργείου, της Περιφέρειας ή της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, στην οποία υπάγεται ή από την οποία εποπτεύεται η ελεγχόμενη υπηρεσία ή από κοινού από έναν Επιθεωρητή του Σ.Ε.Υ.Υ.Π. και ένα μόνιμο δημόσιο υπάλληλο της ελεγχόμενης υπηρεσίας ή του εποπτεύοντος αυτήν Υπουργείου ή Περιφέρειας ή Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης.

10. Μετά το πέρας της επιθεώρησης, του ελέγχου ή της έρευνας, ο Επιθεωρητής γνωστοποιεί, εγγράφως, τις παρατηρήσεις του στην ελεγχόμενη υπηρεσία και παρέχει προθεσμία τουλάχιστον τριών (3) ημερών για τη διατύπωση τυχόν αντιθέτων απόψεων. Μετά την υποβολή των απόψεων της ελεγχόμενης υπηρεσίας ή την πάροδο της σχετικής προθεσμίας, ο Επιθεωρητής συντάσσει και υποβάλλει στο Γενικό Επιθεωρητή τεκμηριωμένη έκθεση, στην οποία αναφέρει με σαφήνεια και πληρότητα τις διαπιστώσεις και τα συμπεράσματα του ελέγχου και προτείνει λύσεις ή διατυπώνει βελτιωτικές προτάσεις. Ο Γενικός Επιθεωρητής γνωστοποιεί την έκθεση στον Υπουργό Υγείας και Πρόνοιας και τις υπηρεσίες που ελέγχθηκαν. Αντίτυπο της έκθεσης αυτής αποστέλλεται και στη Γενική Διεύθυνση Οικονομικής Επιθεώρησης του Υπουργείου Οικονομικών, εάν αναφέρεται σε θέματα αρμοδιότητάς της, όπως η έλλειψη των νόμιμων παραστατικών στοιχείων ή η ύπαρξη ανακριβών στοιχείων για αγαθά και υπηρεσίες. Στην περίπτωση ελέγχου της νόμιμης λειτουργίας φαρμακείων και λοιπών φορέων του άρθρου 3 παρ. 2 στοιχείο (ε) αυτού του νόμου, η έκθεση αποστέλλεται και στον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων, για την άσκηση των αρμοδιοτήτων του.

11. Οι υπηρεσίες και τα διοικητικά συμβούλια των ελεγχόμενων φορέων έχουν την ευθύνη για την εφαρμογή των προτάσεων που περιέχονται στην έκθεση επιθεώρησης ή ελέγχου, υποχρεούμενες, το ταχύτερο δυνατόν από τη γνωστοποίηση σε αυτές των εκθέσεων των Επιθεωρητών, να αναφέρουν στο Γενικό Επιθεωρητή του Σώματος και στον Υπουργό Υγείας και Πρόνοιας τις ενέργειες στις οποίες προέβησαν, καθώς και τα μέτρα που έλαβαν ή προτίθενται να λάβουν.

Σε περίπτωση που οι ελεγχόμενες υπηρεσίες δεν συμμορφώνονται πλήρως προς τις υποδείξεις της έκθεσης επιθεώρησης ή ελέγχου, οφείλουν να γνωστοποιούν, προς τον Υπουργό Υγείας και Πρόνοιας και το Γενικό Επιθεωρητή, μέσα σε εύλογο χρόνο, τους λόγους για τους οποίους δεν ήταν δυνατή ή σκόπιμη η υλοποίηση των προτάσεων.

Η παράλειψη αυτής της υποχρέωσης συνιστά παράβαση του υπαλληλικού καθήκοντος.

12. Ο Γενικός Επιθεωρητής συντάσσει την ετήσια έκθεση πεπραγμένων του Σώματος, στην οποία παρουσιάζει τις σημαντικότερες υποθέσεις της ελεγκτικής δράσης αυτού και διατυπώνει γενικές ή ειδικές προτάσεις για τη βελτίωση της αποδοτικότητας και ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών, καθώς και τις αναγκαίες νομοθετικές ή άλλες κανονιστικές και διοικητικές ρυθμίσεις. Η έκθεση αυτή υποβάλλεται, εντός του πρώτου τριμήνου του επόμενου έτους, στον Πρωθυπουργό, τον Πρόεδρο της Βουλής, τον Υπουργό Υγείας και Πρόνοιας και το Ελεγκτικό Συνέδριο.

13. Οι διατάξεις των παραγράφων 6 και 7 του άρθρου 8 του Ν. 2477/1997, που προστέθηκαν με την παρ. 9 του άρθρου 1 του Ν. 2839/2000 «Ρυθμίσεις θεμάτων του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και άλλες διατάξεις»(ΦΕΚ 196 Α') εφαρμόζονται και για τις εκθέσεις και υποθέσεις που διαβιβάζονται στον Εισαγγελέα από το Σ.Ε.Υ.Υ.Π..

O τόπος παροχής - Συμβολές Αστικού Δικαίου Νο 11

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΕΝΟΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Το νέο πτωχευτικό δίκαιο των επιχειρήσεων και των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων

ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΠΤΩΧΕΥΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗΣ ΠΙΣΤΩΤΩΝ - ΕΞΥΓΙΑΝΣΗ

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΥΓΗΤΙΔΗΣ

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΡΟΚΑΣ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΨΑΡΟΥΔΑΚΗΣ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ

send