Άρθρο 5
1. Οι ασυλίες και οι διευκολύνσεις παρέχονται προς τα πρόσωπα τα οποία αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 1 της παρούσας Συμφωνίας αποκλειστικά και μόνο προκειμένου να τους εξασφαλιστούν η αναγκαία ελευθερία του λόγου και ανεξαρτησία για τη διεκπεραίωση της αποστολής, των εργασιών ή των καθηκόντων τους ή για την άσκηση των δικαιωμάτων τους σε σχέση με το Δικαστήριο.
2. α. Το Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να προβεί στην άρση, εν όλω ή εν μέρει, της ασυλίας η οποία παρέχεται από την παράγραφο 1 του άρθρου 2 της παρούσας Συμφωνίας. Το Δικαστήριο έχει όχι μόνο το δικαίωμα αλλά και το καθήκον να άρει την ασυλία σε κάθε περίπτωση που, κατά την κρίση του, παρόμοια ασυλία θα μπορούσε να παρεμποδίσει το έργο της δικαιοσύνης και η άρση της, εν όλω ή εν μέρει, δεν θα έθιγε το σκοπό ο οποίος ορίζεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.
β. Η ασυλία μπορεί να αρθεί από το Δικαστήριο είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήσεως οποιουδήποτε Συμβαλλόμενου Μέρους ή οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου προσώπου.
γ. Οι αποφάσεις που αίρουν την ασυλία ή απορρίπτουν την άρση συνοδεύονται από αιτιολογία.
3. Εάν ένα Συμβαλλόμενο Μέρος βεβαιώσει ότι η άρση της ασυλίας η οποία προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 2 της παρούσας Συμφωνίας είναι αναγκαία για τους σκοπούς διαδικασιών που αφορούν αδίκημα κατά της εθνικής ασφάλειας, το Δικαστήριο αίρει την ασυλία κατά την έκταση η οποία προσδιορίζεται στη βεβαίωση.
4. Στην περίπτωση κατά την οποίαν αποκαλυφθεί γεγονός που θα μπορούσε, εκ της φύσεώς του, να είναι αποφασιστικής σημασίας και το οποίο κατά τη στιγμή της λήψης της απόφασης που αρνείται την άρση ασυλίας δεν ήταν γνωστό στον αιτούντα την άρση, ο τελευταίος μπορεί να υποβάλει νέο αίτημα προς το Δικαστήριο.