ΑΡΘΡΟ 1
Η Σύμβαση Ευρωπόλ τροποποιείται ως εξής:
1) Στο άρθρο 3, παράγραφος 1 προστίθενται τα ακόλουθα σημεία:
«(6) συμμετέχει, προς υποστήριξη, σε κοινές ομάδες έρευνας, σύμφωνα με το άρθρο 3α,
(7) ζητεί από τις αρμόδιες αρχές των οικείων κρατών μελών να διενεργούν ή να συντονίζουν έρευνες σε συγκεκριμένες υποθέσεις, σύμφωνα με το άρθρο 3β.»
2) Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα άρθρα: (α) «Άρθρο 3α
Συμμετοχή σε κοινές ομάδες έρευνας
1. Υπάλληλοι της Ευρωπόλ μπορούν να συμμετέχουν, προς υποστήριξη, σε κοινές ομάδες έρευνας, συμπεριλαμβανομένων των ομάδων που συγκροτούνται δυνάμει του άρθρου 1 της απόφασης-πλαισίου της 13ης Ιουνίου 2002 για τις κοινές ομάδες έρευνας 1 ή του άρθρου 13 της Σύμβασης της 29ης Μαΐου 2000 για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον οι ομάδες αυτές διερευνούν αξιόποινες πράξεις που εμπίπτουν στο πεδίο αρμοδιότητας της Ευρωπόλ δυνάμει του άρθρου 2. Οι υπάλληλοι της Ευρωπόλ, εντός των ορίων που θέτει η νομοθεσία του κράτους μέλους όπου ενεργεί η κοινή ομάδα έρευνας και βάσει του διακανονισμού της παραγράφου 2, μπορούν να παρέχουν συνδρομή σε όλες τις δραστηριότητες και να ανταλλάσσουν πληροφορίες με όλα τα μέλη της κοινής ομάδας έρευνας βάσει της παραγράφου 3. Εντούτοις, δεν επιτρέπεται να συμμετέχουν στη λήψη οιωνδήποτε μέτρων καταναγκασμού.
2. Η διοικητική εφαρμογή της συμμετοχής υπαλλήλων της Ευρωπόλ σε κοινή ομάδα έρευνας καθορίζεται με διακανονισμό μεταξύ του διευθυντού της Ευρωπόλ και των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών που συμμετέχουν στην κοινή ομάδα έρευνας, σε συνεργασία με τις Εθνικές Μονάδες. Οι κανόνες που διέπουν αυτούς τους διακανονισμούς καθορίζονται από το Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπόλ με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών του.
3. Οι υπάλληλοι της Ευρωπόλ εκτελούν τα καθήκοντά τους υπό την ηγεσία του επικεφαλής της ομάδας, λαμβανομένων υπόψη των όρων που θέτει ο διακανονισμός της παραγράφου 2.
4. Σύμφωνα με τον διακανονισμό που αναφέρεται στις παραγράφους 2 και 3, οι υπάλληλοι της Ευρωπόλ μπορούν να έρχονται σε άμεση επαφή με τα μέλη της κοινής ομάδας έρευνας και να παρέχουν στα μέλη και στα αποσπασμένα μέλη της κοινής ομάδας έρευνας, σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, πληροφορίες από οιοδήποτε τμήμα του κατ' άρθρο 6 αυτοματοποιημένου συστήματος συλλογής πληροφοριών. Σε περίπτωση άμεσης επαφής, οι Εθνικές Μονάδες των κρατών μελών που εκπροσωπούνται στην ομάδα και των κρατών μελών που έχουν διαβιβάσει την πληροφορία, ενημερώνονται ταυτόχρονα περί αυτού από την Ευρωπόλ.
5. Οι πληροφορίες που λαμβάνονται από υπάλληλο της Ευρωπόλ που είναι μέλος κοινής ομάδας έρευνας μπορούν, με τη συγκατάθεση και υπό την ευθύνη του κράτους μέλους που παρέσχε την πληροφορία, να εισάγονται σε οποιοδήποτε τμήμα του αυτοματοποιημένου συστήματος υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στην παρούσα Σύμβαση.
6. Κατά τις επιχειρήσεις μιας κοινής ομάδας έρευνας βάσει του παρόντος άρθρου, οι υπάλληλοι της Ευρωπόλ υπόκεινται, για αδικήματα που διαπράττονται κατ' αυτών ή υπ' αυτών, στις διατάξεις του εθνικού δικαίου του κράτους μέλους όπου ενεργούν, οι οποίες ισχύουν για πρόσωπα που ασκούν ανάλογα καθήκοντα.»
(β) «Άρθρο 3β
Αιτήσεις της Ευρωπόλ για την έναρξη ερευνών στο πλαίσιο της δίωξης του εγκλήματος
1. Τα κράτη μέλη διεκπεραιώνουν κάθε αίτηση της Ευ-ρωπόλ για την έναρξη, τη διεξαγωγή ή το συντονισμό
ερευνών για συγκεκριμένες υποθέσεις και αποδίδουν στις αιτήσεις αυτές τη δέουσα προσοχή. Ενημερώνουν την Ευρωπόλ περί της έναρξης της έρευνας που έχει ζητηθεί.
2. Εάν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους αποφασίσουν να μην συμμορφωθούν με αίτηση της Ευρωπόλ, ενημερώνουν την Ευρωπόλ για την απόφασή τους και για τους λόγους που τις οδήγησαν σε αυτή την απόφαση, εκτός εάν αδυνατούν να εξηγήσουν τους λόγους αυτούς επειδή:
i) θα θιγούν ζωτικά συμφέροντα εθνικής ασφάλειας, ή ii) θα διακυβευθεί η επιτυχία ερευνών υπό εξέλιξη ή η ασφάλεια ατόμων.
3. Οι απαντήσεις σε αιτήσεις της Ευρωπόλ για την έναρξη, τη διεξαγωγή ή το συντονισμό ερευνών για συγκεκριμένες υποθέσεις, καθώς και οι πληροφορίες προς την Ευρωπόλ σχετικά με τα αποτελέσματα ερευνών, πρέπει να προωθούνται μέσω των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών, σύμφωνα με τους κανόνες της σύμβασης Ευρω-πόλ και της σχετικής-εθνικής νομοθεσίας.
4. Βάσει συμφωνίας συνεργασίας που πρόκειται να υπογραφεί με την Ευρωπαϊκή Μονάδα Δικαστικής Συνεργασίας, η Ευρωπόλ, όταν υποβάλει αίτηση για έναρξη ερευνών στο πλαίσιο της δίωξης του εγκλήματος, ενημερώνει σχετικά την Ευρωπαϊκή Μονάδα Δικαστικής Συνεργασίας.»
(γ) «Άρθρο 39α
Ευθύνη όσον αφορά τη συμμετοχή της Ευρωπόλ σε κοινές ομάδες έρευνας
1. Εάν υπάλληλοι της Ευρωπόλ προξενήσουν ζημία ενώ δρουν στο έδαφος κράτους μέλους στο πλαίσιο παροχής συνδρομής σε επιχειρησιακά μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 3α, το εν λόγω κράτος μέλος αποκαθιστά τη ζημία υπό τους όρους που ισχύουν για τις ζημίες που προξενούν οι υπάλληλοι του κράτους μέλους αυτού.
2. Εκτός εάν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά με το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, η Ευρωπόλ επιστρέφει εξ ολοκλήρου το ποσό που το κράτος μέλος κατέβαλε στους παθόντες ή τους εξ αυτών έλκοντες δικαιώματα για τις ζημίες του άρθρου 1. Για την επίλυση τυχόν διαφοράς μεταξύ του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους και της Ευ-ρωπόλ όσον αφορά την αρχή ή το ποσό της αποζημίωσης, αρμόδιο είναι το Διοικητικό Συμβούλιο το οποίο αποφαίνεται με πλειοψηφία δύο τρίτων.»
3) Στο άρθρο 28 παράγραφος 1 προστίθενται τα ακόλουθα σημεία:
«(1α) καθορίζει, με πλειοψηφία δύο τρίτων των μελών του, τους κανόνες που διέπουν τη διοικητική εφαρμογή της συμμετοχής υπαλλήλων της Ευρωπόλ σε κοινή ομάδα έρευνας (άρθρο 3α παράγραφος 2),»
«(21α) αποφαίνεται με πλειοψηφία δύο τρίτων σε τυχόν διαφορές μεταξύ των κρατών μελών και της Ευρωπόλ όσον αφορά την ευθύνη για τη συμμετοχή της Ευρωπόλ σε κοινή ομάδα έρευνας (άρθρο 39α),».