Άρθρο 2 Στόχος
1. Στόχος της Ευρωπόλ είναι, στο πλαίσιο της αστυνομικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών, δυνάμει της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και βάσει των προβλεπομένων στην παρούσα Σύμβαση μέτρων, να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών και τη μεταξύ τους συνεργασία κατά την πρόληψη και την καταπολέμηση της βαρείας διεθνούς εγκληματικότητας, εφόσον υφίστανται συγκεκριμένες ενδείξεις ή επαρκείς λόγοι ώστε να πιστεύεται ότι υπάρχει δομή οργανωμένου εγκλήματος και δύο ή περισσότερα κράτη μέλη θίγονται κατά τρόπον ώστε, λαμβάνοντας υπόψη την έκταση, τη βαρύτητα και τις επιπτώσεις των αξιόποινων πράξεων, να επιβάλλεται η κοινή δράση των κρατών μελών. Για τους σκοπούς της παρούσας Σύμβασης, οι κατωτέρω μορφές εγκληματικότητας θεωρούνται βαρεία διεθνής εγκληματικότητα: εγκλήματα που διαπράττονται ή είναι πιθανό να διαπραχθούν κατά την εκτέλεση τρομοκρατικών πράξεων που στρέφονται κατά της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της προσωπικής ελευθερίας ή της ατομικής ιδιοκτησίας1 παράνομη διακίνηση ναρκωτικών παράνομες πράξεις ξεπλύματος χρημάτων διακίνηση πυρηνικών και ραδιενεργών ουσιών διακίνηση λαθρομεταναστών εμπορία ανθρώπων εμπορία κλαπέντων οχημάτων, καθώς και οι μορφές εγκληματικότητας που απαριθμούνται στο Παράρτημα ή επιμέρους εκφάνσεις αυτών.
2. Με πρόταση του Διοικητικού Συμβουλίου, το Συμβούλιο καθορίζει ομόφωνα τις προτεραιότητες για την Ευρωπόλ στον τομέα της καταπολέμησης και πρόληψης των μορφών βαρείας διεθνούς εγκληματικότητας που εμπίπτουν στην αρ-μοδιότητά της.
3. Η αρμοδιότητα της Ευρωπόλ για ορισμένη μορφή εγκληματικότητας ή για τις συγκεκριμένες εκφάνσεις μιας μορφής εγκληματικότητας περιλαμβάνει τις συναφείς αξιόποινες πράξεις. Εντούτοις, δεν περιλαμβάνει τα κύρια εγκλήματα από τα οποία πηγάζουν παράνομες πράξεις ξεπλύματος χρημάτων, όταν αυτά αφορούν μορφές εγκληματικότητας που δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Ευρωπόλ βάσει της παραγράφου 1.
Θεωρούνται συναφείς και λαμβάνονται υπόψη σύμφωνα με τις διαδικασίες που καθορίζονται στα άρθρα 8 και 10:
- οι αξιόποινες πράξεις οι οποίες διαπράττονται με σκοπό την απόκτηση των μέσων για την τέλεση των πράξεων που εμπίπτουν στο πεδίο αρμοδιότητας της Ευρωπόλ,
- οι αξιόποινες πράξεις οι οποίες διαπράττονται με σκοπό τη διευκόλυνση ή την τέλεση των πράξεων που εμπίπτουν στο πεδίο αρμοδιότητας της Ευρωπόλ,
- οι αξιόποινες πράξεις οι οποίες διαπράττονται με σκοπό την εξασφάλιση της ατιμωρησίας των πράξεων που εμπίπτουν στο πεδίο αρμοδιότητας της Ευρωπόλ.
4. Για τους σκοπούς της παρούσας Σύμβασης, νοούνται ως «αρμόδιες αρχές» όλες οι υφιστάμενες στα κράτη μέλη δημόσιες υπηρεσίες, εφόσον αυτές είναι, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, υπεύθυνες για την πρόληψη και την καταπολέμηση αξιόποινων πράξεων.»
2) Το άρθρο 3 τροποποιείται ως ακολούθως: (α) Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «3. Περαιτέρω, η Ευρωπόλ δύναται, στα πλαίσια του στόχου που ορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1 και ανάλογα με το δυναμικό προσωπικού, τις δημοσιονομικές της δυνατότητες καθώς και τα όρια που θέτει το Διοικητικό Συμβούλιο, να επικουρεί τα κράτη μέλη» παρέχοντας συμβουλές και διεξάγοντας έρευνες ιδίως στους ακόλουθους τομείς:
1) εκπαίδευσης των μελών των αρμόδιων αρχών τους,
2) οργάνωσης και εξοπλισμού των εν λόγω αρχών μέσω της διευκόλυνσης της παροχής τεχνικής υποστήριξης μεταξύ κρατών μελών,
3) μεθόδων πρόληψης της εγκληματικότητας,
4) τεχνικών και εγκληματολογικών μεθόδων της αστυνομίας καθώς και των ανακριτικών διαδικασιών.»
(β) Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:
«4. Με την επιφύλαξη της Σύμβασης «προς καταστολήν της παραχαράξεως και κιβδηλείας», η οποία υπεγράφη στη Γενεύη στις 20 Απριλίου 1929 και του Πρωτοκόλλου της, η Ευ-ρωπόλ ενεργεί επίσης ως σημείο επαφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα πλαίσια των επαφών της με τρίτα κράτη και οργανισμούς για την καταστολή της παραχάραξης και κιβδηλείας του ευρώ.»
3) Το άρθρο 4 τροποποιείται ως ακολούθως:
(α) Η παράγραφος 2 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«2. Η Εθνική Υπηρεσία αποτελεί τη μοναδική υπηρεσία-σύν-δεσμο μεταξύ της Ευρωπόλ και των αρμόδιων εθνικών αρχών. Εντούτοις, κάθε κράτος μέλος δύναται να επιτρέπει τις απευθείας επαφές μεταξύ των οικείων αρμόδιων αρχών και της Ευ-ρωπόλ, υπό τους όρους που καθορίζει το συγκεκριμένο κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένης της προγενέστερης συμμετοχής της Εθνικής Υπηρεσίας.
Η Εθνική Υπηρεσία λαμβάνει ταυτόχρονα από την Ευρωπόλ όλες τις πληροφορίες που ανταλλάσσονται κατά τη διάρκεια των απευθείας επαφών μεταξύ της Ευρωπόλ και των οικείων αρμόδιων αρχών. Οι σχέσεις μεταξύ της Εθνικής Υπηρεσίας και των αρμόδιων αρχών διέπονται από το εκάστοτε εθνικό δίκαιο, και ιδίως από τους σχετικούς εθνικούς συνταγματικούς κανόνες».
(β) Στην παράγραφο 5, η φράση «όπως ορίζονται στο άρθρο Κ.2, παράγραφος 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση» αντικαθίσταται από τη φράση «όσον αφορά την τήρηση της δημόσιας τάξης και τη διαφύλαξη της εσωτερικής ασφάλειας».
(γ) Η παράγραφος 7 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«7. Οι διευθυντές των Εθνικών Υπηρεσιών συνεδριάζουν τακτικά προκειμένου να επικουρούν την Ευρωπόλ, είτε με δική τους πρωτοβουλία είτε κατόπιν αιτήσεως, με την παροχή συμβουλών.»
4) Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:
«Άρθρο 6α
Επεξεργασία πληροφοριών από την Ευρωπόλ
Προς στήριξη της εκτέλεσης των καθηκόντων της, η Ευ-ρωπόλ μπορεί επίσης να επεξεργάζεται δεδομένα προκειμένου να διαπιστώσει εάν τα εν λόγω δεδομένα είναι χρήσιμα για τα καθήκοντά της και μπορούν να καταχωρηθούν στο αυτοματοποιημένο σύστημα συλλογής πληροφοριών που αναφέρεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1.
Τα συμβαλλόμενα μέρη που συνεδριάζουν στα πλαίσια του Συμβουλίου, με την πλειοψηφία των δύο τρίτων, καθορίζουν τους όρους για την επεξεργασία τέτοιων δεδομένων, ιδίως όσον αφορά την πρόσβαση στα δεδομένα αυτά και τη χρήση τους, καθώς και τα χρονικά όρια για την αποθήκευση και τη διαγραφή των δεδομένων αυτών τα οποία δεν μπορούν να υπερβαίνουν τους έξι μήνες, με τη δέουσα τήρηση των αρχών του άρθρου 14. Το Διοικητικό Συμβούλιο ετοιμάζει την απόφαση των συμβαλλομένων μερών και συμβουλεύεται την κοινή εποπτική αρχή του άρθρου 24.»
5) To άρθρο 9 τροποποιείται ως ακολούθως:
(α) Στην παράγραφο 1, η πρώτη πρόταση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«1. Οι Εθνικές Υπηρεσίες, οι αξιωματικοί σύνδεσμοι και ο Διευθυντής, οι αναπληρωτές διευθυντές ή οι δεόντως εξουσιοδοτημένοι υπάλληλοι της Ευρωπόλ έχουν δικαίωμα να εισάγουν αμέσως και να ανακτούν δεδομένα από το σύστημα πληροφοριών.»
(β) Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος:
«4. Πέραν των Εθνικών Υπηρεσιών και προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο 1, οι αρμόδιες αρχές οι οποίες ορίζονται για τον σκοπό αυτό από τα κράτη μέλη δύνανται επίσης να συμβουλεύονται το σύστημα πληροφοριών της Ευρωπόλ. Ωστόσο, το αποτέλεσμα της αναζήτησης αναφέρει μόνο εάν τα ζητούμενα δεδομένα είναι διαθέσιμα στο σύστημα πληροφοριών της Ευρωπόλ. Στη συνέχεια, περαιτέρω πληροφορίες μπορούν να λαμβάνονται από την Εθνική Υπηρεσία Ευρωπόλ.
Οι πληροφορίες σχετικά με τις οικείες αρμόδιες αρχές που έχουν ορισθεί, συμπεριλαμβανομένων των μεταγενέστερων τροποποιήσεων, διαβιβάζονται στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου, η οποία δημοσιεύει τις πληροφορίες στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.»
6) To άρθρο 10 τροποποιείται ως ακολούθους:
(α) Στην παράγραφο 1, η εισαγωγική φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«1. Εφόσον αυτό είναι απαραίτητο για την πραγματοποίηση του προβλεπόμενου στο άρθρο 2, παράγραφος 1 στόχου, η Ευρωπόλ δύναται να αποθηκεύει, να μεταβάλλει και να χρησιμοποιεί σε άλλα αρχεία δεδομένων, εκτός από τα δεδομένα μη προσωπικού χαρακτήρα και δεδομένα σχετικά με αξιόποινες πράξεις που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της Ευρω-πόλ, συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων που αφορούν τις συναφείς αξιόποινες πράξεις, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, και τα οποία προορίζονται να υποστούν συγκεκριμένες εργασίες ανάλυσης, και αφορούν:»
(β) Στην παράγραφο 2, το σημείο 1 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«(1) οι αρμόδιοι για τις αναλύσεις και λοιποί υπάλληλοι της Ευρωπόλ, οι οποίοι ορίζονται από τη διεύθυνση της Ευρωπόλ,»
(γ) Στην παράγραφο 2, μετά το σημείο 2, προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:
«Μόνον οι αρμόδιοι για τις αναλύσεις είναι εντεταλμένοι να εισάγουν δεδομένα στο οικείο αρχείο και να τα τροποποιούν όλοι οι συμμετέχοντες μπορούν να ανακτούν δεδομένα από το αρχείο.»
(δ) Η παράγραφος 5 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «5. Εφόσον παρέχεται το δικαίωμα στην Ευρωπόλ, δυνάμει των νομικών μέσων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή διεθνών νομικών μέσων, να συμβουλεύεται αυτομάτως άλλα συστήματα πληροφοριών, η Ευρωπόλ μπορεί να ανακτά κατ' αυτόν τον τρόπο δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση των καθηκόντων της, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, σημείο 2. Οι ισχύουσες διατάξεις των νομικών μέσων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή διεθνών νομικών μέσων διέπουν τη χρήση των δεδομένων αυτών από την Ευρωπόλ.»
(ε) Στην παράγραφο 8, η δεύτερη φράση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«Η διάδοση ή η λειτουργική εκμετάλλευση των διαβιβασθέ-ντων δεδομένων αποφασίζεται από το κράτος μέλος που διαβίβασε τα δεδομένα στην Ευρωπόλ. Εάν δεν μπορεί να καθορισθεί ποιο κράτος μέλος διαβίβασε τα δεδομένα στην Ευρω-πόλ, η απόφαση για τη διάδοση ή την επιχειρησιακή εκμετάλλευση των δεδομένων λαμβάνεται από τους συμμετέχοντες στην ανάλυση. Το κράτος μέλος ή ο συμμετέχων εμπειρογνώμων που λαμβάνουν μέρος σε μία ανάλυση εν εξελίξει δεν μπορούν, ιδίως, να διαδίδουν ή να χρησιμοποιούν τα δεδομένα χωρίς να έχουν προηγουμένως συμφωνήσει τα κράτη μέλη που συμμετείχαν από την αρχή.» (στ) Προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος: «9. Η Ευρωπόλ μπορεί να καλεί εμπειρογνώμονες τρίτων κρατών ή οργανισμών υπό την έννοια της παραγράφου 4 να συμμετέχουν στις δραστηριότητες μιας ομάδας ανάλυσης, εφόσον:
(1) ισχύει συμφωνία μεταξύ της Ευρωπόλ και του τρίτου κράτους ή οργανισμού, η οποία περιέχει τις δέουσες διατάξεις σχετικά με την ανταλλαγή πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένης της διαβίβασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και σχετικά με την εμπιστευτικότητα των ανταλλασσόμενων πληροφοριών,
(2) η συνεργασία με τους εμπειρογνώμονες του τρίτου κράτους ή οργανισμού είναι προς το συμφέρον των κρατών μελών,
(3) το διεξαγόμενο έργο ανάλυσης αφορά άμεσα το τρίτο κράτος ή οργανισμό1 και
(4) όλοι οι συμμετέχοντες υπό την έννοια της παραγράφου 2 συμφωνούν με τη συμμετοχή των εμπειρογνωμόνων του τρίτου κράτους ή οργανισμού στις δραστηριότητες της ομάδας ανάλυσης.
Η συμμετοχή εμπειρογνωμόνων τρίτου κράτους ή οργανισμού στις δραστηριότητες μιας ομάδας ανάλυσης εξαρτάται από τους διακανονισμούς μεταξύ της Ευρωπόλ και του ενδιαφερόμενου τρίτου κράτους ή οργανισμού. Οι κανόνες που διέπουν τέτοιους διακανονισμούς καθορίζονται από το Διοικητικό Συμβούλιο με την πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών του. Οι λεπτομέρειες των διακανονισμών μεταξύ της Ευρωπόλ και των τρίτων κρατών ή οργανισμών αποστέλλονται στην κοινή εποπτική αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 24, η οποία μπορεί να απευθύνει τις παρατηρήσεις που κρίνει απαραίτητες στο Διοικητικό Συμβούλιο.»
7) Το άρθρο 12 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«Άρθρο 12 Εντολή δημιουργίας αρχείου δεδομένων
1. Για κάθε αυτοματοποιημένο αρχείο δεδομένων, που περιέχει προσωπικά δεδομένα, το οποίο τηρεί για την εκπλήρωση των καθηκόντων της, σύμφωνα με το άρθρο 10, η Ευ-ρωπόλ καθορίζει στην εντολή δημιουργίας αρχείου τα ακόλουθα:»
(1) την ονομασία του αρχείου,
(2) τον σκοπό του αρχείου,
(3) τις ομάδες προσώπων που αφορούν τα αποθηκευόμε-να δεδομένα,
(4) τη φύση των δεδομένων που αποθηκεύονται, και τυχόν δεδομένα απαριθμούμενα στην πρώτη πρόταση του άρθρου 6 της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης της 28ης Ιανουαρίου 1981, τα οποία είναι αυστηρώς απαραίτητα,
(5) το είδος δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που χρησιμοποιήθηκαν για τη δημιουργία του αρχείου,
(6) την παροχή ή εισαγωγή των προς αποθήκευση δεδομένων,
(7) τους όρους υπό τους οποίους επιτρέπεται η διαβίβαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του αρχείου, καθώς και τους παραλήπτες και τη σχετική διαδικασία,
(8) τις προθεσμίες εξέτασης των δεδομένων και τη διάρκεια αποθήκευσης,
(9) τη μέθοδο κατάρτισης του ημερολογίου καταχωρήσεων.
2. Το Διοικητικό Συμβούλιο και η κοινή εποπτική αρχή που προβλέπεται στο άρθρο 24 ειδοποιούνται αμέσως από τον διευθυντή της Ευρωπόλ σχετικά με την εντολή για τη δημιουργία του αρχείου δεδομένων και παραλαμβάνουν τον φάκελο.
Η κοινή εποπτική αρχή δύναται να διατυπώνει προς το Διοικητικό Συμβούλιο όλες τις παρατηρήσεις που θεωρεί απαραίτητες. Ο Διευθυντής της Ευρωπόλ δύναται να ζητήσει από την κοινή εποπτική αρχή να προβεί στην ενέργεια αυτή εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος.
3. Ανά πάσα στιγμή, το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί να δώσει εντολή στο Διευθυντή της Ευρωπόλ να τροποποιήσει την εντολή για τη δημιουργία του αρχείου δεδομένων ή να κλείσει το αρχείο αυτό. Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφασίζει για την ημερομηνία κατά την οποία η σχετική τροποποίηση ή το κλείσιμο παράγει αποτελέσματα.
4. Δεν επιτρέπεται η διατήρηση του αρχείου δεδομένων πέραν της τριετίας. Πριν να εκπνεύσει η προθεσμία αυτή, ωστόσο, η Ευρωπόλ επανεξετάζει την ανάγκη περαιτέρω διατήρησης του αρχείου. Εάν αυτό είναι απόλυτα απαραίτητο για τους σκοπούς του, το αρχείο μπορεί να διατηρηθεί για μια νέα τριετία με εντολή του διευθυντή της Ευρωπόλ. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ακολουθείται η διαδικασία που ορίζεται στις παραγράφους 1 έως 3.»
8) To άρθρο 16 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«Άρθρο 16 Διατάξεις για τον έλεγχο των ανακτήσεων
Η Ευρωπόλ ορίζει κατάλληλους μηχανισμούς ελέγχου για την εξακρίβωση της νομιμότητας των ανακτήσεων δεδομένων από το αυτοματοποιημένο σύστημα συλλογής πληροφοριών των άρθρων 6 και 6α.
Τα δεδομένα που συλλέγονται με τον τρόπο αυτό χρησιμοποιούνται μόνον για τον σκοπό αυτό από την Ευρωπόλ και τις αναφερόμενες στα άρθρα 23 και 24 εποπτικές αρχές και διαγράφονται μετά από έξι μήνες, εκτός εάν η διατήρησή τους κρίνεται αναγκαία για τους τρέχοντες ελέγχους. Οι λεπτομέρειες των εν λόγω μηχανισμών ελέγχου αποφασίζονται από το Διοικητικό Συμβούλιο, μετά από διαβούλευση με την κοινή εποπτική αρχή.»
9) Το άρθρο 18 τροποποιείται ως ακολούθως:
Στην παράγραφο 1, το σημείο 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
(3) τούτο επιτρέπεται σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες κατά την έννοια της παραγράφου 21 οι κανόνες αυτοί μπορεί να προβλέπουν παρέκκλιση από το σημείο 2 σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν ο διευθυντής της Ευρωπόλ θεωρεί τη διαβίβαση των δεδομένων απολύτως αναγκαία για τη διασφάλιση των ουσιωδών συμφερόντων των ενδιαφερόμενων κρατών μελών στα πλαίσια των στόχων της Ευρωπόλ ή για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου εγκληματικής ενέργειας. Ο διευθυντής της Ευρωπόλ εξετάζει σε όλες τις περιστάσεις το
επίπεδο της προστασίας δεδομένων του οικείου κράτους ή οργανισμού με στόχο την ευθυγράμμιση του εν λόγω επιπέδου προστασίας δεδομένων με τα ανωτέρω συμφέροντα».
10) Στο άρθρο 21, η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«3. Η ανάγκη της περαιτέρω διατήρησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που αφορούν πρόσωπα κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 10, παράγραφος 1, εξετάζεται ανά έτος και η εξέταση αυτή πρέπει να αποδεικνύεται εγγράφως. Η αποθήκευση των δεδομένων αυτών σε αρχείο δεδομένων προβλεπόμενο στο άρθρο 12 δεν μπορεί να υπερβαίνει τη διάρκεια ζωής του αρχείου».
11) Στο άρθρο 22, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος: «4. Οι αρχές που καθορίζονται στον παρόντα τίτλο σχετικά
με την επεξεργασία των πληροφοριών ισχύουν και για τα δεδομένα που περιέχονται σε φακέλους από χαρτί.»
12) Στο άρθρο 24, παράγραφος 6, οι λέξεις «Η έκθεση αυτή διαβιβάζεται στο Συμβούλιο κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στον τίτλο VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση» αντικαθίστανται από το ακόλουθο κείμενο:
«Οι εκθέσεις αυτές διαβιβάζονται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο,»
13) Στο άρθρο 26, παράγραφος 3 η φράση «και του τίτλου VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση» διαγράφεται.
14) Το άρθρο 28 τροποποιείται ως ακολούθως:
(α) Το σημείο (1) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«(1) συμμετέχει στον καθορισμό των προτεραιοτήτων της Ευρωπόλ στον τομέα της καταπολέμησης και πρόληψης των μορφών βαρείας διεθνούς εγκληματικότητας που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά της (άρθρο 2, χορογράφος 2)),»
(β) Παρεμβάλλονται τα ακόλουθα σημεία:
«(3α) συμμετέχει στον καθορισμό των όρων για την επεξεργασία δεδομένων προκειμένου να διαπιστώσει εάν τα εν λόγω δεδομένα είναι χρήσιμα για τα καθήκοντά του και μπορούν να καταχωρηθούν στο αυτοματοποιημένο σύστημα συλλογής πληροφοριών (άρθρο 6α)»,
«(4α) καθορίζει, με την πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών του, τους κανόνες που διέπουν τους διακανονισμούς σχετικά με τη συμμετοχή εμπειρογνωμόνων τρίτου κράτους ή οργανισμού στις δραστηριότητες της ομάδας ανάλυσης (άρθρο 10 παράγραφος 9)),»
(γ) Το σημείο (7) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«(7) μπορεί να δίδει εντολή στο διευθυντή της Ευρωπόλ να τροποποιήσει την εντολή για τη δημιουργία του αρχείου δεδομένων ή να κλείσει το αρχείο αυτό (άρθρο 12, παράγραφος 3)),»
(δ) Παρεμβάλλεται το ακόλουθο σημείο:
«14α) θεσπίζει, αποφασίζοντας με την πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών του, κανόνες για την πρόσβαση στα έγγραφα της Ευρωπόλ (άρθρο 32α),»
(ε) Το σημείο (22) αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«(22) συμμετέχει σε κάθε τροποποίηση της παρούσας Σύμβασης ή του Παραρτήματος αυτής (άρθρο 43),»
(στ) Η παράγραφος 10 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«10. Λαμβάνοντας υπόψη τις προτεραιότητες που καθορίζονται από το Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 2 και την ενημέρωση από τον διευθυντή της Ευρωπόλ κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 29, παράγραφος 3, σημείο 6, το Διοικητικό Συμβούλιο εγκρίνει ομόφωνα κατ' έτος:
1) γενική έκθεση πεπραγμένων της Ευρωπόλ για το διαρρεύσαν έτος,
2) έκθεση με τις μελλοντικές προοπτικές της Ευρωπόλ, στην οποία λαμβάνονται υπόψη οι λειτουργικές ανάγκες των κρατών μελών και οι επιπτώσεις στον προϋπολογισμό και το προσωπικό της Ευρωπόλ.
Οι εκθέσεις αυτές υποβάλλονται στο Συμβούλιο, προκειμένου να τις λάβει υπό σημείωση και να τις εγκρίνει. Οι εν λόγω εκθέσεις διαβιβάζονται επίσης από το Συμβούλιο στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προς ενημέρωση.»
15) Στο άρθρο 29, παράγραφος 3:
Το σημείο 6 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «6) την τακτική ενημέρωση του Διοικητικού Συμβουλίου σχετικά με την υλοποίηση των προτεραιοτήτων κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 2, παράγραφος 2». Προστίθεται το ακόλουθο σημείο:
«7) όλα τα άλλα καθήκοντα που του αναθέτει η παρούσα Σύμβαση ή το Διοικητικό Συμβούλιο.»
16) Στο άρθρο 30, παράγραφος 1, οι λέξεις «του τίτλου VI» διαγράφονται.
17) Παρεμβάλλεται το ακόλουθο άρθρο:
«Άρθρο 32α
Δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα της Ευρωπόλ
Βάσει προτάσεως του διευθυντή της Ευρωπόλ, το Διοικητικό Συμβούλιο, αποφασίζοντας με την πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών του, θεσπίζει κανόνες σχετικά με την πρόσβαση κάθε πολίτη της Ένωσης και κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου το οποίο κατοικεί ή έχει την έδρα του σε ένα κράτος μέλος στα έγγραφα της Ευρωπόλ, λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές και τα όρια που καθορίζονται στον κανονισμό του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής τα οποία εγκρίνονται δυνάμει του άρθρου 255 της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.»
18) To άρθρο 34 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«Άρθρο 34
Ενημέρωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
1. Το Συμβούλιο ζητά τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σύμφωνα με τη διαδικασία διαβούλευσης που ορίζεται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, για κάθε πρωτοβουλία κράτους μέλους ή πρόταση της Επιτροπής που αποσκοπεί στην έγκριση μέτρων από τα αναφερόμενα στα άρθρα 10, παράγραφοι 1 και 4, στο άρθρο 18, παράγραφος 2, στο άρθρο 24, παράγραφος 7, στο άρθρο 26, παράγραφος 3, στο άρθρο 30, παράγραφος 3, στο άρθρο 31, παράγραφος 1 και στο άρθρο 42, παράγραφος 2, ή για την κατά οιονδήποτε τρόπο τροποποίηση της παρούσας Σύμβασης ή του Παραρτήματος αυτής.
2. Η Προεδρία του Συμβουλίου ή ο αντιπρόσωπός της μπορούν να παρίστανται ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με σκοπό τη συζήτηση γενικών θεμάτων που σχετίζονται με την Ευρωπόλ. Η Προεδρία του Συμβουλίου ή ο αντιπρόσω-πός της, μπορούν να επικουρούνται από τον διευθυντή της Ευρωπόλ. Η Προεδρία του Συμβουλίου ή ο αντιπρόσωπός της λαμβάνουν υπόψη, έναντι του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, τις υποχρεώσεις εχεμύθειας και εμπιστευτικότητας.
3. Οι υποχρεώσεις που καθορίζονται στο παρόν άρθρο δεν θίγουν τα δικαιώματα των εθνικών κοινοβουλίων και τις γενικές αρχές που εφαρμόζονται στις σχέσεις με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κατ' εφαρμογή της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση.»
19) Στο άρθρο 35, παράγραφος 4, προστίθενται τα εξής: «Το πενταετές δημοσιονομικό σχέδιο διαβιβάζεται στο
Συμβούλιο. Το πενταετές δημοσιονομικό σχέδιο διαβιβάζεται επίσης από το Συμβούλιο στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προς ενημέρωση.»
20) Στο άρθρο 39, παράγραφος 4, η πρόταση που αρχίζει με τις λέξεις «της σύμβασης των Βρυξελλών» αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:
«του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις».
21) Στο άρθρο 42, προστίθεται η ακόλουθη παράγραφος: «3. Η Ευρωπόλ εγκαθιδρύει και διατηρεί στενή συνεργασία με
την Eurojust, στο βαθμό που αυτό σχετίζεται με την εκτέλεση των καθηκόντων της Ευρωπόλ και την επίτευξη των στόχων της, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης αποφυγής της επικάλυψης των προσπαθειών. Τα βασικά στοιχεία αυτής της συνεργασίας καθορίζονται με συμφωνία που θα καταρτισθεί σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση και τα εκτελεστικά μέτρα της.»
22) Το άρθρο 43 τροποποιείται ως ακολούθως:
(α) Στην παράγραφο 1, η φράση «του άρθρου Κ.1 (g)» διαγράφεται.
(β) Η παράγραφος 3 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο: «3. Εντούτοις, το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει ομόφωνα, μετά τη συζήτηση στα πλαίσια του Διοικητικού Συμβουλίου, να τροποποιήσει το Παράρτημα της παρούσας Σύμβασης, προσθέτοντας άλλες μορφές βαρείας διεθνούς εγκληματικότητας ή τροποποιώντας τους ορισμούς τους.»
23) To Παράρτημα τροποποιείται ως ακολούθως: (α) Ο Τίτλος αντικαθίσταται από τον ακόλουθο:
«ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΠΡΟΒΛΕΠΕΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 2
«Κατάλογος άλλων μορφών βαρείας διεθνούς εγκληματικότητας για τις οποίες είναι αρμόδια η Ευρωπόλ επιπλέον αυτών που προβλέπονται ήδη στο άρθρο 2, παράγραφος 1 σε συμμόρφωση με τον στόχο της Ευρωπόλ που ορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1:»
(β) Η παράγραφος που αρχίζει με τη φράση «Επιπλέον, το γεγονός ότι, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 2» διαγράφεται.
(γ) Στην παράγραφο που αρχίζει με τη φράση «Όσον αφορά τις μορφές εγκληματικότητας που απαριθμούνται στο άρθρο 2, παράγραφος 2», η φράση «άρθρο 2, παράγραφος 2» αντικαθίσταται από τη φράση «άρθρο 2, παράγραφος 1».
(δ) Προστίθεται η ακόλουθη περίπτωση μετά τη φράση «..., η οποία υπεγράφη στο Στρασβούργο την 8η Νοεμβρίου 1990»:
«- παράνομη διακίνηση ναρκωτικών, οι αξιόποινες πράξεις που απαριθμούνται στο άρθρο 3, παράγραφος 1 της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών, της 20ής Δεκεμβρίου 1988, κατά της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών φαρμάκων και ψυχοτρόπων ουσιών, καθώς και στις διατάξεις που τροποποιούν ή αντικαθιστούν την εν λόγω Σύμβαση».
24) Στα κατωτέρω άρθρα: άρθρο 10, παράγραφοι 1 και 4, άρθρο 18, παράγραφος 2, άρθρο 29, παράγραφος 1, άρθρο 29, παράγραφος 6, άρθρο 30, παράγραφος 3, άρθρο 31, παράγραφος 1, άρθρο 35, παράγραφοι 5 και 9, άρθρο 36, παράγραφος 3, άρθρο 40, παράγραφος 1, άρθρο 41, παράγραφος 3, άρθρο 42, παράγραφος 2 και άρθρο 43, παράγραφος 1, η φράση «κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στον Τίτ-λο.νΐ της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση», διαγράφεται.
ΑΡΘΡΟ 2
1. Το παρόν Πρωτόκολλο υπόκειται στην αποδοχή των κρατών μελών, σύμφωνα με τους αντίστοιχους συνταγματικούς τους κανόνες.
2. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης την ολοκλήρωση των συνταγματικών διαδικασιών τους για την αποδοχή του παρόντος Πρωτοκόλλου.
3. Το παρόν Πρωτόκολλο αρχίζει να ισχύει 90 ημέρες μετά τη, σύμφωνα με την παράγραφο 2, κοινοποίηση από το κράτος το οποίο ήταν μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την ημερομηνία έκδοσης της Πράξης του Συμβουλίου για την κατάρτιση του παρόντος Πρωτοκόλλου, το οποίο εκπληρώνει τελευταίο τη διατύπωση αυτή.