logo-print

Άρθρο 38 - Νόμος 3341/2005

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΙΣΧΥΟΣ:

27/07/2014

Η αναγκαστική ομοδικία στην πολιτική δίκη, 2η έκδ.,
Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας, 7η έκδ., 2024

Άρθρο 38

Το Δικαστήριο αποφασίζει για τα έξοδα.

ΦΕΚ 115

1583

Συνθήκη νια τη θέσπιση Συντάνυατοο Trie Euocunne 225

Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου δύναται να αποφασίζει, με συνοπτική διαδικασία, η οποία παρεκκλίνει, κατά το αναγκαίο μέτρο, από ορισμένους κανόνες που περιέχονται στον παρόντα Οργανισμό και η οποία καθορίζεται με τον κανονισμό διαδικασίας, επί αιτήσεως αναβολής σύμφωνα με το άρθρο III-379 παράγραφος 1 του Συντάγματος ή επί αιτήσεως λήψεως προσωρινών μέτρων σύμφωνα με το άρθρο III-379 παράγραφος 2 του Συντάγματος ή αναστολής της αναγκαστικής εκτελέσεως σύμφωνα με το άρθρο ΙΠ-401 τέταρτο εδάφιο του Συντάγματος, ή με το άρθρο 164 τρίτο εδάφιο της Συνθήκης ΕΚΑΕ.

Σε περίπτωση κωλύματος, ο Πρόεδρος αναπληρώνεται από άλλον δικαστή σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται με τον κανονισμό διαδικασίας.

Η απόφαση που εκδίδεται από τον Πρόεδρο ή από τον αναπληρωτή του έχει προσωρινό χαρακτήρα και ουδόλως προδικάζει την απόφαση του Δικαστηρίου επί της κυρίας υποθέσεως.

Αρθρο 40

Τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δύνανται να παρεμβαίνουν στις διαφορές που υποβάλλονται στο Δικαστήριο.

Το ίδιο δικαίωμα έχουν τα άλλα όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης καθώς και κάθε άλλο πρόσωπο το οποίο έχει συμφέρον στην επίλυση της διαφοράς που έχα υποβληθεί στο Δικαστήριο. Τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα δεν δύνανται να παρεμβαίνουν στις υποθέσεις μεταξύ κρατών μελών, μεταξύ θεσμικών οργάνων της Ένωσης ή μεταξύ κρατών μελών, αφενός, και θεσμικών οργάνων της Ένωσης, αφετέρου.

Υπό την επιφύλαξη του δευτέρου εδαφίου, τα συμβαλλόμενα στη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο κράτη, εκτός των κρατών μελών, καθώς και η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ που προβλέπεται από την εν λόγω συμφωνία, δύνανται να παρεμβαίνουν στις διαφορές που υποβάλλονται στο Δικαστήριο, όταν οι διαφορές αυτές αφορούν έναν από τους τομείς εφαρμογής της εν λόγω συμφωνίας.

Η αίτηση παρεμβάσεως μπορεί να έχει ως αντικείμενο μόνον την υποστήριξη των αιτημάτων ενός εκ των διαδίκων.

Αρθρο 41

Όταν ο διάδικος κατά του οποίου στρέφεται η προσφυγή, αν και έχει κληθεί κανονικά, δεν καταθέσει γραπτές προτάσεις, η απόφαση εκδίδεται ερήμην του. Η απόφαση υπόκειται σε ανακοπή εντός προθεσμίας ενός μηνός από της κοινοποιήσεώς της. Η ανακοπή δεν αναστέλλει την εκτέλεση της ερήμην αποφάσεως, εκτός αντιθέτου αποφάσεως του Δικαστηρίου.

Αρθρο 42

Τα κράτη μέλη, τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης και κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δύνανται, στις περιπτώσεις και σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται με τον κανονισμό διαδικασίας, να ασκούν τριτανακοπή κατά των αποφάσεων που εξεδόθη σαν χωρίς να έχουν προσεπικληθεί, εάν οι αποφάσεις αυτές θίγουν τα δικαιώματά τους.

1584 ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ)

226 l\Mpoe IV

Άρθρο 43

Το Δικαστήριο, σε περίπτωση αμφιβολίας για την έννοια και την έκταση των αποτελεσμάτων μιας αποφάσεως, είναι αρμόδιο για την ερμηνεία της, μετά από αίτηση διαδίκου ή θεσμικού οργάνου της Ένωσης που έχει έννομο συμφέρον προς τούτο.

Άρθρο 44

Η αναθεώρηση της αποφάσεως δύναται να ζητείται από το Δικαστήριο εφόσον γίνει γνωστό γεγονός αποφασιστικής σημασίας το οποίο, πριν από την έκδοση της αποφάσεως, ήταν άγνωστο στο Δικαστήριο και στον διάδικο που ζητεί την αναθεώρηση.

Η διαδικασία της αναθεωρήσεως αρχίζει με την απόφαση του Δικαστηρίου που διαπιστώνει ρητώς την ύπαρξη του γεγονότος, αναγνωρίζει τα χαρακτηριστικά που επιτρέπουν την έναρξη της διαδικασίας αναθεωρήσεως και κηρύσσει για τον λόγο αυτόν παραδεκτή την αίτηση.

Αίτηση αναθεωρήσεως δεν δύναται να υποβάλλεται μετά την παρέλευση προθεσμίας δέκα ετών από της εκδόσεως της αποφάσεως.

Άρθρο 45

Οι προθεσμίες λόγω αποστάσεως θα ορισθούν από τον κανονισμό διαδικασίας.

Απώλεια δικαιώματος λόγω παρελεύσεως των προθεσμιών δεν δύναται να αντιτάσσεται, όταν ο ενδιαφερόμενος αποδεικνύει την ύπαρξη τυχαίου συμβάντος ή ανωτέρας βίας.

Άρθρο 46

Αγωγές κατά της Ένωσης στο πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης παραγράφονται μετά πέντε έτη από της επελεύσεως του ζημιογόνου γεγονότος. Η παραγραφή διακόπτεται είτε δια της προσφυγής που υποβάλλεται στο Δικαστήριο, είτε δια της προηγουμένης αιτήσεως που ο ζημιωθείς απευθύνει στο αρμόδιο θεσμικό όργανο της Ένωσης. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η προσφυγή πρέπει να κατατίθεται εντός της προθεσμίας δύο μηνών του άρθρου ΙΠ-365 του Συντάγματος. Το άρθρο ΙΙΙ-367 δεύτερο εδάφιο του Συντάγματος έχει εφαρμογή.

Το παρόν άρθρο έχει επίσης εφαρμογή στις αγωγές κατά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στο πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης.

ΤΙΤΛΟΣ IV ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

Άρθρο 47

Το άρθρο 9 πρώτο εδάφιο, τα άρθρα 14 και 15, το άρθρο 17 πρώτο, δεύτερο, τέταρτο και πέμπτο εδάφιο και το άρθρο 18 έχουν εφαρμογή στο Γενικό Δικαστήριο και τα μέλη του.

Τα άρθρα 10, 11 και 14 έχουν αναλόγως εφαρμογή και στον γραμματέα του Γενικού Δικαστηρίου.

1585

Συνθήκη νια τη θέσπιση Σuντάνματoe Tne Ευραππκ 227

'Apdpo 48

Το Γενικό Δικαστήριο αποτελείται από εικοσιπέντε δικαστές.

Apdpo 49

Τα μέλη του Γενικού Δικαστηρίου δύνανται να καλούνται να ασκήσουν καθήκοντα γενικού εισαγγελέα.

Ο γενικός εισαγγελέας διατυπώνει δημόσια, με πλήρη αμεροληψία και ανεξαρτησία, αιτιολογημένες προτάσεις επί ορισμένων υποθέσεων που έχουν υποβληθεί στο Γενικό Δικαστήριο, προκειμένου να το συνδράμει στην εκπλήρωση του έργου του.

Τα κριτήρια επιλογής των υποθέσεων, καθώς και ο τρόπος διορισμού των γενικών εισαγγελέων, καθορίζονται με τον κανονισμό διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

Το μέλος του Γενικού Δικαστηρίου το οποίο κλήθηκε να ασκήσει τα καθήκοντα γενικού εισαγγελέα σε μία υπόθεση δεν επιτρέπεται να συμμετάσχει στη λήψη αποφάσεως επί της υποθέσεως αυτής.

Apdpo 50

Το Γενικό Δικαστήριο συνέρχεται κατά τμήματα, αποτελούμενα από τρεις και πέντε δικαστές. Οι δικαστές εκλέγουν μεταξύ τους τους προέδρους των τμημάτων. Οι πρόεδροι των πενταμελών τμημάτων εκλέγονται για τρία έτη. Η θητεία τους μπορεί να ανανεωθεί άπαξ.

Ο κανονισμός διαδικασίας καθορίζει τη σύνθεση των τμημάτων και την ανάθεση των υποθέσεων σε αυτά. Σε ορισμένες υποθέσεις, που ορίζονται από τον κανονισμό διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να συνέρχεται εν ολομέλεια ή με μονομελή σύνθεση.

Ο κανονισμός διαδικασίας μπορεί επίσης να προβλέπει ότι το Γενικό Δικαστήριο συνέρχεται ως τμήμα μείζονος συνθέσεως στις περιπτώσεις και σύμφωνα με τους όρους που αυτός προσδιορίζει.

Apdpo 51

Κατά παρέκκλιση από τον κανόνα του άρθρου iii-358 παράγραφος 1 του Συντάγματος, εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου οι προσφυγές των άρθρων ΙΠ-365 και III-367 του Συντάγματος τις οποίες ασκεί κράτος μέλος και οι οποίες στρέφονται:

α) κατά πράξεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου ή κατά παραλείψεως τους να αποφασίσουν, ή κατά πράξεως ή παραλείψεως αμφοτέρων των οργάνων αυτών όταν συναποφασίζουν, με την εξαίρεση:

— των αποφάσεων τις οποίες λαμβάνει το Συμβούλιο βάσει του άρθρου ΙΠ-168 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο του Συντάγματος,

— των πράξεων τις οποίες εκδίδει το Συμβούλιο βάσει πράξεως του Συμβουλίου σχετικής με μέτρα εμπορικής άμυνας κατά την έννοια του άρθρου ΙΠ-315 του Συντάγματος,

— των πράξεων του Συμβουλίου με τις οποίες αυτό ασκεί εκτελεστικές αρμοδιότητες σύμφωνα με το άρθρο 1-37 παράγραφος 2 του Συντάγματος,

1586

228 l\Mpoe IV

β) κατά πράξεως της Επιτροπής ή παραλείψεως της να αποφάσισα κατά το άρθρο ΙΙΙ-420 παράγραφος 1 του Συντάγματος.

Στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου εμπίπτουν επίσης οι προβλεπόμενες από τα ίδια άρθρα προσφυγές που ασκούνται από θεσμικό όργανο της Ένωσης κατά πράξεως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου ή κατά παραλείψεως τους να αποφασίσουν, ή κατά πράξεως ή παραλείψεως αμφοτέρων των οργάνων αυτών όταν συναποφασίζουν, ή κατά πράξεως της Επιτροπής ή παραλείψεως της να αποφασίσει, καθώς και από θεσμικό όργανο των Κοινοτήτων κατά πράξεως της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή κατά παραλείψεως της να αποφασίσει.

Άρθρο 52

Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου και ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου καθορίζουν από κοινού τις προϋποθέσεις και τον τρόπο με τον οποίο οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό του Δικαστηρίου παρέχουν τις υπηρεσίες τους στο Γενικό Δικαστήριο για τη διασφάλιση της λειτουργίας του. Ορισμένοι υπάλληλοι ή μέλη του λοιπού προσωπικού υπάγονται στον γραμματέα του Γενικού Δικαστηρίου υπό την εποπτεία του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου.

Άρθρο 53

Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διέπεται από τον Τίτλο III.

Η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσδιορίζεται και συμπληρώνεται, εφόσον παρίσταται ανάγκη, από τον κανονισμό διαδικασίας του. Ο κανονισμός διαδικασίας μπορεί να προβλέπει παρεκκλίσεις από το άρθρο 40 τέταρτο εδάφιο και από το άρθρο 41, προκειμένου να ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες των διαφορών που εμπίπτουν στον τομέα της διανοητικής ιδιοκτησίας.

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο 20 τέταρτο εδάφιο, ο γενικός εισαγγελέας μπορεί να αναπτύσσει τις αιτιολογημένες προτάσεις του εγγράφως.

Άρθρο 54

Εάν προσφυγή ή άλλο διαδικαστικό έγγραφο, απευθυνόμενο στο Γενικό Δικαστήριο, κατατεθεί εκ παραδρομής στον γραμματέα του Δικαστηρίου, διαβιβάζεται αμελλητί από αυτόν στον γραμματέα του Γενικού Δικαστηρίου. Ομοίως, εάν προσφυγή ή άλλο διαδικαστικό έγγραφο, απευθυνόμενο στο Δικαστήριο, κατατεθεί εκ παραδρομής στον γραμματέα του Γενικού Δικαστηρίου, διαβιβάζεται αμελλητί από αυτόν στον γραμματέα του Δικαστηρίου.

Εάν το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι δεν είναι αρμόδιο να εκδικάσει προσφυγή που εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, την παραπέμπα στο Δικαστήριο. Ομοίως, εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι αρμόδιο για την εκδίκαση της προσφυγής είναι το Γενικό Δικαστήριο, την παραπέμπει σε αυτό, το οποίο δεν μπορεί στην περίπτωση αυτή να κρίνει ότι είναι αναρμόδιο.

Εάν ενώπιον του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου εκκρεμούν υποθέσεις που έχουν το ίδιο αντικείμενο, θέτουν το ίδιο ζήτημα ερμηνείας ή αμφισβητούν το κύρος της ίδιας πράξης, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί, μετά από ακρόαση των διαδίκων, να αναστείλει τη διαδικασία μέχρις ότου εκδοθεί η απόφαση του Δικαστηρίου ή, εάν πρόκειται για προσφυγές που ασκούνται βάσει του άρθρου ΙΠ-365 του Συντάγματος ή του άρθρου 146 της Συνθήκης ΕΚΑΕ, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί επίσης να απεκδυθεί της αρμοδιότητας του, ώστε να αποφανθεί το Δικαστήριο επί των εν λόγω προσφυγών. Υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, το Δικαστήριο μπορεί επίσης να αποφασίσει την αναστολή της διαδικασίας που εκκρεμεί ενώπιον του. Στην περίπτωση αυτή, συνεχίζεται η διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

Όταν κράτος μέλος και θεσμικό όργανο στρέφονται κατά της αυτής πράξεως, το Γενικό Δικαστήριο κηρύσσει εαυτό αναρμόδιο ώστε να μπορέσει το Δικαστήριο να αποφανθεί επί των εν λόγω προσφυγών.

1587

Συνθήκη νια τη θέσπιση Σuντάνματoe Ευραππκ 229

Apdpo 55

Οι οριστικές αποφάσας του Γενικού Δικαστηρίου, οι αποφάσεις που επιλύουν εν μέρει τη διαφορά ως προς την ουσία και οι αποφάσεις που επιλύουν δικονομικό ζήτημα σχετικό με ένσταση αναρμοδιότητας ή απαραδέκτου κοινοποιούνται από τον γραμματέα του Γενικού Δικαστηρίου σε όλους τους διαδίκους καθώς και σε όλα τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, ακόμη και αν δεν παρενέβησαν στη δίκη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

Άρθρο 56

Κατά των οριστικών αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου, καθώς και κατά των αποφάσεών του που επιλύουν εν μέρει τη διαφορά ως προς την ουσία ή επιλύουν δικονομικό ζήτημα σχετικό με ένσταση αναρμοδιότητας ή απαραδέκτου μπορεί να ασκηθεί αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου, εντός δύο μηνών από της κοινοποιήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

Η αναίρεση αυτί] μπορεί να ασκηθεί από τον εν όλω ή εν μέρει ηττηθέντα διάδικο. Οι παρεμβαίνοντες, εξαιρέσει των κρατών μελών και των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, δεν μπορούν πάντως να ασκήσουν αναίρεση, εκτός εάν η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου τους θίγει άμεσα.

Με εξαίρεση τις περιπτώσεις δικών μεταξύ της Ένωσης και των εκπροσώπων τους, αναίρεση μπορούν να ασκήσουν επίσης τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα της Ένωσης που δεν παρενέβησαν στη δίκη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Στην περίπτωση αυτή, τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα ευρίσκονται στην ίδια ακριβώς θέση με τα κράτη μέλη ή τα θεσμικά όργανα που παρενέβησαν πρωτοδίκως.

Apdpo 57

Κάθε πρόσωπο η αίτηση παρεμβάσεως του οποίου απορρίφθηκε από το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να ασκήσει αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου εντός δύο εβδομάδων από της κοινοποιήσεως της απορριπτικής αποφάσεως.

Οι διάδικοι μπορούν να ασκήσουν αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου κατά των αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου που εκδόθηκαν με βάση το άρθρο ΙΠ-379 παράγραφος 1 ή 2, ή το άρθρο ΙΠ-401 τέταρτο εδάφιο του Συντάγματος, με βάση το άρθρο 157 ή το άρθρο 164 τρίτο εδάφιο της Συνθήκης ΕΚΑΕ, εντός δύο μηνών από της κοινοποιήσεώς τους.

Η αναίρεση που προβλέπεται στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο του παρόντος άρθρου εκδικάζεται με τη διαδικασία του άρθρου 39.

Άρθρο 58

Η αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Δικαστηρίου περιορίζεται σε νομικά ζητήματα. Ως λόγοι αναιρέσεως επιτρέπεται να προβάλλονται η αναρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου, οι πλημμέλαες κατά την ενώπιον του διαδικασία που θίγουν τα συμφέροντα του αναιρεσείοντος και η παραβίαση του δικαίου της Ένωσης από το Γενικό Δικαστήριο.

Αναίρεση δεν χωρεί αποκλειστικά για τον καταλογισμό και το ύψος των δικαστικών εξόδων.

1588

230 \Mpoe IV

Άρθρο 59

Σε περίπτωση ασκήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου, η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου περιλαμβάνει δύο στάδια: την έγγραφη και την προφορική διαδικασία. Το Δικαστήριο, σύμφωνα με τους όρους που καθορίζονται στον κανονισμό διαδικασίας και μετά την ακρόαση του γενικού εισαγγελέα και των διαδίκων, μπορεί να αποφασίζει χωρίς προφορική διαδικασία.

Άρθρο 60

Με την επιφύλαξη του άρθρου 111-379 παράγραφοι 1 και 2 του Συντάγματος ή του άρθρου 157 της Συνθήκης ΕΚΑΕ, η άσκηση αναιρέσεως δεν έχα ανασταλτικό αποτέλεσμα.

Κατά παρέκκλιση από το άρθρο ΙΠ-380 του Συντάγματος, οι αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου με τις οποίες ακυρώνεται ευρωπαϊκός νόμος ή ευρωπαϊκός κανονισμός δεσμευτικός ως προς όλα του τα μέρη και άμεσης ισχύος σε όλα τα κράτη μέλη δεν επιφέρουν αποτελέσματα παρά μόνον από της παρελεύσεως της προθεσμίας του άρθρου 5 6 πρώτο εδάφιο του παρόντος Οργανισμού ή, εάν έχει ασκηθεί αναίρεση εντός της προθεσμίας αυτής, από της απορρίψεως της, με την επιφύλαξη πάντως της δυνατότητας του διαδίκου να καταθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου, βάσει του άρθρου III-379 παράγραφοι 1 και 2 του Συντάγματος ή του άρθρου 157 της Συνθήκης ΕΚΑΕ, αίτηση περί αναστολής των αποτελεσμάτων του ευρωπαϊκού νόμου ή του ευρωπαϊκού κανονισμού που ακυρώθηκε, ή περί λήψεως κάθε άλλου προσωρινού μέτρου.

Άρθρο 61

Εάν η αναίρεση κριθεί βάσιμη, το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου. Στην περίπτωση αυτή, μπορεί είτε το ίδιο να αποφανθεί οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να την αναπέμψει στο Γενικό Δικαστήριο για να την κρίνα.

Σε περίπτωση αναπομπής, το Γενικό Δικαστήριο δεσμεύεται ως προς τα νομικά ζητήματα που έχουν επιλυθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου.

Εάν αναίρεση που άσκησε κράτος μέλος ή θεσμικό όργανο της Ένωσης που δεν παρενέβη στη δίκη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κριθεί βάσιμη, το Δικαστήριο μπορεί, εάν το κρίνει αναγκαίο, να ορίσει τα αποτελέσματα της αναιρεθείσας αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου τα οποία θεωρούνται οριστικά έναντι των διαδίκων.

Άρθρο 62

Στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο ΙΠ-358 παράγραφοι 2 και 3 του Συντάγματος, ο πρώτος

ι λ ι ιι ιιι η τ ι ι- ο. ι τ * '

γενικός εισαγγελέας μπορεί, εφόσον κρίνα οτι υφίσταται σοβαρός κίνδυνος να οιγει η ενότητα ή η συνοχή του δικαίου της Ένωσης, να προτείνει στο Δικαστήριο να επανεξετάσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου.

Η πρόταση πρέπει να υποβάλλεται εντός μηνός από της εκδόσεως της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο αποφασίζει, εντός μηνός από της υποβολής της προτάσεως του πρώτου γενικού εισαγγελέα, εάν συντρέχει λόγος να επανεξετασθεί η απόφαση.

1589

Συνθήκη νια τη θέσπιση Σuντάνματoe Ευραππ^ 231

ΤΙΤΛΟΣ V ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

'Apdpo 63

Οι κανονισμοί διαδικασίας του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου περιέχουν όλες τις αναγκαίες διατάξεις για την εφαρμογή και τη συμπλήρωση του παρόντος Οργανισμού, κατά το αναγκαίο μέτρο.

Άρθρο 64

Οι κανόνες για το γλωσσικό καθεστώς που εφαρμόζεται στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθορίζονται με ευρωπαϊκό κανονισμό του Συμβουλίου ο οποίος εκδίδεται ομόφωνα. Ο κανονισμός αυτός εκδίδεται είτε κατόπιν αιτήματος του Δικαστηρίου και μετά από διαβούλευση με την Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, είτε κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και μετά από διαβούλευση με το Δικαστήριο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Έως ότου θεσπισθούν οι κανόνες αυτοί, εξακολουθούν να εφαρμόζονται οι διατάξας του κανονισμού διαδικασίας του Δικαστηρίου και του κανονισμού διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά το γλωσσικό καθεστώς. Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα ΙΙΙ-355 και ΙΠ-366 του Συντάγματος, κάθε τροποποίηση ή κατάργηση των διατάξεων αυτών απαιτεί την ομόφωνη έγκριση του Συμβουλίου.

Άρθρο 65

1. Κατά παρέκκλιση από το άρθρο IV-437 του Συντάγματος, οι τροποποιήσεις του Πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, στη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και στη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργαας, οι οποίες εγκρίνονται μεταξύ της υπογραφής και της έναρξης ισχύος της Συνθήκης για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης, εξακολουθούν να ισχύουν.

2. Προκειμένου να ενσωματωθούν στις διατάξεις του παρόντος Οργανισμού, οι τροποποιήσεις που αναφέρει η πρώτη παράγραφος κωδικοποιούνται επισήμως με ευρωπαϊκό νόμο του Συμβουλίου, ο οποίος εκδίδεται κατόπιν αιτήματος του Δικαστηρίου. Κατά την έναρξη ισχύος του εν λόγω ευρωπαϊκού νόμου κωδικοποίησης, το παρόν άρθρο καταργείται.

1590

232 l\Mpoe IV

4. ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

ΤΑ ΥΨΗΛΑ ΣΥΜΒΑΛΛΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ,

ΕΠΙΘΥΜΩΝΤΑΣ να καθορίσουν το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που προβλέπεται στο άρθρο 1-30 και το άρθρο ΙΠ-187 παράγραφος 2 του Συντάγματος,

ΣΥΜΦΩΝΗΣΑΝ επί των ακόλουθων διατάξεων, οι οποίες προσαρτώνται στη Συνθήκη για τη θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ i το ευρωπαϊκο συστημα κεντρικων τραπεζων

Αρθρο 1

Το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών

1. Σύμφωνα με το άρθρο 1-30 παράγραφος 1 του Συντάγματος, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες συγκροτούν το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ συγκροτούν το Ευρωσύστημα.

2. Το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επιτελούν τις λειτουργίες τους και ασκούν τις δράστηριότητές τους σύμφωνα με το Σύνταγμα και το παρόν καταστατικό.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ii

στοχοι και καθηκοντα του ευρωπαϊκου συστηματοσ κεντρικων τραπεζων

Αρθρο 2 Στόχοι

Σύμφωνα με το άρθρο 1-30 παράγραφος 2 και το άρθρο iii-1S 5 παράγραφος 1 του Συντάγματος, πρωταρχικός στόχος του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών είναι η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών. Με την επιφύλαξη του στόχου αυτού, το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών στηρίζει τις γενικές οικονομικές πολιτικές στην Ένωση προκειμένου να συμβάλλει στην πραγμάτωση των στόχων της Ένωσης όπως ορίζονται στο άρθρο 1-3 του Συντάγματος. Το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών ενεργεί σύμφωνα με την αρχή της ανοιχτής οικονομίας της αγοράς με ελευοερο ανταγωνισμό, που ευνοεί την αποτελεσματική κατανομή των πόρων, και συμφωνά με τις αρχές που εξαγγέλλονται στο άρθρο 111-177 του Συντάγματος.

1591

Συνθήκη νια τη θέσπιση Σuντάνματoe Eupώπne 233

'Apdpo 3 Καθήκοντα

1. Σύμφωνα με το άρθρο III-18 5 παράγραφος 2 του Συντάγματος, τα βασικά καθήκοντα του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών είναι:

α) να χαράζει και να εφαρμόζει τη νομισματική πολιτική της Ένωσης,

β) να διενεργεί πράξεις συναλλάγματος σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου III-326 του Συντάγματος, γ) να κατέχει και να διαχειρίζεται τα επίσημα συναλλαγματικά διαθέσιμα των κρατών μελών, δ) να προωθεί την ομαλή λειτουργία των συστημάτων πληρωμών.

2. Σύμφωνα με το άρθρο iii-185 παράγραφος 3 του Συντάγματος, η παράγραφος 2 στοιχείο γ) δεν θίγει την εκ μέρους των κυβερνήσεων των κρατών μελών κατοχή και διαχείριση τρεχόντων ταμειακών υπολοίπων σε συνάλλαγμα.

3. Σύμφωνα με το άρθρο III-185 παράγραφος 5 του Συντάγματος, το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών συμβάλλει στην εκ μέρους των αρμόδιων αρχών ομαλή άσκηση πολιτικών που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Άρθρο 4

Συμβουλευτικές λειτουργίες

Σύμφωνα με το άρθρο iii-185 παράγραφος 4 του Συντάγματος, η γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ζητείται:

α) για κάθε προτεινόμενη πράξη της Ένωσης που εμπίπτει στους τομείς αρμοδιότητάς της,

β) από τις εθνικές αρχές για κάθε σχέδιο νομοθετικής διάταξης στους τομείς αρμοδιότητας της, εντός όμως των ορίων και υπό τις προϋποθέσεις που ορίζει το Συμβούλιο με τη διαδικασία του άρθρου 41.

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μπορεί να υποβάλλει γνώμες προς τα θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης ή τις εθνικές αρχές για θέματα που εμπίπτουν στους τομείς αρμοδιότητάς της.

Άρθρο 5

Συλλογή στατιστικών πληροφοριών

1. Προκειμένου να εκπληρώνει τα καθήκοντα του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με τη βοήθεια των εθνικών κεντρικών τραπεζών, συλλέγει τις αναγκαίες στατιστικές πληροφορίες είτε από τις αρμόδιες εθνικές αρχές είτε απευθείας από οικονομικούς παράγοντες.

1592

234 l\Mpoe IV

Για τον σκοπό αυτό, συνεργάζεται με τα θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης και με τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών ή τρίτων χωρών και με διεθνείς οργανισμούς.

2. Οι εθνικές κεντρικές τράπεζες εκτελούν, κατά το μέτρο του δυνατού, τα καθήκοντα της παραγράφου 1.

3. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προωθεί την εναρμόνιση, όπου είναι αναγκαίο, των κανόνων και πρακτικών που διέπουν τη συλλογή, επεξεργασία και διανομή των στατιστικών στοιχείων στους τομείς αρμοδιότητάς της.

4. Το Συμβούλιο, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 41, ορίζει τα φυσικά και νομικά πρόσωπα που έχουν υποχρέωση να παρέχουν πληροφορίες, το καθεστώς απορρήτου και τις κατάλληλες διατάξεις επιβολής κυρώσεων.

Άρθρο 6 Διεθνής συνεργασία

1. Στο πεδίο της διεθνούς συνεργασίας σχετικά με τα καθήκοντα που έχουν ανατεθεί στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αποφάσιζα τον τρόπο εκπροσώπησης του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών.

2. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και, με την έγκριση της, οι εθνικές κεντρικές τράπεζες μπορούν να συμμετέχουν σε διεθνείς νομισματικούς οργανισμούς.

3. Οι παράγραφοι 1 και 2 ισχύουν υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου ΙΠ-196 του Συντάγματος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ iii

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ

Άρθρο 7 Ανεξαρτησία

Σύμφωνα με το άρθρο ΙΠ-188 του Συντάγματος, κατά την άσκηση των εξουσιών και την εκτέλεση των καθηκόντων και υποχρεώσεων που απορρέουν από το Σύνταγμα και το παρόν καταστατικό, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, οι εθνικές κεντρικές τράπεζες, ή οποιοδήποτε μέλος των οργάνων λήψεως αποφάσεων των ιδρυμάτων αυτών δεν επιζητούν ούτε δέχονται υποδείξεις από τα θεσμικά και λοιπά όργανα ή τους οργανισμούς της Ένωσης, από οποιαδήποτε κυβέρνηση κράτους μέλους ή από οποιονδήποτε άλλο οργανισμό. Τα θεσμικά και λοιπά όργανα ή οι οργανισμοί της Ένωσης, καθώς και οι κυβερνήσεις των κρατών μελών αναλαμβάνουν την υποχρέωση να τηρούν την αρχή αυτή και να μην επιδιώκουν να επηρεάζουν τα μέλη των οργάνων λήψεως αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και των εθνικών κεντρικών τραπεζών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

1593

Συνθήκη νια τη θέσπιση Σuντάνματoe Eupώπne 235

Άρθρο 8 Γενική αρχή

Το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών διοικείται από τα όργανα λήψεως αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Άρθρο 9 Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

1. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 1-30 παράγραφος 3 του Συντάγματος έχει νομική προσωπικότητα, διαθέτει σε κάθε κράτος μέλος την ευρύτερη νομική ικανότητα που αναγνωρίζεται σε νομικά πρόσωπα από το δίκαιο του κράτους μέλους. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μπορεί ιδίως να αποκτά ή να διαθέτει κινητή ή ακίνητη περιουσία και να είναι διάδικος.

2. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα διασφαλίζει ότι η αποστολή που έχει ανατεθεί στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών σύμφωνα με το άρθρο iii-1S 5 παράγραφοι 2, 3 και 5 του Συντάγματος εκτελείται είτε με δικές της ενέργαες σύμφωνα με το παρόν καταστατικό είτε μέσω των εθνικών κεντρικών τραπεζών σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 1 και το άρθρο 14.

3. Σύμφωνα με το άρθρο ΙΠ-187 παράγραφος 3 του Συντάγματος, τα όργανα λήψεως αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είναι το Διοικητικό Συμβούλιο και η Εκτελεστική Επιτροπή.

Άρθρο 10

Το Διοικητικό Συμβούλιο

1. Σύμφωνα με το άρθρο ΙΠ-382 παράγραφος 1 του Συντάγματος, το Διοικητικό Συμβούλιο απαρτίζεται από τα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής και τους διοικητές των εθνικών κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών για τα οποία δεν ισχύει παρέκκλιση κατά την έννοια του άρθρου ΙΠ-197 του Συντάγματος.

2. Κάθε μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου έχει μία ψήφο. Από την ημερομηνία που ο αριθμός των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου υπερβαίνει τα είκοσι ένα, κάθε μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής έχει μία ψήφο, ο δε αριθμός των διοικητών με δικαίωμα ψήφου ανέρχεται σε δεκαπέντε. Τα δικαιώματα ψήφου των τελευταίων παρέχονται και ασκούνται εκ περιτροπής κατά τα ακόλουθα:

α) από την ημερομηνία που ο αριθμός των διοικητών θα υπερβεί τους δεκαπέντε και έως ότου ανέλθει σε είκοσι δύο, οι διοικητές κατανέμονται σε δύο ομάδες, βάσει κατάταξης με κριτήριο το μέγεθος του μεριδίου συμμετοχής του κράτους μέλους της οικείας εθνικής κεντρικής τράπεζας στο συνολικό ακαθάριστο εγχώριο προϊόν σε αγοραίες τιμές και στη συνολική συγκεντρωτική λογιστική κατάσταση των νομισματικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ. Στα μερίδια συμμετοχής στο συνολικό ακαθάριστο εγχώριο προϊόν σε αγοραίες τιμές και στη συνολική συγκεντρωτική λογιστική κατάσταση των νομισματικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων αποδίδεται στάθμιση 5/6 και 1/6, αντίστοιχα. Η πρώτη ομάδα αποτελείται από πέντε διοικητές και η δεύτερη ομάδα από τους υπόλοιπους διοικητές. Η συχνότητα με την οποία οι διοικητές της πρώτης ομάδας απολαύουν δικαιώματος ψήφου δεν είναι μικρότερη της συχνότητας με την οποία απολαύουν του εν λόγω δικαιώματος οι διοικητές της δεύτερης ομάδας. Με την επιφύλαξη της προηγούμενης πρότασης, στην πρώτη ομάδα παρέχονται τέσσερα δικαιώματα ψήφου και στη δεύτερη ομάδα ένδεκα δικαιώματα ψήφου,

1594

236 \Mpoe IV

β) από την ημερομηνία που ο αριθμός των διοικητών ανέρχεται σε είκοσι δύο, οι διοικητές κατανέμονται σε τρεις ομάδες, βάσει κατάταξης σύμφωνα με τα κριτήρια του στοιχείου α). Στην πρώτη ομάδα, η οποία αποτελείται από πέντε διοικητές, παρέχονται τέσσερα δικαιώματα ψήφου. Στη δεύτερη ομάδα, η οποία αποτελείται από το ήμισυ του συνολικού αριθμού των διοικητών, στρογγυλοποιούμενο προς τα άνω στον πλησιέστερο ακέραιο, παρέχονται οκτώ δικαιώματα ψήφου. Στην τρίτη ομάδα, η οποία αποτελείται από τους υπόλοιπους διοικητές, παρέχονται τρία δικαιώματα ψήφου,

γ) εντός της κάθε ομάδας, οι διοικητές έχουν δικαίωμα ψήφου για ίσο χρόνο,

δ) για τον υπολογισμό των μεριδίων συμμετοχής στο συνολικό ακαθάριστο εγχώριο προϊόν σε αγοραίες τιμές εφαρμόζεται το άρθρο 29 παράγραφος 2. Η συνολική συγκεντρωτική λογιστική κατάσταση των νομισματικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων υπολογίζεται σύμφωνα με το στατιστικό πλαίσιο που ισχύει στην Ένωση κατά τον χρόνο του εν λόγω υπολογισμού,

ε) με κάθε αναπροσαρμογή του συνολικού ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος σε αγοραίες τιμές, σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 3 του καταστατικού, ή αύξηση του αριθμού των διοικητών, το μέγεθος και/ή η σύνθεση των ομάδων αναπροσαρμόζονται βάσει των αρχών που καθορίζονται με το παρόν εδάφιο,

στ) το Διοικητικό Συμβούλιο, αποφασίζοντας με πλειοψηφία των δύο τρίτων του συνόλου των μελών του, ήτοι των μελών με και χωρίς δικαίωμα ψήφου, λαμβάνει κάθε μέτρο που είναι αναγκαίο για την εφαρμογή των αρχών που καθορίζονται με το παρόν εδάφιο και δύναται να αναβάλει την έναρξη λειτουργίας του συστήματος της εκ περιτροπής άσκησης δικαιώματος ψήφου, έως ότου ο αριθμός των διοικητών υπερβεί τους δεκαοκτώ.

Το δικαίωμα ψήφου ασκείται αυτοπροσώπως. Κατά παρέκκλιση από τον κανόνα αυτό, ο εσωτερικός κανονισμός που αναφέρει το άρθρο 12 παράγραφος 3, μπορεί να ορίζει ότι μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου μπορούν να ψηφίζουν μέσω τηλεσυσκέψεων. Ο κανονισμός αυτός προβλέπει επίσης ότι, εάν μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου κωλύεται να ψηφίσει επί μακρό χρονικό διάστημα, μπορεί να ορίσει αναπληρωτή για να τον αντικαθιστά ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου.

Το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο τελούν υπό την επιφύλαξη των δικαιωμάτων ψήφου όλων των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, ήτοι των μελών με και χωρίς δικαίωμα ψήφου, βάσει της παραγράφου 3 και του άρθρου 40 παράγραφοι 2 και 3. Εκτός εάν ορίζεται άλλως στο παρόν καταστατικό, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφασίζει με απλή πλειοψηφία των μελών με δικαίωμα ψήφου. Σε περίπτωση ισοψηφίας, υπερισχύει η ψήφος του προέδρου.

Προκειμένου να διεξαχθεί ψηφοφορία στο Διοικητικό Συμβούλιο, απαιτείται απαρτία των δύο τρίτων των μελών με δικαίωμα ψήφου. Εάν δεν υπάρχει απαρτία, ο πρόεδρος μπορεί να συγκαλέσει έκτακτη συνεδρίαση στην οποία οι αποφάσεις μπορούν να λαμβάνονται χωρίς την ανωτέρω αναφερόμενη απαρτία.

3. Για κάθε απόφαση που λαμβάνεται βάσει των άρθρων 28, 29, 30, 32, 33 και 49, οι ψήφοι των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου σταθμίζονται σύμφωνα με την κατανομή του εγγεγραμμένου κεφαλαίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας μεταξύ των εθνικών κεντρικών τραπεζών. Οι ψήφοι των μελών της Εκτελεστικής Επιτροπής έχουν μηδενική στάθμιση. Μία απόφαση λαμβάνεται με ειδική πλειοψηφία εφόσον οι υπέρ αυτής ψήφοι αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον τα δύο τρίτα του εγγεγραμμένου κεφαλαίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον τους μισούς μεριδιούχους. Εάν ένας διοικητής αδυνατεί να είναι παρών, μπορεί να ορίζει αναπληρωτή ο οποίος θα συμμετέχει στη σταθμισμένη ψηφοφορία.

1595

Συνθήκη νια τη θέσπιση Σuντάνματoe Eupώπne 237

4. Οι εργασίες των συνεδριάσεων είναι μυστικές. Το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει να δημοσιεύσει το αποτέλεσμα των συσκέψεων του.

5. Το Διοικητικό Συμβούλιο συνεδρίαζα τουλάχιστον δέκα φορές το χρόνο.

Άρθρο 11 Η Εκτελεστική Επιτροπή

1. Σύμφωνα με το άρθρο ΙΠ-382 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο του Συντάγματος, η Εκτελεστική Επιτροπή απαρτίζεται από τον πρόεδρο, τον αντιπρόεδρο και τέσσερα άλλα μέλη.

Τα μέλη ασκούν τα καθήκοντά τους σε βάση πλήρους απασχόλησης. Κανένα μέλος δεν αναλαμβάνει οποιαδήποτε άλλη απασχόληση, αμειβόμενη ή μη, εκτός εάν κατ' εξαίρεση του δοθεί η άδαα από το Διοικητικό Συμβούλιο.

2. Σύμφωνα με το άρθρο iii-382 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο του Συντάγματος, ο πρόεδρος, ο αντιπρόεδρος και τα λοιπά μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής διορίζονται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει με αδική πλειοψηφία, κατά σύσταση του Συμβουλίου το οποίο προηγουμένως διαβουλεύεται με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Διοικητικό Συμβούλιο, μεταξύ προσώπων αναγνωρισμένου κύρους και επαγγελματικής πείρας σε νομισματικά ή τραπεζικά θέματα.

Η θητεία τους είναι οκταετής και μη ανανεώσιμη.

Μόνον υπήκοοι κράτους μέλους μπορούν να είναι μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής.

3. Οι όροι απασχόλησης των μελών της Εκτελεστικής Επιτροπής, και ιδίως οι αποδοχές, συντάξεις και λοιπές κοινωνικοασφαλιστικές παροχές τους περιλαμβάνονται σε συμβάσεις που συνάπτονται με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και καθορίζονται από το Διοικητικό Συμβούλιο μετά από πρόταση επιτροπής απαρτιζόμενης από τρία μέλη τα οποία διορίζει το Διοικητικό Συμβούλιο και από τρία μέλη που διορίζει το Συμβούλιο. Τα μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής δεν έχουν δικαίωμα ψήφου για θέματα της παρούσας παραγράφου.

4. Εάν μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής δεν πληροί πλέον τις απαραίτητες προϋποθέσας για την εκτέλεση των καθηκόντων του ή εάν διαπράξει βαρύ παράπτωμα, το Δικαστήριο μπορεί, αιτήσει του Διοικητικού Συμβουλίου ή της Εκτελεστικής Επιτροπής, να το απαλλάξει από τα καθήκοντά του.

5. Κάθε μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής που παρίσταται αυτοπροσώπως στις συνεδριάσεις έχει δικαίωμα ψήφου και διαθέτει, για τον σκοπό αυτό, μία ψήφο. Εκτός από τις περιπτώσεις όπου προβλέπεται διαφορετικά, η Εκτελεστική Επιτροπή αποφάσιζα με απλή πλειοψηφία των ψηφισάντων. Σε περίπτωση ισοψηφίας, υπερισχύει η ψήφος του προέδρου. Οι διατάξεις για την ψηφοφορία καθορίζονται στον εσωτερικό κανονισμό που αναφέρει το άρθρο 12 παράγραφος 3.

6. Η Εκτελεστική Επιτροπή είναι υπεύθυνη για την τρέχουσα διαχείριση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

7. Οι κενές θέσεις στην Εκτελεστική Επιτροπή πληρούνται με τον διορισμό νέων μελών, σύμφωνα με την παράγραφο 2.

1596 ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ)

238 \Mpoe IV

Άρθρο 12

Καθήκοντα των οργάνων λήψεως αποφάσεων

1. Το Διοικητικό Συμβούλιο καθορίζει τις κατευθυντήριες γραμμές και λαμβάνει τις αναγκαίες αποφάσεις για την εκπλήρωση των καθηκόντων που έχουν ανατεθεί στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών σύμφωνα με το Σύνταγμα και το παρόν καταστατικό. Το Διοικητικό Συμβούλιο διαμορφώνει τη νομισματική πολιτική της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων, όπου χρειάζεται, αποφάσεων σχετικά με ενδιάμεσους νομισματικούς στόχους, βασικά επιτόκια και προσφορά διαθεσίμων στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών, και χαράζα τις απαραίτητες κατευθυντήριες γραμμές για την εκτέλεσή τους.

Η Εκτελεστική Επιτροπή θέτει σε εφαρμογή τη νομισματική πολιτική σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές και τις αποφάσεις που θεσπίζονται από το Διοικητικό Συμβούλιο. Στο πλαίσιο αυτό, η Εκτελεστική Επιτροπή δίνει τις απαραίτητες οδηγίες στις εθνικές κεντρικές τράπεζες. Επιπλέον, το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί, με απόφασή του, να μεταβιβάζει ορισμένες εξουσίες στην Εκτελεστική Επιτροπή.

Εφόσον κρίνεται δυνατόν και εύλογο και με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος άρθρου, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προσφεύγει στις εθνικές κεντρικές τράπεζες για την εκτέλεση των πράξεων που εμπίπτουν στα καθήκοντα του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών.

2. Η Εκτελεστική Επιτροπή έχει την ευθύνη για την προετοιμασία των συνεδριάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου.

3. Το Διοικητικό Συμβούλιο θεσπίζει εσωτερικό κανονισμό, ο οποίος καθορίζει την εσωτερική οργάνωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και των οργάνων λήψεως αποφάσεων.

4. Το Διοικητικό Συμβούλιο ασκεί τις συμβουλευτικές λειτουργίες του άρθρου 4.

5. Το Διοικητικό Συμβούλιο λαμβάνει πς αποφάσας του άρθρου 6.

Άρθρο 13 Ο πρόεδρος

1. Ο πρόεδρος ή, σε περίπτωση απουσίας του, ο αντιπρόεδρος προεδρεύει του Διοικητικού Συμβουλίου και της Εκτελεστικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

2. Με την επιφύλαξη του άρθρου 38, ο πρόεδρος ή ο αντιπρόσωπος του ασκεί την εξωτερική εκπροσώπηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Άρθρο 14

Εθνικές κεντρικές τράπεζες

1. Σύμφωνα με το άρθρο III-18 9 του Συντάγματος, κάθε κράτος μέλος διασφάλιζα ότι η εθνική του νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένου του καταστατικού της εθνικής κεντρικής του τράπεζας, συνάδει με το

γι 1 i i

Σύνταγμα και το παρόν καταστατικό.

2. Τα καταστατικά των εθνικών κεντρικών τραπεζών προβλέπουν αδικότερα ότι η θητεία του διοικητή εθνικής κεντρικής τράπεζας δεν είναι μικρότερη από πέντε έτη.

1597

Συνθήκη νια τη θέσπιση Σuντάνματoe Eupώπne 239

Ο διοικητής μπορεί να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του μόνο εάν δεν πληροί πλέον τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την εκτέλεση των καθηκόντων του ή εάν διαπράξει βαρύ παράπτωμα. Η συναφής απόφαση μπορεί να προσβληθεί ενώπιον του Δικαστηρίου από τον ενδιαφερόμενο διοικητή ή από το Διοικητικό Συμβούλιο λόγω παράβασης του Συντάγματος ή κανόνα δικαίου σχετικού με την εφαρμογή του. Οι εν λόγω προσφυγές πρέπει να ασκούνται εντός προθεσμίας δύο μηνών από τη δημοσίευση της απόφασης ή από την κοινοποίηση της στον προσφεύγοντα ή, ελλείψει των ανωτέρω, από την ημέρα που ο προσφεύγων έλαβε γνώση, ανάλογα με την περίπτωση.

3. Οι εθνικές κεντρικές τράπεζες αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και ενεργούν σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Το Διοικητικό Συμβούλιο λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίζει τη συμμόρφωση προς τις κατευθυντήριες γραμμές και οδηγίες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και απαιτεί να της παρέχεται κάθε αναγκαία πληροφορία.

4. Οι εθνικές κεντρικές τράπεζες μπορούν να επιτελούν και λειτουργίες άλλες από τις καθοριζόμενες με το παρόν καταστατικό, εκτός εάν το Διοικητικό Συμβούλιο αποφανθεί, με πλειοψηφία δύο τρίτων των ψηφισάντων, ότι οι λειτουργίες αυτές παρακωλύουν τους στόχους και τα καθήκοντα του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών. Οι εν λόγω λειτουργίες επιτελούνται υπ' ευθύνη των εθνικών κεντρικών τραπεζών και δεν θεωρούνται ότι αποτελούν μέρος των λειτουργιών του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών.

Άρθρο 15 Υποχρεώσεις υποβολής εκθέσεων

1. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα συντάσσει και δημοσιεύει εκθέσεις για τις δραστηριότητες του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών τουλάχιστον κάθε τρίμηνο.

2. Κάθε εβδομάδα δημοσιεύεται ενοποιημένη λογιστική κατάσταση του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών.

3. Σύμφωνα με το άρθρο ΙΠ-383 παράγραφος 3 του Συντάγματος, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα απευθύνει ετήσια έκθεση για τις δραστηριότητες του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και τη νομισματική πολιτική του προηγούμενου και του τρέχοντος έτους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

4. Οι εκθέσεις και καταστάσας του παρόντος άρθρου διατίθενται δωρεάν στα ενδιαφερόμενα μέρη.

Άρθρο 16 Τραπεζογραμμάτια

Σύμφωνα με το άρθρο ΙΙΙ-186 παράγραφος 1 του Συντάγματος, το Διοικητικό Συμβούλιο έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπει την έκδοση των τραπεζογραμματίων ευρώ στην Ένωση. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες μπορούν να εκδίδουν τα εν λόγω τραπεζογραμμάτια. Τα τραπεζογραμμάτια που εκδίδονται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες είναι τα μόνα που αποτελούν νόμιμο χρήμα μέσα στην Ένωση.

1598 ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ)

240 l\Mpoe IV

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σέβεται κατά το δυνατόν τις υπάρχουσες πρακτικές σχετικά με την έκδοση και την όψη των τραπεζογραμματίων.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ ΚΑΙ ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ

Αρθρο 17

Λογαριασμοί στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες

Για τη διεξαγωγή των εργασιών τους, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες μπορούν να ανοίγουν λογαριασμούς υπέρ πιστωτικών ιδρυμάτων, δημόσιων οργανισμών και άλλων φορέων της αγοράς και να δέχονται περιουσιακά στοιχεία, περιλαμβανομένων τίτλων υπό μορφήν λογιστικής εγγραφής, ως ασφάλεια.

Αρθρο 18

Πράξεις ανοικτής αγοράς και πιστωτικές εργασίες

1. Για την επίτευξη των στόχων του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και την εκτέλεση των καθηκόντων του, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες μπορούν:

α) να συναλλάσσονται στις χρηματαγορές, αγοράζοντας και πωλώντας είτε με οριστικές πράξεις (άμεσης και προθεσμιακής εκτελέσεως) είτε με σύμφωνο επαναγοράς, είτε δανείζοντας και δανειζόμενες απαιτήσεις και διαπραγματεύσιμους τίτλους, εκφρασμένους σε ευρώ ή σε άλλα νομίσματα, καθώς και πολύτιμα μέταλλα,

β) να διενεργούν πιστοδοτικές και πιστοληπτικές πράξεις με πιστωτικά ιδρύματα και άλλους φορείς της αγοράς, με επαρκή ασφάλεια προκειμένου για δάνεια.

2. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα καθορίζει τις γενικές αρχές για πράξεις ανοικτής αγοράς και πιστωτικές εργασίες που διενεργούνται από την ίδια ή πς εθνικές κεντρικές τράπεζες, περιλαμβανομένης της ανακοινώσεως των όρων υπό τους οποίους δέχονται να μετέχουν σε συναλλαγές αυτού του είδους.

Αριθρο 19

Υποχρεωτικά ελάχιστα αποθεματικά

1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 2, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μπορεί να απαιτεί από τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στα κράτη μέλη να διατηρούν ελάχιστα αποθεματικά σε λογαριασμούς τους στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και σπς εθνικές κεντρικές τράπεζες στα πλαίσια των στόχων της νομισματικής πολιτικής. Οι κανόνες υπολογισμού και προσδιορισμού του απαιτούμενου ποσού μπορούν να ορίζονται με αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει την εξουσία να επιβάλλει επιτόκια ποινής και άλλες κυρώσεις με ανάλογο αποτέλεσμα.

OEK 115

1599

Συνθήκη νια τη θέσπιση Σuντάνματoe Eupώπne 241

2. Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, το Συμβούλιο, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 41, ορίζει τη βάση για τα ελάχιστα υποχρεωτικά αποθεματικά και τις μέγιστες επιτρεπόμενες αναλογίες μεταξύ των αποθεματικών αυτών και της βάσης τους, καθώς και τις κατάλληλες κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης.

Άρθρο 20

Λοιπά μέσα νομισματικού ελέγχου

Το Διοικητικό Συμβούλιο μπορεί να αποφασίζει, με πλειοψηφία δύο τρίτων των ψήφων, τη χρησιμοποίηση και άλλων λειτουργικών μεθόδων νομισματικού ελέγχου τις οποίες κρίνει κατάλληλες σύμφωνα με το άρθρο 2.

Εάν με τις εν λόγω μεθόδους επιβάλλονται υποχρεώσεις σε τρίτους, το Συμβούλιο, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 41, καθορίζει το περιεχόμενο των υποχρεώσεων αυτών.

Άρθρο 21

Συναλλαγές με δημόσιους φορείς

1. Σύμφωνα με το άρθρο III-181 του Συντάγματος, απαγορεύονται οι υπεραναλήψεις ή οποιουδήποτε άλλου είδους πιστωτικές διευκολύνσεις από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες υπέρ θεσμικών ή άλλων οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης, κεντρικών διοικήσεων, περιφερειακών, τοπικών ή άλλων δημόσιων αρχών, άλλων οργανισμών δημοσίου δικαίου ή δημόσιων επιχειρήσεων των κρατών μελών. Απαγορεύεται επίσης να αγοράζουν απευθείας χρεόγραφα από τους οργανισμούς ή φορείς αυτούς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή οι εθνικές κεντρικές τράπεζες.

2. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες μπορούν να ενεργούν ως δημοσιονομικοί αντιπρόσωποι των οργάνων και φορέων που αναφέρει η παράγραφος 1.

3. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν ισχύουν για τα πιστωτικά ιδρύματα που ανήκουν στο δημόσιο, στα οποία οι εθνικές κεντρικές τράπεζες και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επιφυλάσσουν την ίδια μεταχείριση όπως και στα ιδιωτικά πιστωτικά ιδρύματα όσον αφορά την προσφορά διαθεσίμων από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες.

Άριθρο 22

Συστήματα συμψηφισμού και πληρωμών

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες μπορούν να παρέχουν διευκολύνσεις και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μπορεί να θεσπίζει κανονισμούς με σκοπό την εξασφάλιση αποτελεσματικών και υγιών συστημάτων συμψηφισμού και πληρωμών στο εσωτερικό της Ένωσης και με τρίτες χώρες.

1600

242 l\Mpoe IV

Άρθρο 23 Εξωτερικές σχέσεις

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες μπορούν:

α) να συνάπτουν σχέσεις με κεντρικές τράπεζες και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα σε τρίτες χώρες και, όπου ενδείκνυται, με διεθνείς οργανισμούς,

β) να αποκτούν και να πωλούν, είτε με άμεση είτε με προθεσμιακή εκτέλεση, παντός τύπου περιουσιακά στοιχεία σε συνάλλαγμα και πολύτιμα μέταλλα. Ο όρος «περιουσιακά στοιχεία σε συνάλλαγμα» περιλαμβάνει τίτλους και κάθε άλλο περιουσιακό στοιχείο εκφρασμένο στο νόμισμα οποιασδήποτε χώρας ή σε λογιστικές μονάδες, σε οποιαδήποτε μορφή και αν κατέχονται,

γ) να κατέχουν και να διαχειρίζονται τα περιουσιακά στοιχεία που αναφέρει το παρόν άρθρο,

δ) να διεξάγουν παντός τύπου τραπεζικές συναλλαγές με τρίτες χώρες και με διεθνείς οργανισμούς, περιλαμβανομένων των δανειοληπτικών και δαναοδοτικών πράξεων.

Άριθρο 24

Άλλες πράξεις

Πέρα από τις πράξεις που απορρέουν από τα καθήκοντά τους, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες μπορούν να διενεργούν πράξεις για τους διοικητικούς τους σκοπούς ή για το προσωπικό τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ

Άρθρο 25 Προληπτική εποπτεία

1. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δύναται να γνωμοδοτεί ενώ το Συμβούλιο, η Επιτροπή και οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών δύνανται να τη συμβουλεύονται σχετικά με το περιεχόμενο και την εφαρμογή των νομικά δεσμευτικών πράξεων της Ένωσης, όσον αφορά την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων και τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

2. Σύμφωνα με ευρωπαϊκό νόμο που εκδίδεται βάσει του άρθρου ΙΙΙ-Ί85 παράγραφος 6 του Συντάγματος, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μπορεί να εκτελεί ειδικά καθήκοντα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και λοιπών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, εξαιρέσει των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.

1601

Συνθήκη νια τη θέσπιση Σuντάνματoe Eupώπne 243

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ

Αρθρο 26 Χρηματοοικονομικοί λογαριασμοί

1. Το οικονομικό έτος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και των εθνικών κεντρικών τραπεζών αρχίζει την πρώτη ημέρα του Ιανουαρίου και τελειώνα την τελευταία ημέρα του Δεκεμβρίου.

2. Οι ετήσιοι λογαριασμοί της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας καταρτίζονται από την Εκτελεστική Επιτροπή σύμφωνα με τις αρχές που έχει θέσει το Διοικητικό Συμβούλιο. Οι λογαριασμοί εγκρίνονται από το Διοικητικό Συμβούλιο και ακολούθως δημοσιεύονται.

3. Για αναλυτικούς και λειτουργικούς σκοπούς, η Εκτελεστική Επιτροπή κατάρτιζα ενοποιημένο ισολογισμό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, ο οποίος περιλαμβάνει τα στοιχεία του ενεργητικού και παθητικού των εθνικών κεντρικών τραπεζών που υπάγονται σ' αυτό.

4. Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, το Διοικητικό Συμβούλιο θεσπίζει τους αναγκαίους κανόνες για την τυποποίηση της λογιστικής παρακολούθησης και την υποβολή εκθέσεων σχετικά με τις πράξεις των εθνικών κεντρικών τραπεζών.

Αρθρο 27 Λογιστικός έλεγχος

1. Οι λογαριασμοί της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και των εθνικών κεντρικών τραπεζών ελέγχονται από ανεξάρτητους εξωτερικούς ελεγκτές, τους οποίους υποδεικνύει το Διοικητικό Συμβούλιο και εγκρίνει το Συμβούλιο. Οι ελεγκτές είναι πλήρως εξουσιοδοτημένοι να εξετάζουν όλα τα βιβλία και τους λογαριασμούς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και των εθνικών κεντρικών τραπεζών καθώς και να ενημερώνονται πλήρως σχετικά με τις συναλλαγές τους.

2. Το άρθρο ΙΠ-384 του Συντάγματος έχει εφαρμογή μόνο στην εξέταση της επιχειρησιακής αποτελεσματικότητας της διαχείρισης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Αρθρο 28

Κεφάλαιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας

1. Το κεφάλαιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ανέρχεται σε 5 δισεκατομμύρια ευρώ. Το κεφάλαιο μπορεί να αυξάνεται, με ευρωπαϊκή απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, το οποίο αποφάσιζα με την ειδική πλειοψηφία του άρθρου 10, παράγραφος 3, εντός των ορίων και υπό τις προϋποθέσας που καθορίζει το Συμβούλιο με τη διαδικασία του άρθρου 41.

2. Μόνοι εγγεγραμμένοι μεριδιούχοι και κάτοχοι του κεφαλαίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είναι οι εθνικές κεντρικές τράπεζες. Η εγγραφή στο κεφάλαιο πραγματοποιείται σύμφωνα με την κλείδα κατανομής που καθορίζεται από το άρθρο 29.

1602 ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ)

244 l\Mpoe IV

3. Το Διοικητικό Συμβούλιο, αποφασίζοντας με την ειδική πλειοψηφία του άρθρου 10 παράγραφος 3 καθορίζει το εκάστοτε ποσό και τον τρόπο καταβολής του κεφαλαίου.

4. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 5, τα μερίδια των εθνικών κεντρικών τραπεζών στο εγγεγραμμένο κεφάλαιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δεν μεταβιβάζονται ούτε ενεχυριάζονται ούτε κατάσχονται.

5. Εάν η κλείδα κατανομής του άρθρου 29 τροποποιηθεί, οι εθνικές κεντρικές τράπεζες μεταβιβάζουν μεταξύ τους τα αντίστοιχα μερίδια κεφαλαίου ώστε η κατανομή των εν λόγω μεριδίων κεφαλαίου να αντιστοιχεί στη νέα κλείδα. Το Διοικητικό Συμβούλιο καθορίζει τις λεπτομερείς διατάξεις για τις μεταβιβάσεις αυτές.

Άρθρο 29

Κλείδα κατανομής για την εγγραφή στο κεφάλαιο

1. Η κλείδα κατανομής για την εγγραφή στο κεφάλαιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία καθορίστηκε για πρώτη φορά το 1998 όταν ιδρύθηκε το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών, προσδιορίζεται με την απόδοση σε κάθε εθνική κεντρική τράπεζα στάθμισης στην κλείδα αυτή, η οποία ισούται με το άθροισμα:

— του 50 % του μεριδίου συμμετοχής του οικείου κράτους μέλους στον πληθυσμό της Ένωσης κατά το προτελευταίο έτος πριν από την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών,

— του 50 % του μεριδίου συμμετοχής του οικείου κράτους μέλους στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν της Ένωσης σε αγοραίες τιμές όπως μετρήθηκε κατά την πενταετία που προηγείται του προτελευταίου έτους πριν από την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών.

Τα ποσοστά στρογγυλεύονται προς τα άνω ή προς τα κάτω στο εγγύτερο πολλαπλάσιο του 0,0001 %.

2. Τα στατιστικά στοιχεία που χρησιμοποιούνται για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου παρέχονται από την Επιτροπή σύμφωνα με τους κανόνες που εγκρίνει το Συμβούλιο με τη διαδικασία του άρθρου 41.

3. Οι σταθμίσεις που αποδίδονται στις εθνικές κεντρικές τράπεζες αναπροσαρμόζονται ανά πενταετία μετά την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, κατ' αναλογία με την παράγραφο 1. Η αναπροσαρμοσμένη κλείδα κατανομής αρχίζει να ισχύει από την πρώτη ημέρα του επομένου έτους.

4. Το Διοικητικό Συμβούλιο λαμβάνει κάθε άλλο μέτρο που απαιτείται για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 30

Μεταβίβαση συναλλαγματικών διαθεσίμων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 28, οι εθνικές κεντρικές τράπεζες μεταβιβάζουν στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα συναλλαγματικά διαθέσιμα άλλα εκτός από νομίσματα των κρατών μελών, ευρώ, αποθεματικές θέσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα, μέχρι ποσού ισοδυνάμου προς 50 δισεκατομμύρια ευρώ. Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφασίζει την αναλογία σύμφωνα με την οποία τα ανωτέρω θα πρέπει να καταβληθούν στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει πλήρως το δικαίωμα να κατέχει και να διαχειρίζεται τα συναλλαγματικά διαθέσιμα που της μεταβιβάζονται και να τα χρησιμοποιεί για τους σκοπούς που ορίζονται στο παρόν καταστατικό.

1603

Συνθήκη νια τη θέσπιση Σuντάνματoe π^ Eupώπne 245

2. Οι ασφορές κάθε εθνικής κεντρικής τράπεζας ορίζονται κατ' αναλογία με το μερίδιο συμμετοχής της στο εγγεγραμμένο κεφάλαιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

3. Κάθε εθνική κεντρική τράπεζα πιστώνεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με μία απαίτηση ισοδύναμη προς την εισφορά της. Το Διοικητικό Συμβούλιο καθορίζει το νόμισμα στο οποίο εκφράζονται οι εν λόγω απαιτήσεις και την απόδοση τους.

4. Σύμφωνα με πς διατάξας της παραγράφου 2, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μπορεί να ζητήσει να της καταβληθούν συναλλαγματικά διαθέσιμα πέραν του ορίου που τίθεται στην παράγραφο 1, εντός των ορίων και υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζει το Συμβούλιο με τη διαδικασία του άρθρου 41.

5. η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δικαιούται να κατέχει και να διαχειρίζεται αποθεμαπκές θέσεις του Διεθνούς Νομισμαπκού Ταμείου και ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα και να φροντίζει για τη συγκέντρωση αυτών των στοιχείων.

6. Το Διοικητικό Συμβούλιο λαμβάνει όλα τα άλλα μέτρα που απαιτούνται για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 31

Συναλλαγματικά διαθέσιμα που κατέχουν οι εθνικές κεντρικές τράπεζες

1. Οι εθνικές κεντρικές τράπεζες επιτρέπεται να πραγματοποιούν συναλλαγές σε εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους προς διεθνείς οργανισμούς σύμφωνα με το άρθρο 23.

2. Όλες οι λοιπές πράξεις σε συναλλαγματικά διαθέσιμα τα οποία παραμένουν στην κατοχή των εθνικών κεντρικών τραπεζών μετά τις μεταβιβάσεις που προβλέπονται στο άρθρο 30 καθώς και οι συναλλαγές των κρατών μελών που διενεργούνται με τα τρέχοντα ταμειακά διαθέσιμα σε συνάλλαγμα, εφόσον υπερβαίνουν ένα όριο που θα καθορισθεί στα πλαίσια της παραγράφου 3, υπόκεινται στην έγκριση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, προκειμένου να διασφαλίζεται η συνοχή με τη νομισματική πολιτική και την πολιτική συναλλαγματικών ισοπμιών της Ένωσης.

3. Το Διοικητικό Συμβούλιο εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές με σκοπό τη διευκόλυνση των εν λόγω πράξεων.

Άρθρο 32

Κατανομή του νομισματικού εισοδήματος των εθνικών κεντρικών τραπεζών

1. Το εισόδημα που συγκεντρώνουν οι εθνικές κεντρικές τράπεζες κατά την άσκηση των καθηκόντων τους στον τομέα της νομισματικής πολιτικής του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, εφεξής ονομαζόμενο «νομισματικό εισόδημα», κατανέμεται κατά το τέλος κάθε οικονομικού έτους σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

2. Το ποσό του νομισμαπκού εισοδήματος κάθε εθνικής κεντρικής τράπεζας ισούται με το ετήσιο εισόδημα το οποίο της αποφέρουν τα στοιχεία του ενεργητικού που έχει στην κατοχή της ένανπ των κυκλοφορούντων τραπεζογραμματίων και των υποχρεώσεων που προκύπτουν από πς καταθέσεις πιστωπκών ιδρυμάτων. Τα εν λόγω στοιχεία του ενεργητικού προσδιορίζονται από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες σύμφωνα με πς κατευθυντήριες γραμμές που θεσπίζει το Διοικηπκό Συμβούλιο.

1604 ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ (ΤΕΥΧΟΣ ΠΡΩΤΟ)

246 l\Mpoe IV

3. Εφόσον το Διοικητικό Συμβούλιο κρίνει, μετά την έναρξη του τρίτου σταδίου της οικονομικής και νομισματικής ένωσης, ότι οι δομές του ισολογισμού των εθνικών κεντρικών τραπεζών δεν επιτρέπουν την εφαρμογή της παραγράφου 2, μπορεί να αποφασίσει, με αδική πλειοψηφία, ότι, κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 2, το νομισματικό εισόδημα θα υπολογίζεται σύμφωνα με άλλη μέθοδο για περίοδο που δεν θα υπερβαίνει την πενταετία.

4. Από το ποσό του νομισματικού εισοδήματος κάθε εθνικής κεντρικής τράπεζας αφαιρείται ποσό το οποίο αντιστοιχεί με τους τόκους που καταβάλλει η εν λόγω κεντρική τράπεζα επί των υποχρεώσεων που προκύπτουν από πς καταθέσεις πιστωπκών ιδρυμάτων σύμφωνα με το άρθρο 19.

Το Διοικηπκό Συμβούλιο μπορεί να αποφασίζει να αποζημιώνει τις εθνικές κεντρικές τράπεζες για τις δαπάνες στις οποίες υποβάλλονται κατά την έκδοση των τραπεζογραμματίων ή, σε έκτακτες περιπτώσεις, για ειδικές ζημίες που αφορούν πράξεις νομισμαπκής πολιτικής τις οποίες διενεργούν για λογαριασμό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών. Η αποζημίωση καταβάλλεται υπό μορφή που κρίνεται κατάλληλη από το Διοικηπκό Συμβούλιο. Τα ποσά αυτά μπορούν να συμψηφίζονται με το νομισματικό εισόδημα των εθνικών κεντρικών τραπεζών.

5. Το συνολικό ποσό του νομισματικού εισοδήματος των εθνικών κεντρικών τραπεζών κατανέμεται μεταξύ τους κατ' αναλογία προς τα καταβεβλημένα μερίδια συμμετοχής τους στο κεφάλαιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, με την επιφύλαξη τυχόν αποφάσεων που λαμβάνα το Διοικητικό Συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 33 παράγραφος 2.

6. Ο συμψηφισμός και ο διακανονισμός των υπολοίπων που προέρχονται από την κατανομή του νομισμαπκού εισοδήματος πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές που καθορίζει το Διοικητικό Συμβούλιο.

7. Το Διοικηπκό Συμβούλιο λαμβάνει όλα τα υπόλοιπα μέτρα που είναι αναγκαία για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

Αρθρο 33

Κατανομή των καθαρών κερδών και ζημιών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας

1. Τα καθαρά κέρδη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας μεταβιβάζονται με την ακόλουθη σειρά:

α) ένα ποσό το οποίο καθορίζεται από το Διοικητικό Συμβούλιο και δεν μπορεί να υπερβαίνει το 20 % του καθαρού κέρδους, μεταβιβάζεται στα γενικά αποθεματικά με ανώτατο όριο το 100 % του κεφαλαίου,

β) το υπόλοιπο καθαρό κέρδος διανέμεται μεταξύ των μεριδιούχων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, κατ' αναλογία προς τα καταβεβλημένα μερίδια τους.

2. Σε περίπτωση ζημίας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η ζημία αυτή μπορεί να καλυφθεί από το γενικό αποθεμαπκό της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και, εφόσον κρίνεται αναγκαίο, μετά από απόφαση του Διοικηπκού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, από το νομισμαπκό εισόδημα του αντίστοιχου οικονομικού έτους, κατ' αναλογία και μέχρι το ύψος των ποσών που κατανέμονται στις εθνικές κεντρικές τράπεζες σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 5.

1605

Συνθήκη νια τη θέσπιση Σuντάνματoe Eupώπne 247

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 34 Νομικές πράξεις

1. Σύμφωνα με το άρθρο ΙΠ-190 του Συντάγματος, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εκδίδει:

α) ευρωπαϊκούς κανονισμούς αναγκαίους προς εκτέλεση των καθηκόντων που ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο α), στο άρθρο 19 παράγραφος 1, στο άρθρο 22 ή στο άρθρο 25 παράγραφος 2 του καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, καθώς και στις περιπτώσεις που προβλέπονται στους ευρωπαϊκούς κανονισμούς και αποφάσεις του άρθρου 41,

β) ευρωπαϊκές αποφάσεις αναγκαίες για την εκτέλεση των καθηκόντων που ανατίθενται στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών από το Σύνταγμα και το παρόν καταστατικό,

γ) συστάσεις και γνώμες.

2. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μπορεί να αποφασίσει να δημοσιεύει τις ευρωπαϊκές αποφάσεις, συστάσεις και γνώμες της.

3. Εντός των ορίων και υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται από το Συμβούλιο με τη διαδικασία του άρθρου 41, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δικαιούται να επιβάλλει πρόστιμα και χρηματικές ποινές στις επιχειρήσεις λόγω μη συμμόρφωσης προς τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς και αποφάσεις της.

Άρθρο 35

Δικαστικός έλεγχος και συναφή θέματα

1. Οι πράξεις ή παραλείψεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας υπόκεινται σε έλεγχο ή ερμηνεία από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις περιπτώσεις και υπό τους όρους που καθορίζονται στο Σύνταγμα. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μπορεί να κινήσει δικαστική διαδικασία στις περιπτώσεις και υπό τους όρους που καθορίζονται στο Σύνταγμα.

2. Οι διαφορές μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, αφενός, και των πιστωτών και χρεοφειλετών της ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου, αφετέρου, εκδικάζονται από τα αρμόδια εθνικά δικαστήρια, εκτός από τις περιπτώσεις που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα υπόκειται στο καθεστώς ευθύνης που προβλέπεται στο άρθρο ΙΙΙ-431 του Συντάγματος. Οι εθνικές κεντρικές τράπεζες ευθύνονται σύμφωνα με το οικείο εθνικό τους δίκαιο.

4. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρμόδιο να αποφαίνεται δυνάμει ρήτρας διαιτησίας, περιλαμβανομένης σε σύμβαση δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου που έχει συναφθεί από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή για λογαριασμό της.

1606

248 l\Mpoe IV

5. Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να προσφύγει στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης λαμβάνεται από το Διοικητικό Συμβούλιο.

6. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρμόδιο για διαφορές που αφορούν την εκπλήρωση εκ μέρους εθνικής κεντρικής τράπεζας των υποχρεώσεων της εκ του Συντάγματος και του παρόντος καταστατικού. Εάν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα διαπιστώσει ότι εθνική κεντρική τράπεζα έχει αθετήσει υποχρέωσή της εκ του Συντάγματος και του παρόντος καταστατικού, διατυπώνει αιτιολογημένη γνώμη επί του θέματος αφού δώσει στην ενδιαφερόμενη εθνική κεντρική τράπεζα την ευκαιρία να υποβάλει τις παρατηρήσεις της. Εάν η ενδιαφερόμενη εθνική κεντρική τράπεζα δεν συμμορφωθεί με τη γνώμη εντός της προθεσμίας που ορίζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μπορεί να προσφύγα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 36

Προσωπικό

1. Το Διοικητικό Συμβούλιο, μετά από πρόταση της Εκτελεστικής Επιτροπής, καθορίζει τους όρους απασχόλησης του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

2. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρμόδιο για όλες τις διαφορές μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και των υπαλλήλων της εντός των ορίων και υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται με το καθεστώς που τους διέπει.

Άρθρο 37 Επαγγελματικό απόρρητο

1. Τα μέλη των διοικητικών οργάνων και του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και των εθνικών κεντρικών τραπεζών υποχρεούνται, ακόμη και όταν θα έχουν παύσει να ασκούν τα καθήκοντά τους, να μην αποκαλύπτουν πληροφορίες οι οποίες, λόγω της φύσης τους, καλύπτονται από την υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου.

2. Τα πρόσωπα που έχουν πρόσβαση σε στοιχεία που καλύπτονται από νομικά δεσμευτική πράξη της Ένωσης η οποία επιβάλλει υποχρέωση απορρήτου υπόκεινται στην εν λόγω υποχρέωση.

Άρθρο 38

Δικαίωμα υπογραφής

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεσμεύεται νομίμως έναντι τρίτων από τον πρόεδρο ή δύο μέλη της Εκτελεστικής Επιτροπής, ή με τις υπογραφές δύο μελών του προσωπικού της, δεόντως εξουσιοδοτημένων από τον πρόεδρο να υπογράφουν εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Ενεργειακή Αλληλεγγύη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, 2024
Το προσύμφωνο στο κτηματολογικό δίκαιο - Βιβλιοθήκη Δικαίου Κτηματολογίου Νο 23
send