Άρθρο 4 Εξαιρέσεις από τη διαδικασία παρακράτησης φόρου
(1) Οι ΒΠΝ, όταν εφαρμόζουν παρακράτηση φόρου σύμφωνα με το άρθρο 2 της παρούσας Συμφωνίας, προβλέπουν μία ή και τις δύο από τις ακόλουθες διαδικασίες προκειμένου να διασφαλίσουν ότι οι πραγματικοί δικαιούχοι μπορούν να ζητήσουν να μην πραγματοποιηθεί παρακράτηση φόρου:
α) διαδικασία η οποία επιτρέπει στον πραγματικό δικαιούχο, όπως ορίζεται στο άρθρο 6 της παρούσας Συμφωνίας, να αποφύγει την παρακράτηση φόρου που διευκρινίζεται στο άρθρο 2 της παρούσας Συμφωνίας εξουσιοδοτώντας ρητά τον φορέα πληρωμής του να υποβάλει τις πληρωμές τόκων στην αρμόδια αρχή του ~ συμβαλλόμενου μέρους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο φορέας πληρωμής. Αυτη η" εξουσιοδότηση θα καλύπτει όλες τις πληρωμές τόκων προς τον πραγματικό δικαιούχο από τον εν λόγω φορέα πληρωμής,
β) διαδικασία που διασφαλίζει ότι δεν επιβάλλεται παρακράτηση φόρου όταν ο πραγματικός δικαιούχος υποβάλλει στον φορέα πληρωμής πιστοποιητικό στο όνομά του που του χορηγεί η αρμόδια αρχή του συμβαλλόμενου μέρους της φορολογικής κατοικίας του σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.
(2) Μετά από αίτηση του πραγματικού δικαιούχου, η αρμόδια αρχή του συμβαλλόμενου μέρους της φορολογικής κατοικίας του εκδίδει πιστοποιητικό στο οποίο αναφέρονται:
I) το όνομα, η διεύθυνση και ο αριθμός φορολογικού μητρώου ή, αν δεν υπάρχει, η ημερομηνία και ο τόπος γέννησης του πραγματικού δικαιούχου,
ii) το όνομα και τη διεύθυνση του φορέα πληρωμής,
iii) ο αριθμός λογαριασμού του πραγματικού δικαιούχου ή, εάν δεν υπάρχει, τα στοιχεία του τίτλου που ενσωματώνει την απαίτηση.
Το πιστοποιητικό αυτό ισχύει για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη. Η χορήγηση του εν λόγω πιστοποιητικού στον πραγματικό δικαιούχο που το έχει ζητήσει πραγματοποιείται εντός προθεσμίας δύο μηνών από την υποβολή της αιτήσεως και περιλαμβάνει την ημερομηνία
αιτήσεως, καθώς και την ημερομηνία έκδοσης και εφαρμόζεται στις πληρωμές τόκων που έλαβαν χώρα μετά από την ημερομηνία αιτήσεως.
(3) Στις περιπτώσεις που εφαρμόζεται η παράγραφος 1 στοιχείο α) του παρόντος άρθρου, η αρμόδια αρχή των ΒΠΝ στην οποία είναι εγκατεστημένος ο φορέας πληρωμής κοινοποιεί στην αρμόδια αρχή της Ελληνικής Δημοκρατίας τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 της παρούσας Συμφωνίας, ως χώρας κατοικίας του πραγματικού δικαιούχου. Αυτές οι κοινοποιήσεις διεξάγονται αυτομάτως τουλάχιστον μία φορά το έτος, εντός εξαμήνου μετά το τέλος του φορολογικού έτους που ορίζεται βάσει της νομοθεσίας του συμβαλλόμενου μέρους, όσον αφορά το σύνολο των τόκων που καταβλήθηκαν κατά τη διάρκεια του συγκεκριμένου έτους.