Άρθρο 5
1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2, στους παραβάτες των διατάξεων του νόμου αυτού για το υπαίθριο εμπόριο (πλανόδιο και στάσιμο) επιβάλλεται πρόστιμο από 150 έως 2.000 ευρώ, ανάλογα με τη βαρύτητα και τη συχνότητα της παράβασης. Το πρόστιμο επιβάλλεται με απόφαση του δημάρχου, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του οικείου δημοτικού συμβουλίου.
Σε περίπτωση τρίτης και εφεξής παράβασης, το πρόστιμο διπλασιάζεται. Σε περίπτωση περαιτέρω επαναλαμβανόμενων παραβάσεων ο δήμαρχος μπορεί με απόφασή του να ανακαλεί προσωρινώς ή οριστικώς την άδεια, κατόπιν σύμφωνης γνώμης του οικείου δημοτικού συμβουλίου και μετά από γνώμη της επιτροπής ή των φορέων που αναφέρονται στην παράγραφο 8 του άρθρου 1, κατά περίπτωση.
Η απόφαση των παραπάνω οργάνων περί επιβολής ή μη προστίμου ή ανάκλησης της άδειας εκδίδεται μέσα σε τριάντα ημέρες από τη βεβαίωση της παράβασης από τα αρμόδια κατά τον παρόντα νόμο ελεγκτικά όργανα.
2. Ανεξάρτητα από τις προβλεπόμενες από τον Αγορανομικό Κώδικα ποινικές κυρώσεις, ειδικά οι παρακάτω παραβάσεις τιμωρούνται αποκλειστικά:
α) με πρόστιμο 300 ευρώ η έλλειψη άδειας, β) με πρόστιμο 200 ευρώ η αυθαίρετη αλλαγή χώρου, γ) με πρόστιμο 150 ευρώ η μη τήρηση ωραρίου, δ) με πρόστιμο 150 ευρώ η μη αυτοπρόσωπη προσέλευση, ε) με πρόστιμο 200 ευρώ η μη τοποθέτηση ζυγού σε εμφανές σημείο,
στ) με πρόστιμο 150 ευρώ η μη τοποθέτηση πινακίδων σε κάθε προϊόν με τις ενδείξεις της τιμής πώλησης ή της ποιότητας του προϊόντος ή της προέλευσης, καθώς και η αναγραφή αναληθούς προέλευσης αυτού,
ζ) με πρόστιμο 150 ευρώ η μη τοποθέτηση ειδικής πινακίδας στην οποία θα αναγράφεται ο αριθμός άδειας και το όνομα του κατόχου της.
Τα ως άνω πρόστιμα επιβάλλονται, άμεσα, με τη βεβαίωση της παράβασης από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα της παραγράφου 7.
3. Το ελεγκτικό όργανο που βεβαιώνει την παράβαση συντάσσει, εις τριπλούν, έκθεση βεβαίωσης της παράβασης, στην οποία αναγράφονται:
α) τα στοιχεία της ταυτότητας του παραβάτη - πωλητή,
β) ο χρόνος και ο τόπος τελέσεως της παράβασης,
γ) συνοπτική περιγραφή της παράβασης.
Η έκθεση βεβαίωσης της παράβασης υπογράφεται από το όργανο που βεβαιώνει την παράβαση και τον παραβάτη - πωλητή.
Εάν ο τελευταίος αρνείται να υπογράψει, γίνεται σχετική μνεία από το ελεγκτικό όργανο.
Ένα από τα αντίτυπα παραδίδεται στον παραβάτη - πωλητή, ένα παραδίδεται, αμελλητί, από το όργανο που βεβαίωσε την παράβαση στην προϊσταμένη του αρχή και το τρίτο παραμένει στο στέλεχος, το οποίο παραδίδεται στην ίδια υπηρεσία, μετά την εξάντλησή του.
Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης καθορίζεται κάθε θέμα σχετικό με τη διαδικασία επιβολής των προστίμων, καθώς και η αναπροσαρμογή τους, ανάλογα με τις επικρατούσες κάθε φορά οικονομικές συνθήκες.
4. Κατά της απόφασης επιβολής προστίμου, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2, επιτρέπεται προσφυγή στο αρμόδιο Διοικητικό Πρωτοδικείο, μέσα σε είκοσι ημέρες από την επίδοση ή την παράδοση στον υπόχρεο, αντίστοιχα, της πράξης επιβολής του προστίμου.
Μετά την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής, το ποσό του προστίμου βεβαιώνεται και εισπράττεται σύμφωνα με τις διατάξεις περί εισπράξεως εσόδων των δήμων και κοινοτήτων.
5. Με τη βεβαίωση από τα αρμόδια ελεγκτικά όργανα της παράβασης, οι παραβάτες οφείλουν να απομακρύνουν τα είδη που διαθέτουν προς πώληση και τα μέσα που χρησιμοποιούν για το σκοπό αυτόν.
Αν οι παραβάτες δεν συμμορφωθούν, τα αρμόδια όργανα μεριμνούν για τη μεταφορά των εν λόγω ειδών και μέσων για φύλαξη στις αποθήκες του οικείου δήμου ή κοινότητας. Τα είδη και μέσα αυτά αποδίδονται στους δικαιούχους, εφόσον καταβληθούν, μέσα σε δέκα ημέρες από τη βεβαίωση της παράβασης, οι δαπάνες φύλαξης και μεταφοράς.
Όταν παρέλθει άπρακτη η ανωτέρω προθεσμία, τα εν λόγω είδη και μέσα κατάσχονται και εκπλειστηριάζονται, κατά τις οικείες, περί αναγκαστικής εκτελέσεως, διατάξεις του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (Ν.Δ. 356/1974).
6. Στους παραβάτες των διατάξεων του άρθρου 3, ανεξάρτητα από συντρέχουσες άλλες κυρώσεις, επιβάλλονται από την οικεία λιμενική αρχή οι κυρώσεις που προβλέπονται από το άρθρο 157 του Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου.
7. Με την επιφύλαξη όσων ορίζονται στην παρ. 6, ο έλεγχος των παραβάσεων των διατάξεων του νόμου αυτού, σχετικά με το υπαίθριο εμπόριο, διενεργείται από τα Κλιμάκια Ελέγχου, που προβλέπονται στο άρθρο 7α και τα όργανα της Δημοτικής Αστυνομίας.
Αν δεν υπάρχει ή δεν επαρκεί η Δημοτική Αστυνομία, ο έλεγχος διενεργείται από τα όργανα της ΕΛ.ΑΣ., σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 159 έως 161 του Π.Δ. 141/1991 (ΦΕΚ 58 Α'), εφόσον τούτο κριθεί απαραίτητο από τον αρμόδιο Νομάρχη ή Δήμαρχο, κατά περίπτωση».
Άρθρο 5
1. Οι άδειες άσκησης υπαίθριων δραστηριοτήτων που έχουν εκδοθεί μέχρι την ισχύ του νόμου αυτού λήγουν αυτοδικαίως δώδεκα μήνες μετά την έκδοση του προεδρικού διατάγματος που προβλέπεται στην παράγραφο 11 του άρθρου 1 του Ν. 2323/1995, και ανανεώνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παραπάνω προεδρικού διατάγματος.
Οι εκδοθείσες και ισχύουσες άδειες για λούνα - παρκ σε ιδιωτικούς χώρους ή χώρους της ιδιωτικής περιουσίας του Δημοσίου μετά από σύμβαση μίσθωσης λήγουν και ανανεώνονται, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2323/ 1995, όπως τροποποιείται με τον παρόντα νόμο, μετά την 31.12.2004.
2. Μετά την παρ. 2 του άρθρου 6 του Ν. 2323/1995 τίθεται νέα παράγραφος 3 που έχει ως εξής και η υπάρχουσα παράγραφος 3 αριθμείται ως παράγραφος 4:
«3. Οι εκδοθείσες πριν από τον Ιούλιο του 1995 άδειες νωπών αγροτικών προϊόντων και παραδοσιακών ειδών, καθώς και αυτές των ατόμων με ειδικές ανάγκες από δήμους σε πάγκους ειδικών προδιαγραφών εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι να αποχωρήσουν από την άσκηση της δραστηριότητας, κατά οποιονδήποτε τρόπο, οι κάτοχοι των αδειών αυτών».