logo-print

Σύμβαση της Βουδαπέστης για το έγκλημα στον Κυβερνοχώρο (ελληνικά)

Σύμβαση για το έγκλημα στον Κυβερνοχώρο,

Βουδαπέστη 23.11.2001

Τα Κράτη Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης και τα άλλα Κράτη που υπογράφουν το παρόν,

Θεωρώντας ότι ο στόχος του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι να επιτύχει μεγαλύτερη ενότητα μεταξύ των μελών του,

Αναγνωρίζοντας την αξία της προώθησης της συνεργασίας με τα άλλα κράτη που είναι συμβαλλόμενα μέρη της παρούσης Συμβάσεως,

Πεπεισμένα για την ανάγκη να επιδιωχθεί κατά προτεραιότητα μία κοινή αντεγκληματική πολιτική που θα στοχεύει στην προστασία της κοινωνίας από το έγκλημα στον κυβερνοχώρο, κυρίως με την υιοθέτηση της κατάλληλης νομοθεσίας και την ενίσχυση της διεθνούς συνεργασίας.

Έχοντας επίγνωση των θεμελιωδών αλλαγών που επέφερε η ψηφιοποίηση, η σύγκλιση και η συνεχιζόμενη παγκοσμιοποίηση των δικτύων υπολογιστών.

Εκφράζοντας την ανησυχία τους για τον κίνδυνο χρησιμοποίησης των δικτύων υπολογιστών και ηλεκτρονικών πληροφοριών για την διάπραξη εγκλημάτων και αποθήκευσης και μεταφοράς των αποδεικτικών στοιχείων που αφορούν στα εγκλήματα αυτά δια μέσου των δικτύων αυτών.

Αναγνωρίζοντας την ανάγκη για συνεργασία μεταξύ των κρατών του Δημοσίου και του Ιδιωτικού τομέα στην καταπολέμηση του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο και την ανάγκη να προστατευθούν τα θεμιτά συμφέροντα στην χρήση και την ανάπτυξη της τεχνολογίας της πληροφορικής.

Πιστεύοντας ότι η αποτελεσματική μάχη κατά του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο απαιτεί αυξημένη, ταχεία και καλά συντονισμένη διεθνή συνεργασία σε θέματα ποινικού ενδιαφέροντος.

Πεπεισμένα ότι η παρούσα Σύμβαση είναι αναγκαία για να αποτρέψει τις ενέργειες που στρέφονται κατά του απορρήτου, της ακεραιότητας και της διαθεσιμότητας των συστημάτων υπολογιστών, των δικτύων υπολογιστών και των ηλεκτρονικών δεδομένων καθώς και την μη νόμιμη χρήση αυτών των συστημάτων, δικτύων και δεδομένων, με την ποινικοποίηση αυτής, όπως περιγράφεται στην παρούσα Σύμβαση, και την υιοθέτηση μέτρων για την αποτελεσματική καταπολέμηση αυτών των εγκληματικών πράξεων, διευκολύνοντας τον εντοπισμό, την έρευνα και την δίωξή τους ,τόσο σε τοπικό όσο και σε διεθνές επίπεδο και προβλέποντας ρυθμίσεις για ταχεία και αξιόπιστη διεθνή συνεργασία.

Έχοντας κατά νου την ανάγκη διασφάλισης της σωστής ισορροπίας μεταξύ των συμφερόντων της επιβολής του νόμου και του σεβασμού των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως αυτά προστατεύονται από την Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης του 1950 για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, την Διεθνή Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών του 1966 για τα Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα, και τις άλλες ισχύουσες συμβάσεις προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι οποίες επιβεβαιώνουν το δικαίωμα κάθε ανθρώπου να έχει την γνώμη του χωρίς παρεμβάσεις καθώς και το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης, στο οποίο περιλαμβάνεται και η ελευθερία της αναζήτησης, λήψης και διανομής πληροφοριών και ιδεών παντός είδους, αν εξαρτήτως συνόρων, καθώς και τα δικαιώματα που αφορούν τον σεβασμό του απορρήτου.

Έχοντας επίσης κατά νου το δικαίωμα της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως αυτό ορίζεται για παράδειγμα στην Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης του 1981 για την Προστασία του Ατόμου από την αυτοματοποιημένη επεξεργασία πληροφοριών προσωπικού χαρακτήρα.

Έχοντας υπ' όψη την Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών του 1989 για τα Δικαιώματα του Παιδιού και την Σύμβαση του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας του 1999 για τις Χειρότερες Μορφές Παιδικής Εργασίας.

Λαμβάνοντας υπ' όψη τις υφιστάμενες συμβάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης για την συνεργασία στον ποινικό τομέα, καθώς και παρεμφερείς συνθήκες που υφίστανται μεταξύ των Κρατών Μελών του Συμβουλίου της Ευρώπης και άλλων Κρατών και τονίζοντας ότι η παρούσα Σύμβαση έχει ως στόχο να συμπληρώσει αυτές τις συμβάσεις ώστε να καταστήσει περισσότερο αποτελεσματικές τις ποινικές έρευνες και τις διώξεις για εγκληματικές πράξεις που σχετίζονται με συστήματα και δεδομένα υπολογιστών και να καταστήσει δυνατή τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων σε ηλεκτρονική μορφή για εγκληματικές πράξεις.

Επιδοκιμάζοντας τις πρόσφατες εξελίξεις οι οποίες περαιτέρω προάγουν τη διεθνή συνεννόηση και συνεργασία στην καταπολέμηση του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο, συμπεριλαμβανομένων των ενεργειών του ΟΗΕ, του ΟΟΣΑ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των G8.

Έχοντας υπόψη τις Συστάσεις της Επιτροπής Υπουργών Νο. R (85) 10 σχετικά με την πρακτική εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Αμοιβαία Συνδρομή σε Ποινικές Υποθέσεις, όσον αφορά τις αιτήσεις δικαστικής συνδρομής για την άρση απορρήτου τηλεπικοινωνιών, Νο. R (88) 2 σχετικά με την πειρατεία στον τομέα των πνευματικών και συγγενικών δικαιωμάτων, Νο. R (87) 15 που ρυθμίζει την χρήση προσωπικών δεδομένων στον αστυνομικό τομέα, Νο. R (95) 4 σχετικά με την προστασία των προσωπικών δεδομένων στον τομέα των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, με ιδιαίτερη αναφορά στις τηλεφωνικές υπηρεσίες, καθώς και Νο. R (89) 9 σχετικά με το έγκλημα που σχετίζεται με ηλεκτρονικούς υπολογιστές, όπου υπάρχουν οδηγίες για τις εθνικές νομοθεσίες σχετικά με τους ορισμούς ορισμένων εγκλημάτων σχετιζόμενων με υπολογιστές, και Νο. R (95) 13 που αφορά προβλήματα της ποινικής δικονομίας σε σχέση με την τεχνολογία της πληροφορικής.

Λαμβάνοντας υπ' όψη την υπ’αριθ. 1 Απόφαση που ελήφθη από τους Υπουργούς Δικαιοσύνης της Ευρώπης στην 21η Διάσκεψή τους (Πράγα, 10 και 11 Ιουνίου 1997), η οποία εισηγήθηκε στην Επιτροπή Υπουργών να υποστηρίξει το έργο σχετικά με το έγκλημα στον κυβερνοχώρο που επιτελεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα Προβλήματα του Εγκλήματος (CDPC) με σκοπό να επιτευχθεί προσέγγιση των διατάξεων των εγχώριων ποινικών δικαίων και να καταστεί δυνατή η χρήση αποτελεσματικών μέσων έρευνας των εγκλημάτων αυτών , καθώς και την υπ’αριθ. 3 Απόφαση που ελήφθη από τους Υπουργούς Δικαιοσύνης της Ευρώπης στην 23η Διάσκεψή τους (Λονδίνο, 8 και 9 Ιουνίου 2000), η οποία ενθάρρυνε τα διαπραγματευόμενα μέρη να συνεχίσουν τις προσπάθειές τους με σκοπό να βρεθούν οι κατάλληλες λύσεις ώστε να καταστεί δυνατόν να προσχωρήσει στην Σύμβαση μεγαλύτερος αριθμός Κρατών και αναγνώρισε την ανάγκη ύπαρξης ενός γρήγορου και αποτελεσματικού συστήματος διεθνούς συνεργασίας, το οποίο πρέπει να λαμβάνει υπ' όψη του τις συγκεκριμένες απαιτήσεις της καταπολέμησης του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο.

Έχοντας επίσης υπ' όψη το Σχέδιο Δράσης που υιοθέτησαν οι Αρχηγοί Κρατών και Κυβερνήσεων του Συμβουλίου της Ευρώπης με την ευκαιρία της Δεύτερης Διάσκεψης Κορυφής (Στρασβούργο, 10 και 11 Οκτωβρίου 1997) για την αναζήτηση κοινά αποδεκτών λύσεων στην ανάπτυξη της τεχνολογίας της πληροφορικής με βάση τα πρότυπα και τις αξίες του Συμβουλίου της Ευρώπης.

Συμφώνησαν τα εξής:

Κεφάλαιο Ι - Ορολογία

Άρθρο 1 - Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας Σύμβασης:

α. "σύστημα υπολογιστή" σημαίνει μία συσκευή ή ένα σύνολο διασυνδεδεμένων ή σχετιζόμενων συσκευών, μία ή περισσότερες από τις οποίες πραγματοποιεί αυτόματη επεξεργασία δεδομένων βάσει ενός προγράμματος.

β. "δεδομένα υπολογιστών" σημαίνει αναπαράσταση γεγονότων, πληροφοριών ή εννοιών σε μορφή κατάλληλη για να υποστεί επεξεργασία σε ένα σύστημα υπολογιστή, περιλαμβανομένου και ενός προγράμματος κατάλληλου για να προκαλέσει την εκτέλεση μιας λειτουργίας από ένα σύστημα υπολογιστή.

γ. "πάροχος υπηρεσιών" σημαίνει:

ι. κάθε δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας που παρέχει στους χρήστες των υπηρεσιών του την δυνατότητα να επικοινωνούν μέσω ενός συστήματος υπολογιστή, και

ιι. κάθε άλλος φορέας που επεξεργάζεται ή αποθηκεύει δεδομένα υπολογιστών είτε για λογαριασμό αυτής της υπηρεσίας επικοινωνίας, είτε των χρηστών αυτής της υπηρεσίας.

δ. "δεδομένα κίνησης" σημαίνει τα δεδομένα υπολογιστών που σχετίζονται με μία επικοινωνία μέσω ενός συστήματος υπολογιστή, δημιουργούμενα από ένα σύστημα υπολογιστή που αποτελούσε τμήμα της αλυσίδας επικοινωνίας, τα οποία καταδεικνύουν την προέλευση, τον προορισμό, το δρομολόγιο, το χρόνο, την ημερομηνία, το μέγεθος, τη διάρκεια ή τον τύπο της υφιστάμενης υπηρεσίας της επικοινωνίας.

Κεφάλαιο ΙΙ - Μέτρα που πρέπει να ληφθούν σε εθνικό επίπεδο

Τμήμα 1 - Ουσιαστικό ποινικό δίκαιο

Τίτλος 1 - Εγκλήματα κατά της εμπιστευτικότητας, ακεραιότητας και διαθεσιμότητας των δεδομένων και συστημάτων υπολογιστών

Άρθρο 2 - Παράνομη πρόσβαση

Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα λάβει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να ποινικοποιηθεί στο εσωτερικό του δίκαιο, η άνευ δικαιώματος πρόσβαση στο σύνολο ή σε μέρος ενός συστήματος υπολογιστή, όταν αυτή διαπράττεται από πρόθεση. Ένα Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να θέσει ως προϋπόθεση διάπραξης του εγκλήματος την παραβίαση μέτρων ασφαλείας, με την πρόθεση να αποκτηθούν δεδομένα υπολογιστή ή με άλλη αθέμιτη πρόθεση, ή σε σχέση με ένα σύστημα υπολογιστή που είναι συνδεδεμένο με ένα άλλο σύστημα υπολογιστή.

Άρθρο 3 - Υποκλοπή

Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα λάβει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να ποινικοποιηθεί στο εσωτερικό του δίκαιο, η υποκλοπή δια τεχνικών μέσων μη δημοσίων διαβιβάσεων δεδομένων υπολογιστή από και προς ή εντός ενός συστήματος υπολογιστή, περιλαμβανομένων και των ηλεκτρομαγνητικών εκπομπών από ένα σύστημα υπολογιστή στο οποίο ευρίσκονται αυτά τα δεδομένα υπολογιστών, όταν αυτή διαπράττεται από πρόθεση. Ένα Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να θέσει ως προϋπόθεση της διάπραξης του εγκλήματος την αθέμιτη πρόθεση, ή την επίτευξη σύνδεσης ενός συστήματος υπολογιστή με ένα άλλο σύστημα υπολογιστή.

Άρθρο 4 - Παρεμβολές σε δεδομένα

1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα λάβει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να ποινικοποιηθεί στο εσωτερικό του δίκαιο, η άνευ δικαιώματος βλάβη, διαγραφή, φθορά, αλλοίωση ή καταστολή δεδομένων υπολογιστών, όταν αυτή διαπράττεται από πρόθεση.

2. Ένα Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να διατηρήσει το δικαίωμα να θέσει ως προϋπόθεση ύπαρξης εγκλήματος για την συμπεριφορά που περιγράφεται στην παρ . 1 την πρόκληση σοβαρής ζημίας.

Άρθρο 5 - Παρεμβολές σε συστήματα

Κάθε συμβαλλόμενο Μέρος θα λάβει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να ποινικοποιηθεί στο εσωτερικό του δίκαιο, η άνευ δικαιώματος σοβαρή παρακώλυση της λειτουργίας ενός συστήματος υπολογιστή δια της εισαγωγής, διαβίβασης, βλάβης, διαγραφής, φθοράς, αλλοίωσης ή καταστολής δεδομένων υπολογιστή, όταν αυτή διαπράττεται από πρόθεση.

Άρθρο 6 – Κακή χρήση συσκευών

1. Κάθε συμβαλλόμενο Μέρος θα λάβει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να ποινικοποιηθεί στο εσωτερικό του δίκαιο, η άνευ δικαιώματος και από πρόθεση διάπραξη των κάτωθι:

α. Παραγωγή, πώληση, προμήθεια προς χρήση, εισαγωγή, διανομή ή άλλως διάθεση:

ι. μιας συσκευής, περιλαμβανομένου και ενός προγράμματος υπολογιστή, σχεδιασμένης ή προσαρμοσμένης πρωτίστως με σκοπό τη διά πραξη κάποιου εκ των εγκλημάτων που περιγράφονται στα ως άνω Άρθρα 2 έως 5,

ιι. ενός συνθηματικού ή κωδικού πρόσβασης, ή άλλου παρεμφερούς δεδομένου, με την χρήση του οποίου είναι δυνατόν να αποκτηθεί πρόσβαση στο σύνολο ή μέρος ενός συστήματος υπολογιστή,

με πρόθεση να χρησιμοποιηθεί για τον σκοπό της διάπραξης κάποιου εκ των εγκλημάτων που περιγράφονται στα ως άνω Άρθρα 2 έως 5, και

β. Κατοχή ενός αντικειμένου από τα αναφερόμενα στις παραγράφους α.ι και α.ιι ανωτέρω, με σκοπό τη διάπραξη κάποιου εκ των εγκλημάτων που περιγράφονται στα ως άνω Άρθρα 2 έως 5. Ένα Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να θέσει ως προϋπόθεση να υπάρχει κατοχή ενός αριθμού τέτοιων αντικειμένων πριν θεμελιωθεί ποινική ευθύνη.

2. Το παρόν άρθρο δεν πρέπει να ερμηνευθεί ότι δημιουργεί ποινική ευθύνη σε περίπτωση που η παραγωγή, πώληση, προμήθεια προς χρήση, εισαγωγή, διανομή ή άλλως διάθεση ή κατοχή όπως περιγράφεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου δεν γίνεται με σκοπό τη διάπραξη κάποιου εκ των εγκλημάτων που περιγράφονται στα Άρθρα 2 έως 5 της παρούσης Σύμβασης, όπως π.χ. για την πραγματοποίηση επιτρεπτών δοκιμών ή για την προστασία ενός συστήματος υπολογιστή.

3. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να διατηρήσει το δικαίωμα να μην εφαρμόσει την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, υπό τον όρο ότι η επιφύλαξη αυτή δεν θα αφορά στην πώληση, στην διανομή ή άλλως στη διάθεση των αντικειμένων που περιγράφονται στην παράγραφο 1 α.ιι του παρόντος άρθρου.

Τίτλος 2 - Εγκλήματα σχετικά με υπολογιστές

Άρθρο 7 - Πλαστογραφία σχετική με υπολογιστές

Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα λάβει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να ποινικοποιηθεί στο εσωτερικό του δίκαιο, η από πρόθεση και άνευ δικαιώματος εισαγωγή, αλλοίωση, διαγραφή ή καταστολή δεδομένων υπολογιστή, που έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή μη αυθεντικών δεδομένων, με σκοπό να θεωρηθούν αυτά αυθεντικά ή να γίνουν ενέργειες με βάση αυτά ωσάν να είναι αυθεντικά για νόμιμους σκοπούς, ασχέτως του εάν αυτά τα δεδομένα είναι ή όχι άμεσα αναγνώσιμα ή αντιληπτά. Ένα Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να θέσει ως προϋπόθεση θεμελίωσης ποινικής ευθύνης την ύπαρξη πρόθεσης εξαπάτησης ή παρόμοιας αθέμιτης πρόθεσης.

Άρθρο 8 - Απάτη σχετική με υπολογιστές

Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα λάβει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να ποινικοποιηθεί στο εσωτερικό του δίκαιο, η από πρόθεση και άνευ δικαιώματος πρόκληση απώλειας ξένης περιουσίας δια της

α. εισαγωγής, αλλοίωσης, διαγραφής ή καταστολής δεδομένων υπολογιστή,

β. παρέμβασης στη λειτουργία ενός συστήματος υπολογιστή με δόλια ή αθέμιτη πρόθεση όπως, άνευ δικαιώματος, προσπορισθεί οικονομικό όφελος για τον ίδιο ή για άλλο πρόσωπο.

Τίτλος 3 - Εγκλήματα σχετικά με το περιεχόμενο

Άρθρο 9 - Εγκλήματα σχετικά με την παιδική πορνογραφία

1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα λάβει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να ποινικοποιηθούν στο εγχώριο δίκαιό του οι ακόλουθες συμπεριφορές, όταν διαπράττονται από πρόθεση και άνευ δικαιώματος:

α. παραγωγή παιδικής πορνογραφίας με σκοπό την διανομή της μέσω ενός συστήματος υπολογιστή,

β. προσφορά ή διάθε ση παιδικής πορνογραφίας μέσω ενός συστήματος υπολογιστή,

γ. διανομή ή μετάδοση παιδικής πορνογραφίας μέσω ενός συστήματος υπολογιστή,

δ. προμήθεια παιδικής πορνογραφίας μέσω ενός συστήματος υπολογιστή για ιδία χρήση ή για άλλο πρόσωπο,

ε. κατοχή παιδικής πορνογραφίας σε ένα σύστημα υπολογιστή ή σε ένα μέσο αποθήκευσης δεδομένων υπολογιστή.

2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 ανωτέρω, ο όρος "παιδική πορνογραφία" θα περιλαμβάνει πορνογραφικό υλικό που απεικονίζει οπτικά:

α. ένα ανήλικο να εμπλέκεται σε σαφώς σεξουαλική συμπεριφορά

β. ένα πρόσωπο που φαίνεται ότι είναι ανήλικο να συμμετέχει σε σαφώς σεξουαλική συμπεριφορά,

γ. ρεαλιστικές εικόνες που απεικονίζουν ένα ανήλικο να εμπλέκεται σε σαφώς σεξουαλική συμπεριφορά.

3. Για τους σκοπούς της παραγράφου 2 ανωτέρω, ο όρος "ανήλικος" θα περιλαμβάνει όλα τα πρόσωπα κάτω των 18 ετών. Ένα συμβαλλόμενο Μέρος, μπορεί, παρά ταύτα, να ορίσει χαμηλότερο όριο ηλικίας, το οποίο δεν μπορεί να είναι κάτω των 16 ετών.

4. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να διατηρήσει το δικαίωμα να μην εφαρμόσει εν όλω ή εν μέρει τις παραγράφους 1, υποπαραγράφους δ και ε και 2 και τις υποπαραγράφους β και γ.

Τίτλος 4 - Εγκλήματα σχετικά με παραβιάσεις συγγραφικών και συγγενικών δικαιωμάτων

Άρθρο 10 - Εγκλήματα σχετικά με παραβιάσεις συγγραφικών και συγγενικών δικαιωμάτων

1. Κάθε συμβαλλόμενο Mέρος θα λάβει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που απαιτούνται για να ποινικοποιηθεί στο εγχώριο δίκαιό του η παραβίαση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας (copyright) όπως αυτά ορίζονται στο δίκαιο αυτού του Συμβαλλομένου Μέρους, σε εκτέλεση των υποχρεώσεων που έχει αναλάβει από την Πράξη του Παρισιού της 24 Ιουλίου 1971 που αναθεώρησε την Σύμβαση της Βέρνης για την Προστασία των Λογοτεχνικών και Καλλιτεχνικών Έργων (the Bern Convention for the Protection of Literary and Artistic Works), την Συμφωνία για τις Εμπορικές Πτυχές των Δικαιωμάτων Πνευματικής Ιδιοκτησίας (the Agreement on Trade - Related Aspects of Intellectual Property Rights) και την Συνθήκη του Παγκόσμιου Οργανισμού Διανοητικής Ιδιοκτησίας WIPO για την πνευματική ιδιοκτησία (the WIPO Copyright Treaty), με εξαίρεση τα ηθικά δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας που παρέχονται από αυτές τις συμβάσεις, στην περίπτωση που αυτές οι πράξεις διαπράττονται από πρόθεση, σε εμπορική κλίμακα και με την χρήση ενός συστήματος υπολογιστή.

2. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα λάβει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που απαιτούνται για να ποινικοποιηθεί στο εγχώριο δίκαιό του η παραβίαση των συγγενικών δικαιωμάτων, όπως αυτά ορίζονται στο δίκαιο αυτού του Συμβαλλομένου Μέρους, σε εκτέλεση των υποχρεώσεων που έχει αναλάβει από τη Σύμβαση για την Προστασία των Ερμηνευτών ή Εκτελεστών Καλλιτεχνών, των Παραγωγών Φωνογραφικών και Ραδιοτηλεοπτικών Οργανισμών (Σύμβαση της Ρώμης) (the International Convention for the Protection of Performers , Producers of Phonograms and Broadcasting Organisations - Rome Convention), την Συμφωνία για τις Εμπορικές Πτυχές των Δικαιωμάτων Πνευματικής Ιδιοκτησίας (the Agreement on Trade - Related Aspects of Intellectual Property Rights) και την Σύμβαση για τις Ερμηνείες / Εκτελέσεις και τα Φωνογραφήματα (the WIPO Performances and Phonograms Treaty), με εξαίρεση τα ηθικά δικαιώματα που παρέχονται από αυτές τις συμβάσεις, όταν αυτές οι πράξεις διαπράττονται από πρόθεση, σε εμπορική κλίμακα και με την χρήση ενός συστήματος υπολογιστή.

3. Ένα Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να διατηρήσει το δικαίωμα να μην προβεί σε ποινικοποίηση σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου σε περιορισμένες περιπτώσεις, υπό τον όρο ότι διαθέτει άλλα αποτελεσματικά, προς τούτο, ένδικα βοηθήματα και ότι αυτή η επιφύλαξη δεν μειώνει τις διεθνείς υποχρεώσεις του Συμβαλλομένου Μέρους, όπως αυτές αναφέρονται στα διεθνή νομικά κείμενα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου.

Τίτλος 5 - Εξαρτημένη ευθύνη και κυρώσεις

Άρθρο 11 - Απόπειρα και συμμετοχή

1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα λάβει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να ποινικοποιηθεί στο εγχώριο δίκαιό του η συνδρομή ή εξώθηση στη διάπραξη οποιουδήποτε εκ των εγκλημάτων που ποινικοποιούνται σύμφωνα με τα άρθρα 2 έως 10 της παρούσης Συμβάσεως, όταν αυτά διαπράττονται από πρόθεση.

2. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα λάβει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να ποινικοποιηθεί στο εγχώριο δίκαιό του η απόπειρα διάπραξης οιουδήποτε εκ των εγκλημάτων που ποινικοποιούνται σύμφωνα με τα άρθρα 3 έως 5, 7, 8 και 9.1α και γ της παρούσης Συμβάσεως, όταν η απόπειρα αυτή γίνεται από πρόθεση.

3. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να διατηρήσει το δικαίωμα να μην εφαρμόσει εν όλω ή εν μέρει την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 12 - Ευθύνη Νομικών Προσώπων

1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα λάβει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να εξασφαλίσει ότι θα θεμελιούται ευθύνη των νομικών προσώπων για ποινικά εγκλήματα που ποινικοποιούνται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, όταν αυτά διαπράττονται προς όφελος των νομικών προσώπων από ένα φυσικό πρόσωπο που ενεργεί είτε ατομικώς ή ως μέλος ενός οργάνου του νομικού προσώπου και έχει ιθύνουσα θέση εντός αυτού του νομικού προσώπου, δυνάμει:

- εξουσιοδότησης να εκπροσωπεί το νομικό πρόσωπο, ή

- εξουσίας να λαμβάνει αποφάσεις για λογαριασμό του νομικού προσώπου, ή

- εξουσίας να ασκεί έλεγχο εντός του νομικού προσώπου.

2. Πέραν των περιπτώσεων που έχουν ήδη προβλεφθεί στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα λάβει τα αναγκαία μέτρα για να θεμελιώνεται ευθύνη ενός νομικού προσώπου, όταν η έλλειψη επίβλεψης ή ελέγχου από ένα φυσικό πρόσωπο όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, κατέστη σε δυνατή την διάπραξη ενός ποινικού αδικήματος που ποινικοποιείται από την παρούσα Σύμβαση, προς όφελος του νομικού προσώπου από ένα φυσικό πρόσωπο που ενεργεί υπό τον έλεγχό του .

3. Τηρουμένων των νομικών αρχών των Συμβαλλομένων Μερών, η ευθύνη ενός νομικού προσώπου μπορεί να είναι ποινική, αστική ή διοικητική.

4. Η εν λόγω ευθύνη δεν αποκλείει την θεμελίωση ποινικής ευθύνης των φυσικών προσώπων που διέπραξαν το αδίκημα.

Άρθρο 13 - Κυρώσεις και μέτρα

1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα λάβει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που απαιτούνται για να εξασφαλίσει ότι τα ποινικά αδικήματα που καθιερώνονται σύμφωνα με τα Άρθρα 2 έως 11 θα τιμωρούνται με αποτελεσματικές, αναλογικές, αποτρεπτικές ποινικές ή μη κυρώσεις ή μέτρα, περιλαμβανομένων των χρηματικών κυρώσεων.

Τμήμα 2 - Δικονομικό Δίκαιο

Τίτλος 1 - Κοινές διατάξεις

Άρθρο 14 - Πλαίσιο των δικονομικών διατάξεων

1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα λάβει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να θεσπίσει τις αρμοδιότητες και τις διαδικασίες που προβλέπονται στο παρόν τμήμα για τους σκοπούς συγκεκριμένων ποινικών ερευνών ή διώξεων.

2. Με εξαίρεση τις περιπτώσεις που ρητά προβλέπονται στο Άρθρο 21, κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα εφαρμόζει τις αρμοδιότητες και τις διαδικασίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, στα :

α. Ποινικά εγκλήματα που ποινικοποιούνται σύμφωνα με τα Άρθρα 2 έως 11 της παρούσης Συμβάσεως,

β. Ποινικά εγκλήματα που διαπράττονται με την χρήση ενός συστήματος υπολογιστή και

γ. Τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων σε ηλεκτρονική μορφή ενός ποινικού αδικήματος.

3. α. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να επιφυλαχθεί να εφαρμόσει τα μέτρα που αναφέρονται στο Άρθρο 20 μόνον για εγκλήματα ή κατηγορίες εγκλημάτων που θα προσδιορισθούν στην επιφύλαξη, υπό τον όρο ότι το εύρος αυτών των εγκλημάτων ή των κατηγοριών εγκλημάτων δεν θα είναι περισσότερο περιορισμένο από το εύρος των εγκλημάτων στο οποίο (κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος) θα εφαρμόζει τα μέτρα που αναφέρονται στο Άρθρο 21. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα προσπαθήσει να περιορίσει αυτήν την επιφύλαξη ώστε να παρέχεται η δυνατότητα της ευρύτερης δυνατής εφαρμογής του μέτρου που αναφέρεται στο Άρθρο 20.

β. Όταν ένα Συμβαλλόμενο Μέρος, εξ αιτίας περιορισμών στην ισχύουσα νομοθεσία του κατά τον χρόνο υιοθέτησης της παρούσης Σύμβασης, δεν είναι σε θέση να εφαρμόσει τα μέτρα που αναφέρονται στα Άρθρα 20 και 21 στις επικοινωνίες που διαβιβάζονται εντός ενός συστήματος υπολογιστή ενός παρόχου υπηρεσιών, το οποίο σύστημα:

ι. λειτουργεί προς όφελος μιας κλειστής ομάδας χρηστών, και

ιι. δεν χρησιμοποιεί δίκτυο δημοσίων επικοινωνιών και δεν είναι συνδεδεμένο σε άλλο σύστημα υπολογιστή, δημόσιο ή ιδιωτικό,

το Συμβαλλόμενο Μέρος αυτό μπορεί να επιφυλαχθεί να μην εφαρμόσει αυτά τα μέτρα σε αυτές τις επικοινωνίες. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα προσπαθήσει να περιορίσει αυτήν την επιφύλαξη ώστε να παρέχεται η δυνατότητα της ευρύτερης δυνατής εφαρμογής των μέτρων που αναφέρονται στα Άρθρα 20 και 21.

Άρθρο 15 - Όροι και διασφαλίσεις

1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα εξασφαλίσει ότι η θέσπιση, εκτέλεση και εφαρμογή των αρμοδιοτήτων και διαδικασιών που προβλέπονται στο παρόν τμήμα θα υπόκειται στους όρους και τις διασφαλίσεις που προβλέπονται από το εγχώριο δίκαιό του, οι οποίες θα προβλέπουν επαρκή προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμά των και ελευθεριών, περιλαμβανομένων και των δικαιωμάτων που δημιουργούνται από τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει δυνάμει της Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών του Συμβουλίου της Ευρώπης του 1950, της Διεθνούς Συμβάσεως για τα Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα του 1966 του ΟΗΕ, και των λοιπών ισχυουσών διεθνών συμφωνιών για τα ανθρώπινα δικαιώματα, και οι οποίες θα ενσωματώνουν την αρχή της αναλογικότητας.

2. Ανάλογα με το είδος της αρμοδιότητας ή της διαδικα σίας, αυτοί οι όροι και οι διασφαλίσεις θα περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων δικαστική ή άλλη ανεξάρτητη επίβλεψη, τους λόγους που δικαιολογούν την εφαρμογή, τον περιορισμό του αντικειμένου και της διάρκειας αυτής της αρμοδιότητας ή διαδικασίας.

3. Στο βαθμό που συμβαδίζει με το δημόσιο συμφέρον και ειδικότερα με την ορθή απονομή δικαιοσύνης, το κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα εξετάσει την επίπτωση που θα έχουν οι αρμοδιότητες και οι διαδικασίες του παρόντος τμήματος επί των δικαιωμάτων, ευθυνών και θεμιτών συμφερόν των των τρίτων.

Τίτλος 2 - Κατεπείγουσα διατήρηση αποθηκευμένων δεδομένων υπολογιστών

Άρθρο 16 - Κατεπείγουσα διατήρηση αποθηκευμένων δεδομένων υπολογιστών

1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα λάβει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να μπορούν οι αρμόδιες αρχές να διατάξουν ή ομοίως να διασφαλίσουν την κατεπείγουσα διατήρηση συγκεκριμένων δεδομένων υπολογιστή, περιλαμβανομένων των στοιχείων κίνησης που έχουν αποθηκευθεί σε ένα σύστημα υπολογιστή, ιδίως όταν πιθανολογείται ότι τα δεδομένα του υπολογιστή είναι ιδιαιτέρως ευάλωτα σε απώλεια ή τροποποίηση.

2. Στην περίπτωση που ένα Συμβαλλόμενο Μέρος υλοποιεί την παράγραφο 1 ανωτέρω με την εντολή προς ένα πρόσωπο να διατηρήσει συγκεκριμένα αποθηκευμένα δεδομένα υπολογιστή που βρίσκονται στην κατοχή ή τον έλεγχό του , το Συμβαλλόμενο Μέρος θα λάβει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να υποχρεώσει αυτό το πρόσωπο να διατηρήσει ή να διαφυλάξει την ακεραιότητα των εν λόγω δεδομένων υπολογιστή για το χρονικό διάστημα που απαιτείται έως ότου μπορέσουν οι αρμόδιες αρχές να ζητήσουν την χορήγησή τους, διάστημα που δεν θα υπερβαίνει τις 90 ημέρες. Ένα Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να ορίσει ότι η διαταγή αυτή μπορεί να ανανεώνεται.

3. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα λάβει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να υποχρεωθεί ο κάτοχος ή άλλο πρόσωπο που έχει στην φύλαξή του τα δεδομένα υπολογιστή, να τηρεί εχεμύθεια σχετικά με αυτές τις διαδικασίες για το χρονικό διάστημα που ορίζεται από το εγχώριο δίκαιό του.

4. Οι αρμοδιότητες και οι διαδικασίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο θα αφορούν στα Άρθρα 14 και 15.

Άρθρο 17 - Κατεπείγουσα διατήρηση και μερική αποκάλυψη στοιχείων κίνησης

1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα λάβει τα απαραίτητα νομοθετικά και άλλα μέτρα σε σχέση με τα στοιχεία κίνησης που πρέπει να διαφυλαχθούν δυνάμει του Άρθρου 16, για:

α. να εξασφαλισθεί ότι η κατεπείγουσα διατήρηση των στοιχείων κίνησης θα είναι διαθέσιμη ανεξαρτήτως της συμμετοχής ενός ή περισσοτέρων παρόχων υπηρεσιών στη διαβίβαση αυτών των επικοινωνιών και

β. να εξασφαλισθεί η κατεπείγουσα γνωστοποίηση προς την αρμόδια αρχή του Συμβαλλομένου Μέρους, ή προς ένα πρόσωπο διορισμένο από αυτήν την αρχή, επαρκούς ποσότητας στοιχείων κίνησης ώστε το Συμβαλλόμενο Μέρος να είναι σε θέση να εντοπίσει τους παρόχους υπηρεσιών και την διαδρομή μέσω της οποίας διαβιβάσθηκε αυτή η επικοινωνία.

2. Οι αρμοδιότητες και οι διαδικασίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο υπόκεινται στα Άρθρα 14 και 15.

Τίτλος 3 - Διαταγή επίδειξης

Άρθρο 18 - Διαταγή επίδειξης

1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα λάβει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να δύνανται οι αρμόδιες αρχές του να διατάξουν:

α. ένα πρόσωπο που βρίσκεται στην Επικράτεια του να υποβάλλει συγκεκριμένα δεδομένα υπολογιστή που βρίσκονται υπό τον έλεγχο αυτού του προσώπου και τα οποία είναι αποθηκευμένα σε ένα σύστημα υπολογιστή ή σε ένα μέσον αποθήκευσης δεδομένων υπολογιστή και

β. έναν πάροχο υπηρεσιών που προσφέρει τις υπηρεσίες του στην Επικράτεια του Συμβαλλομένου Μέρους, να υποβάλει πληροφορίες για συνδρομητές σε σχέση με τις υπηρεσίες αυτές, πληροφορίες που βρίσκονται στην κατοχή ή υπό τον έλεγχο του εν λόγω παρόχου υπηρεσιών.

2. Οι αρμοδιότητες και οι διαδικασίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο υπόκεινται στα Άρθρα 14 και 15.

3. Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ο όρος "πληροφορίες για συνδρομητές" σημαίνει κάθε πληροφορία υπό μορφή δεδομένων υπολογιστή ή υπό οιανδήποτε άλλη μορφή, η οποία φυλάσσεται από έναν πάροχο υπηρεσιών και αφορά τους συνδρομητές των υπηρεσιών του, με εξαίρεση τα στοιχεία κίνησης ή περιεχομένου, από την οποία μπορεί να εξακριβωθεί:

α. ο τύπος της χρησιμοποιούμενης υπηρεσίας επικοινωνιών, οι τεχνικές προδιαγραφές της και η περίοδος υπηρεσίας,

β. η ταυτότητα του συνδρομητή, η ταχυδρομική ή η γεωγραφική διεύθυνση, το τηλέφωνο και άλλοι αριθμοί πρόσβασης, τα στοιχεία χρέωσης και πληρωμής που είναι διαθέσιμα με βάση τη σύμβαση ή συμφωνία παροχής υπηρεσιών,

γ. κάθε άλλη πληροφορία σχετική με τον τόπο εγκατάστασης του εξοπλισμού επικοινωνίας, που είναι διαθέσιμη με βάση την σύμβαση ή συμφωνία παροχής υπηρεσιών,

Τίτλος 4 - Έρευνα και κατάσχεση αποθηκευμένων δεδομένων υπολογιστή

Άρθρο 19 - Έρευνα και κατάσχεση αποθηκευμένων δεδομένων υπολογιστή

1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα λάβει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να δοθεί η δυνατότητα στις αρμόδιες αρχές του να ερευνούν ή ομοίως να έχουν πρόσβαση:

α. σε ένα σύστημα υπολογιστή ή σε μέρος αυτού και στα δεδομένα υπολογιστή που είναι αποθηκευμένα σε αυτόν, και

β. σε ένα μέσο αποθήκευσης δεδομένων υπολογιστή στο οποίο υπάρχουν αποθηκευμένα δεδομένα υπολογιστή μέσα στην επικράτειά του.

2. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα λάβει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να εξασφαλίσει ότι σε περίπτωση που οι αρχές του ερευνούν ή έχουν πρόσβαση σε ένα συγκεκριμένο σύστημα υπολογιστή ή σε μέρος αυτού σε εκτέλεση της παραγράφου 1.α και πιθανολογείται ότι τα αναζητούμενα δεδομένα είναι αποθηκευμένα σε άλλο σύστημα υπολογιστή ή μέρος αυτού μέσα στην επικράτειά του, και αυτά τα δεδομένα είναι νομίμως προσιτά ή διαθέσιμα στο αρχικό σύστημα, οι αρχές θα έχουν την δυνατότητα να επεκτείνουν ταχέως την έρευνα ή παρόμοια πρόσβαση προς το άλλο σύστημα.

3. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα λάβει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να δύνανται οι αρμόδιες αρχές του να κατάσχουν ή ομοίως να εξασφαλίζουν τα δεδομένα υπολογιστή στα οποία απέκτησαν πρόσβαση σύμφωνα με τις παραγράφους 1 ή 2. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν την εξουσία:

α. να κατάσχουν ή ομοίως να ασφαλίζουν ένα σύστημα υπολογιστή ή μέρος αυτού ή ένα μέσον αποθήκευσης δεδομένων υπολογιστή,

β. να παράγουν και να διατηρούν ένα αντίγραφο αυτών των δεδομένων υπολογιστή,

γ. να διατηρούν την ακεραιότητα των σχετικών αποθηκευμένων δεδομένων υπολογιστή,

δ. να καθιστούν απρόσιτα ή να αφαιρούν αυτά τα δεδομένα υπολογιστή από το εξεταζόμενο σύστημα υπολογιστή.

4. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα λάβει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία ώστε να δύνανται οι αρμόδιες αρχές του να διατάξουν οποιοδήποτε πρόσωπο έχει γνώση περί της λειτουργίας του συστήματος υπολογιστή ή των μέτρων που ισχύουν για την προστασία των δεδομένων υπολογιστή που υπάρχουν σε αυτό, να παράσχει τις αναγκαίες πληροφορίες ώστε να καταστεί δυνατή η άσκηση των μέτρων που αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 2.

5. Οι αρμοδιότητες και οι διαδικασίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο υπόκεινται στα Άρθρα 14 και 15.

Τίτλος 5 - Συλλογή δεδομένων υπολογιστή σε πραγματικό χρόνο

Άρθρο 20 - Συλλογή δεδομένων κίνησης σε πραγματικό χρόνο

1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα λάβει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να δύνανται οι αρμόδιες αρχές του να:

α. συλλέγουν ή καταγράφουν με την εφαρμογή τεχνικών μέσων στην επικράτεια αυτού του συμβαλλομένου, και

β. αναγκάζουν έναν πάροχο υπηρεσιών με την υφιστάμενη τεχνική ικανότητά του:

ι. να συλλέξει ή καταγράψει με την εφαρμογή τεχνικών μέσων στην επικράτεια αυτή του Συμβαλλόμενου Μέρους, ή

ιι. να συνεργαστεί και να βοηθήσει τις αρμόδιες αρχές στην συλλογή ή καταγραφή, δεδομένων κίνησης, σε πραγματικό χρόνο, σε σχέση με συγκεκριμένες επικοινωνίες στην επικράτειά του που διαβιβάζονται μέσω ενός συστήματος υπολογιστή.

2. Στην περίπτωση που ένα Συμβαλλόμενο Μέρος λόγω των πάγιων αρχών του εγχώριου νομικού συστήματός του δεν μπορεί να λάβει τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1.α μπορεί άντ' αυτών να λάβει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι ανα γκαία για να εξασφαλίσει ότι θα γίνεται συλλογή ή καταγραφή σε πραγματικό χρόνο δεδομένων κίνησης που σχετίζονται με τις συγκεκριμένες επικοινωνίες που διαβιβάζονται στην επικράτειά του, δια της εφαρμογής τεχνικών μέσων σε αυτήν την επικράτεια.

3. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα λάβει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να εξαναγκασθεί ένας πάροχος υπηρεσιών να τηρήσει εχεμύθεια ως προς το γεγονός της εκτέλεσης κάποιας δικαιοδοσίας που προβλέπεται στο παρόν άρθρο και κάθε πληροφορίας που σχετίζεται με αυτήν.

4. Οι αρμοδιότητες και οι διαδικασίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο υπόκεινται στα Άρθρα 14 και 15.

Άρθρο 21 – Άρση του απορρήτου των δεδομένων περιεχομένου

1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα λάβει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία σε σχέση με ένα φάσμα σοβαρών εγκλημάτων που θα καθοριστούν από το εγχώριο δίκαιο, ώστε να δύνανται οι αρμόδιες αρχές του να:

α. συλλέγουν ή καταγράφουν με την εφαρμογή τεχνικών μέσων στην επικράτεια αυτού του Συμβαλλόμενου Μέρους, και

β. αναγκάζουν έναν πάροχο υπηρεσιών με την υφιστάμενη τεχνική ικανότητά του:

ι. να συλλέξει ή καταγράψει με την εφαρμογή τεχνικών μέσων στην επικράτεια αυτή του Συμβαλλόμενου Μέρους, ή

ιι. να συνεργαστεί και να βοηθήσει τις αρμόδιες αρχές στην συλλογή ή καταγραφή, δεδομένων περιεχομένου, σε πραγματικό χρόνο, σε σχέση με συγκεκριμένες επικοινωνίες στην επικράτειά του που διαβιβάζονται μέσω ενός συστήματος υπολογιστή.

2. Στην περίπτωση που ένα Συμβαλλόμενο Μέρος λόγω των πάγιων αρχών του εγχώριου νομικού συστήματός του δεν μπορεί να λάβει τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1.α μπορεί αντ' αυτών να λάβει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να εξασφαλίσει ότι θα γίνεται συλλογή ή καταγραφή σε πραγματικό χρόνο δεδομένων περιεχομένου για συγκεκριμένες επικοινωνίες που διαβιβάζονται στην επικράτειά του, δια της εφαρμογής τεχνικών μέσων σε αυτήν την επικράτεια.

3. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα λάβει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να εξαναγκασθεί ένας πάροχος υπηρεσιών να τηρήσει εχεμύθεια ως προς το γεγονός της εκτέλεσης κάποιας εξουσίας που προβλέπεται στο παρόν άρθρο και κάθε πληροφορίας που σχετίζεται με αυτήν.

4. Οι αρμοδιότητες και οι διαδικασίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο υπόκεινται στα Άρθρα 14 και 15.

Τμήμα 3 - Δικαιοδοσία

Άρθρο 22 - Δικαιοδοσία

1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα λάβει τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που είναι αναγκαία για να θεμελιωθεί η δικαιοδοσία επί κάθε εγκλήματος που ποινικοποιείται σύμφωνα με τα Άρθρα 2 έως 11 της παρούσας Σύμβασης, όταν τα εγκλήματα αυτά διαπράττονται:

α. εντός της επικράτειάς του ή

β. επί ενός πλοίου που φέρει την σημαία του εν λόγω Συμβαλλόμενου Μέρους, ή

γ. επί ενός αεροσκάφους που είναι καταχωρημένο σύμφωνα με τους νόμους του εν λόγω Συμβαλλόμενου Μέρους, ή

δ. από ένα πολίτη του, εάν το έγκλημα τιμωρείται από το ποινικό δίκαιο στον τόπο που διαπράχθηκε ή εάν το έγκλημα διαπράχθηκε εκτός της εδαφικής δικαιοδοσίας ενός κράτους.

2. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να επιφυλαχθεί να εφαρμόσει μόνο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις υπό συγκεκριμένες συνθήκες τους κανόνες περί δικαιοδοσίας που αναφέρονται στις παραγράφους 1.β έως 1.δ του παρόντος Άρθρου ή μέρους αυτού.

3. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα λάβει τα μέτρα που είναι αναγκαία για να θεμελιωθεί δικαιοδοσία επί των εγκλημάτων που αναφέρονται στο Άρθρο 24 παράγραφος 1, της παρούσας Σύμβασης, σε περιπτώσεις όπου ο φερόμενος ως εγκληματίας είναι παρών μέσα στην επικράτειά του και δεν τον εκδίδει σε άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος αποκλειστικώς και μόνον με βάση την εθνικότητά του, κατόπιν αίτησης έκδοσης.

4. Η παρούσα Σύμβαση δεν αποκλείει την άσκηση ποινικής δικαιοδοσίας από ένα Συμβαλλόμενο Μέρος σύμφωνα με το εγχώριο δίκαιό του.

5. Όταν περισσότερα από ένα Συμβαλλόμενα Μέρη διεκδικούν δικαιοδοσία επί ενός εγκλήματος που ποινικοποιείται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση, τα εμπλεκόμενα μέρη θα διαβουλευθούν, όπου αυτό απαιτείται, με σκοπό να προσδιορισθεί η καταλληλότερη δικαιοδοσία για να ασκηθεί δίωξη.

Τίτλος 2 - Αρχές που αφορούν τις εκδόσεις προσώπων

Κεφάλαιο ΙΙΙ - Διεθνής συνεργασία

Τμήμα 1 - Γενικές αρχές

Τίτλος 1 - Γενικές αρχές σχετικά με την διεθνή συνεργασία

Άρθρο 23 - Γενικές αρχές σχετικές με την διεθνή συνεργασία

Τα Συμβαλλόμενα Μέρη θα συνεργαστούν σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου και με την εφαρμογή των σχετικών διεθνών συμφωνιών διεθνούς συνεργασίας σε ποινικά θέματα, των ρυθμίσεων που έχουν γίνει με βάση την ενιαία ή αμοιβαία νομοθεσία, και τους εσωτερικούς νόμους, στην μεγίστη δυνατή έκταση για την πραγματοποίηση ερευνών ή την άσκηση διώξεων για ποινικά αδικήματα σχετιζόμενα με συστήματα υπολογιστών και δεδομένα, ή για την συλλογή αποδεικτικών στοιχείων σε ηλεκτρονική μορφή που αφορούν ποινικά αδικήματα.

Τίτλος 2 - Αρχές σχετικά με την έκδοση

Άρθρο 24 - Έκδοση

1.α. Το παρόν άρθρο αφορά εκδόσεις μεταξύ Συμβαλλομένων Μερών για τα αδικήματα που ποινικοποιούνται σύμφωνα με τα Άρθρα 2 έως 11 της παρούσας Σύμβασης, υπό τον όρο ότι αυτά τιμωρούνται βάσει των νόμων αμφοτέρων των Συμβαλλομένων με στερητική της ελευθερίας ποινή της οποίας το μέγιστο ύψος υπερβαίνει το ένα έτος, ή με ακόμη βαρύτερη ποινή.

β. Όταν μία διαφορετική ελαχίστη ποινή ισχύει δυνάμει μιας ρύθμισης η οποία έχει συμφωνηθεί με βάση την ενιαία ή αμοιβαία νομοθεσία ή μια συνθήκη περί έκδοσης, περιλαμβανομένης και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Έκδοσης (ET 8 Νο. 24), που ισχύει μεταξύ δύο ή περισσότερων Συμβαλλομένων Μερών, τότε θα ισχύει η ελαχίστη ποινή που προβλέπεται δυνάμει της εν λόγω ρύθμισης.

2. Τα ποινικά αδικήματα που περιγράφονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου θα θεωρούνται ότι αποτελούν εγκλήματα για το οποία επιτρέπεται η έκδοση σε κάθε συνθήκη έκδοσης που ισχύει μεταξύ των Συμβαλλομένων Μερών. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη αναλαμβάνουν να συμπεριλάβουν τα εν λόγω εγκλήματα για τα οποία επιτρέπεται η έκδοση, σε κάθε συνθήκη έκδοσης που θα συνάψουν μεταξύ τους.

3. Εάν ένας Συμβαλλόμενο Μέρος έχει ως προϋπόθεση για την έκδοση την ύπαρξη συνθήκης, και αυτό το Συμβαλλόμενο Μέρος λάβει ένα αίτημα έκδοσης από άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος με τον οποίο δεν έχει συνάψει σύμβαση έκδοσης, μπορεί να θεωρήσει την παρούσα Σύμβαση ως την νομική βάση για την έκδοση σε σχέση με οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

4. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη που δεν έχουν ως προϋπόθεση για την έκδοση την ύπαρξη σύμβασης, θα αναγνωρίζουν τα ποινικά αδικήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ως αδικήματα μεταξύ των.

5. Η έκδοση θα υπόκειται στις προϋποθέσεις που προβλέπει το δίκαιο του Συμβαλλόμενου Μέρους, προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα, ή οι ισχύουσες συμβάσεις περί έκδοσης, συμπεριλαμβανόμενων και των λόγων για τους οποίους το Συμβαλλόμενο Μέρος, προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα, μπορεί να αρνηθεί την έκδοση.

6. Εάν η έκδοση για ένα ποινικό αδίκημα που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου απορριφθεί μόνο με βάση την υπηκοότητα του εκζητούμενου προσώπου ή επειδή το Συμβαλλόμενο Μέρος, προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα, θεωρεί ότι έχει δικαιοδοσία επί του εγκλήματος, τότε το Συμβαλλόμενο Μέρος, προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα, θα παραπέμπει την υπόθεση κατόπιν αιτήματος του αιτούντος Συμβαλλόμενου Μέρους στις αρμόδιες αρχές του με σκοπό να ασκηθεί ποινική δίωξη και θα αναφέρει την τελική έκβαση στο αιτούν μέρος σε εύθετο χρόνο. Οι εν λόγω αρχές θα εκδίδουν την απόφασή τους, θα διεξάγουν τις έρευνές τους και θα ασκούν την δίωξη τους με τον ίδιο τρόπο όπως και για οποιοδήποτε άλλο έγκλημα παρεμφερούς φύσης σύμφωνα με τον νόμο του εν λόγω Συμβαλλομένου Μέρους.

7.α. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος, την στιγμή της υπογραφής ή όταν καταθέτει το έγγραφο κύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης, θα γνωστοποιεί στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης το όνομα και την διεύθυνση κάθε αρχής που είναι υπεύθυνη για την έκδοση και λήψη αιτημάτων έκδοσης ή προσωρινής σύλληψης σε περίπτωση μη ύπαρξης σύμβασης.

β. Ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης θα δημιουργήσει και θα ενημερώνει ένα μητρώο των αρχών που θα γνωστοποιηθούν κατ' αυτόν τον τρόπο από τα Συμβαλλόμενα Μέρη. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα διασφαλίζει ότι τα στοιχεία που υπάρχουν στο μητρώο είναι πάντοτε ακριβή.

Τίτλος 3 - Γενικές αρχές σχετικά με την αμοιβαία συνδρομή

Άρθρο 25 - Γενικές αρχές σχετικά με την αμοιβαία συνδρομή

1. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη θα παρέχουν την ευρύτερη δυνατή αμοιβαία συνδρομή μεταξύ τους για την πραγματοποίηση ερευνών ή την άσκηση διώξεων σε περιπτώσεις ποινικών αδικημάτων σχετιζόμενων με συστήματα υπολογιστή και δεδομένων, ή για την συλλογή αποδεικτικών στοιχείων σε ηλεκτρονική μορφή που αφορούν σε ένα ποινικό αδίκημα.

2. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος, θα λάβει επίσης, τα νομοθετικά και άλλα μέτρα που απαιτούνται για την εκτέλεση των υποχρεώσεων που καθορίζονται στα άρθρα 27 έως 35.

3. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος, σε επείγουσες περιστάσεις, μπορεί να απευθύνει αιτήσεις αμοιβαίας συνδρομής ή σχετικά μηνύματα με γρήγορα μέσα επικοινωνίας όπως τηλεομοιοτυπία ή ηλεκτρονικό ταχυδρομείο υπό την προϋπόθεση ότι τα μέσα αυτά εξασφαλίζουν τα απαραίτητα επίπεδα ασφάλειας και γνησιότητας (συμπεριλαμβανόμενης και της χρήσης κρυπτογραφίας στις περιπτώσεις που απαιτείται), και ότι θα επακολουθεί επίσημη επιβεβαίωση, όταν αυτή ζητείται από το μέρος, προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα. Το Συμβαλλόμενο Μέρος, προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα, θα αποδέχεται και θα απαντά στο αίτημα με οποιονδήποτε από τα γρήγορα μέσα επικοινωνίας.

4. Εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά σε άρθρα του παρόντος κεφαλαίου, η αμοιβαία συνδρομή θα υπόκειται στις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τους νόμους του Συμβαλλόμενου Μέρους, προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα, ή από τις ισχύουσες συμβάσεις περί αμοιβαίας συνδρομής, περιλαμβανόμενων των λόγων για τους οποίους το Συμβαλλόμενο Μέρος, προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα, μπορεί να αρνηθεί τη συνεργασία. Το Συμβαλλόμενο Μέρος, προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα, δεν θα ασκεί το δικαίωμα άρνησης της αμοιβαίας συνδρομής για τα εγκλήματα που αναφέρον ται στα άρθρα 2 έως 11 με μόνη αιτιολογία ότι το αίτημα αφορά ένα έγκλημα το οποίο θεωρεί ως φορολογικό.

5. Στην περίπτωση που σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, το Συμβαλλόμενο Μέρος, προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα, έχει το δικαίωμα να θέσει ως προϋπόθεση για την παροχή αμοιβαίας συνδρομής την ύπαρξη διπλού αξιόποινου, η προϋπόθεση αυτή θα θεωρείται ότι εκπληρώνεται, ασχέτως εάν οι νόμοι του κατατάσσουν το έγκλημα στην ίδια κατηγορία εγκλημάτων ή εάν περιγράφουν το έγκλημα με την ίδια ορολογία με το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος, εάν η περιγραφόμενη συμπεριφορά για την οποία ζητείται η συνδρομή, αποτελεί ποινικό αδίκημα σύμφωνα με τους δικούς του νόμους.

Άρθρο 26 - Αυθόρμητη ενημέρωση

1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος, μέσα στα όρια του εσωτερικού του δικαίου και χωρίς προηγουμένως να του ζητηθεί, μπορεί να αποστείλει σε άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος πληροφορίες που έχει λάβει στα πλαίσια των δικών του ερευνών, όταν κρίνει ότι η γνωστοποίηση των πληροφοριών αυτών θα μπορούσε να βοηθήσει το Συμβαλλόμενο Μέρος, που λαμβάνει τις πληροφορίες, να ξεκινήσει ή να διενεργήσει έρευνες ή να ασκήσει διώξεις για ποινικά αδικήματα που θεμελιώνονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση ή που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αίτημα συνεργασίας από εκείνο το Συμβαλλόμενο Μέρος δυνάμει του παρόντος κεφαλαίου.

2. Πριν χορηγήσει τις πληροφορίες αυτές, το παρέχον Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να ζητήσει να τηρηθεί εμπιστευτικότητα ως προς αυτές ή να χρησιμοποιηθούν αυτές υπό όρους. Εάν το λαμβάνον Συμβαλλόμενο Μέρος δεν μπορεί να συμμορφωθεί με το αίτημα αυτό, πρέπει να ειδοποιεί σχετικά το παρέχον τις πληροφορίες Συμβαλλόμενο Μέρος, το οποίο στη συνέχεια θα κρίνει εάν οι πληροφορίες αυτές πρέπει να δοθούν. Εάν το λαμβάνον Συμβαλλόμενο Μέρος αποδεχθεί τις πληροφορίες με τους όρους αυτούς, τότε θα δεσμεύεται από αυτούς.

Τίτλος 4 - Διαδικασίες που αφορούν τις αιτήσεις αμοιβαίας συνδρομής ελλείψει ισχυουσών διεθνών συμφωνιών

Άρθρο 27 - Διαδικασίες που αφορούν τις αιτήσεις αμοιβαίας συνδρομής ελλείψει ισχυουσών διεθνών συμβάσεων

1. Σε περίπτωση που μεταξύ του αιτούντος και του Συμβαλλόμενου Μέρος, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, δεν υπάρχει σύμβαση ή ρύθμιση αμοιβαίας συνδρομής στην βάση της ενιαίας ή αμοιβαίας νομοθεσίας, θα ισχύουν οι διατάξεις των παραγράφων 2 έως 9 του παρόντος άρθρου. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θα ισχύουν στην περίπτωση που υφίσταται τέτοιου είδους σύμβαση, ρύθμιση ή νομοθεσία, εκτός εάν τα Συμβαλλόμενα Μέρη συμφωνήσουν να εφαρμόσουν αντ’ αυτών το σύνολο ή μέρος του υπόλοιπου του παρόντος άρθρου.

2.α. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα ορίσει μία (ή περισσότερες) κεντρική αρχή που θα είναι υπεύθυνη για την αποστολή και την απάντηση αιτήσεων αμοιβαίας συνδρομής, για την εκτέλεση των αιτήσεων αυτών ή για την διαβίβασή τους προς τις αρχές που είναι αρμόδιες για την εκτέλεσή τους.

β. Οι κεντρικές αρχές θα επικοινωνούν απ' ευθείας μεταξύ τους.

γ. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος, κατά το χρόνο της υπογραφής ή όταν καταθέτει το έγγραφο κύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης, θα γνωστοποιήσει στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης τα ονόματα και τις διευθύνσεις των αρχών που ορίζονται σε εκτέλεση της παρούσας παραγράφου.

δ. Ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης θα δημιουργήσει και ενημερώνει ένα μητρώο των κεντρικών αρχών που θα οριστούν από τα Συμβαλλόμενα Μέρη. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα διασφαλίζει ότι τα στοιχεία που υπάρχουν στο μητρώο είναι πάντοτε ακριβή.

3. Οι αιτήσεις αμοιβαίας συνδρομής δυνάμει του παρόντος άρθρου θα εκτελούνται σύμφωνα με τις διαδικασίες που θα ορίζονται από το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος, εκτός εάν είναι ασύμβατες με το δίκαιο του Συμβαλλόμενου Μέρους, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση.

4. Το Συμβαλλόμενο Μέρος, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, πέραν των λόγων άρνησης που ορίζονται στο Άρθρο 25, παράγραφος 4, μπορεί να αρνηθεί τη συνδρομή εάν:

α. η αίτηση αφορά ένα έγκλημα το οποίο το Συμβαλλόμενο Μέρος, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, θεωρεί πολιτικό έγκλημα ή έγκλημα σχετιζόμενο με ένα πολιτικό έγκλημα, ή

β. θεωρεί ότι η εκτέλεση της αίτησης είναι πιθανόν να θίξει την κυρια ρχία, την ασφάλεια, τη δημόσια τάξη ή άλλα ουσιαστικά δικαιώματά του.

5. Το Συμβαλλόμενο Μέρος, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, μπορεί να αναβάλει να ενεργήσει επί μιας αίτησης εάν η ενέργεια αυτή θα μπορούσε να επηρεάσει δυσμενώς τις ποινικές έρευνες ή διώξεις που διενεργούνται από τις αρχές του.

6. Πριν αρνηθεί ή αναβάλει τη συνδρομή, το Συμβαλλόμενο Μέρος, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, θα εξετάσει, εάν χρειάζεται, κατόπιν διαβούλευσης με το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος εάν η αίτηση μπορεί να γίνει δεκτή μερικώς ή υπό τους όρους που εκείνο θα θεωρήσει αναγκαίους.

7. Το Συμβαλλόμενο Μέρος, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, θα ενημερώνει αμέσως το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος για την έκβαση της εκτέλεσης της αίτησης συνδρομής. Σε περίπτωση άρνησης ή αναβολής της αίτησης συνδρομής θα αναφέρονται οι λόγοι. Το Συμβαλλόμενο Μέρος, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, θα ενημερώσει επίσης το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος για τους τυχόν λόγους που καθιστούν αδύνατη την εκτέλεση της αίτησης ή που πιθανώς θα την καθυστερήσουν σημαντικά.

8. Το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να ζητήσει από το Συμβαλλόμενο Μέρος, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, να τηρήσει εμπιστευτικότητα ως προς το γεγονός της υποβολής μιας αίτησης δυνάμει του παρόντος κεφαλαίου, καθώς και για το αντικείμενο αυτής, εκτός εάν τούτο απαιτείται για την εκτέλεσή της. Εάν το Συμβαλλόμενο Μέρος, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, δεν μπορεί να συμμορφωθεί με το αίτημα εμπιστευτικότητας, θα ειδοποιεί αμέσως το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος, το οποίο, στη συνέχεια θα κρίνει εάν μολαταύτα η αίτηση θα πρέπει να εκτελεστεί.

9.α. Σε περίπτωση επείγοντος, οι αιτήσεις για αμοιβαία συνδρομή ή οι σχετικές επικοινωνίες θα αποστέλλονται απ' ευθείας από τις δικαστικές αρχές του αιτούντος Συμβαλλόμενου Μέρους προς τις αντίστοιχες αρχές του Συμβαλλόμενου Μέρους, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση. Σε κάθε τέτοια περίπτωση, θα αποστέλλεται ταυτοχρόνως ένα αντίγραφο στην κεντρική αρχή του Συμβαλλόμενου Μέρους, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, μέσω της κεντρικής αρχής του αιτούντος Συμβαλλόμενου Μέρους.

β. Κάθε αίτηση ή επικοινωνία σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο μπορεί να γίνει μέσω του Διεθνούς Ποινικού Αστυνομικού Οργανισμού (Ιντερπόλ).

γ. Όταν υποβάλλεται μία αίτηση σύμφωνα με την υποπαράγραφο α του παρόντος άρθρου και η αρχή δεν είναι αρμόδια να επιληφθεί της αίτησης, θα διαβιβάζει την αίτηση στην αρμοδία εθνική αρχή και θα ενημερώνει απ' ευθείας σχετικώς το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος.

δ. Οι αιτήσεις ή οι επικοινωνίες, που γίνονται σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο και δεν συνεπάγονται εξαναγκασμό σε ενέργεια, μπορούν να διαβιβάζονται απ' ευθείας από τις αρμόδιες αρχές του αιτούντος Συμβαλλόμενου Μέρους προς τις αρμόδιες αρχές του Συμβαλλόμενου Μέρους, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση.

ε. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος κατά το χρόνο της υπογραφής ή όταν καταθέτει το έγγραφο κύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης, μπορεί να δηλώσει στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης ότι για λόγους αποτελεσματικότητας, οι αιτήσεις δυνάμει της παρούσας παραγράφου θα απευθύνονται στην κεντρική αρχή του.

Άρθρο 28 - Εμπιστευτικότητα και περιορισμοί

1. Όταν δεν υφίσταται σύμβαση ή ρύθμιση αμοιβαίας συνδρομής με βάση ενιαία ή αμοιβαία ισχύουσα νομοθεσία μεταξύ του αιτούντος Συμβαλλόμενου Μέρους και του Συμβαλλόμενου Μέρους, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, θα εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος άρθρου. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν έχουν εφαρμογή όταν υφίσταται τέτοια συνθήκη, ρύθμιση ή νομοθεσία, εκτός εάν τα ενδιαφερόμενα Συμβαλλόμενα Μέρη συμφωνήσουν να εφαρμόζουν το σύνολο ή το υπόλοιπο του παρόντος άρθρου αντ' αυτών.

2. Το Συμβαλλόμενο Μέρος, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, μπορεί να θέσει προϋποθέσεις για την παροχή πληροφοριών ή υλικού σε απάντηση μιας αίτησης, υπό τον όρο ότι:

α. οι πληροφορίες θα τηρηθούν εμπιστευτικές σε περίπτωση που η αίτηση για αμοιβαία δικαστική συνδρομή δεν μπορεί να εκτελεστεί χωρίς την προϋπόθεση αυτή, ή

β. δεν θα χρησιμοποιηθούν για έρευνες ή διώξεις άλλες από εκείνες που αναφέρονται στην αίτηση.

3. Εάν το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος δεν μπορεί να συμμορφωθεί με μία προϋπόθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 2, θα ενημερώσει αμέσως το άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος, το οποίο στη συνέχεια θα κρίνει εάν οι πληροφορίες πρέπει να δοθούν. Εάν το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος αποδεχθεί αυτόν τον όρο, τότε θα δεσμεύεται από αυτόν.

4. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος που παρέχει πληροφορίες ή υλικό, υπό τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2, μπορεί να ζητήσει από το άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος να εξηγήσει σχετικά με την προϋπόθεση αυτή πως χρησιμοποίησε αυτές τις πληροφορίες ή το υλικό.

Τμήμα 2 - Ειδικές διατάξεις

Τίτλος 1 - Αμοιβαία συνδρομή σχετικά με προληπτικά μέτρα

Άρθρο 29 - Κατεπείγουσα διατήρηση αποθηκε υμένων δεδομένων υπολογιστών

1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να ζητήσει από ένα άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος να διατάξει ή με άλλο τρόπο εξασφαλίσει την κατεπείγουσα διατήρηση δεδομένων που είναι αποθηκευμένα σε ένα σύστημα υπολογιστή, το οποίο ευρίσκεται στην επικράτεια του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους, για τα οποία το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος προτίθεται να υποβάλει αίτηση αμοιβαίας συνδρομής με σκοπό την έρευνα ή με παρόμοιο τρόπο πρόσβαση, κατάσχεση, εξασφάλιση ή αποκάλυψη των δεδομένων.

2. Κάθε αίτηση διατήρησης που υποβάλλεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 πρέπει να αναφέρει:

α. την αρχή που ζητεί την διατήρηση,

β. το έγκλημα που αποτελεί το αντικείμενο της ποινικής έρευνας ή δίωξης και συνοπτική περιγραφή των συναφών πραγματικών περιστατικών,

γ. τα προς διατήρηση αποθηκευμένα δεδομένα υπολογιστή και την σχέση τους με το έγκλημα,

δ. κάθε διαθέσιμη πληροφορία που ταυτοποιεί τον κατέχοντα τα αποθηκευμένα δεδομένα υπολογιστή ή τη θέση του συστήματος υπολογιστή,

ε. την αναγκαιότητα της διατήρησης και

στ. ότι το Συμβαλλόμενο Μέρος προτίθεται να υποβάλει αίτηση αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής για την έρευνα ή με παρόμοιο τρόπο πρόσβαση, κατάσχεση, εξασφάλιση ή αποκάλυψη των αποθηκευμένων δεδομένων υπολογιστή.

3. Με την λήψη της αίτησης από Συμβαλλόμενο Μέρος, το Συμβαλλόμενο Μέρος, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, θα λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για την κατεπείγουσα διατήρηση των συγκεκριμένων δεδομένων, σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιό. Για τους σκοπούς της ανταπόκρισης στην αίτηση, δεν θα απαιτείται η ύπαρξη διπλού αξιόποινου ως προϋπόθεση για την εν λόγω διατήρηση,.

4. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος που έχει θέσει ως προϋπόθεση την ύπαρξη διπλού αξιοποίνου για την ανταπόκριση σε μία αίτηση για αμοιβαία συνδρομή με σκοπό την έρευνα ή τη με ανάλογο τρόπο πρόσβαση, κατά σχεση ή την με ανάλογο τρόπο εξασφάλιση ή γνωστοποίηση των αποθηκευμένων δεδομένων υπολογιστή, μπορεί, για εγκλήματα άλλα από εκείνα που ποινικοποιούνται σύμφωνα με τα Άρθρα 2 έως 11 της Σύμβασης, να διατηρήσει το δικαίωμα να αρνηθεί την ανταπόκριση στην αίτηση για διατήρηση δυνάμει του παρόντος άρθρου, στις περιπτώσεις που έχει λόγους να πιστεύει ότι κατά την στιγμή της γνωστοποίησης των δεδομένων δεν μπορεί να εκπληρωθεί η προϋπόθεση του διπλού αξιόποινου.

5. Επί πλέον, μία αίτηση για διατήρηση μπορεί να απορριφθεί μόνον εάν:

α. η αίτηση αφορά έγκλημα το οποίο το Συμβαλλόμενο Μέρος, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, χαρακτηρίζει ως πολιτικό έγκλημα ή έγκλημα που σχετίζεται με πολιτικό έγκλημα, ή

β. Το Συμβαλλόμενο Μέρος, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, θεωρεί ότι η αποδοχή της αίτησης είναι πιθανόν να θίξει την κυριαρχία, την ασφάλεια, την δημόσια τάξη ή άλλα θεμελιώδη συμφέροντά του.

6. Στην περίπτωση που το Συμβαλλόμενο Μέρος, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, θεωρεί ότι η διατήρηση δεν θα εξασφαλίσει την μελλοντική διαθεσιμότητα των δεδομένων ή ότι θα απειλήσει την εμπιστευτικότητα ή άλλως θα βλάψει την έρευνα του αιτούντος Συμβαλλομένου Μέρους, θα ενημερώσει αμέσως σχετικά το αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος το οποίο θα κρίνει εάν η αίτηση θα πρέπει να γίνει αποδεκτή σε κάθε περίπτωση.

7. Κάθε διατήρηση που πραγματοποιείται σε ανταπόκριση της αίτησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, θα γίνεται για χρονικό διάστημα όχι μικρότερο των εξήντα ημερών, με σκοπό να δοθεί η δυνατότητα στο αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος να υποβάλει αίτηση για την έρευνα ή με παρόμοιο τρόπο πρόσβαση, κατάσχεση ή με παρόμοιο τρόπο εξασφάλιση ή αποκάλυψη των δεδομένων. Μετά τη λήψη μιας τέτοιας αίτησης, τα δεδομένα θα συνεχίσουν να διατηρούνται μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της αίτησης αυτής.

Άρθρο 30 - Κατεπείγουσα γνωστοποίηση διατηρηθέντων δεδομένων κίνησης

1. Σε περίπτωση που κατά τη διαδικασία αποδοχής του αιτήματος που υποβλήθηκε σύμφωνα με το Άρθρο 29 για διατήρηση δεδομένων κίνησης που αφορούν σε μια συγκεκριμένη επικοινωνία, το Συμβαλλόμενο Μέρος, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, διαπιστώσει ότι ένας πάροχος υπηρεσιών σε άλλο Κράτος αναμίχθηκε στη διαβίβαση της επικοινωνίας, το Συμβαλλόμενο αυτό Μέρος θα γνωστοποιήσει κατεπειγόντως στο αιτούν Συμβαλλόμενο Μέρος επαρκή ποσότητα δεδομένων κίνησης για να ταυτοποιηθεί ο εν λόγω πάροχος υπηρεσιών και η διαδρομή μέσω της οποίας διαβιβάσθηκε η επικοινωνία αυτή.

2. Η γνωστοποίηση των δεδομένων κίνησης δυνάμει της παραγράφου 1 μπορεί να απορριφθεί μόνον εάν:

α. η αίτηση αφορά έγκλημα το οποίο το Συμβαλλόμενο Μέρος, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, χαρακτηρίζει ως πολιτικό έγκλημα ή έγκλημα που σχετίζεται με πολιτικό έγκλημα ή

β. Το Συμβαλλόμενο Μέρος, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, θεωρεί ότι η εκτέλεση της αίτησης είναι πιθανόν να θίξει την κυριαρχία, την ασφάλεια, την δημόσια τάξη ή άλλα θεμελιώδη συμφέροντά του.

Τίτλος 2 – Αμοιβαία συνδρομή σχετικά με ανακριτικές πράξεις

Άρθρο 31 – Αμοιβαία συνδρομή σχετικά με την πρόσβαση σε αποθηκευμένα δεδομένα υπολογιστή

1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να ζητήσει από άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος να ερευνήσει ή με παρόμοιο τρόπο αποκτήσει πρόσβαση, κατάσχει ή με παρόμοιο τρόπο εξασφαλίσει ή αποκαλύψει δεδομένα που είναι αποθηκευμένα σε ένα σύστημα υπολογιστή που βρίσκεται στην επικράτεια του Συμβαλλόμενου Μέρους, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, περιλαμβανόμενων των δεδομένων που έχουν διατηρηθεί κατ’ εφαρμογή του Άρθρου 29.

2. Το Συμβαλλόμενο Μέρος, προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, θα ανταποκρίνεται στην αίτηση αυτή εφαρμόζοντας τις διεθνείς συμβάσεις, ρυθμίσεις και νόμους που αναφέρονται στο Άρθρο 23, και σύμφωνα με τις λοιπές σχετικές διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου.

3. Το αίτημα θα αντιμετωπίζεται σε κατεπείγουσα βάση όταν:

α. λογίζεται βάσιμα ότι τα σχετικά δεδομένα είναι ιδιαίτερα ευάλωτα σε απώλεια ή τροποποίηση, ή

β. οι συμβάσεις, ρυθμίσεις και νόμοι που αναφέρονται στην παράγραφο 2 προβλέπουν κατεπείγουσα συνεργασία.

Άρθρο 32 - Διασυνοριακή πρόσβαση σε αποθηκευμένα δεδομένα υπολογιστή, μετά από συναίνεση ή σε περίπτωση που αυτά είναι διαθέσιμα στο κοινό

Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί, χωρίς την εξουσιοδότηση του άλλου Συμβαλλομένου Μέρους:

α. να έχει πρόσβαση σε αποθη κευμένα δεδομένα υπολογιστή που είναι διαθέσιμα στο κοινό (ανοικτή πηγή), ασχέτως της γεωγραφικής θέσης των δεδομένων, ή

β. να αποκτήσει πρόσβαση ή να λάβει, μέσω ενός συστήματος υπολογιστή στην επικράτειά του, δεδομένα υπολογιστή που είναι αποθηκευμένα σε άλλο Συμβαλλόμενο Μέρος, εάν το

Συμβαλλόμενο Μέρος λάβει την νόμιμη και οικειοθελή συναίνεση του προσώπου που έχει την νόμιμη εξουσία να γνωστοποιεί τα δεδομένα στο Συμβαλλόμενο Μέρος μέσω του συστήματος υπολογιστή του.

Άρθρο 33 – Δικαστική συνδρομή για την συλλογή δεδομένων κίνησης σε πραγματικό χρόνο

1. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη θα παρέχουν αμοιβαία συνδρομή για τη συλλογή σε πραγματικό χρόνο δεδομένων κίνησης σχετικά με συγκεκριμένες επικοινωνίες στην επικράτειά τους, που διαβιβάζονται μέσω ενός συστήματος υπολογιστή. Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου 2, η εν λόγω συνδρομή θα διέπεται από τους όρους και τις διαδικασίες που προβλέπονται από το εσωτερικό δίκαιο.

2. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα παρέχει παρόμοια συνδρομή τουλάχιστον αναφορικά με αδικήματα για τα οποία επιτρέπεται, η συλλογή δεδομένων κίνησης σε πραγματικό χρόνο σε παρόμοιες υποθέσεις σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο.

Άρθρο 34 – Αμοιβαία συνδρομή σχετικά με την άρση απορρήτου δεδομένων περιεχομένου

Τα Συμβαλλόμενα Μέρη θα παρέχουν αμοιβαία συνδρομή για την συλλογή ή καταγραφή σε πραγματικό χρόνο δεδομένων περιεχομένου σχετικά με συγκεκριμένες επικοινωνίες στην επικράτειά τους, που διαβιβάζονται μέσω ενός συστήματος υπολογιστή, στον βαθμό που επιτρέπεται από τις ισχύουσες συμβάσεις και το εσωτερικό τους δίκαιο.

Τίτλος 3 - Δίκτυο 24/7

Άρθρο 35 - Δίκτυο 24/7

1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα ορίσει ένα σημείο επαφής που θα είναι διαθέσιμο σε εικοσιτετράωρη βάση, επτά ημέρες την εβδομάδα, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η παροχή άμεσης συνδρομής σε περιπτώσεις έρευνας ή δίωξης αναφορικά με ποινικά αδικήματα σχετιζόμενα με συστήματα και δεδομένα υπολογιστή, ή με σκοπό την συλλογή των αποδεικτικών στοιχείων σε ηλεκτρονική μορφή για ένα ποινικό αδίκημα. Η εν λόγω συνδρομή θα περιλαμβάνει την διευκόλυνση ή, εάν αυτό επιτρέπεται από το εσωτερικό δίκαιο και την πρακτική, την άμεση εφαρμογή των ακόλουθων μέτρων:

α. την παροχή τεχνικών συμβουλών,

β. τη διατήρηση των δεδομένων σύμφωνα με τα Άρθρα 29 και 30,

γ. τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων, παροχή νομικής ενημέρωσης και τον εντοπισμό των υπόπτων.

2.α. Το σημείο επαφής κάθε Συμβαλλομένου Μέρους θα είναι αρμόδιο να επικοινωνεί σε κατεπείγουσα βάση με το σημείο επαφής ενός άλλου Συμβαλλομένου Μέρους.

β. Εάν το σημείο επαφής που θα ορίσει ένα Συμβαλλόμενο Μέρος δεν ανήκει στην αρχή (ή τις αρχές) του Συμβαλλόμενου αυτού Μέρους που είναι αρμόδια (ή αρμόδιες) για την παροχή αμοιβαίας συνδρομής ή για την έκδοση, το σημείο επαφής θα διασφαλίζει ότι είναι σε θέση να συντονίζεται με την αρχή (ή τις αρχές) αυτή (ή αυτές) σε κατεπείγουσα βάση.

3. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα εξασφαλίζει την ύπαρξη διαθέσιμου εκπαιδευμένου και καταρτισμένου προσωπικού για την διευκόλυνση της λειτουργίας του δικτύου.

Κεφάλαιο IV - Τελικές διατάξεις

Άρθρο 36 - Υπογραφή και θέση σε ισχύ

1. Η παρούσα Σύμβαση θα είναι ανοικτή για υπογραφή από τα Κράτη Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης και από τα Κράτη μη μέλη που έλαβαν μέρος στην επεξεργασία της.

2. Η παρούσα Σύμβαση υπόκειται σε κύρωση, αποδοχή ή έγκριση. Τα έγγραφα κύρωσης, αποδοχής ή έγκρισης θα κατατεθούν στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης.

3. Η παρούσα Σύμβαση θα τεθεί σε ισχύ την πρώτη ημέρα του μηνός που ακολουθεί την εκπνοή περιόδου τριών μηνών από την ημέρα κατά την οποία πέντε Κράτη, μεταξύ των οποίων πρέπει να περιλαμβάνονται τουλάχιστον τρία Κράτη Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, θα έχουν εκφράσει την συναίνεσή τους να δεσμευτούν από την Σύμβαση, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2.

4. Σε σχέση με κάθε υπογράφον Κράτος που θα εκφράσει μεταγενεστέρως την συναίνεσή του να δεσμευτεί από αυτήν, η Σύμβαση θα τεθεί σε ισχύ την πρώτη ημέρα του μηνός που ακολουθεί την εκπνοή περιόδου τριών μηνών από την ημέρα κατά την οποία το εν λόγω Κράτος θα εκφράσει την συναίνεσή του να δεσμευτεί από την Σύμβαση, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2.

Άρθρο 37 - Προσχώρηση στην Σύμβαση

1. Μετά την θέση σε ισχύ της παρούσας Σύμβασης, η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, αφού διαβουλευτεί και λάβει την ομόφωνη συναίνεση των Συμβαλλομένων Κρατών της Συμβάσεως, μπορεί να καλέσει κάθε Κράτος που δεν είναι μέλος του Συμβουλίου και δεν έχει συμμετάσχει στην επεξεργασία της Σύμβασης, να προσχωρήσει στην παρούσα Σύμβαση. Η απόφαση θα λαμβάνεται με την πλειοψηφία που προβλέπεται από το Άρθρο 20.δ του Καταστατικού του Συμβουλίου της Ευρώπης, και με ομοφωνία των εκπροσώπων των Συμβαλλόμενων Κρατών που συμμετέχουν στην Επιτροπή Υπουργών.

2. Σε σχέση με κάθε υπογράφον Κράτος που θα προσχωρήσει στην Σύμβαση σύμφωνα με την παράγραφο 1 ανωτέρω, η Σύμβαση θα τεθεί σε ισχύ την πρώτηημέρα του μηνός που ακολουθεί την εκπνοή περιόδου τριών μηνών από την ημέρα κατάθεσης του εγγράφου προσχώρησης στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης.

Άρθρο 38 - Εδαφική εφαρμογή

1. Κάθε Κράτος, κατά τη στιγμή της υπογραφής ή της κατάθεσης του εγγράφου κύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης, θα καθορίζει την επικράτεια ή τις επικράτειες στις οποίες θα εφαρμόζεται η Σύμβαση.

2. Κάθε Κράτος, σε μεταγενέστερη ημερομηνία, με δήλωση που θα απευθύνει στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης, μπορεί να επεκτείνει την εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης σε κάθε άλλη επικράτεια που θα καθορίσει στη δήλωση. Σε σχέση με αυτή την επικράτεια, η Σύμβαση θα τεθεί σε ισχύ την πρώτη ημέρα του μηνός που ακολουθεί την εκπνοή περιόδου τριών μηνών από την ημέρα παραλαβής της δήλωσης από το Γενικό Γραμματέα

3. Κάθε δήλωση που γίνεται δυνάμει των προηγουμένων δύο παραγράφων προκειμένου περί κάθε επικράτειας καθοριζόμενης στην εν λόγω δήλωση, μπορεί να αποσυρθεί με ειδοποίηση απευθυνόμενη προς το Γενικό Γραμματέα το υ Συμβουλίου της Ευρώπης. Η απόσυρση θα τεθεί σε ισχύ την πρώτη ημέρα του μηνός που ακολουθεί την εκπνοή περιόδου τριών μηνών από την ημέρα παραλαβής της εν λόγω ειδοποίησης από το Γενικό Γραμματέα.

Άρθρο 39 - Αποτελέσματα της Σύμβασης

1. Σκοπός της παρούσας Σύμβασης είναι να συμπληρώσει τις ισχύουσες πολυμερείς ή διμερείς συνθήκες ή ρυθμίσεις μεταξύ των Συμβαλλομένων Μερών, περιλαμβανόμενων των διατάξεων:

- της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Έκδοσης που άνοιξε προς υπογραφή στο Παρίσι στις 13 Δεκεμβρίου 1957 (ETS No. 24),

- της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Αμοιβαία Συνδρομή σε Ποινικές Υποθέσεις, που άνοιξε προς υπογραφή στο Στρασβούργο στις 20 Απριλίου 1959 (ETS No . 30),

- του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαστικής Συνδρομής επί ποινικών υποθέσεων, που άνοιξε προς υπογραφή στο Στρασβούργο στις 17 Μαρτίου 1978 (ETS No. 99).

2. Εάν δύο ή περισσότερα Συμβαλλόμενα Μέρη έχουν ήδη συνάψει συμφωνία ή συνθήκη πάνω σε θέματα που ρυθμίζονται από την παρούσα Σύμβαση ή έχουν ρυθμίσει διαφορετικά τις σχέσεις τους πάνω σε αυτά τα θέματα, ή εάν το πράξουν στο μέλλον, θα δικαιούνται επίσης να εφαρμόζουν εκείνη την σύμβαση ή συνθήκη ή να ρυθμίζουν αναλόγως εκείνες τις σχέσεις. Εν τούτοις, σε περίπτωση που τα Συμβαλλόμενα Μέρη ρυθμίσουν τις σχέσεις τους πάνω σε θέματα τα οποία ρυθμίζει η παρούσα Σύμβαση με τρόπο διαφορετικό από ότι σε αυτή, θα το πράττουν κατά τρόπον που είναι συμβατός με τους σκοπούς και τις αρχές της Σύμβασης.

3. Η παρούσα Σύμβαση δεν μπορεί να θίξει άλλα δικαιώματα, περιορισμούς, υποχρεώσεις και ευθύνες ενός Συμβαλλομένου Μέρους.

Άρθρο 40 - Δηλώσεις

Με γραπτή ειδοποίηση απευθυνόμενη στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης, κατά τη στιγμή της υπογραφής ή κατά το χρόνο της κατάθεσης του εγγράφου κύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης, κάθε Κράτος μπορεί να δηλώσει ότι κάνει χρήση της δυνατότητας να απαιτήσει πρόσθετα στοιχεία, όπως ορίζουν τα Άρθρα 2, 3, 6 παράγραφος 1.β, 7, 9 παράγραφος 3, και 27 παράγραφος 9.ε.

Άρθρο 41 - Ομοσπονδιακή ρήτρα

1. Ένα ομόσπονδο Κράτος μπορεί να επιφυλαχθεί να αναλάβει υποχρεώσεις, δυνάμει του Κεφαλαίου ΙΙ της παρούσης Σύμβασης σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές που διέπουν τη σχέση μεταξύ της κεντρικής κυβέρνησής του και των συστατικών Πολιτειών του ή άλλων παρόμοιων εδαφικών ενοτήτων υπό τον όρο ότι θα συνεχίσει να είναι σε θέση να συνεργάζεται με βάση το Κεφάλαιο ΙΙΙ.

2. Όταν διατυπώσει μια επιφύλαξη σύμφωνα με την παράγραφο 1, ένα ομόσπονδο Κράτος δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τους όρους αυτής της επιφύλαξης για να αποκλείσει ή να μειώσει τις υποχρεώσεις του για τη θέσπιση των μέτρων που ορίζονται στο Κεφάλαιο ΙΙ. Εν γένει, θα προβλέψει ευρύτερες και αποτελεσματικότερες αρμοδιότητες επιβολής του νόμου σε σχέση με τα μέτρα αυτά.

3. Σε σχέση με τις διατάξεις της παρούσης Σύμβασης, η εφαρμογή των οποίων εμπίπτει στη δικαιοδοσία των συστατικών Πολιτειών του ή άλλων παρόμοιων εδαφικών ενοτήτων, που δεν είναι υποχρεωμένες από το συνταγματικό σύστημα της ομοσπονδίας να λαμβάνουν νομοθετικά μέτρα, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές των Πολιτειών αυτών για τις εν λόγω διατάξεις και θα δώσει τη θετική γνώμη της, ενθαρρύνοντας τις Πολιτείες να ενεργήσουν καταλλήλως για την θέση τους σε ισχύ.

Άρθρο 42 - Επιφυλάξεις

Με γραπτή ειδοποίηση απευθυνόμενη στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης, κατά τη στιγμή της υπογραφής ή κατά τον χρόνο της κατάθεσης του εγγράφου κύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης, κάθε Κράτος μπορεί να δηλώσει ότι κάνει χρήση των επιφυλάξεων που προβλέπονται στο Άρθρο 4, παράγραφος 2, Άρθρο 6 παράγραφος 3, Άρθρο 9 παράγραφος 4, Άρθρο 10 παράγραφος 3, Άρθρο 11 παράγραφος 3, Άρθρο 14 παράγραφος 3, Άρθρο 22 παράγραφος 2, Άρθρο 29 παράγραφος 4, και Άρθρο 41 παράγραφος 1. Καμμία άλλη επιφύλαξη δεν μπορεί να διατυπωθεί.

Άρθρο 43 - Καθεστώς και άρση των επιφυλάξεων

1. Συμβαλλόμενο Μέρος που έχει καταθέσει επιφύλαξη σύμφωνα με το Άρθρο 42 μπορεί να την άρει εν όλω ή εν μέρει με ειδοποίηση απευθυνόμενη στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η άρση θα τεθεί σε ισχύ την ημερομηνία παραλαβής της ειδοποίησης από τον Γενικό Γραμματέα. Εάν η ειδοποίηση αναφέρει ότι η άρση μιας επιφύλαξης πρόκειται να τεθεί σε ισχύ σε μία ημερομηνία που θα ορίζεται στην ειδοποίηση και αυτή η ημερομηνία είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας που η ειδοποίηση θα παραληφθεί από τον Γενικό Γραμματέα, η άρση θα τεθεί σε ισχύ κατά την εν λόγω μεταγενέστερη ημερομηνία.

2. Συμβαλλόμενο Μέρος που έχει καταθέσει επιφύλαξη κατά το Άρθρο 42, θα άρει την εν λόγω επιφύλαξη, εν όλω ή εν μέρει, μόλις το επιτρέψουν οι περιστάσεις.

3. Ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης μπορεί περιοδικά να ερωτά τα Συμβαλλόμενα Μέρη που έχουν καταθέσει μία ή περισσότερες επιφυλάξεις κατά το Άρθρο 42, σχετικά με τις προοπτικές άρσης αυτών των επιφυλάξεων.

Άρθρο 44 - Τροποποιήσεις

1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί να προτείνει τροποποιήσεις της παρούσης Σύμβασης, οι οποίες θα κοινοποιούνται από το Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης στα Κράτη - Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, τα Κράτη μη Μέλη που έλαβαν μέρος στην επεξεργασία της παρούσας Σύμβασης, καθώς και σε κάθε άλλο Κράτος που έχει προσχωρήσει ή έχει προσκληθεί να προσχωρήσει στην παρούσα Σύμβαση, σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 37.

2. Κάθε τροποποίηση προτεινόμενη από ένα Συμβαλλόμενο Μέρος θα κοινοποιείται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα Προβλήματα του Εγκλήματος (CDPC), η οποία θα γνωμοδοτεί στην Επιτροπή Υπουργών επί της εν λόγω προτεινομένης τροποποίησης.

3. Η Επιτροπή Υπουργών θα εξετάζει την προτεινόμενη τροποποίηση και τη γνωμοδότηση της CDPC και κατόπιν διαβουλεύσεων με τα Κράτη μη Μέλη που είναι Συμβαλλόμενα Μέρη της παρούσας Σύμβασης, μπορεί να υιοθετήσει την τροποποίηση.

4. Το κείμενο τροποποίησης που εγκρίνεται από την Επιτροπή Υπουργών σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος Άρθρου, θα αποστέλλεται στα Συμβαλλόμενα Μέρη προς αποδοχή.

5. Κάθε τροποποίηση που εγκρίνεται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου θα τίθεται σε ισχύ την τριακοστή ημέρα μετά την ημέρα που όλα τα Συμβαλλόμενα Μέρη θα έχουν ενημερώσει το Γενικό Γραμματέα για την αποδοχή τους.

Άρθρο 45 - Επίλυση διαφορών

1. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα Προβλήματα του Εγκλήματος (CDPC) θα τηρείται ενήμερη για την ερμηνεία και εφαρμογή της Σύμβασης.

2. Σε περίπτωση που υπάρξει διαφορά μεταξύ Συμβαλλόμενων Μερών ως προς την ερμηνεία ή την εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης, αυτά θα αναζητήσουν επίλυση της διαφοράς μέσω διαπραγματεύσεων ή άλλων ειρηνικών μέσων της επιλογής τους, όπως δια της υποβολής της διαφοράς στην CDPC , σε ένα διαιτητικό δικαστήριο του οποίου οι αποφάσεις θα είναι δεσμευτικές για τα Συμβαλλόμενα Μέρη, ή στο Διεθνές Δικαστήριο, όπως θα συμφωνήσουν τα ενδιαφερόμενα Συμβαλλόμενα Μέρη.

Άρθρο 46 - Διαβουλεύσεις των Συμβαλλόμενων Μερών

1. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη θα διαβουλεύονται περιοδικά, όταν αυτό χρειάζεται, με σκοπό να διευκολυνθεί:

α. η αποτελεσματική χρήση και εφαρμογή της παρούσας Σύμβασης, όπως επίσης και ο εντοπισμός τυχόν προβλημάτων αυτής, καθώς και τα αποτελέσματα κάθε δήλωσης ή επιφύλαξης που έχει γίνει δυνάμει της Σύμβασης,

β. η ανταλλαγή πληροφοριών για σημαντικές νομικές, πολιτικές ή τεχνολογικές εξελίξεις πάνω στο θέμα του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο και της συλλογής αποδεικτικών στοιχείων σε ηλεκτρονική μορφή,

γ. εξέταση πιθανών συμπληρώσεων και τροποποιήσεων της παρούσας Σύμβασης.

2. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα Προβλήματα του Εγκλήματος (CDPC) θα τηρείται περιοδικά ενήμερη για τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 1.

3. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα Προβλήματα του Εγκλήματος (CDPC) θα διευκολύνει τις διαβουλεύσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 και θα λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να βοηθήσει τα Συμβαλλόμενα Μέρη στην προσπάθειά τους να συμπληρώσουν ή να τροποποιήσουν τη Σύμβαση. Το αργότερο τρία έτη μετά τη θέση σε ισχύ της παρούσας Σύμβασης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα Προβλήματα του Εγκλήματος (CDPC), σε συνεργασία με τα Συμβαλλόμενα Μέρη θα προβούν σε επανεξέταση όλων των διατάξεων της Σύμβασης και, εάν υπάρχει ανάγκη, θα προτείνουν τις κατάλληλες τροποποιήσεις.

4. Εκτός από τις περιπτώσεις που τα έξοδα αναλαμβάνονται από το Συμβούλιο της Ευρώπης, τα έξοδα που συνεπάγεται η εκτέλεση των διατάξεων της παραγράφου 1 θα βαρύνουν τα Συμβαλλόμενα Μέρη με τον τρόπο που εκείνα θα καθορίσουν.

5. Τα Συμβαλλόμενα Μέρη θα βοηθηθούν από την Γραμματεία του Συμβουλίου της Ευρώπης να εκτελέσουν τις αρμοδιότητές τους σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

Άρθρο 47 - Καταγγελία

1. Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος μπορεί ανά πάσα στιγμή να καταγγείλει την παρούσα Σύμβαση με ειδοποίηση απευθυνόμενη στο Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης.

2. Η εν λόγω καταγγελία θα τεθεί σε ισχύ την πρώτη ημέρα του μηνός που ακολουθεί την εκπνοή περιόδου τριών μηνών μετά την ημερομηνία κατά την οποία η ειδοποίηση θα παραληφθεί από τον Γενικό Γραμματέα.

Άρθρο 48 - Ειδοποίηση

Ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης θα ειδοποιεί όλα τα Κράτη Μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, τα Κράτη μη Μέλη που έχουν λάβει μέρος στην επεξεργασία της παρούσας Σύμβασης, καθώς και κάθε Κράτος που έχει προσχωρήσει σε αυτήν ή έχει προσκληθεί να προσχωρήσει σε αυτήν, σχετικά με:

α. κάθε υπογραφή,

β. την κατάθεση εγγράφου κύρωσης, αποδοχής, έγκρισης ή προσχώρησης,

γ. κάθε ημερομηνία θέσης σε ισχύ της παρούσας Σύμβασης σύμφωνα με τα Άρθρα 36 και 37,

δ. κάθε δήλωση που γίνεται δυνάμει του Άρθρου 40, ή κάθε επιφύλαξη που διατυπώνεται σύμφωνα με το Άρθρο 42,

ε. κάθε άλλη πράξη, ειδοποίηση ή επικοινωνία που σχετίζεται με την παρούσα Σύμβαση.

Σε πίστωση των ανωτέρω, οι υπογράφοντες, δεόντως εξουσιοδοτημένοι προς τούτο, υπέγραψαν την παρούσα Σύμβαση.

Έγινε στη Βουδαπέστη σήμερα 23 Νοεμβρίου 2001 στην Αγγλική και τη Γαλλική γλώσσα, αμφοτέρων των κειμένων όντων εξ ίσου αυθεντικών, σε ένα αντίγραφο το οποίο θα κατατεθεί στα αρχεία του Συμβουλίου της Ευρώπης. Ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης θα διαβιβάσει επικυρωμένα αντίγραφα σε κάθε Κράτος Μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης, στα Κράτη μη Μέλη που έλαβαν μέρος στην επεξεργασία της παρούσης Σύμβασης, καθώς και κάθε Κράτος που έχει προσκληθεί να προσχωρήσει σε αυτήν.

ΣυνημμένοΜέγεθος
PDF icon sumvasi_voudapestis_gr.pdf7.95 MB
Τα υποκειμενικά και αντικειμενικά όρια της συμφωνίας περί διαιτησίας

ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ

Ηλεκτρονικό Κτηματολόγιο - Βιβλιοθήκη Δικάιου Κτηματολογίου Νο 24
send