Άρθρο 2 Ορισμοί
Με την επιφύλαξη των ειδικών ορισμών που περιέχονται στα Κεφάλαια Ζ' και ΙΓ', κατά τον παρόντα νόμο νοούνται ως:
1. Πιστωτικό ίδρυμα:
α) επιχείρηση, η δραστηριότητα της οποίας συνίσταται στην αποδοχή καταθέσεων ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων από το κοινό και στη χορήγηση δανείων ή λοιπών πιστώσεων για λογαριασμό της, ή
β) ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος, κατά την έννοια της παραγράφου 19 του παρόντος άρθρου.
2. Άδεια λειτουργίας: Απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος από την οποία απορρέει η δυνατότητα ίδρυσης και λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος. Προκειμένου περί πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα σε άλλα κράτη-μέλη ή σε τρίτες χώρες η αντίστοιχη πράξη των αρμόδιων αρχών τους.
3. Υποκατάστημα: Μονάδα εκμετάλλευσης ενός πιστωτικού ιδρύματος, η οποία δεν έχει αυτοτελή νομική
προσωπικότητα και η οποία διενεργεί απευθείας όλες ή μερικές από τις πράξεις που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της δραστηριότητας του πιστωτικού ιδρύματος.
4. Αρχικό κεφάλαιο: Η αξία του καταβεβλημένου κεφαλαίου, με εξαίρεση την αξία των προνομιούχων μετοχών που παρέχουν δικαίωμα σωρευτικού μερίσματος για παρελθούσες χρήσεις, η διαφορά από έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο και τα αποθεματικά πάσης φύσεως με εξαίρεση αυτά από αναπροσαρμογή στοιχείων του ενεργητικού.
5. Ίδια κεφάλαια: Τα ίδια κεφάλαια, όπως εκάστοτε ορίζονται με αποφάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος.
6. Αρμόδιες αρχές: Οι εθνικές αρχές που είναι εξουσιοδοτημένες βάσει νόμου ή κανονιστικών διατάξεων να ασκούν την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων.
7. Κράτος-μέλος: Κάθε κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κάθε άλλο κράτος που έχει κυρώσει τη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (Ε.Ο.Χ.).
8. Κράτος-μέλος καταγωγής: Το κράτος-μέλος όπου έχει χορηγηθεί η άδεια λειτουργίας σε πιστωτικό ίδρυμα.
9. Κράτος-μέλος υποδοχής: Το κράτος-μέλος όπου ένα πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο εδρεύει σε άλλο κράτος-μέλος, έχει υποκατάστημα ή παρέχει υπηρεσίες.
10. Τρίτες χώρες: Οι λοιπές, πέραν των κρατών-μελών,
χώρες.
11. Χρηματοδοτικό ίδρυμα: Επιχείρηση η οποία δεν είναι πιστωτικό ίδρυμα και της οποίας η κύρια δραστηριότητα συνίσταται στην απόκτηση συμμετοχών ή στην άσκηση μιας ή περισσότερων από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στα υπό στοιχεία β'-ιβ', της παραγράφου 1 του άρθρου 11 του παρόντος νόμου.
12. Έλεγχος: Η σχέση που υφίσταται μεταξύ μητρικής επιχείρησης προς θυγατρική κατά την έννοια του εδαφίου α' της παρ. 5 του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει, ή η παρεμφερής σχέση μεταξύ οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου και μιας επιχείρησης.
13. Ειδική συμμετοχή: Η άμεση ή έμμεση κατοχή τουλάχιστον του 10% του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου μιας επιχείρησης ή η άσκηση ουσιώδους επιρροής στη διαχείριση της επιχείρησης αυτής.
Για το σκοπό της εφαρμογής του ορισμού «ειδική συμμετοχή» λαμβάνεται υπόψη και το άρθρο 10 του ν. 3556/2007.
14. Μητρική επιχείρηση: Η μητρική επιχείρηση κατά την έννοια των διατάξεων του εδαφίου α' της παρ. 5 του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει.
15. Θυγατρική επιχείρηση: Η θυγατρική επιχείρηση κατά την έννοια των διατάξεων του εδαφίου α' της παρ. 5 του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει. Κάθε θυγατρική επιχείρηση άλλης θυγατρικής θεωρείται επίσης θυγατρική της μητρικής επιχείρησης που είναι επικεφαλής των επιχειρήσεων αυτών.
16. Στενοί δεσμοί: Η κατάσταση κατά την οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται:
α) δια μέσου συμμετοχής, δηλαδή της άμεσης ή με δεσμό ελέγχου κατοχής του 20% ή περισσότερο του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου μιας επιχείρησης, ή
β) με δεσμό ελέγχου, κατά την έννοια της παραγράφου 12 του παρόντος άρθρου, ή
γ) με μόνιμο τρόπο με το ίδιο πρόσωπο με δεσμό ελέγχου, κατά την έννοια της παραγράφου 12 του παρόντος άρθρου.
17. Κίνδυνος απομείωσης της αξίας εισπρακτέων: ο κίνδυνος ότι ένα εισπρακτέο ποσό θα μειωθεί με πίστωση μετρητών προς τον οφειλέτη ή πίστωση άλλου είδους προς αυτόν.
18. Λειτουργικός κίνδυνος: ο κίνδυνος επέλευσης ζημιών οφειλόμενων είτε στην ανεπάρκεια ή στην αστοχία εσωτερικών διαδικασιών, φυσικών προσώπων και συστημάτων είτε σε εξωτερικά γεγονότα, ο οποίος περιλαμβάνει και το νομικό κίνδυνο.
19. Ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος: Επιχείρηση, εκτός του πιστωτικού ιδρύματος της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η οποία εκδίδει μέσα πληρωμής υπό μορφή ηλεκτρονικού χρήματος.
20. Ηλεκτρονικό χρήμα: Νομισματική αξία, η οποία αντιστοιχεί σε απαίτηση έναντι του εκδότη και η οποία επιπλέον:
α) είναι αποθηκευμένη σε ηλεκτρονικό υπόθεμα, β) έχει εκδοθεί κατόπιν παραλαβής χρηματικού ποσού, και
γ) γίνεται δεκτή ως μέσο πληρωμής από επιχειρήσεις άλλες, εκτός από την εκδότρια.
21. Κεντρικές τράπεζες: Οι εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών-μελών και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.