1. Ο δικαστής αποκλείεται από την άσκηση του λειτουργήματός του σε δίκη:
α) από την έκβαση της οποίας έχει άμεσο ή έμμεσο προσωπικό συμφέρον, ή
β) που αφορά υπόθεση στην οποία έχει αναμιχθεί με την ιδιότητα του πληρεξουσίου, αντιπροσώπου, εκπροσώπου, συμβούλου, μάρτυρα ή πραγματογνώμονα, ή
γ) που αφορά διοικητική πράξη ή δικαστική απόφαση στην έκδοση των οποίων έχει συμπράξει.
2. Ο κατά την περ. γ' της προηγούμενης παραγράφου λόγος αποκλεισμού του δικαστή που είχε συμπράξει στην έκδοση της προσβαλλομένης απόφασης δεν ισχύει κατά την εκδίκαση της ανακοπής ερημοδικίας, της αίτησης αναθεώρησης, της τριτανακοπής και της αίτησης διόρθωσης ή ερμηνείας.
3. Αποκλείεται, επίσης, ο δικαστής από την άσκηση του λειτουργήματός του σε δίκη στην οποία είναι διάδικος:
α) σύζυγος ή μνηστήρας του, ή
β) πρόσωπο με το οποίο συνδέεται με συγγένεια αίματος ή αγχιστείας έως και τρίτου βαθμού, ή
γ) πρόσωπο με το οποίο συνδέεται με υιοθεσία.