1. Η αίτηση είναι απαράδεκτη αν δεν τηρηθούν όσα ορίζονται στο άρθρο 17.
2. Αν κάποιος από τους λόγους εξαίρεσης κριθεί βάσιμος, το δικαστήριο με την απόφασή του διατάζει την αποχή του δικαστή από τα καθήκοντά του στη συγκεκριμένη δίκη και απαγγέλλει, εφόσον ζητηθεί, την ακυρότητα των πράξεων της παρ. 2 του άρθρου 17.
3. Αν κάνεις από τους λόγους εξαίρεσης δεν κριθεί βάσιμος, η αίτηση απορρίπτεται. Με την απορριπτική απόφαση το δικαστήριο, εάν κρίνει ότι οι λόγοι εξαίρεσης είναι απαράδεκτοι ή προδήλως αβάσιμοι, επιβάλλει σε εκείνον που υπέβαλε την αίτηση και τις κυρώσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 42.
4. Η απορριπτική απόφαση δεν υπόκειται αυτοτελώς σε ένδικα μέσα.