1. Αν γίνει εν όλω ή εν μέρει δεκτή η αίτηση, διατάσσεται η ολική ή μερική αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης με την αντίστοιχη προσφυγή πράξης,
2. Η αναστολή, αν στη σχετική απόφαση δεν ορίζεται διαφορετικά, ισχύει ως τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης για την προσφυγή.
3. Με την ίδια απόφαση, με την οποία διατάσσεται η αναστολή εκτέλεσης, είναι δυνατόν, ακόμη και χωρίς σχετικό αίτημα:
α) να οριστεί, ως προϋπόθεση ισχύος της αναστολής, η κατάθεση στο καθ ου η αίιηοη, μέσα αε τακτή προθεσμία, εγγυητικής επιστολής αναγνωρισμένης τράπεζας, για ποσό που καθορίζεται με την απόφαση αυτήν, ή
β) να επιτραπεί, στο καθ' ου η αίτηση, η εγγραφή προσημείωσης υποθήκης ο ε ακίνητο του αιτούντος, για ποσό που καθορίζεται με την ίδια απόφαση, ή
γ) να εξαρτηθεί η ισχύς της αναστολής από την τήρηση οποιουδήποτε όρου που κρίνει αναγκαίο το δικαστήριο.
4. Αν η Διοίκηση καθυστερήσει να αποστείλει στο δικαστήριο όσα ορίζονται στην παρ. 3 του άρθρου 203, μπορεί, αν συντρέχουν οι λόγοι του άρθρου 202, να διαταχθεί προσωρινή αναστολή, εφόσον τούτο δεν αποκλείεται κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου. Στην περίπτωση αυτήν, η οριστική απόφαση εκδίδεται το αργότερο μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την περιέλευση στο δικαστήριο των στοιχείων τούτων, αλλιώς η προσωρινή αναστολή παύει αυτοδικαίως.
5. Η απόφαση που εκδίδεται για την αίτηση αναστολής επιδίδεται στους διαδίκους, με τη φροντίδα της γραμματείας, κατά τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 195.
6. Οι αποφάσεις που εκδίδονται για την αίτηση αναστολής μπορούν να ανακληθούν εν όλω ή εν μέρει, ύστερα από αίτηση διαδίκου ή τρίτου που έχει έννομο συμφέρον, αν η αίτηση ανάκλησης στηρίζεται σε νέα στοιχεία. Κατά την εκδίκαση της αίτησης αυτής εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 200 έως και 205.