logo-print

Παραρτήματα άρθρου τρίτου - Νόμος 4428/2016

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

ΚΟΙΝΟ ΠΡΟΤΥΠΟ ΑΝΑΦΟΡΑΣ (ΚΠΑ) ΜΕ ΚΑΝΟΝΕΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΚΑΙ ΔΕΟΥΣΑΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΠΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ

ΤΜΗΜΑ Ι

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

Ενότητα Α΄. Με την επιφύλαξη των ειδικότερα οριζομένων στις Ενότητες Γ΄ έως Ε’, κάθε Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα υποχρεούται να παρέχει στην αρμόδια κατά το άρθρο 5 του Ν.4170/2013 αρχή, τις ακόλουθες πληροφορίες σχετικά με κάθε Δηλωτέο Λογαριασμό αυτού του Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος:

1. α) Στην περίπτωση κάθε Δηλωτέου Προσώπου που είναι Δικαιούχος Λογαριασμού και το οποίο είναι φυσικό πρόσωπο:

(i) το όνομα,

(ii) τη διεύθυνση,

(iii) τη δικαιοδοσία(-ες) φορολογικής κατοικίας,

(iν) τον/τους Αριθμό/ους Φορολογικού Μητρώου (ΑΦΜ), και

(ν) την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης

β) Στην περίπτωση κάθε Δηλωτέου Προσώπου που είναι Δικαιούχος Λογαριασμού και το οποίο είναι Οντότητα:

(i) το όνομα,

(ii) τη διεύθυνση,

(iii) τη δικαιοδοσία(-ες) φορολογικής κατοικίας,

(iv) τον/τους ΑΦΜ,

(ν) και όπου η Οντότητα αυτή που είναι Δικαιούχος Λογαριασμού κατόπιν εφαρμογής των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας κατά τα Τμήματα V, VI και VII, διαπιστώνεται ότι διαθέτει έναν ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα, τις ακόλουθες επί πλέον πληροφορίες: (i) την ονομασία, (ii) τη διεύθυνση, (iii) τη δικαιοδοσία(-ες) κατοικίας και (iν) τον/τους ΑΦΜ της οντότητας, καθώς και (νi) το όνομα, (νii) τη διεύθυνση, (viii) τη δικαιοδοσία(-ες) κατοικίας, (ix) τον/τους ΑΦΜ και (x) την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης κάθε Δηλωτέου Προσώπου.

2. Τον αριθμό λογαριασμού ή λειτουργικό ισοδύναμο ελλείψει αριθμού λογαριασμού.

3. Την ονομασία και τον αριθμό ταυτοποίησης, αν υπάρχει, του Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος.

4. Το υπόλοιπο ή την αξία του λογαριασμού συμπεριλαμβανομένης, στην περίπτωση του Ασφαλιστήριου Συμβολαίου με Αξία Εξαγοράς ή του Συμβολαίου Προσόδων, της αξίας εξαγοράς κατά τη λήξη ή της τιμής εξαγοράς κατά την πρόωρη λύση του συμβολαίου, στο τέλος του σχετικού ημερολογιακού έτους ή το κλείσιμο του λογαριασμού, εάν ο λογαριασμός έκλεισε κατά τη διάρκεια αυτού του έτους.

5. Σε περίπτωση Λογαριασμού Θεματοφυλακής:

α) το συνολικό ακαθάριστο ποσό των τόκων, το συνολικό ακαθάριστο ποσό των μερισμάτων και το συνολικό ακαθάριστο ποσό λοιπών εισοδημάτων που προέκυψαν σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία που τηρούνται στον λογαριασμό, σε κάθε περίπτωση που καταβλήθηκαν ή πιστώθηκαν στον λογαριασμό, ή σε σχέση με τον λογαριασμό, κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους και

β) τα συνολικά ακαθάριστα έσοδα από την πώληση ή την εξαγορά Χρηματοοικονομικών Περιουσιακών Στοιχείων τα οποία καταβλήθηκαν ή πιστώθηκαν στον λογαριασμό κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους και για τα οποία το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα ενήργησε ως θεματοφύλακας, μεσάζων, εντολοδόχος ή άλλως, ως εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος του Δικαιούχου Λογαριασμού.

6. Σε περίπτωση Καταθεπκού Λογαριασμού, το συνολικό ακαθάριστο ποσό των τόκων που καταβλήθηκε ή πιστώθηκε στον λογαριασμό κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους και

7. Σε περίπτωση λογαριασμού που δεν περιγράφεται στην Ενότητα Α’  παρ. 5 ή 6, το συνολικό ακαθάριστο ποσό που καταβλήθηκε ή πιστώθηκε στον Δικαιούχο Λογαριασμού σε σχέση με τον λογαριασμό, κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους, ως προς το οποίο το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα είναι οφειλέτης ή χρεώστης, συμπεριλαμβανομένου του συνολικού ποσού τυχόν πληρωμών εξόφλησης προς τον Δικαιούχο Λογαριασμού κατά τη διάρκεια του ημερολογιακού έτους.

Ενότητα Β΄. Στις υποβληθείσες πληροφορίες πρέπει να διευκρινίζεται το νόμισμα στο οποίο εκφράζεται κάθε ποσό.

Ενότητα Γ΄. Κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην Ενότητα Α’ παρ. 1, όσον αφορά κάθε Δηλωτέο Λογαριασμό που συνιστά Προϋπάρχοντα Λογαριασμό ή κάθε Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό που έχει ανοιχθεί πριν γίνει Δηλωτέος Λογαριασμός, ο/οι ΑΦΜ ή η ημερομηνία γέννησης δεν είναι υποχρεωτικό να δηλωθούν εάν δεν υπάρχουν στα αρχεία του Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος και εάν δεν απαιτείται άλλως η απόκτηση τους από το εν λόγω Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα βάσει της εσωτερικής νομοθεσίας. Εντούτοις, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα πρέπει να καταβάλλει κάθε εύλογη προσπάθεια προκειμένου να αποκτήσει τον/τους ΑΦΜ και την ημερομηνία γέννησης όσον αφορά Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς έως το τέλος του δεύτερου ημερολογιακού έτους που έπεται του έτους κατά το οποίο οι Προϋπάρχοντες Λογαριασμοί ταυτοποιήθηκαν ως Δηλωτέοι Λογαριασμοί.

Ενότητα Δ΄. Κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην Ενότητα Α’ παρ. 1, ο ΑΦΜ δεν είναι υποχρεωτικό να δηλωθεί εάν α) δεν έχει εκδοθεί από την οικεία Δηλωτέα Δικαιοδοσία, β) ή το εσωτερικό δίκαιο της οικείας Δηλωτέας Δικαιοδοσίας δεν απαιτεί τη συλλογή του ΑΦΜ που εκδόθηκε από την εν λόγω Δηλωτέα Δικαιοδοσία.

Ενότητα Ε΄. Κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην Ενότητα Α’ παρ. 1, ο τόπος γέννησης δεν είναι υποχρεωτικό να δηλωθεί, εκτός εάν:

1. το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα υποχρεούται άλλως να τον πληροφορηθεί και να τον δηλώσει βάσει της εσωτερικής νομοθεσίας, και

2. αυτή η πληροφορία διατίθεται στα ηλεκτρονικώς αναζητήσιμα στοιχεία που τηρεί το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα.

ΤΜΗΜΑ II

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΔΕΟΥΣΑΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ

Ενότητα Α΄. Ένας λογαριασμός λογίζεται ως Δηλωτέος Λογαριασμός από την ημερομηνία κατά την οποία ταυτοποιείται ως τέτοιος, σύμφωνα με τις διαδικασίες περί δέουσας επιμέλειας όπως ορίζονται στα Τμήματα II ως VII και, εάν δεν προβλέπεται διαφορετικά, οι πληροφορίες σχετικά με Δηλωτέο Λογαριασμό πρέπει να υποβάλλονται ετησίως κατά το ημερολογιακό έτος που έπεται του έτους στο οποίο αφορούν οι πληροφορίες.

Ενότητα Β΄. Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα, τα οποία σύμφωνα με τις διαδικασίες περί δέουσας επιμέλειας όπως ορίζονται στα Τμήματα II έως και VII, ταυτοποιούν ένα λογαριασμό ως Λογαριασμό Αλλοδαπής που δεν είναι Δηλωτέος Λογαριασμός κατά το χρόνο εφαρμογής των παραπάνω διαδικασιών δέουσας επιμέλειας, μπορεί να βασίζονται στα αποτελέσματα των εν λόγω διαδικασιών, προκειμένου να είναι δυνατή η συμμόρφωση τους με τις μελλοντικές υποχρεώσεις για την υποβολή των εν λόγω στοιχείων.

Ενότητα Γ΄. Το υπόλοιπο ή η αξία ενός λογαριασμού προσδιορίζεται την τελευταία ημέρα του ημερολογιακού έτους.

Ενότητα Δ΄. Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα μπορούν να χρησιμοποιούν παρόχους υπηρεσιών για να τηρήσουν τις υποχρεώσεις τους, σχετικά με την υποβολή στοιχείων και τη δέουσα επιμέλεια, που ισχύουν για τα ίδια, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις διατάξεις της εσωτερικής νομοθεσίας σχετικά με την τήρηση του φορολογικού απορρήτου, της εμπιστευτικότητας των πληροφοριών και των διατάξεων του N.2472/1997, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες υποχρεώσεις:

(α) Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα υποχρεώνουν τους τρίτους παρόχους υπηρεσιών να τηρούν αντίγραφα των εγγράφων και των πληροφοριών που αποκτώνται από αυτούς.

(β) Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα δεν βασίζονται στις πληροφορίες για τα Δηλωτέα Πρόσωπα, όπως καθορίζονται από τους τρίτους παρόχους υπηρεσιών για τα οποία γνωρίζουν ή είναι εν τοις πράγμασι σε θέση να γνωρίζουν ότι οι ως άνω πληροφορίες είναι αναξιόπιστες ή ανακριβείς.

Για τις ανωτέρω υποχρεώσεις συνεχίζουν να ευθύνονται τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα και οι ενέργειες των τρίτων παροχών υπηρεσιών καταλογίζονται για την εφαρμογή αστικών, διοικητικών και ποινικών κυρώσεων στα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα.

Ενότητα Ε΄. Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα μπορεί να εφαρμόζουν τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας για Νέους Λογαριασμούς σε Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς και τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας για Λογαριασμούς Υψηλής Αξίας σε Λογαριασμούς Χαμηλότερης Αξίας. Στην περίπτωση που επιλέξουν να εφαρμόζουν τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας για Νέους Λογαριασμούς σε Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς, παραμένουν σε ισχύ οι κανόνες που ισχύουν κατά τα λοιπά στους Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς.

ΤΜΗΜΑ III

ΔΕΟΥΣΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΓΙΑ ΠΡΟΫΠΑΡΧΟΝΤΕΣ ΑΤΟΜΙΚΟΥΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ

Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα υποχρεούνται να εφαρμόζουν τις ακόλουθες διαδικασίες σε ό,τι αφορά τους Προϋπάρχοντες Ατομικούς Λογαριασμούς.

Ενότητα Α΄. Λογαριασμοί που Δεν Απαιτείται να Εξεταστούν, Προσδιοριστούν ή Δηλωθούν. Ένας Προϋπάρχων Ατομικός Λογαριασμός που αποτελεί Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς ή Συμβόλαιο Προσόδων δεν απαιτείται να εξεταστεί, προσδιοριστεί ή δηλωθεί υπό τον όρο ότι το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εμποδίζεται αποτελεσματικά από το νόμο να πωλήσει τέτοιο Συμβόλαιο σε κατοίκους μιας Δηλωτέας Δικαιοδοσίας.

Ενότητα Β΄. Λογαριασμοί Χαμηλότερης Αξίας. Σε ό,τι αφορά τους Λογαριασμούς Χαμηλότερης Αξίας ισχύουν οι ακόλουθες διαδικασίες:

1. Διεύθυνση Κατοικίας. Αν το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα έχει στα αρχεία του τρέχουσα διεύθυνση κατοικίας του Δικαιούχου Ατομικού Λογαριασμού που βασίζεται σε Αποδεικτικό Έγγραφο, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα μπορεί να θεωρήσει ότι ο Δικαιούχος Ατομικού Λογαριασμού έχει τη φορολογική κατοικία του στη δικαιοδοσία όπου βρίσκεται η διεύθυνση προκειμένου να προσδιοριστεί κατά πόσον ο συγκεκριμένος Δικαιούχος Ατομικού Λογαριασμού είναι Δηλωτέο Πρόσωπο.

2. Έρευνα σε Ηλεκτρονικό Αρχείο. Αν το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα δεν στηρίζεται σε τρέχουσα διεύθυνση κατοικίας του Δικαιούχου Ατομικού Λογαριασμού που βασίζεται σε Αποδεικτικό Έγγραφο όπως αναφέρεται στην Ενότητα Β’ παρ. 1, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα πρέπει να ερευνήσει στα ηλεκτρονικώς αναζητήσιμα στοιχεία που διατηρεί το ίδιο για οποιαδήποτε από τις ακόλουθες ενδείξεις και να εφαρμόσει την Ενότητα Β’ παρ. 3 έως 6:

α) ταυτοποίηση του Δικαιούχου Λογαριασμού ως κατοίκου Αλλοδαπής Δικαιοδοσίας,

β) τρέχουσα ταχυδρομική διεύθυνση ή διεύθυνση κατοικίας, συμπεριλαμβανομένης ταχυδρομικής θυρίδας, σε Αλλοδαπή Δικαιοδοσία,

γ) ένας ή παραπάνω τηλεφωνικοί αριθμοί σε Αλλοδαπή Δικαιοδοσία και απουσία τηλεφωνικού αριθμού στην Ελλάδα, εφόσον η Ελλάδα είναι η Δικαιοδοσία του Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος,

δ) πάγιες εντολές, εκτός όσων σχετίζονται με Καταθετικό Λογαριασμό, για μεταφορά κεφαλαίων σε λογαριασμό που τηρείται σε Αλλοδαπή Δικαιοδοσία,

ε) ισχύον πληρεξούσιο ή δικαίωμα υπογραφής που χορηγείται σε πρόσωπο με διεύθυνση σε Αλλοδαπή Δικαιοδοσία, ή

στ) οδηγία φύλαξης αλληλογραφίας («hold mail») ή διεύθυνση με την ένδειξη «φροντίδι του» σε Αλλοδαπή Δικαιοδοσία αν το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα δεν έχει στα αρχεία του άλλη διεύθυνση για το Δικαιούχο Λογαριασμού.

3. Αν κατά την ηλεκτρονική έρευνα δεν βρεθεί καμία από τις ενδείξεις που απαριθμούνται στην Ενότητα Β’ παρ. 2, δεν απαιτείται καμία περαιτέρω ενέργεια μέχρις ότου είτε υπάρξει αλλαγή στις περιστάσεις που να έχει ως αποτέλεσμα τη σύνδεση μιας ή περισσότερων ενδείξεων με το λογαριασμό είτε ο λογαριασμός καταστεί Λογαριασμός Υψηλής Αξίας.

4. Αν κατά την ηλεκτρονική έρευνα βρεθεί οποιαδήποτε από τις ενδείξεις που απαριθμούνται στην Ενότητα Β’ παρ. 2 στοιχ. α’ έως ε’, ή αν υπάρξει αλλαγή στις περιστάσεις η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη σύνδεση μιας ή περισσότερων ενδείξεων με το λογαριασμό, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει να θεωρήσει ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού έχει τη φορολογική κατοικία του σε κάθε Αλλοδαπή Δικαιοδοσία για την οποία ταυτοποιείται ένδειξη, εκτός αν επιλέξει να εφαρμόσει την Ενότητα Β’ παρ. 6 και ισχύει μία από τις εξαιρέσεις της παραγράφου αυτής σε ό,τι αφορά τον εν λόγω λογαριασμό.

5. Αν κατά την ηλεκτρονική έρευνα βρεθεί οδηγία φύλαξης αλληλογραφίας («hold mail») ή διεύθυνση με την ένδειξη «φροντίδι του» και δεν βρεθεί άλλη διεύθυνση και καμία από τις ενδείξεις που απαριθμούνται στην Ενότητα Β’ παρ. 2 στοιχ. α’ έως ε’ για το Δικαιούχο Λογαριασμού, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει, με τη σειρά που αρμόζει καλύτερα στις περιστάσεις, να εφαρμόσει την έρευνα σε αρχείο εγγράφων που περιγράφεται στην Ενότητα Γ΄ παρ. 2 ή να επιδιώξει να εξασφαλίσει από τον Δικαιούχο Λογαριασμού αυτοπιστοποίηση ή Αποδεικτικό Έγγραφο ώστε να προσδιορίσει την ή τις φορολογικές κατοικίες αυτού του Δικαιούχου Λογαριασμού. Αν δεν βρεθεί ένδειξη κατά την έρευνα σε αρχείο εγγράφων και δεν σταθεί δυνατό να εξασφαλιστεί η αυτοπιστοποίηση ή το Αποδεικτικό Έγγραφο, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα υποχρεούται να δηλώσει το λογαριασμό στην αρμόδια κατ’ άρθρο 5 του Ν.4170/2013 αρχή του Υπουργείου Οικονομικών, ως μη τεκμηριωμένο λογαριασμό.

6. Παρά την εξεύρεση ενδείξεων σύμφωνα με την Ενότητα Β’ παρ. 2, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα δεν είναι υποχρεωμένα να θεωρήσουν ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι κάτοικος Αλλοδαπής Δικαιοδοσίας αν:

α) στις πληροφορίες που αφορούν το Δικαιούχο Λογαριασμού περιλαμβάνεται τρέχουσα ταχυδρομική διεύθυνση ή διεύθυνση κατοικίας στην εν λόγω Αλλοδαπή Δικαιοδοσία, ένας ή παραπάνω τηλεφωνικοί αριθμοί στην εν λόγω Αλλοδαπή Δικαιοδοσία και δεν υπάρχει τηλεφωνικός αριθμός του Δικαιούχου Λογαριασμού στην Ελλάδα ως Δικαιοδοσία του Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος ή πάγιες εντολές, σε ό,τι αφορά Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς εκτός των Καταθετικών Λογαριασμών, για μεταφορά κεφαλαίων σε λογαριασμό που τηρείται σε Αλλοδαπή Δικαιοδοσία, και το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εξασφαλίζει ή έχει προηγουμένως εξετάσει και τηρεί στο αρχείο του:

(i) αυτοπιστοποίηση από τον Δικαιούχο Λογαριασμού της ή των δικαιοδοσιών κατοικίας αυτού του Δικαιούχου Λογαριασμού που δεν περιλαμβάνει αυτήν την Αλλοδαπή Δικαιοδοσία και

(ii) Αποδεικτικό Έγγραφο που βεβαιώνει ότι η φορολογική κατοικία του Δικαιούχου Λογαριασμού δεν είναι σε Αλλοδαπή Δικαιοδοσία,

β) στις πληροφορίες που αφορούν τον Δικαιούχο Λογαριασμού περιλαμβάνεται ισχύον πληρεξούσιο ή δικαίωμα υπογραφής που χορηγείται σε πρόσωπο με διεύθυνση στην Αλλοδαπή Δικαιοδοσία, και το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εξασφαλίζει ή έχει προηγουμένως εξετάσει και τηρεί στο αρχείο του:

(i) αυτοπιστσποίηση από το Δικαιούχο Λογαριασμού της ή των δικαιοδοσιών κατοικίας αυτού του Δικαιούχου Λογαριασμού που δεν περιλαμβάνει αυτήν την Αλλοδαπή Δικαιοδοσία ή

(ii) Αποδεικτικό Έγγραφο που βεβαιώνει ότι η φορολογική κατοικία του Δικαιούχου Λογαριασμού δεν είναι στην Αλλοδαπή Δικαιοδοσία.

Ενότητα Γ΄. Διαδικασίες Ενισχυμένης Εξέτασης για Λογαριασμούς Υψηλής Αξίας. Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα υποχρεούνται να εφαρμόζουν σε ό,τι αφορά τους Λογαριασμούς Υψηλής Αξίας τις ακόλουθες διαδικασίες ενισχυμένης εξέτασης:

1. Έρευνα σε Ηλεκτρονικό Αρχείο. Σε ό,τι αφορά τους Λογαριασμούς Υψηλής Αξίας, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει να αναζητήσει στα ηλεκτρονικώς αναζητήσιμα στοιχεία που τηρεί το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οποιαδήποτε από τις ενδείξεις οι οποίες αναφέρονται στην Ενότητα Β’ παρ. 2.

2. Έρευνα σε αρχείο εγγράφων. Αν οι βάσεις δεδομένων με δυνατότητα ηλεκτρονικής αναζήτησης του Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος περιλαμβάνουν πεδία για τις πληροφορίες της Ενότητας Γ’ παρ. 3 και περιέχουν όλα αυτά τα στοιχεία, τότε δεν απαιτείται περαιτέρω έρευνα σε αρχείο εγγράφων. Αν οι ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων δεν περιέχουν όλες αυτές τις πληροφορίες, τότε σε ό,τι αφορά Λογαριασμό Υψηλής Αξίας το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει επίσης να αναζητήσει στον τρέχοντα κύριο φάκελο του πελάτη και, αν δεν περιλαμβάνονται στον τρέχοντα κύριο φάκελο του πελάτη, στα ακόλουθα έγγραφα που σχετίζονται με τον λογαριασμό και εξασφαλίζονται από το Δηλούν Χρηματοπιστωηκό Ίδρυμα εντός των τελευταίων πέντε (5) ετών οποιαδήποτε από τις ενδείξεις που αναφέρονται στην Ενότητα Β’ παρ. 2:

α) το πιο πρόσφατο Αποδεικτικό Έγγραφο που παρελήφθη σε σχέση με το λογαριασμό,

β) την πιο πρόσφατη σύμβαση ανοίγματος λογαριασμού ή τεκμηρίωση,

γ) την πιο πρόσφατη τεκμηρίωση που εξασφαλίστηκε από το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα σύμφωνα με τις Διαδικασίες Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες/Γνώρισε τον Πελάτη σου (AML/KYC) ή για άλλους ρυθμιστικούς σκοπούς,

δ) τυχόν ισχύον πληρεξούσιο ή δικαίωμα υπογραφής, και ε) τυχόν ισχύουσες πάγιες εντολές, εκτός όσων σχετίζονται με Καταθετικό Λογαριασμό, για μεταφορά κεφαλαίων.

3. Εξαίρεση στην Περίπτωση που οι Βάσεις Δεδομένων Περιέχουν Επαρκείς Πληροφορίες. Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα δεν υποχρεούνται να προβούν στην έρευνα σε αρχείο εγγράφων που περιγράφεται στην Ενότητα Γ΄ παρ. 2 στην περίπτωση που οι ηλεκτρoνικώς αναζητήσιμες πληροφορίες των Δηλούντων Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:

α) το καθεστώς κατοικίας του Δικαιούχου Λογαριασμού,

β) τη διεύθυνση κατοικίας και την ταχυδρομική διεύθυνση του Δικαιούχου Λογαριασμού που περιέχονται επί του παρόντος στον,φάκελο που τηρεί το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα,

γ) τον ή τους τηλεφωνικούς αριθμούς του Δικαιούχου Λογαριασμού οι οποίοι περιέχονται επί του παρόντος στο φάκελο που τηρεί το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα, εάν υπάρχουν,

δ) επί Χρηματοοικονομικών Λογαριασμών εκτός των Καταθετικών Λογαριασμών, εάν υπάρχουν ισχύουσες πάγιες εντολές για μεταφορά κεφαλαίων του λογαριασμού σε άλλο λογαριασμό, συμπεριλαμβανομένου λογαριασμού σε άλλο υποκατάστημα του Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος ή σε άλλο Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα,

ε) εάν υπάρχει τρέχουσα οδηγία φύλαξης αλληλογραφίας («hold mail») ή διεύθυνση με την ένδειξη «φροντίδι του» ή για τον Δικαιούχο Λογαριασμού, και

στ) εάν υπάρχει πληρεξούσιο ή δικαίωμα υπογραφής για το λογαριασμό.

4. Έρευνα του Συμβούλου Πελατείας για Πραγματική Γνώση. Πέρα από την έρευνα σε ηλεκτρονικά αρχεία και σε αρχεία εγγράφων που περιγράφονται στην Ενότητα Γ’ παρ. 1 και 2, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα θεωρεί ως Δηλωτέο Λογαριασμό οποιονδήποτε Λογαριασμό Υψηλής Αξίας έχει ανατεθεί σε σύμβουλο πελατείας, συμπεριλαμβανομένων Χρηματοοικονομικών Λογαριασμών που αθροίζονται με αυτόν τον Λογαριασμό Υψηλής Αξίας, αν ο σύμβουλος πελατείας είναι εν τοις πράγμασι σε θέση να γνωρίζει ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι Δηλωτέο Πρόσωπο.

5. Αποτελέσματα της Ανεύρεσης Ενδείξεων.

α) Αν κατά την ενισχυμένη εξέταση των Λογαριασμών Υψηλής Αξίας που περιγράφεται παραπάνω δεν βρεθεί καμία από τις ενδείξεις που περιγράφονται στην Ενότητα Γ΄ παρ. 2 και δεν έχει διαπιστωθεί ότι ο λογαριασμός τηρείται από κάτοικο που έχει τη φορολογική του κατοικία σε Αλλοδαπή Δικαιοδοσία σύμφωνα με την Ενότητα Γ΄ παρ. 4, δεν απαιτείται καμία περαιτέρω ενέργεια μέχρις ότου υπάρξει αλλαγή στις περιστάσεις η οποία να έχει ως αποτέλεσμα τη σύνδεση μιας ή περισσότερων ενδείξεων με το λογαριασμό.

β) Αν κατά την ενισχυμένη εξέταση των Λογαριασμών Υψηλής Αξίας που περιγράφεται παραπάνω βρεθεί οποιαδήποτε από τις ενδείξεις που περιγράφονται στην Ενότητα Γ’ παρ. 2 στοιχ. α’ έως ε’, ή αν υπάρξει μεταγενέστερη αλλαγή στις περιστάσεις, η οποία να έχει ως αποτέλεσμα τη σύνδεση μιας ή περισσότερων ενδείξεων με το λογαριασμό, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει να αντιμετωπίζει τον Δικαιούχο Λογαριασμού ως φορολογικό κάτοικο κάθε Αλλοδαπής Δικαιοδοσίας για την οποία ταυτοποιείται ένδειξη, εκτός αν επιλέξει να εφαρμόσει την Ενότητα Β’ παρ. 6 και ισχύει μία από τις εξαιρέσεις της παραγράφου αυτής όσον αφορά αυτόν το λογαριασμό.

γ) Αν κατά την ενισχυμένη εξέταση των Λογαριασμών Υψηλής Αξίας που περιγράφεται στην Ενότητα Γ’ βρεθεί οδηγία φύλαξης αλληλογραφίας («hold mail») ή διεύθυνση με την ένδειξη «φροντίδι του» και δεν βρεθεί άλλη διεύθυνση και καμία από τις άλλες ενδείξεις που απαριθμούνται στην Ενότητα Β’ παρ. 2 στοιχ. α’ έως ε’ για τον Δικαιούχο Λογαριασμού, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει να εξασφαλίσει από αυτόν τον Δικαιούχο Λογαριασμού αυτοπιστοποίηση ή Αποδεικτικό Έγγραφο ώστε να προσδιορίσει την ή τις φορολογικές κατοικίες του Δικαιούχου Λογαριασμού. Αν το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα δεν είναι σε θέση να εξασφαλίσει τέτοια αυτοπιστοποίηση ή Αποδεικτικό Έγγραφο, υποχρεούται να δηλώσει το λογαριασμό στην αρμόδια κατ’ άρθρο 5 του Ν.4170/2013 αρχή του Υπουργείου Οικονομικών, ως μη τεκμηριωμένο λογαριασμό.

6. Αν Προϋπάρχων Ατομικός Λογαριασμός δεν είναι Λογαριασμός Υψηλής Αξίας κατά την 31η Δεκεμβρίου 2016, αλλά καταστεί Λογαριασμός Υψηλής Αξίας κατά την τελευταία ημέρα επόμενου ημερολογιακού έτους, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει να ολοκληρώσει τις διαδικασίες ενισχυμένης εξέτασης που περιγράφονται στην Ενότητα Γ΄ όσον αφορά αυτόν το λογαριασμό εντός του ημερολογιακού έτους που έπεται του έτους κατά το οποίο ο λογαριασμός καθίσταται Λογαριασμός Υψηλής Αξίας. Αν βάσει αυτής της εξέτασης αυτός ο λογαριασμός ταυτοποιηθεί ως Δηλωτέος Λογαριασμός, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα υποβάλλει τις απαιτούμενες πληροφορίες σχετικά με το λογαριασμό αυτό σε σχέση με το έτος κατά το οποίο ταυτοποιείται ως Δηλωτέος Λογαριασμός και τα επόμενα έτη σε ετήσια βάση, εκτός αν ο Δικαιούχος Λογαριασμού πάψει να αποτελεί Δηλωτέο Πρόσωπο.

7. Όταν το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εφαρμόζει τις διαδικασίες ενισχυμένης εξέτασης που περιγράφονται στην Ενότητα Γ΄ σε Λογαριασμό Υψηλής Αξίας, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα δεν υποχρεούται να εφαρμόσει εκ νέου τις διαδικασίες αυτές, εκτός από την έρευνα του συμβούλου πελατείας που περιγράφεται στην Ενότητα Γ΄ παρ. 4, στον ίδιο Λογαριασμό Υψηλής Αξίας τα επόμενα έτη, εκτός αν ο λογαριασμός είναι μη τεκμηριωμένος, οπότε το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει να τις εφαρμόζει εκ νέου ετησίως μέχρις ότου αυτός ο λογαριασμός πάψει να είναι μη τεκμηριωμένος.

8. Αν υπάρξει αλλαγή στις περιστάσεις σε σχέση με Λογαριασμό Υψηλής Αξίας η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη σύνδεση μιας ή περισσότερων ενδείξεων που περιγράφονται στην Ενότητα Β’ παρ. 2 με το λογαριασμό, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα μεταχειρίζεται το λογαριασμό ως Δηλωτέο Λογαριασμό σε ό,τι αφορά κάθε Αλλοδαπή Δικαιοδοσία για την οποία ταυτοποιείται ένδειξη, εκτός αν επιλέξει να εφαρμόσει την Ενότητα Β’ παρ. 6 και ισχύει μία από τις εξαιρέσεις της παραγράφου αυτής όσον αφορά αυτόν τον λογαριασμό.

9. Το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα θέτει σε εφαρμογή διαδικασίες ώστε να διασφαλίσει ότι ο Σύμβουλος Πελατείας ταυτοποιεί οποιαδήποτε αλλαγή στις περιστάσεις ενός λογαριασμού. Μεταξύ άλλων, αν ένας προσωπικός σύμβουλος ενημερωθεί ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού έχει νέα ταχυδρομική διεύθυνση σε Αλλοδαπή Δικαιοδοσία, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα θεωρεί τη νέα διεύθυνση αλλαγή στις περιστάσεις και, αν επιλέξει να εφαρμόσει την Ενότητα Β’ παρ. 6, εξασφαλίζει την κατάλληλη τεκμηρίωση από τον Δικαιούχο Λογαριασμού.

Ενότητα Δ΄. Η εξέταση των Προϋπαρχόντων Ατομικών Λογαριασμών Υψηλής Αξίας ολοκληρώνεται μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2016.

ΤΜΗΜΑ IV

ΔΕΟΥΣΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΓΙΑ ΝΕΟΥΣ ΑΤΟΜΙΚΟΥΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ

Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα υποχρεούνται να εφαρμόζουν τις ακόλουθες διαδικασίες σε ό,τι αφορά τους Νέους Ατομικούς Λογαριασμούς.

Ενότητα Α΄. Όσον αφορά τους Νέους Ατομικούς Λογαριασμούς, με το άνοιγμα του λογαριασμού το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εξασφαλίζει την αυτοπιστοποίηση, που μπορεί να είναι μέρος της τεκμηρίωσης για το άνοιγμα του λογαριασμού, η οποία επιτρέπει στο Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα να προσδιορίσει την ή τις φορολογικές κατοικίες του Δικαιούχου Λογαριασμού και να επιβεβαιώσει την ευλογοφάνεια της αυτοπιστοποίησης αυτής με βάση τις πληροφορίες που συνέλεξε το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα σε σχέση με το άνοιγμα του λογαριασμού, συμπεριλαμβανομένης τυχόν τεκμηρίωσης που συγκέντρωσε σύμφωνα με τις Διαδικασίες Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες/ Γνώρισε τον Πελάτη σου (AML/KYC).

Ενότητα Β΄. Αν από την αυτοπιστοποίηση διαπιστώνεται ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού έχει τη φορολογική κατοικία του σε άλλη Δηλωτέα Δικαιοδοσία, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα μεταχειρίζεται τον λογαριασμό ως Δηλωτέο Λογαριασμό και η αυτοπιστοποίηση επίσης περιλαμβάνει τον ΑΦΜ του Δικαιούχου Λογαριασμού σε αυτή την άλλη Δηλωτέα Δικαιοδοσία, με την επιφύλαξη της Ενότητας Δ’ του Τμήματος Ι και την ημερομηνία γέννησης.

Ενότητα Γ΄. Αν υπάρξει αλλαγή στις περιστάσεις που σχετίζονται με Νέο Ατομικό Λογαριασμό η οποία έχει ως αποτέλεσμα το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα να γνωρίζει, ή να θεωρεί ευλόγως, ότι η αρχική αυτοπιστοποίηση είναι λανθασμένη ή αναξιόπιστη, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα δεν μπορεί να βασιστεί στην αρχική αυτοπιστοποίηση και εξασφαλίζει ισχύουσα αυτοπιστοποίηση που βεβαιώνει την ή τις φορολογικές κατοικίες του Δικαιούχου Λογαριασμού.

ΤΜΗΜΑ V

ΔΕΟΥΣΑ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΓΙΑ ΠΡΟΫΠΑΡΧΟΝΤΕΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ ΟΝΤΟΤΗΤΩΝ

Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα υποχρεούνται να εφαρμόζουν τις ακόλουθες διαδικασίες σε ό, τι αφορά τους Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς Οντοτήτων.

Ενότητα Α΄. Λογαριασμοί Οντοτήτων που δεν είναι απαραίτητο να εξεταστούν, να ταυτοποιηθούν ή να δηλωθούν. Εκτός αν το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα αποφασίσει διαφορετικά, είτε σε ό,τι αφορά όλους τους Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς Οντοτήτων είτε, ξεχωριστά, σε ό,τι αφορά μια σαφώς προσδιορισμένη ομάδα τέτοιων λογαριασμών, ο Προϋπάρχων Λογαριασμός Οντοτήτων με αθροιστικό υπόλοιπο ή αξία λογαριασμού που δεν υπερβαίνει κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015 το ποσό των διακοσίων πενήντα χιλιάδων (250.000) δολαρίων Η ΠΑ δεν είναι απαραίτητο να εξεταστεί, να ταυτοποιηθεί ή να δηλωθεί ως Δηλωτέος Λογαριασμός έως ότου το αθροιστικό υπόλοιπο ή αξία του λογαριασμού υπερβεί αυτό το ποσό κατά την τελευταία ημέρα οποιουδήποτε επόμενου ημερολογιακού έτους.

Ενότητα Β΄. Λογαριασμοί Οντοτήτων που υπόκεινται σε εξέταση. Προϋπάρχων Λογαριασμός Οντοτήτων με αθροιστικό υπόλοιπο ή αξία λογαριασμού που υπερβαίνει, κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015, το ποσό των διακοσίων πενήντα χιλιάδων (250.000) δολαρίων ΗΠΑ και Προϋπάρχων Λογαριασμός Οντοτήτων που δεν υπερβαίνει αυτό το ποσό κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015, αλλά το αθροιστικό υπόλοιπο ή η αξία του υπερβαίνει το εν λόγω ποσό κατά την τελευταία ημέρα οποιουδήποτε επόμενου ημερολογιακού έτους, εξετάζεται σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στην Ενότητα Δ’.

Ενότητα Γ΄. Διαδικασίες Εξέτασης για την ταυτοποίηση Λογαριασμών Οντοτήτων που μπορεί να απαιτείται να δηλωθούν. Για τους Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς Οντοτήτων που περιγράφονται στην Ενότητα Β’, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εφαρμόζει τις ακόλουθες διαδικασίες εξέτασης:

1. Προσδιορισμός της κατοικίας της Οντότητας.

α) Εξέταση των πληροφοριών που τηρούνται για ρυθμιστικούς σκοπούς ή σκοπούς διαχείρισης σχέσεων με πελάτες, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που συλλέγονται σύμφωνα με τις Διαδικασίες Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες/Γνώρισε τον Πελάτη σου (AML/KYC), ώστε να προσδιοριστεί η κατοικία του Δικαιούχου Λογαριασμού. Για τον σκοπό αυτό, οι πληροφορίες που υποδεικνύουν την κατοικία του Δικαιούχου Λογαριασμού περιλαμβάνουν τόπο ίδρυσης ή σύστασης ή διεύθυνση σε Αλλοδαπή Δικαιοδοσία.

β) Αν οι πληροφορίες υποδεικνύουν ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι Δηλωτέο Πρόσωπο, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα μεταχειρίζεται το λογαριασμό ως Δηλωτέο Λογαριασμό εκτός αν εξασφαλίσει αυτοπιστοποίηση από το Δικαιούχο Λογαριασμού ή προσδιορίσει ευλόγως, βάσει πληροφοριών που έχει στην κατοχή του ή που είναι διαθέσιμες στο κοινό, ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού δεν είναι Δηλωτέο Πρόσωπο.

2. Προσδιορισμός της κατοικίας των Ελεγχόντων Προσώπων Παθητικής ΜΧΟ.

Όσον αφορά Δικαιούχο Λογαριασμού Προϋπάρχοντος Λογαριασμού Οντοτήτων, συμπεριλαμβανομένης Οντότητας που είναι Δηλωτέο Πρόσωπο, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα προσδιορίζει αν ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι Παθητική ΜΧΟ με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα και επίσης προσδιορίζει την κατοικία αυτών των Ελεγχόντων Προσώπων. Αν οποιοδήποτε από τα Ελέγχοντα Πρόσωπα μιας Παθητικής ΜΧΟ είναι Δηλωτέο Πρόσωπο, τότε ο λογαριασμός λογίζεται ως Δηλωτέος Λογαριασμός. Για τον προσδιορισμό των ανωτέρω, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εφαρμόζει τα οριζόμενα στην Ενότητα Δ’ παρ. 2 στοιχ. α’ έως γ’ με τη σειρά που αρμόζει περισσότερο στις περιστάσεις.

α) Προσδιορισμός του κατά πόσον ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι Παθητική ΜΧΟ. Προκειμένου να προσδιορίσει κατά πόσον ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι Παθητική ΜΧΟ, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εξασφαλίζει αυτοπιστοποίηση από τον Δικαιούχο Λογαριασμού ώστε να εξακριβώσει το καθεστώς του, εκτός αν έχει στην κατοχή του πληροφορίες ή υπάρχουν πληροφορίες διαθέσιμες στο κοινό βάσει των οποίων μπορεί να προσδιορίσει ευλόγως ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι Ενεργή ΜΧΟ ή Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εκτός Επενδυτικής Οντότητας που περιγράφεται στην Ενότητα Α’ παρ. 6 στοιχ. β’ του Τμήματος VIII το οποίο δεν αποτελεί Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα Συμμετέχουσας Δικαιοδοσίας.

β) Προσδιορισμός των Ελεγχόντων Προσώπων Δικαιούχου Λογαριασμού. Προκειμένου να προσδιορίσουν τα Ελέγχοντα Πρόσωπα Δικαιούχου Λογαριασμού, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα μπορούν να βασίζονται σε πληροφορίες που συλλέγονται και τηρούνται σύμφωνα με τις Διαδικασίες Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες/ Γνώρισε τον Πελάτη σου (AML/KYC).

γ) Προσδιορισμός της κατοικίας Ελέγχοντος Προσώπου Παθητικής ΜΧΟ. Προκειμένου να προσδιορίσουν την κατοικία Ελέγχοντος Προσώπου Παθητικής ΜΧΟ, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα μπορούν να βασίζονται:

i) σε πληροφορίες που συλλέγονται και τηρούνται σύμφωνα με τις Διαδικασίες Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες/ Γνώρισε τον Πελάτη σου (AML/KYC) στην περίπτωση Προϋπάρχοντος Λογαριασμού Οντοτήτων που τηρούν μία ή περισσότερες Παθητικές ΜΧΟ με αθροιστικό υπόλοιπο ή αξία λογαριασμού που δεν υπερβαίνει το ποσό του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) δολαρίων ΗΠΑ ή

ii) σε αυτοπιστοποίηση από τον Δικαιούχο Λογαριασμού ή σχετικό Ελέγχον Πρόσωπο της ή των Δικαιοδοσιών όπου έχει τη φορολογική του κατοικία το Ελέγχον Πρόσωπο. Αν δεν παρέχεται αυτοπιστοποίηση, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα καθορίζουν την κατοικία/-ες εφαρμόζοντας τις διαδικασίες που προβλέπονται στην Ενότητα Γ΄ του Τμήματος III.
Ενότητα Δ΄. Χρονοδιάγραμμα της εξέτασης και πρόσθετες διαδικασίες που εφαρμόζονται στους Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς Οντοτήτων.

1. Η εξέταση των Προϋπαρχόντων Λογαριασμών Οντοτήτων με αθροιστικό υπόλοιπο ή αξία λογαριασμού που υπερβαίνει κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015 το ποσό των διακοσίων πενήντα χιλιάδων (250.000) δολαρίων ΗΠΑ πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2017.

2. Η εξέταση των Προϋπαρχόντων Λογαριασμών Οντοτήτων με αθροιστικό υπόλοιπο ή αξία λογαριασμού που δεν υπερβαίνει κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015 το ποσό των διακοσίων πενήντα χιλιάδων (250.000) δολαρίων ΗΠΑ, αλλά υπερβαίνει αυτό το ποσό κατά την 31η Δεκεμβρίου επόμενου έτους, πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέσα στο ημερολογιακό έτος που έπεται του έτους κατά το οποίο το αθροιστικό υπόλοιπο ή η αξία υπερβαίνει αυτό το ποσό.

3. Αν υπάρξει αλλαγή στις περιστάσεις σε σχέση με Προϋπάρχοντα Λογαριασμό Οντοτήτων που έχει ως αποτέλεσμα το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα να γνωρίζει, ή να θεωρεί ευλόγως, ότι η αυτοπιστοποίηση ή άλλη τεκμηρίωση που σχετίζεται με έναν λογαριασμό είναι λανθασμένη ή αναξιόπιστη, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα προσδιορίζει εκ νέου το καθεστώς του λογαριασμού σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στην Ενότητα Γ’.

Τμήμα VI:

Δέουσα Επιμέλεια για Νέους Λογαριασμούς Οντοτήτων

Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα υποχρεούνται να εφαρμόζουν ης ακόλουθες διαδικασίες σε ό,τι αφορά τους Νέους Λογαριασμούς Οντοτήτων,

Ενότητα Α΄. Διαδικασίες εξέτασης για την ταυτοποίηση Λογαριασμών Οντοτήτων που μπορεί να απαιτείται να δηλωθούν. Για τους Νέους Λογαριασμούς Οντοτήτων, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα εφαρμόζουν τις ακόλουθες διαδικασίες εξέτασης:

1. Προσδιορισμός της κατοικίας της Οντότητας.

α) Εξασφάλιση αυτοπιστοποίησης, που μπορεί να είναι μέρος της τεκμηρίωσης νια το άνοιγμα του λογαριασμού, η οποία επιτρέπει στο Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα να προσδιορίσει την ή τις φορολογικές κατοικίες του Δικαιούχου Λογαριασμού και να επιβεβαιώσει την ευλογοφάνεια της αυτοπιστοποίησης αυτής με βάση τις πληροφορίες που συλλέγει το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα σε σχέση με το άνοιγμα του λογαριασμού, συμπεριλαμβανομένης τεκμηρίωσης που συγκεντρώνεται σύμφωνα με τις Διαδικασίες Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες/ Γνώρισε τον Πελάτη σου (AML/KYC). Αν η Οντότητα πιστοποιήσει ότι δεν έχει φορολογική κατοικία, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα μπορεί να βασίζεται στη διεύθυνση του κεντρικού γραφείου (principal office) της Οντότητας προκειμένου να προσδιορίσει την κατοικία του Δικαιούχου Λογαριασμού.

β) Αν η αυτοπιστοποίηση υποδεικνύει ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι κάτοικος σε άλλη Δηλωτέα Δικαιοδοσία, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα μεταχειρίζεται τον λογαριασμό ως Δηλωτέο Λογαριασμό εκτός αν προσδιορίσει ευλόγως, βάσει πληροφοριών που έχει στην κατοχή του ή που είναι διαθέσιμες στο κοινό, on ο Δικαιούχος Λογαριασμού δεν είναι Δηλωτέο Πρόσωπο σε ό,η αφορά αυτήν την άλλη Δηλωτέα Δικαιοδοσία.

2. Προσδιορισμός της κατοικίας των Ελεγχόντων Προσώπων Παθητικής ΜΧΟ. Όσον αφορά Δικαιούχο Λογαριασμού Νέου Λογαριασμού Οντοτήτων, συμπεριλαμβανομένης Οντότητας που είναι Δηλωτέο Πρόσωπο, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα προσδιορίζει κατά πόσον ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι Παθητική ΜΧΟ με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα και επίσης προσδιορίζει την κατοικία αυτών των Δηλωτέων Προσώπων. Αν οποιοδήποτε από τα Ελέγχοντα Πρόσωπα μιας Παθητικής ΜΧΟ είναι Δηλωτέο Πρόσωπο, τότε ο λογαριασμός λογίζεται ως Δηλωτέος Λογαριασμός. Για τον προσδιορισμό των ανωτέρω το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εφαρμόζει τα οριζόμενα στην Ενότητα Α’ παρ. 2 στοιχ. α’ έως γ’ με τη σειρά που αρμόζει περισσότερο στις περιστάσεις.

α) Προσδιορισμός του κατά πόσον ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι Παθητική ΜΧΟ. Προκειμένου να προσδιοριστεί κατά πόσον ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι Παθητική ΜΧΟ, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει να βασιστεί σε αυτοπιστοποίηση από τον Δικαιούχο Λογαριασμού ώστε να εξακριβώσει το καθεστώς του, εκτός αν έχει στην κατοχή του πληροφορίες ή υπάρχουν πληροφορίες διαθέσιμες στο κοινό βάσει των οποίων μπορεί να προσδιορίσει ευλόγως ότι ο Δικαιούχος Λογαριασμού είναι Ενερνή ΜΧΟ ή Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εκτός Επενδυτικής Οντότητας η οποία περιγράφεται στην Ενότητα Α’ παρ. 6 στοιχ. β’ του Τμήματος VIII που δεν αποτελεί Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα Συμμετέχουσας Δικαιοδοσίας.

β) Προσδιορισμός των Ελεγχόντων Προσώπων Δικαιούχου Λογαριασμού. Προκειμένου να προσδιοριστούν τα Ελέγχοντα Πρόσωπα Δικαιούχου Λογαριασμού, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα μπορούν να βασίζονται σε πληροφορίες που συλλέγονται και τηρούνται σύμφωνα με τις Διαδικασίες Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες/ Γνώρισε τον Πελάτη σου (AML/KYC).

γ) Προσδιορισμός της κατοικίας Ελέγχοντος Προσώπου Παθητικής ΜΧΟ. Προκειμένου να προσδιοριστεί η κατοικία Ελέγχοντος Προσώπου Παθητικής ΜΧΟ, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα μπορούν να βασίζονται σε αυτοπιστοποίηση από τον Δικαιούχο Λογαριασμού ή το σχετικό Ελέγχον Πρόσωπο.

ΤΜΗΜΑ VII:

ΕΙΔΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΔΕΟΥΣΑΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ

Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα υποχρεούνται κατά την εφαρμογή των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας που ορίζονται ανωτέρω να εφαρμόζουν τους ακόλουθους πρόσθετους κανόνες:
Ενότητα Α΄. Αξιοπιστία Αυτοπιστοποιήσεων και Αποδεικτικών Εγγράφων. Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα δεν μπορούν να βασίζονται σε αυτοπιστοποίηση ή Αποδεικτικό Έγγραφο αν γνωρίζουν ή θεωρούν ευλόγως ότι η αυτοπιστοποίηση ή το Αποδεικτικό Έγγραφο είναι λανθασμένα ή αναξιόπιστα.

Ενότητα Β΄. Εναλλακτικές διαδικασίες για Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς που τηρούν μεμονωμένοι Δικαιούχοι Ασφαλιστήριου Συμβολαίου με Αξία Εξαγοράς ή Συμβολαίου Προσόδων.
Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα μπορούν να θεωρήσουν ότι μεμονωμένος δικαιούχος, εκτός του ιδιοκτήτη Ασφαλιστήριου Συμβολαίου με Αξία Εξαγοράς ή Συμβολαίου Προσόδων στον οποίο καταβάλλεται παροχή θανάτου δεν είναι Δηλωτέο Πρόσωπο και μπορούν να θεωρήσουν έναν τέτοιο Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό μη Δηλωτέο Λογαριασμό, εκτός αν τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα είναι εν τοις πράγμασι σε θέση να γνωρίζουν, ή θεωρούν ευλόγως, ότι ο δικαιούχος είναι Δηλωτέο Πρόσωπο. Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα θεωρούν ευλόγως ότι ο δικαιούχος Ασφαλιστήριου Συμβολαίου με Αξία Εξαγοράς ή Συμβολαίου Προσόδων είναι Δηλωτέο Πρόσωπο αν οι πληροφορίες που συλλέγονται από τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα και σχετίζονται με τον δικαιούχο περιλαμβάνουν ενδείξεις κατοικίας σε Αλλοδαπή Δικαιοδοσία κατά τα περιγραφόμενα στην Ενότητα Β’ του Τμήματος III. Αν τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα είναι εν τοις πράγμασι σε θέση να γνωρίζουν, ή θεωρούν ευλόγως, ότι ο δικαιούχος είναι Δηλωτέο Πρόσωπο, υποχρεούνται να ακολουθήσουν τις διαδικασίες που προβλέπονται στην Ενότητα Β’ του Τμήματος III.

Τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα μπορεί να θεωρήσουν Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό που αποτελεί συμμετοχικό δικαίωμα σε ομαδικό Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς ή Συμβόλαιο Προσόδων Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό που δεν είναι Δηλωτέος Λογαριασμός μέχρι την ημερομηνία κατά την οποία ένα ποσό είναι πληρωτέο στον εργαζόμενο/κάτοχο πιστοποιητικού ή τον δικαιούχο, αν ο Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός που αποτελεί συμμετοχικό δικαίωμα σε Ομαδικό Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς ή Συμβόλαιο Προσόδων πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i) το Ομαδικό Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς ή Συμβόλαιο Προσόδων εκδίδεται σε εργοδότη και καλύπτει είκοσι πέντε (25) ή περισσότερους εργαζόμενους/κατόχους πιστοποιητικού·

ii) οι εργαζόμενοι/κάτοχοι πιστοποιητικού έχουν το δικαίωμα να λάβουν οποιαδήποτε συμβατική αξία σχετίζεται με τα συμφέροντα τους και να κατονομάσουν δικαιούχους για την παροχή που καταβάλλεται με τον θάνατο του εργαζομένου· και

iii) το αθροιστικό ποσό που είναι πληρωτέο σε οποιονδήποτε εργαζόμενο/κάτοχο πιστοποιητικού ή δικαιούχο δεν υπερβαίνει το ποσό του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) δολαρίων ΗΠΑ.

Ο όρος «Ομαδικό Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς» σημαίνει ασφαλιστική σύμβαση με αξία εξαγοράς που:

i) παρέχει κάλυψη σε άτομα τα οποία συνδέονται μέσω εργοδότη, εμπορικής ένωσης, συνδικαλιστικής οργάνωσης ή άλλης ένωσης ή ομάδας και

ii) χρεώνει ασφάλιστρο για κάθε μέλος της ομάδας ή μέλος κατηγορίας εντός της ομάδας το οποίο καθορίζεται χωρίς να λαμβάνονται υπόψη άλλα ατομικά χαρακτηριστικά υγείας εκτός της ηλικίας, του φύλου και των καπνιστικών συνηθειών του μέλους ή της κατηγορίας μελών της ομάδας.

Ο όρος «Ομαδικό Συμβόλαιο Προσόδων» σημαίνει σύμβαση προσόδων σύμφωνα με την οποία οι δανειστές είναι άτομα που συνδέονται μέσω εργοδότη, εμπορικής ένωσης, συνδικαλιστικής οργάνωσης ή άλλης ένωσης ή ομάδας.

Ενότητα Γ΄. Άθροιση υπολοίπων λογαριασμών και κανόνες για τα νομίσματα

1. Άθροιση Ατομικών Λογαριασμών. Για τον προσδιορισμό του αθροιστικού υπολοίπου ή της αθροιστικής αξίας Χρηματοοικονομικών Λογαριασμών που τηρούνται από φυσικό πρόσωπο, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα αθροίζει όλους τους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς που τηρούνται στο ίδιο ή σε Συνδεόμενη Οντότητα, εφόσον τα μηχανογραφημένα συστήματα του συνδέουν τους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς μέσω στοιχείου, όπως ο αριθμός πελάτη ή ο ΑΦΜ, και επιτρέπουν την άθροιση των υπολοίπων ή των αξιών των λογαριασμών. Για την εφαρμογή των απαιτήσεων άθροισης που περιγράφονται στην παρούσα παράγραφο, σε καθέναν από τους δικαιούχους κοινού Χρηματοοικονομικού Λογαριασμού καταλογίζεται ολόκληρο το υπόλοιπο ή η αξία του λογαριασμού αυτού.

2. Άθροιση Λογαριασμών Οντοτήτων. Για τον προσδιορισμό του αθροιστικού υπολοίπου ή της αθροιστικής αξίας Χρηματοοικονομικών Λογαριασμών που τηρούνται από Οντότητα, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα λαμβάνει υπόψη όλους τους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς που τηρούνται στο ίδιο ή σε Συνδεόμενη Οντότητα, εφόσον τα μηχανογραφημένα συστήματα του συνδέουν τους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς μέσω στοιχείου, όπως ο αριθμός πελάτη ή ο ΑΦΜ, και επιτρέπουν την άθροιση των υπολοίπων ή των αξιών των λογαριασμών. Για την εφαρμογή των απαιτήσεων άθροισης που περιγράφονται στην παρούσα παράγραφο, σε καθέναν από τους δικαιούχους κοινού Χρηματοοικονομικού Λογαριασμού καταλογίζεται ολόκληρο το υπόλοιπο ή η αξία του λογαριασμού αυτού.

3. Ειδικός κανόνας άθροισης για τους Συμβούλους Πελατείας. Για τον προσδιορισμό του αθροιστικού υπολοίπου ή της αθροιστικής αξίας Χρηματοοικονομικών Λογαριασμών που τηρούνται από πρόσωπο, με σκοπό να προσδιοριστεί αν ένας Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός είναι Υψηλής Αξίας, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα οφείλει επίσης, να αθροίζει όλους τους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς που ο σύμβουλος πελατείας γνωρίζει ή ευλόγως θεωρεί ότι άμεσα ή έμμεσα ανήκουν, ελέγχονται ή έχουν ανοιχθεί, αλλά όχι με την ιδιότητα του θεματοφύλακα, από το ίδιο πρόσωπο.

4. Ποσά που λογίζεται ότι περιλαμβάνουν το ισοδύναμο τους σε ευρώ και σε άλλα νομίσματα.

Όλα τα ποσά σε δολάρια αφορούν σε δολάρια ΗΠΑ και λογίζεται ότι περιλαμβάνουν το ισοδύναμο τους σε ευρώ και σε άλλα νομίσματα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις της εσωτερικής νομοθεσίας.

ΤΜΗΜΑ VIII: ΟΡΙΣΜΟΙ

Οι ακόλουθοι ορισμοί έχουν την έννοια που ορίζεται κάτωθι:

Ενότητα Α΄. Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα

1. Ως «Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα» νοείται κάθε Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα Συμμετέχουσας Δικαιοδοσίας που δεν είναι Μη Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα. Ως «Ελληνικό Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα» νοείται:

i) κάθε Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα που είναι κάτοικος στην Ελλάδα, εξαιρουμένου κάθε υποκαταστήματος αυτού του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος που ευρίσκεται εκτός της Ελλάδας, και

ii) κάθε ευρισκόμενο στην Ελλάδα υποκατάστημα Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος το οποίο δεν είναι κάτοικος στην Ελλάδα.

Για τον προσδιορισμό της κατοικίας εφαρμόζονται οι συμπληρωματικοί κανόνες του Παραρτήματος II του παρόντος άρθρου.

2. Ως «Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα Συμμετέχουσας Δικαιοδοσίας» νοείται:

i) κάθε Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα που είναι κάτοικος σε Συμμετέχουσα Δικαιοδοσία, εξαιρουμένου κάθε υποκαταστήματος αυτού του Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος που ευρίσκεται εκτός της Συμμετέχουσας Δικαιοδοσίας αυτής, και

ii) κάθε ευρισκόμενο σε Συμμετέχουσα Δικαιοδοσία υποκατάστημα Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος το οποίο δεν είναι κάτοικος στη Συμμετέχουσα Δικαιοδοσία αυτή.

3. Ως «Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα» νοείται κάθε Ίδρυμα Θεματοφυλακής, Ίδρυμα Καταθέσεων, Επενδυτική Οντότητα ή Καθορισμένη Ασφαλιστική Εταιρεία.

4. Ως «Ίδρυμα Θεματοφυλακής» νοείται κάθε Οντότητα που αναπτύσσει δραστηριότητα της οποίας ουσιώδης πτυχή είναι η φύλαξη Χρηματοοικονομικών Περιουσιακών Στοιχείων για λογαριασμό τρίτων. Η φύλαξη Χρηματοοικονομικών Περιουσιακών Στοιχείων για λογαριασμό τρίτων συνιστά ουσιώδη πτυχή της δραστηριότητας Οντότητας αν το ακαθάριστο εισόδημα της Οντότητας από τη φύλαξη των Χρηματοοικονομικών Περιουσιακών στοιχείων και από συναφείς χρηματοτηστωτικές υπηρεσίες ανέρχεται τουλάχιστον στο 20% του ακαθάριστου εισοδήματος της κατά το βραχύτερο από τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα:

i) την τριετία που λήγει την 31η Δεκεμβρίου ή την τελευταία ημέρα μη ημερολογιακής ετήσιας λογιστικής περιόδου πριν από το έτος του προσδιορισμού ή

ii) το διάστημα κατά το οποίο υφίσταται η Οντότητα.

5. Ως «Ίδρυμα Καταθέσεων» νοείται κάθε Οντότητα που δέχεται καταθέσεις στο σύνηθες πλαίσιο τραπεζικών ή παρεμφερών δραστηριοτήτων.

6. Ως «Επενδυτική Οντότητα» νοείται κάθε Οντότητα:

α) η οποία ασκεί κατά κύριο λόγο ως δραστηριότητα μία ή περισσότερες από τις ακόλουθες εργασίες ή πράξεις για λογαριασμό ή εξ ονόματος πελάτη:

i) αγοραπωλησίες: μέσων της χρηματαγοράς (επιταγών, γραμματίων, πιστοποιητικών καταθέσεων, παρανώγων κ.λπ.)· συναλλάγματος- μέσων συνδεόμενων με συνάλλαγμα, επιτόκια και δείκτες· κινητών αξιών ή συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης επί βασικών εμπορευμάτων,

ii) ατομική και συλλογική διαχείριση χαρτοφυλακίου, ή

iii) άλλες δραστηριότητες επένδυσης ή διαχείρισης Χρηματοοικονομικών Περιουσιακών Στοιχείων ή χρημάτων εξ ονόματος τρίτων ή

β) το καθαρό εισόδημα της οποίας προκύπτει κατά κύριο λόγο από επενδύσεις, επανεπενδύσεις ή αγοραπωλησίες Χρηματοοικονομικών Περιουσιακών Στοιχείων, αν την Οντότητα διαχειρίζεται άλλη Οντότητα που είναι Ίδρυμα Καταθέσεων, Ίδρυμα Θεματοφυλακής, Καθορισμένη Ασφαλιστική Εταιρεία ή Επενδυτική Οντότητα περιγραφόμενη στην Ενότητα Α’ παρ. 6 στοιχ. α’.
Μια Οντότητα θεωρείται ότι ασκεί κατά κύριο λόγο ως δραστηριότητα μία ή περισσότερες από τις εργασίες που περιγράφονται στην Ενότητα Α’ παρ. 6 στοιχ. α’ ή το ακαθάριστο εισόδημα της προκύπτει κατά κύριο λόγο από επενδύσεις, επανεπενδύσεις ή αγοραπωλησίες Χρηματοοικονομικών Περιουσιακών Στοιχείων για τους σκοπούς της Ενότητας Α’ παρ. 6 στοιχ. β’, αν το ακαθάριστο εισόδημα της από τις σχετικές εργασίες ανέρχεται τουλάχιστον στο 50% του ακαθάριστου εισοδήματος της κατά το βραχύτερο από τα ακόλουθα χρονικά διαστήματα:

i) την τριετία που λήγει την 31η Δεκεμβρίου του έτους που προηγείται του έτους του προσδιορισμού

ή

ii) το διάστημα κατά το οποίο υφίσταται η Οντότητα.

Στον όρο «Επενδυτική Οντότητα» δεν περιλαμβάνονται Οντότητες που αποτελούν Ενεργές ΜΧΟ, σύμφωνα με τα κριτήρια της Ενότητας Δ’ παρ. 9 στοιχ. δ’ έως ζ’.

Η παρούσα Ενότητα ερμηνεύεται κατά τρόπο σύμφωνο με την παρεμφερή διατύπωση που χρησιμοποιείται για τον ορισμό του «Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος» στις συστάσεις της Ειδικής Ομάδας Χρηματοοικονομικής Δράσης (Financial Action Task Force, FATF).

7. Στον όρο «Χρηματοοικονομικό Περιουσιακό Στοιχείο» περιλαμβάνονται οι τίτλοι (όπως μερίδιο στο Μετοχικό Κεφάλαιο εταιρειών· εταιρικά δικαιώματα ή δικαιώματα επικαρπίας σε ευρείας συμμετοχής ή εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά προσωπικές εταιρείες ή καταπιστεύματα· γραμμάτια, ομολογίες, μη εγγυημένα ομόλογα ή άλλα αποδεικτικά. οφειλής), εταιρικά δικαιώματα, εμπορεύματα, συμβάσεις ανταλλαγής (όπως συμβάσεις ανταλλαγής επιτοκίων, συμβάσεις ανταλλαγής νομισμάτων, συμβάσεις ανταλλαγής επιτοκίων διαφορετικής βάσης, συμβάσεις ανώτατου ορίου επιτοκίου, συμβάσεις κατώτατου ορίου επιτοκίου, συμβάσεις ανταλλαγής εμπορευμάτων, συμβάσεις ανταλλαγής μετοχών, συμβάσεις ανταλλαγής συνδεόμενες με δείκτες μετοχών ή παρεμφερείς συμφωνίες), Ασφαλιστήρια Συμβόλαια ή Συμβόλαια Προσόδων, ή κάθε δικαίωμα (συμπεριλαμβανομένων των συμβάσεων μελλοντικής εκπλήρωσης, των προθεσμιακών συμβάσεων ή συναφών δικαιωμάτων προαίρεσης) επί τίτλου, εταιρικού δικαιώματος, εμπορεύματος, σύμβασης ανταλλαγής, Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου ή Συμβολαίου Προσόδων. Στον όρο «Χρηματοοικονομικό Περιουσιακό Στοιχείο» δεν περιλαμβάνονται μη συνδεόμενα με οφειλή άμεσα δικαιώματα επί ακίνητης περιουσίας.

8. Ως «Καθορισμένη Ασφαλιστική Εταιρεία» νοείται κάθε Οντότητα, η οποία είναι ασφαλιστική εταιρεία ή η εταιρεία συμμετοχών που ελέγχει ασφαλιστική εταιρεία που προσφέρει Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς ή Συμβόλαιο Προσόδων ή υποχρεούται να καταβάλλει πληρωμές δυνάμει τέτοιου είδους συμβολαίων.

Ενότητα Β΄. Μη Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα

1. Ως «Μη Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα» νοείται κάθε Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα που είναι:

α) Κρατική Οντότητα, Διεθνής Οργανισμός ή Κεντρική Τράπεζα, όχι όμως όσον αφορά πληρωμή προκύπτουσα από υποχρέωση που έχει αναληφθεί σε σχέση με εμπορική χρηματοπιστωτική δραστηριότητα ανήκουσα σε είδος δραστηριότητας που ασκείται από Καθορισμένη Ασφαλιστική Εταιρεία, Ίδρυμα Θεματοφυλακής ή Ίδρυμα Καταθέσεων·

β) Συνταξιοδοτικό Ταμείο Ευρείας Συμμετοχής- Συνταξιοδοτικό Ταμείο Περιορισμένης Συμμετοχής» Συνταξιοδοτικό Ταμείο Κρατικής Οντότητας, Διεθνούς Οργανισμού ή Κεντρικής Τράπεζας· ή Εγκεκριμένος Εκδότης Πιστωτικών Καρτών·

γ) άλλη Οντότητα που παρουσιάζει χαμηλό κίνδυνο να χρησιμοποιηθεί για φοροδιαφυγή, έχει ουσιωδώς παρεμφερή χαρακτηριστικά με οποιαδήποτε από τις Οντότητες που περιγράφονται στην Ενότητα Β’ παρ. 1 στοιχ. α’ και β’ και περιλαμβάνεται στον κατάλογο των Μη Δηλούντων Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων, όπως ορίζεται σύμφωνα με την κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 4 του άρθρου πέμπτου του παρόντος νόμου απόφαση, εφόσον το καθεστώς της Οντότητας αυτής ως μη Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος δεν παρεμποδίζει την επίτευξη των σκοπών του Κοινού Προτύπου Αναφοράς·

δ) Απαλλασσόμενος Οργανισμός Συλλογικών Επενδύσεων ή

ε) καταπίστευμα εφόσον ο καταπιστευματοδόχος είναι Δηλούν Χρηματοπιστωτικό ίδρυμα και δηλώνει όλες τις πληροφορίες που πρέπει να δηλώνονται σύμφωνα με το Τμήμα Ι για όλους τους Δηλωτέους Λογαριασμούς του καταπιστεύματος.

2. Ως «Κρατική Οντότητα» νοείται η κυβέρνηση μιας δικαιοδοσίας, κάθε πολιτική υποδιαίρεση μιας δικαιοδοσίας που, για την αποφυγή αμφιβολιών, καλύπτει ως όρος τα κράτη, τις επαρχίες, τις περιφέρειες και τους δήμους, ή κάθε υπηρεσία ή όργανο που τελεί υπό την πλήρη κυριότητα μιας δικαιοδοσίας ή ενός ή περισσοτέρων εκ των προαναφερόμενων, καθένα από τα οποία αποτελεί «Κρατική Οντότητα». Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται τα συνιστώντα μέρη, οι ελεγχόμενες οντότητες και οι πολιτικές υποδιαιρέσεις μιας δικαιοδοσίας.

α) Ως «Συνιστών Μέρος» μιας δικαιοδοσίας νοείται κάθε πρόσωπο, οργανισμός, υπηρεσία, γραφείο, ταμείο, όργανο ή άλλος φορέας, ανεξαρτήτως ονομασίας, που αποτελεί διοικούσα αρχή μίας δικαιοδοσίας. Τα καθαρά έσοδα της διοικούσας αρχής πρέπει να πιστώνονται στον λογαριασμό της δικαιοδοσίας και κανένα μερίδιο τους δεν πρέπει να καταλήγει προς όφελος ιδιώτη. Στον όρο «συνιστών μέρος» δεν περιλαμβάνονται φυσικά πρόσωπα ασκούντα εξουσία ή κατέχοντα επίσημες ή διοικητικές θέσεις τα οποία ενεργούν ως ιδιώτες ή υπό την προσωπική τους ιδιότητα.

β) Ως «Ελεγχόμενη Οντότητα» νοείται κάθε Οντότητα που είναι διακριτή ως προς τη μορφή της από τη δικαιοδοσία ή συνιστά άλλως διακριτή νομική οντότητα, υπό την προϋπόθεση ότι:

i) η Οντότητα τελεί υπό την πλήρη κυριότητα και τον πλήρη έλεγχο μιας ή περισσοτέρων Κρατικών Οντοτήτων είτε άμεσα είτε μέσω μιας ή περισσοτέρων ελεγχόμενων οντοτήτων,

ii) τα καθαρά έσοδα της Οντότητας πιστώνονται στον λογαριασμό της ή στους λογαριασμούς μίας ή περισσοτέρων Κρατικών Οντοτήτων και κανένα μερίδιο του εισοδήματος της δεν καταλήγει προς όφελος ιδιώτη, και

iii) με τη διάλυσή της, τα περιουσιακά στοιχεία της Οντότητας περιέρχονται σε μια ή περισσότερες Κρατικές Οντότητες.

γ) Το εισόδημα δεν θεωρείται ότι καταλήγει προς όφελος ιδιωτών εάν τα πρόσωπα αυτά είναι οι προβλεπόμενοι δικαιούχοι κρατικού προγράμματος και οι δραστηριότητες του προγράμματος εκτελούνται υπέρ της κοινής ωφέλειας του γενικού πληθυσμού ή αφορούν τη διαχείριση ορισμένης πτυχής της διακυβέρνησης. Ωστόσο, κατά παρέκκλιση των ανωτέρω, το εισόδημα θεωρείται ότι καταλήγει προς όφελος ιδιωτών εάν προκύπτει από τη χρήση Κρατικής Οντότητας για την άσκηση εμπορικών δραστηριοτήτων, όπως, παραδείγματος χάρη, εμπορικών τραπεζικών δραστηριοτήτων, μέσω των οποίων παρέχονται χρηματοοικονομικές υπηρεσίες σε ιδιώτες.

3. Ως «Διεθνής Οργανισμός» νοείται κάθε διεθνής οργανισμός ή υπηρεσία ή όργανο που τελεί υπό την πλήρη κυριότητα αυτού. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνεται κάθε διακυβερνητικός οργανισμός συμπεριλαμβανομένου του υπερεθνικού:

i) που απαρτίζεται κατά κύριο λόγο από κυβερνήσεις»

ii) που έχει σε ισχύ συμφωνία έδρας ή ουσιωδώς παρεμφερή συμφωνία με τη δικαιοδοσία· και

iii) του οποίου το εισόδημα δεν καταλήγει προς όφελος ιδιωτών.

4. Ως «Κεντρική Τράπεζα» νοείται κάθε ίδρυμα το οποίο, είτε διά νόμου είτε με την έγκριση της κυβέρνησης, αποτελεί, εκτός από την κυβέρνηση της δικαιοδοσίας αυτή καθεαυτή, την κύρια αρχή έκδοσης μέσων προοριζόμενων να κυκλοφορήσουν ως νόμισμα. Στα ιδρύματα αυτά μπορεί να περιλαμβάνονται όργανα διακριτά από την κυβέρνηση της δικαιοδοσίας, είτε βρίσκονται υπό την πλήρη ή μερική κυριότητα της δικαιοδοσίας είτε όχι.

5. Ως «Συνταξιοδοτικό Ταμείο Ευρείας Συμμετοχής» νοείται κάθε ταμείο που συνιστάται για να χορηγεί παροχές σύνταξης, αναπηρίας ή θανάτου ή συνδυασμό αυτών, ως αντάλλαγμα για παρασχεθείσες υπηρεσίες, σε δικαιούχους που είναι εν ενεργεία ή πρώην εργαζόμενοι ή πρόσωπα οριζόμενα από τους εργαζομένους αυτούς σε έναν ή περισσότερους εργοδότες, υπό την προϋπόθεση ότι το ταμείο:

α) δεν έχει δικαιούχο με δικαίωμα επί των περιουσιακών στοιχείων του ταμείου που να υπερβαίνει το 5%·

β) υπόκειται σε κρατική κανονιστική ρύθμιση και υποβάλλει δηλώσεις πληροφοριών στις φορολογικές αρχές, και

γ) πληροί τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες απαιτήσεις:

i) το ταμείο απαλλάσσεται γενικά από φόρους επί του εισοδήματος του που προέρχεται από επενδύσεις ή στο εισόδημα αυτό επιβάλλεται αναβαλλόμενος φόρος ή φόρος με μειωμένο συντελεστή, επειδή πρόκειται νια συνταξιοδοτικό πρόγραμμα·

ii) το ταμείο λαμβάνει από τους εργοδότες που το χρηματοδοτούν τουλάχιστον το 50% των συνολικών εισφορών του, πλην μεταφορών περιουσιακών στοιχείων από άλλα προγράμματα περιγραφόμενα στην Ενότητα Β’ παρ. 5 έως 7 ή από συνταξιοδοτικούς λογαριασμούς περιγραφόμενους στην Ενότητα Γ΄ παρ. 17 στοιχ. α’·

iii) διανομή ή ανάληψη ποσών από το ταμείο επιτρέπεται μόνο όταν επέρχονται συγκεκριμένα περιστατικά σχετιζόμενα με συνταξιοδότηση, αναπηρία ή θάνατο, πλην διανεμόμενων ποσών που επανατοποθετούνται σε άλλα συνταξιοδοτικά ταμεία περιγραφόμενα στην Ενότητα Β’ παρ. 5 έως 7 ή σε συνταξιοδοτικούς λογαριασμούς περιγραφόμενους στην Ενότητα Γ’ παρ. 17 στοιχ. α’· διαφορετικά, εάν η διανομή ή η ανάληψη πραγματοποιηθεί πριν από τα οριζόμενα αυτά περιστατικά, επιβαρύνεται με ποινή· ή

iν) οι εισφορές, πλην ορισμένων επιτρεπόμενων συμπληρωματικών εισφορών, των εργαζομένων στο ταμείο περιορίζονται σε συνάρτηση με το δεδουλευμένο εισόδημα του εργαζομένου ή δεν επιτρέπεται να υπερβούν ετησίως το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) δολαρίων ΗΠΑ, σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζονται στο Τμήμα VII Ενότητα Γ’.

6. Ως «Συνταξιοδοτικό Ταμείο Περιορισμένης Συμμετοχής» νοείται κάθε ταμείο που συνιστάται για να χορηγεί παροχές σύνταξης, αναπηρίας ή θανάτου, ως αντάλλαγμα για παρασχεθείσες υπηρεσίες, σε δικαιούχους που είναι εν ενεργεία ή πρώην εργαζόμενοι ή πρόσωπα οριζόμενα από τους εργαζομένους αυτούς σε έναν ή περισσότερους εργοδότες, υπό την προϋπόθεση ότι:

α) το ταμείο έχει λιγότερους από πενήντα (50) συμμετέχοντες·

β) το ταμείο χρηματοδοτείται από έναν ή περισσότερους εργοδότες που δεν είναι Επενδυτικές Οντότητες ή Παθητικές ΜΧΟ·

γ) οι εισφορές των εργαζομένων και των εργοδοτών στο ταμείο, πλην μεταφορών περιουσιακών στοιχείων από συνταξιοδοτικούς λογαριασμούς περιγραφόμενους στην Ενότητα Γ΄ παρ. 17 στοιχ. α’ περιορίζονται σε συνάρτηση με το δεδουλευμένο εισόδημα και την αμοιβή του εργαζομένου, αντιστοίχως·

δ) οι συμμετέχοντες που δεν είναι κάτοικοι δικαιοδοσίας όπου έχει την έδρα του το ταμείο δεν έχουν δικαίωμα επί των περιουσιακών στοιχείων του ταμείου που να υπερβαίνει το 20%· και

ε) το ταμείο υπόκειται σε κρατική κανονιστική ρύθμιση και υποβάλλει πληροφορίες στις φορολογικές αρχές·

7. Ως «Συνταξιοδοτικό Ταμείο Κρατικής Οντότητας, Διεθνούς Οργανισμού ή Κεντρικής Τράπεζας» νοείται κάθε ταμείο που συνιστάται από Κρατική Οντότητα, Διεθνή Οργανισμό ή Κεντρική Τράπεζα για να χορηγεί παροχές σύνταξης, αναπηρίας ή θανάτου σε δικαιούχους ή συμμετέχοντες που είναι εν ενεργεία ή πρώην εργαζόμενοι ή πρόσωπα οριζόμενα από τους εργαζομένους αυτούς ή που δεν είναι εν ενεργεία ή πρώην εργαζόμενοι, εάν οι παροχές προς τους δικαιούχους ή τους συμμετέχοντες αυτούς χορηγούνται ως αντάλλαγμα για προσωπικές υπηρεσίες που παρασχέθηκαν για την Κρατική Οντότητα, τον Διεθνή Οργανισμό ή την Κεντρική Τράπεζα.

8. Ως «Εγκεκριμένος Εκδότης Πιστωτικών Καρτών» νοείται κάθε Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα που πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) αποτελεί Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα απλώς και μόνον επειδή είναι εκδότης πιστωτικών καρτών ο οποίος δέχεται καταθέσεις μόνον όταν ο πελάτης καταβάλλει ποσό που υπερβαίνει το χρεωστικό υπόλοιπο της κάρτας και το καταβληθέν πλεονάζον ποσό δεν επιστρέφεται αμέσως στον πελάτη· και

β) από ή πριν από την 1.1.2016, το Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εφαρμόζει πολιτικές και διαδικασίες ώστε είτε να μην μπορεί ο πελάτης να καταβάλει πλεονάζον ποσό που να υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) δολαρίων ΗΠΑ, είτε να επιστρέφεται στον πελάτη εντός εξήντα (60) ημερών κάθε καταβληθέν πλεονάζον ποσό που υπερβαίνει το εν λόγω ποσό, σύμφωνα, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, με τους κανόνες που ορίζονται στο Τμήμα VII Ενότητα Γ’. Για τους σκοπούς του προηγούμενου εδαφίου, το καταβληθέν από τον πελάτη πλεονάζον ποσό δεν αναφέρεται σε πιστωτικά υπόλοιπα στον βαθμό που αυτά σχετίζονται με αμφισβητηθείσες χρεώσεις, αλλά περιλαμβάνει πιστωτικά υπόλοιπα που προκύπτουν από επιστροφές εμπορευμάτων.

9. Ως «Απαλλασσόμενος Οργανισμός Συλλογικών Επενδύσεων» νοείται κάθε Επενδυτική Οντότητα που υπόκειται σε κανονιστική ρύθμιση ως οργανισμός συλλογικών επενδύσεων, υπό την προϋπόθεση ότι όλα τα δικαιώματα επί του οργανισμού συλλογικών επενδύσεων τηρούνται από φυσικά πρόσωπα ή Οντότητες που δεν είναι Δηλωτέα Πρόσωπα ή μέσω τέτοιων φυσικών προσώπων ή Οντοτήτων, εκτός από Παθητικές ΜΧΟ με Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα.

Επενδυτική Οντότητα που υπόκειται σε κανονιστική ρύθμιση ως οργανισμός συλλογικών επενδύσεων δεν παύει να θεωρείται, δυνάμει της Ενότητας Β’ παρ. 9, Απαλλασσόμενος Οργανισμός Συλλογικών Επενδύσεων απλώς και μόνον επειδή ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων έχει εκδώσει υλικές μετοχές στον κομιστή, υπό την προϋπόθεση ότι:

α) ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων δεν έχει εκδώσει και δεν εκδίδει υλικές μετοχές στον κομιστή μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2015,

β) ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων αποσύρει όλες τις μετοχές αυτές όταν του παραδίδονται,

γ) ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων εκτελεί όλες τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας που ορίζονται στα Τμήματα II έως VII και δηλώνει όλες τις πληροφορίες που πρέπει να δηλώνονται για τις μετοχές αυτές όταν προσκομίζονται για εξαγορά ή άλλη πληρωμή, και

δ) ο οργανισμός συλλογικών επενδύσεων εφαρμόζει πολιτικές και διαδικασίες που διασφαλίζουν την εξαγορά ή την ακινητοποίηση των μετοχών αυτών το συντομότερο δυνατόν και σε κάθε περίπτωση πριν από την 1η Ιανουαρίου 2018.

Ενότητα Γ΄. Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός

1. Ως «Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός» νοείται λογαριασμός που τηρείται σε Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα. Στον όρο περιλαμβάνονται οι Καταθετικοί Λογαριασμοί, οι Λογαριασμοί Θεματοφυλακής και:

α) σε περίπτωση Επενδυτικής Οντότητας, κάθε συμμετοχικό ή συνδεόμενο με οφειλή δικαίωμα επί του Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος. Παρά τα οριζόμενα ανωτέρω, ο όρος «Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός» δεν περιλαμβάνει συμμετοχικά ή συνδεόμενα με οφειλή δικαιώματα επί Οντότητας που αποτελεί Επενδυτική Οντότητα απλώς και μόνον επειδή:

i) παρέχει επενδυτικές συμβουλές σε πελάτη και ενεργεί εξ ονόματος του για την επένδυση ή τη διαχείριση Χρηματοοικονομικών Περιουσιακών Στοιχείων κατατεθειμένων στο όνομα του πελάτη σε Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα διαφορετικό από την εν λόγω Οντότητα ή

ii) διαχειρίζεται χαρτοφυλάκια και ενεργεί εξ ονόματος πελάτη για τους ίδιους ως άνω σκοπούς·

β) σε περίπτωση Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος που δεν περιγράφεται στην Ενότητα Γ΄ παρ. 1 στοιχ. α), κάθε συμμετοχικό ή συνδεόμενο με οφειλή δικαίωμα επί του Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος, εάν η κατηγορία των εν λόγω δικαιωμάτων δημιουργήθηκε με σκοπό την αποφυγή της υποβολής δηλώσεων σύμφωνα με το Τμήμα Ι·
και

γ) κάθε Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς ή Συμβόλαιο Προσόδων που προσφέρεται από Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα ή τηρείται σε Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα, πλην των μη συνδεόμενων με επενδύσεις και μη μεταβιβάσιμων συμβολαίων προσόδων άμεσης καταβολής που προσφέρονται σε φυσικά πρόσωπα και καλύπτουν παροχές σύνταξης ή αναπηρίας καταβαλλόμενες στο πλαίσιο Εξαιρούμενων Λογαριασμών. Στον όρο «Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός» δεν περιλαμβάνονται οι Εξαιρούμενοι Λογαριασμοί.

2. Ως «Καταθετικός Λογαριασμός» νοείται κάθε εμπορικός, τρεχούμενος, αποταμιευτικός ή προθεσμιακός λογαριασμός ή λογαριασμός βεβαιούμενος από πιστοποιητικό καταθέσεων, πιστοποιητικό αποταμίευσης, πιστοποιητικό επενδύσεων, πιστοποιητικό οφειλής ή άλλο παρόμοιο μέσο που τηρείται σε Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα στο σύνηθες πλαίσιο τραπεζικών ή παρόμοιων δραστηριοτήτων. Στον όρο «Καταθετικός Λογαριασμός» περιλαμβάνεται επίσης κάθε ποσό που τηρείται σε ασφαλιστική εταιρεία δυνάμει συμβολαίου εγγυημένης απόδοσης ή παρόμοιας συμφωνίας για την καταβολή ή την πίστωση τόκου επί του ποσού αυτού.

3. Ως «Λογαριασμός Θεματοφυλακής» νοείται κάθε λογαριασμός, πλην του Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου ή Συμβολαίου Προσόδων στον οποίο φυλάσσεται ένα ή περισσότερα Χρηματοοικονομικά Περιουσιακά Στοιχεία προς όφελος τρίτου.

4. Ως «Συμμετοχικό Δικαίωμα» νοείται, στην περίπτωση προσωπικής εταιρείας που είναι Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα, δικαίωμα είτε επί του κεφαλαίου είτε επί των κερδών της εταιρείας. Στην περίπτωση καταπιστεύματος που είναι Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα, Συμμετοχικό Δικαίωμα θεωρείται ότι κατέχει οποιοδήποτε πρόσωπο λογίζεται καταπίστευμα το πάροχος ή δικαιούχος του συνόλου ή μέρους του καταπιστεύματος ή οποιοδήποτε άλλο φυσικό πρόσωπο έχει τον τελικό πραγματικό έλεγχο του καταπιστεύματος. Τα Δηλωτέα Πρόσωπα λογίζονται δικαιούχοι καταπιστεύματος αν έχουν το δικαίωμα να λαμβάνουν άμεσα ή έμμεσα (μεταξύ άλλων μέσω εντολοδόχου) υποχρεωτική διανομή ή μπορούν να λαμβάνουν, άμεσα ή έμμεσα, προαιρετική διανομή από το καταπίστευμα.

5. Ως «Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο» νοείται κάθε συμβόλαιο πλην των Συμβολαίων Προσόδων, βάσει του οποίου ο ασφαλιστής συμφωνεί να καταβάλει ποσό όταν επέλθει καθορισμένο, περιστατικό που αφορά Θάνατο, ασθένεια, ατύχημα, ζημιά ή κίνδυνο σχετιζόμενο με ακίνητη περιουσία.

6. Ως «Συμβόλαιο Προσόδων» νοείται κάθε συμβόλαιο βάσει του οποίου ο ασφαλιστής συμφωνεί να καταβάλλει πληρωμές για χρονική περίοδο που καθορίζεται εν όλω ή εν μέρει σε σχέση με το προσδόκιμο ζωής ενός ή περισσότερων φυσικών προσώπων. Στον όρο περιλαμβάνονται επίσης συμβόλαια που θεωρούνται Συμβόλαια Προσόδων σύμφωνα με τους νόμους, τους κανονισμούς ή τις πρακτικές της δικαιοδοσίας όπου συνάπτονται τα συμβόλαια και βάσει των οποίων ο ασφαλιστής συμφωνεί να καταβάλει πληρωμές νια μια σειρά ετών.

7. Ως «Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο με Αξία Εξαγοράς» νοείται κάθε Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο πλην συμβολαίου αντασφάλισης ζημιών μεταξύ δύο ασφαλιστικών εταιρειών που έχει Αξία Εξαγοράς.

8. Ως «Αξία Εξαγοράς» νοείται το μεγαλύτερο από τα δύο ακόλουθα ποσά:

i) το ποσό που δικαιούται να λάβει ο λήπτης της ασφάλισης σε περίπτωση εξαγοράς ή λύσης της σύμβασης χωρίς αφαίρεση τυχόν ποινής εξαγοράς ή δανείου ληφθέντος δυνάμει της ασφαλιστικής σύμβασης, και

ii) το ποσό που μπορεί να δανείζεται ο λήπτης της ασφάλισης δυνάμει της σύμβασης ή σε σχέση με τη σύμβαση αυτή.

Παρά τα οριζόμενα ανωτέρω, ο όρος «Αξία Εξαγοράς» δεν περιλαμβάνει τα ποσά που είναι καταβλητέα δυνάμει Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου:

α) αποκλειστικά λόγω θανάτου του φυσικού προσώπου που ήταν ασφαλισμένο με συμβόλαιο ασφάλισης ζωής,

β) ως παροχή λόγω προσωπικής βλάβης ή ασθένειας ή άλλη παροχή, που χορηγείται ως αποζημίωση για οικονομική ζημιά προκαλούμενη με την επέλευση του περιστατικού που καλύπτεται από την ασφάλιση,

γ) ως επιστροφή καταβληθέντων ασφαλίστρων, μείον το κόστος των ασφαλιστικών τελών, είτε έχουν όντως επιβληθεί είτε όχι, δυνάμει Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου πλην συνδεδεμένης με επενδύσεις συμβολαίου ασφάλισης ζωής ή προσόδων λόγω ακύρωσης ή λύσης του συμβολαίου, μείωσης της έκθεσης σε κινδύνους κατά την περίοδο ισχύος του συμβολαίου, ή διόρθωσης καταχώρισης ή παρόμοιου σφάλματος σε σχέση με τα ασφάλιστρα που καταβάλλονται για το συμβόλαιο,

δ) ως μέρισμα υπέρ του λήπτη της ασφάλισης πλην του μερίσματος λύσης, εφόσον το μέρισμα σχετίζεται με Ασφαλιστήριο Συμβόλαιο δυνάμει του οποίου καταβλητέες είναι μόνον οι παροχές που περιγράφονται στην Ενότητα Γ΄ παρ. 8 στοιχ. β’, ή

ε) ως επιστροφή προκαταβληθέντος ασφαλίστρου ή ποσού κατατεθειμένου για την κάλυψη μελλοντικών ασφαλίστρων στο πλαίσιο Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου για την οποία το ασφάλιστρο καταβάλλεται τουλάχιστον ετησίως, εάν το ποσό του προκαταβληθέντος ασφαλίστρου ή του κατατεθειμένου για την κάλυψη μελλοντικών ασφαλίστρων ποσού δεν υπερβαίνει το επόμενο ετήσιο ασφάλιστρο που θα πρέπει να καταβληθεί δυνάμει του συμβολαίου.

9. Ως «Προϋπάρχων Λογαριασμός» νοείται:

α) Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός που τηρείται σε Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015,

β) κάθε Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός Δικαιούχου Λογαριασμού, ανεξαρτήτως της ημερομηνίας κατά την οποία ανοίχθηκε, εάν:

i) ο Δικαιούχος Λογαριασμού τηρεί στο Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα ή σε Συνδεόμενη Οντότητα εντός της Ελληνικής Επικράτειας Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό που είναι Προϋπάρχων Λογαριασμός κατά την Ενότητα Γ΄ παρ. 9 στοιχ. α’,

ii) το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα και, κατά περίπτωση, η Συνδεόμενη Οντότητα εντός της Ελληνικής Επικράτειας θεωρεί τους δύο προαναφερόμενους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς και κάθε άλλο Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό του Δικαιούχου Λογαριασμού που θεωρείται Προϋπάρχων Λογαριασμός κατά το στοιχ. β’, ενιαίο Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό για τους σκοπούς της τήρησης των απαιτήσεων γνώσης που ορίζονται στο Τμήμα VII Ενότητα Α’ και για τους σκοπούς του προσδιορισμού του υπολοίπου ή της αξίας οποιουδήποτε από τους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς αυτούς, όταν εφαρμόζει οποιοδήποτε από τα όρια για τους λογαριασμούς,

iii) για Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό που υπόκειται σε Διαδικασίες Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες/Γνώρισε τον Πελάτη σου (AML-KYC), το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα επιτρέπεται να εκπληρώσει για το συγκεκριμένο Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό τα προβλεπόμενα στις διαδικασίες αυτές, στηριζόμενο στις Διαδικασίες Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες / Γνώρισε τον Πελάτη σου (AML-KYC) που έχουν εκτελεστεί για τον Προϋπάρχοντα Λογαριασμό που περιγράφεται στην Ενότητα Γ΄ παρ. 9 στοιχ. α’, και

iv) το άνοιγμα του Χρηματοοικονομικού Λογαριασμού δεν απαιτεί την παροχή νέων, πρόσθετων ή τροποποιημένων πληροφοριών πελάτη από τον Δικαιούχο Λογαριασμού, εκτός εάν απαιτείται για τους σκοπούς του παρόντος νόμου.

10. Ως «Νέος Λογαριασμός» νοείται Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός που τηρείται σε Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα και έχει ανοιχθεί την ή μετά από την 1η Ιανουαρίου 2016, εκτός αν θεωρείται Προϋπάρχων Λογαριασμός κατά την Ενότητα Γ΄ παρ. 9 στοιχ. β’.

11. Ως «Προϋπάρχων Ατομικός Λογαριασμός» νοείται Προϋπάρχων Λογαριασμός που τηρείται από ένα ή περισσότερα φυσικά πρόσωπα.

12. Ως «Νέος Ατομικός Λογαριασμός» νοείται Νέος Λογαριασμός που τηρείται από ένα ή περισσότερα φυσικά πρόσωπα.

13. Ως «Προϋπάρχων Λογαριασμός Οντοτήτων» νοείται Προϋπάρχων Λογαριασμός που τηρείται από μία ή περισσότερες Οντότητες.

14. Ως «Λογαριασμός Χαμηλότερης Αξίας» νοείται Προϋπάρχων Ατομικός Λογαριασμός με συνολικό υπόλοιπο ή αξία κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015 που δεν υπερβαίνει το ποσό του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) δολαρίων ΗΠΑ.

15. Ως «Λογαριασμός Υψηλής Αξίας» νοείται Προϋπάρχων Ατομικός Λογαριασμός με συνολικό υπόλοιπο ή αξία που υπερβαίνει κατά την 31η Δεκεμβρίου 2015 ή την 31η Δεκεμβρίου οποιουδήποτε επόμενου έτους, το ποσό του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) δολαρίων ΗΠΑ.

16. Ως «Νέος Λογαριασμός Οντοτήτων» νοείται Νέος Λογαριασμός που τηρείται από μία ή περισσότερες Οντότητες.

17. Ως «Εξαιρούμενος Λογαριασμός» νοείται οποιοσδήποτε από τους ακόλουθους λογαριασμούς:

α) Συνταξιοδοτικός λογαριασμός που πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις:

i) o λογαριασμός υπόκειται σε ρύθμιση ως προσωπικός συνταξιοδοτικός λογαριασμός ή αποτελεί μέρος καταχωρισμένου ή ρυθμιζόμενου συνταξιοδοτικού προγράμματος για παροχές σύνταξης περιλαμβανομένων των παροχών αναπηρίας ή θανάτου,

ii) ο λογαριασμός υπόκειται σε ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς, δηλαδή, οι εισφορές στον λογαριασμό, οι οποίες άλλως θα φορολογούνταν, εκπίπτουν ή εξαιρούνται από το ακαθάριστο εισόδημα του Δικαιούχου Λογαριασμού ή φορολογούνται με μειωμένο συντελεστή, ή το εισόδημα από επενδύσεις που προέρχεται από τον λογαριασμό υπόκειται σε αναβαλλόμενο φόρο ή σε μειωμένο φορολογικό συντελεστή,

iii) απαιτείται η διαβίβαση πληροφοριών προς τις φορολογικές αρχές, σε ό,τι αφορά τον λογαριασμό,

iv) επιτρέπονται οι αναλήψεις μόνον εφόσον έχει συμπληρωθεί συγκεκριμένο όριο ηλικίας, έχει επέλθει αναπηρία ή θάνατος- ή επιβάλλονται ποινές για τις αναλήψεις που πραγματοποιούνται πριν από την επέλευση τέτοιων καθορισμένων γεγονότων, και

ν) είτε

i) οι ετήσιες εισφορές είναι ίσες ή κατώτερες του ποσού των πενήντα χιλιάδων (50.000) δολαρίων ΗΠΑ, ή

(ii) προβλέπεται μέγιστο όριο εισφορών εφ’ όρου ζωής στον λογαριασμό, ποσού ίσου ή κατώτερου του ενός εκατομμυρίου (1.000.000) δολαρίων ΗΠΑ,

ενώ εφαρμόζονται και στις δύο περιπτώσεις οι κανόνες που προβλέπονται στην Ενότητα Γ΄ του Τμήματος VII.

Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός, ο οποίος πληροί κατά τα λοιπά την απαίτηση που προβλέπεται στην Ενότητα Γ΄ παρ. 17 στοιχ. α’ σημείο ν, δεν παραβιάζει την απαίτηση αυτή για τον λόγο και μόνον ότι ο εν λόγω Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός μπορεί να δεχθεί περιουσιακά στοιχεία ή κεφάλαια που μεταφέρονται από έναν ή περισσότερους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς που πληρούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στην Ενότητα Γ΄ παρ. 17 στοιχ. α’ ή β’ ή από ένα ή περισσότερα συνταξιοδοτικά ταμεία που πληρούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στην Ενότητα Β’ παρ. 5 έως 7.

β) Λογαριασμός που πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις:

i) ο λογαριασμός υπόκειται σε ρύθμιση ως οργανισμός επενδύσεων με σκοπούς άλλους από αυτούς της συνταξιοδότησης και αποτελεί αντικείμενο τακτικής διαπραγμάτευσης σε αναγνωρισμένη αγορά κινητών αξιών ή ο λογαριασμός υπόκειται σε ρύθμιση ως οργανισμός αποταμίευσης με σκοπούς άλλους από αυτούς της συνταξιοδότησης,

ii) ο λογαριασμός υπόκειται σε ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς, δηλαδή, οι εισφορές στον λογαριασμό, οι οποίες άλλως θα φορολογούνταν, εκπίπτουν ή εξαιρούνται από το ακαθάριστο εισόδημα του Δικαιούχου Λογαριασμού ή φορολογούνται με μειωμένο συντελεστή, ή το εισόδημα από επενδύσεις που προέρχεται από τον λογαριασμό υπόκειται σε αναβαλλόμενο φόρο ή σε μειωμένο φορολογικό συντελεστή,

iii) επιτρέπονται οι αναλήψεις μόνον εφόσον έχουν εκπληρωθεί συγκεκριμένα κριτήρια που αφορούν τον σκοπό του λογαριασμού επένδυσης ή αποταμίευσης (μεταξύ άλλων την παροχή εκπαιδευτικών ή ιατρικών ωφελειών), ή επιβάλλονται ποινές για τις αναλήψεις που πραγματοποιούνται πριν από την εκπλήρωση των εν λόγω κριτηρίων, και

iv) οι ετήσιες εισφορές είναι ίσες ή κατώτερες του ποσού των πενήντα χιλιάδων (50.000) δολαρίων ΗΠΑ, εφαρμοζόμενων των κανόνων που προβλέπονται στο Τμήμα VII Ενότητα Γ’ για την άθροιση λογαριασμών και τη μετατροπή νομισμάτων.

Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός, ο οποίος πληροί κατά τα λοιπά την απαίτηση που προβλέπεται στην Ενότητα Γ΄ παρ. 17 στοιχ. β’ σημ. iv), δεν παραβιάζει την απαίτηση αυτή για τον λόγο και μόνον ότι ο εν λόγω Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός μπορεί να δεχθεί περιουσιακά στοιχεία ή κεφάλαια που μεταφέρονται από έναν ή περισσότερους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς που πληρούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στην Ενότητα Γ΄ παρ. 17 στοιχ. α’ ή β’ ή από ένα ή περισσότερα συνταξιοδοτικά ταμεία που πληρούν τις απαιτήσεις που προβλέπονται στην Ενότητα Β’ παρ. 5 έως 7.

γ) Συμβόλαιο ασφάλισης ζωής με περίοδο κάλυψης που λήγει πριν συμπληρώσει ο ασφαλισμένος το ενενηκοστό (90ό) έτος της ηλικίας του, υπό την προϋπόθεση ότι το συμβόλαιο πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις:

i) καταβάλλονται περιοδιχ ά ασφάλιστρα, τα οποία δεν μειώνονται με την πάροδο του χρόνου, τουλάχιστον σε ετήσια βάση κατά τη διάρκεια της περιόδου ισχύος του συμβολαίου ή μέχρι να συμπληρώσει ο ασφαλισμένος το ενενηκοστό (90ό) έτος της ηλικίας του, αναλόγως ποιο χρονικό διάστημα είναι βραχύτερο,

ii) δεν είναι δυνατόν για οποιοδήποτε πρόσωπο να λάβει παροχές του συμβολαίου μέσω ανάληψης, δανείου ή με άλλον τρόπο, χωρίς λύση του συμβολαίου,

iii) το ποσό εκτός των παροχών θανάτου που είναι πληρωτέο σε περίπτωση ακύρωσης ή λύσης του συμβολαίου δεν μπορεί να υπερβεί το άθροισμα των ασφαλίστρων που έχουν καταβληθεί για το συμβόλαιο, μείον το ποσό που αντιστοιχεί στις επιβαρύνσεις λόγω θανάτου, ασθένειας και δαπανών, είτε έχουν πράγματι επιβληθεί είτε όχι, για την περίοδο ή τις περιόδους ισχύος του συμβολαίου και τυχόν ποσών που έχουν καταβληθεί πριν από την ακύρωση ή τη λύση του συμβολαίου, και

iv) το συμβόλαιο δεν διακρατείται από εκδοχέα έναντι αξίας.

δ) Λογαριασμός που ανήκει αποκλειστικά σε κληρονομιά, εφόσον στα έγγραφα του λογαριασμού περιλαμβάνεται αντίγραφο της διαθήκης του θανόντος ή πιστοποιητικό θανάτου.

ε) Λογαριασμός που έχει ανοιχθεί σε σύνδεση με οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

i) διαταγή ή απόφαση δικαστηρίου,

ii) πώληση, ανταλλαγή ή μίσθωση ακίνητης (real property) ή κινητής (personal property) περιουσίας, υπό την προϋπόθεση ότι ο λογαριασμός πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
- ο λογαριασμός τροφοδοτείται αποκλειστικά με ποσά που προέρχονται από προκαταβολή, αρραβώνα, κατάθεση ποσού κατάλληλου για την εξασφάλιση υποχρέωσης που συνδέεται άμεσα με τη συναλλανή ή παρόμοια πληρωμή, ή τροφοδοτείται με Χρηματοοικονομικό Περιουσιακό Στοιχείο που κατατίθεται στο λογαριασμό σε σύνδεση με την πώληση, την ανταλλαγή ή τη μίσθωση περιουσιακού στοιχείου,

- ο λογαριασμός ανοίγεται και χρησιμοποιείται με αποκλειστικό σκοπό την εξασφάλιση της υποχρέωσης του αγοραστή να καταβάλει το τίμημα της πώλησης του περιουσιακού στοιχείου, του πωλητή να καταβάλει οποιαδήποτε αποζημίωση για τυχόν ενδεχόμενη υποχρέωση, ή του εκμισθωτή ή του μισθωτή να καταβάλει αποζημίωση σχετικά με το μισθωμένο περιουσιακό στοιχείο, όπως έχει συμφωνηθεί στο πλαίσιο της μίσθωσης,

- τα περιουσιακά στοιχεία που περιέχονται στο λογαριασμό, περιλαμβανομένου του εισοδήματος που προέρχεται από το λογαριασμό, θα καταβληθούν ή θα διατεθούν με άλλον τρόπο προς όφελος του αγοραστή, του πωλητή, του εκμισθωτή ή του μισθωτή, μεταξύ άλλων για να εκπληρωθεί υποχρέωση του εν λόγω προσώπου, όταν το περιουσιακό στοιχείο πωληθεί, ανταλλαχθεί ή παραδοθεί, ή όταν λυθεί η μίσθωση,

- ο λογαριασμός δεν είναι λογαριασμός περιθωρίου ή παρόμοιος λογαριασμός που έχει ανοιχθεί στο πλαίσιο πώλησης ή ανταλλαγής Χρηματοοικονομικού Περιουσιακού Στοιχείου, και

- ο λογαριασμός δεν συνδέεται με λογαριασμό περιγραφόμενο στην Ενότητα Γ’ παρ. 17 στοιχ. στ’.

iii) υποχρέωση Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος που διαχειρίζεται δάνειο εξασφαλιζόμενο με εμπράγματο περιουσιακό στοιχείο να κρατά μέρος του καταβαλλόμενου ποσού με αποκλειστικό σκοπό τη διευκόλυνση της πληρωμής φόρων ή ασφάλισης σχετικά με το εμπράγματο περιουσιακό στοιχείο σε μεταγενέστερο χρόνο,

iν) υποχρέωση Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος που έχει αποκλειστικό σκοπό την πληρωμή φόρων σε μεταγενέστερο χρόνο.

στ) Καταθετικός Λογαριασμός που πληροί τις ακόλουθες απαιτήσεις:

i) ο λογαριασμός υπάρχει μόνον διότι ο πελάτης καταβάλλει ποσό που υπερβαίνει το χρεωστικό υπόλοιπο πιστωτικής κάρτας ή άλλης ανακυκλούμενης πιστωτικής διευκόλυνσης και το πλεονάζον ποσό δεν επιστρέφεται αμέσως στον πελάτη, και

ii) από ή πριν από την 1η Ιανουαρίου 2016, το Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα εφαρμόζει πολιτικές και διαδικασίες, ώστε είτε να μην μπορεί ο πελάτης να καταβάλει πλεονάζον ποσό που να υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) δολαρίων ΗΠΑ είτε να επιστρέφεται στον πελάτη εντός εξήντα (60) ημερών κάθε καταβληθέν πλεονάζον ποσό που υπερβαίνει το ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000) δολαρίων ΗΠΑ, σύμφωνα, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, με τους κανόνες που ορίζονται στο Τμήμα VII Ενότητα Γ΄. Για τους σκοπούς του προηγούμενου εδαφίου, το καταβληθέν από τον πελάτη πλεονάζον ποσό δεν αναφέρεται σε πιστωτικά υπόλοιπα στον βαθμό που αυτά σχετίζονται με αμφισβητηθείσες χρεώσεις, αλλά περιλαμβάνει πιστωτικά υπόλοιπα που προκύπτουν από επιστροφές εμπορευμάτων.

ζ) Οποιοσδήποτε άλλος λογαριασμός παρουσιάζει χαμηλό κίνδυνο να χρησιμοποιηθεί για φοροδιαφυγή, έχει ουσιωδώς παρεμφερή χαρακτηριστικά με οποιονδήποτε από τους λογαριασμούς που περιγράφονται στην Ενότητα Γ΄ παρ. 17 στοιχ. α’ έως στ’ και περιλαμβάνεται στον κατάλογο των Εξαιρούμενων Λογαριασμών, σύμφωνα μετηνπαρ. 3 του άρθρου πέμπτου του παρόντος νόμου, εφόσον το καθεστώς του λογαριασμού αυτού ως Εξαιρούμενου Λογαριασμού δεν αντιβαίνει στους σκοπούς του Κοινού Προτύπου Αναφοράς, όπως ορίζεται με τον παρόντα νόμο.

Ενότητα Δ΄. Δηλωτέος Λογαριασμός

1. Ως «Δηλωτέος Λογαριασμός» νοείται Χρηματοοικονομικός Λογαριασμός που τηρείται από Δηλούν Ελληνικό Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα με δικαιούχους ένα ή περισσότερα Δηλωτέα Πρόσωπα ή Παθητική ΜΧΟ με ένα ή περισσότερα Ελέγχοντα Πρόσωπα που είναι Δηλωτέα Πρόσωπα, εφόσον προσδιορίζεται ως τέτοιος σύμφωνα με ης διαδικασίες δέουσας επιμέλειας που περιγράφονται στα Τμήματα Κ έως VII.

2. Ως «Δηλωτέο Πρόσωπο» νοείται ένα Πρόσωπο άλλης Δηλωτέας Δικαιοδοσίας, εκτός από τα ακόλουθα:

i) κεφαλαιουχική εταιρεία οι τίτλοι κεφαλαίου της οποίας αποτελούν αντικείμενο τακτικής διαπραγμάτευσης σε μία ή περισσότερες αναγνωρισμένες αγορές κινητών αξιών,

ii) οποιαδήποτε κεφαλαιουχική εταιρεία αποτελεί Συνδεόμενη Οντότητα κεφαλαιουχικής εταιρείας του σημείου i),

iii) Κρατική Οντότητα,

iν) Διεθνής Οργανισμός,

ν) Κεντρική Τράπεζα ή

vi) Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα.

3. Ως «Πρόσωπο Δηλωτέας Δικαιοδοσίας» σχετικά με την Ελλάδα νοείται φυσικό πρόσωπο ή Οντότητα με κατοικία σε οποιαδήποτε άλλη πλην της Ελλάδας Δηλωτέα Δικαιοδοσία, σύμφωνα με τη φορολογική νομοθεσία της εν λόγω δικαιοδοσίας, ή κληρονομιά θανόντος, ο οποίος ήταν κάτοικος οποιασδήποτε άλλης Δηλωτέας Δικαιοδοσίας. Για τον σκοπό αυτόν, Οντότητες όπως προσωπικές εταιρείες, ετερόρρυθμες εταιρείες ή παρόμοια νομικά μορφώματα, που δεν έχουν. κατοικία για φορολογικούς σκοπούς λογίζονται ως κάτοικοι στη δικαιοδοσία όπου βρίσκεται ο τόπος άσκησης της πραγματικής διοίκησης τους.

4. Ως «Δηλωτέα Δικαιοδοσία» έναντι τη ς Ελλάδας νοείται οποιαδήποτε άλλη δικαιοδοσία:

(i) με την οποία η Ελλάδα έχει συνάψει συμφωνία δυνάμει της οποίας υφίσταται υποχρέωση παροχής των πληροφοριών που ορίζονται στο Τμήμα Ι, και

ii) η οποία έχει προσδιοριστεί σε δημοσιευμένο κατάλογο που εκδίδεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 3 του άρθρου πέμπτου του παρόντος νόμου απόφαση.

5. Ως «Συμμετέχουσα Δικαιοδοσία» έναντι της Ελλάδας νοείται οποιαδήποτε άλλη δικαιοδοσία:

(i) με την οποία η Ελλάδα έχει συνάψει συμφωνία δυνάμει της οποίας αυτή η δικαιοδοσία θα παρέχει στην Ελλάδα τις πληροφορίες που ορίζονται στο Τμήμα Ι, και

ii) η οποία έχει προσδιοριστεί σε δημοσιευμένο κατάλογο που εκδίδεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 3 του άρθρου πέμπτου του παρόντος νόμου απόφαση.

6. Ως «Ελέγχοντα Πρόσωπα» νοούνται τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν έλεγχο επί Οντότητας. Στην περίπτωση του καταπιστεύματος, ως ελέγχοντα πρόσωπα νοούνται ο ή οι καταπιστευματοπάροχοι, ο ή οι καταπιστευματοδόχοι, ο ή οι προστάτες (protectors), εφόσον υπάρχουν, ο ή οι δικαιούχοι ή οι τάξεις των δικαιούχων και οποιοδήποτε άλλο φυσικό πρόσωπο ή πρόσωπα ασκούν τον τελικό πραγματικό έλεγχο επί του καταπιστεύματος. Επί νομικού μορφώματος που δεν είναι καταπίστευμα, ως Ελέγχοντα Πρόσωπα νοούνται τα πρόσωπα που βρίσκονται σε ισοδύναμες ή παρόμοιες θέσεις. Ο όρος «Ελέγχοντα Πρόσωπα» ερμηνεύεται κατά τρόπο συμβατό με τις συστάσεις της Ειδικής Ομάδας Χρηματοοικονομικής Δράσης (Financial Action Task Force, FATF).

7. Ως «ΜΧΟ» νοείται οποιαδήποτε Οντότητα δεν είναι Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα.

8. Ως «Παθητική ΜΧΟ» νοείται:

i) ΜΧΟ που δεν είναι Ενεργή ΜΧΟ ή

ii) Επενδυτική Οντότητα περιγραφόμενη στην Ενότητα Α’ παρ. στοιχ. β’, η οποία δεν αποτελεί Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα Συμμετέχουσας Δικαιοδοσίας.
9. Ως «Ενεργή ΜΧΟ» νοείται οποιαδήποτε ΜΧΟ πληροί οποιοδήποτε από τα ακόλουθα κριτήρια:

α) το ποσοστό του παθητικού εισοδήματος για το προηγούμενο ημερολογιακό έτος είναι μικρότερο του 50% του ακαθάριστου εισοδήματος της ΜΧΟ και το ποσοστό των περιουσιακών στοιχείων που παράγουν παθητικό εισόδημα ή διακρατούνται για την παραγωγή παθητικού εισοδήματος κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος είναι μικρότερο του 50% των περιουσιακών στοιχείων της ΜΧΟ,

β) οι τίτλοι κεφαλαίου της ΜΧΟ αποτελούν αντικείμενο τακτικής διαπραγμάτευσης σε αναγνωρισμένη αγορά κινητών αξιών ή η ΜΧΟ είναι Συνδεόμενη Οντότητα μιας Οντότητας οι τίτλοι κεφαλαίου της οποίας αποτελούν αντικείμενο τακτικής διαπραγμάτευσης σε αναγνωρισμένη αγορά κινητών αξιών,

γ) η ΜΧΟ είναι Κρατική Οντότητα, Διεθνής Οργανισμός, Κεντρική Τράπεζα ή Οντότητα που ανήκει εξολοκλήρου σε μία ή περισσότερες από τις προηγούμενες Οντότητες»

δ) κατ’ ουσίαν, όλες οι δραστηριότητες της ΜΧΟ συνίστανται στην κατοχή, εν όλω ή εν μέρει, των εν κυκλοφορία τίτλων κεφαλαίου μιας ή περισσότερων θυγατρικών με δραστηριότητες σε επιχειρηματικούς κλάδους ή τομείς άλλους από αυτούς των Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων ή στην παροχή χρηματοδότησης και υπηρεσιών προς αυτήν ή αυτές· στην κατηγορία αυτή δεν μπορεί να υπαχθεί Οντότητα η οποία λειτουργεί ή εμφανίζεται ως επενδυτικό κεφάλαιο, όπως για παράδειγμα ιδιωτικό επενδυτικό κεφάλαιο («private equity fund»), εταιρεία επιχειρηματικού κεφαλαίου («venture capital fund») ή κεφάλαιο εξαγορών μέσω μόχλευσης («leveraged buyout fund»), ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός επενδύσεων, σκοπός του οποίου είναι να αποκτήσει ή να χρηματοδοτήσει εταιρείες και να διατηρεί στη συνέχεια δικαιώματα στις εταιρείες αυτές ως τίτλους κεφαλαίου για επενδυτικούς σκοπούς,

ε) η ΜΧΟ δεν έχει ακόμη επιχειρηματική δραστηριότητα και δεν έχει προηγούμενο ιστορικό λειτουργίας, αλλά επενδύει κεφάλαιο σε περιουσιακά στοιχεία με σκοπό την άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας άλλης από αυτήν των Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων, εφόσον η εν λόγω εξαίρεση δεν εφαρμόζεται στη ΜΧΟ μετά την πάροδο εικοσιτεσσάρων μηνών (24) μηνών από την ημερομηνία αρχικής σύστασης της ΜΧΟ,

στ) η ΜΧΟ δεν υπήρξε Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα κατά τα τελευταία πέντε (5) έτη και βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία ρευστοποίησης των περιουσιακών της στοιχείων ή η ΜΧΟ αναδιοργανώνεται με σκοπό να εξακολουθήσει να δραστηριοποιείται ή να δραστηριοποιηθεί εκ νέου σε επιχειρηματικό τομέα άλλον από αυτόν των Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων,

ζ) η ΜΧΟ ασκεί κυρίως δραστηριότητες χρηματοδότησης και αντιστάθμισης κινδύνου με ή για Συνδεόμενες Οντότητες που δεν είναι Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα και δεν παρέχει υπηρεσίες χρηματοδότησης ή αντιστάθμισης κινδύνου σε Οντότητα που δεν είναι Συνδεόμενη Οντότητα, εφόσον ο όμιλος οποιασδήποτε τέτοιας Συνδεόμενης Οντότητας δραστηριοποιείται κυρίως σε χώρο άλλο από αυτόν των Χρηματοπιστωτικών Ιδρυμάτων, ή

η) η ΜΧΟ πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

i) έχει συσταθεί και λειτουργεί σε άλλη δικαιοδοσία όπου έχει την κατοικία της αποκλειστικά για θρησκευτικούς, φιλανθρωπικούς, επιστημονικούς, καλλιτεχνικούς, πολιτιστικούς, αθλητικούς ή εκπαιδευτικούς σκοπούς· ή έχει συσταθεί και λειτουργεί στη συγκεκριμένη άλλη δικαιοδοσία όπου έχει την κατοικία της και αποτελεί επαγγελματική οργάνωση, σύλλογο επιχειρήσεων, εμπορικό επιμελητήριο, οργάνωση εργαζομένων, οργάνωση αγροτικών ή οπωροκηπευτικών εκμεταλλεύσεων, ένωση πολιτών ή οργάνωση που λειτουργεί αποκλειστικά για την προαγωγή της κοινωνικής ευημερίας,

ii) απαλλάσσεται από φόρο εισοδήματος στην άλλη δικαιοδοσία όπου έχει την κατοικία της,

iii) δεν διαθέτει μετόχους ή μέλη που έχουν δικαιώματα κυριότητας ή επικαρπίας επί των εσόδων ή των περιουσιακών της στοιχείων,

iν) η ισχύουσα νομοθεσία της άλλης δικαιοδοσίας όπου έχει την κατοικία της η ΜΧΟ ή τα συστατικά έγγραφα της ΜΧΟ δεν επιτρέπουν οποιαδήποτε διανομή εσόδων ή περιουσιακών στοιχείων της ΜΧΟ σε φυσικό πρόσωπο ή μη φιλανθρωπική οντότητα ή τη χρήση των εσόδων ή περιουσιακών στοιχείων προς όφελος τους, εκτός αν η διανομή ή χρήση αυτή γίνεται στο πλαίσιο της άσκησης των φιλανθρωπικών δραστηριοτήτων της ΜΧΟ ή ως πληρωμή εύλογης αμοιβής για την παροχή υπηρεσιών ή ως πληρωμή τιμήματος για την πραγματική εμπορική αξία ιδιοκτησίας που αγόρασε η ΜΧΟ, και

ν) η ισχύουσα νομοθεσία της άλλης δικαιοδοσίας όπου έχει την κατοικία της η ΜΧΟ ή τα συστατικά έγγραφα της ΜΧΟ απαιτούν, σε περίπτωση εκκαθάρισης ή διάλυσης, να διανέμονται όλα τα περιουσιακά στοιχεία της ΜΧΟ σε Κρατική Οντότητα ή σε άλλη μη κερδοσκοπική οργάνωση ή να περιέρχονται σε κάθε άλλη δικαιοδοσία όπου έχει την κατοικία της η ΜΧΟ ή σε άλλη διοικητική υποδιαίρεση αυτής της δικαιοδοσίας.

Ενότητα Ε΄. Διάφορα

1. Ως «Δικαιούχος Λογαριασμού» νοείται πρόσωπο που καταχωρίζεται ή ταυτοποιείται ως δικαιούχος Χρηματοοικονομικού Λογαριασμού από το Χρηματοπιστωτικό Ιδρυμα που τηρεί τον λογαριασμό. Πρόσωπο, άλλο από Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα, που τηρεί Χρηματοοικονομικό Λογαριασμό προς όφελος ή για λογαριασμό άλλου προσώπου ως αντιπρόσωπος, θεματοφύλακας, εντολοδόχος, υπογράφων, σύμβουλος επενδύσεων ή ενδιάμεσος δεν λογίζεται Δικαιούχος Λογαριασμού για τους σκοπούς του Κοινού Προτύπου Αναφοράς, όπως ορίζεται στον παρόντα νόμο, Δικαιούχος του Λογαριασμού λογίζεται το εν λόγω άλλο πρόσωπο. Σε περίπτωση Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου με Αξία Εξαγοράς ή Συμβολαίου Προσόδων, Δικαιούχος Λογαριασμού είναι οποιοδήποτε πρόσωπο έχει δικαίωμα να λάβει την Αξία Εξαγοράς ή να αλλάξει τον δικαιούχο του συμβολαίου. Αν κανείς δεν δύναται να λάβει την Αξία Εξαγοράς ή να αλλάξει τον δικαιούχο, Δικαιούχος Λογαριασμού είναι οποιοδήποτε πρόσωπο ορίζεται στο συμβόλαιο ως κύριος και οποιοδήποτε πρόσωπο έχει κατοχυρωμένη απαίτηση για την πληρωμή σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου. Κατά τη λήξη Ασφαλιστηρίου Συμβολαίου με Αξία Εξαγοράς ή Συμβολαίου Προσόδων, κάθε πρόσωπο που δικαιούται να λάβει πληρωμή σύμφωνα με το συμβόλαιο είναι Δικαιούχος Λογαριασμού.

2. Ως «Διαδικασίες Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες/Γνώρισε τον πελάτη σου» (AML/KYC) νοούνται οι σχετικές με τον πελάτη διαδικασίες δέουσας επιμέλειας του Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.3691/2008 (Α’ 166), όπως ισχύει, και τις απορρέουσες διαδικασίες και απαιτήσεις που αφορούν την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή παρόμοιες απαιτήσεις, στις οποίες υπόκειται το εν λόγω Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο.

3. Ως «Οντότητα» νοείται νομικό πρόσωπο ή νομικό μόρφωμα, όπως κεφαλαιουχική εταιρεία, προσωπική εταιρεία, καταπίστευμα ή ίδρυμα.

4. Μία Οντότητα είναι «Συνδεόμενη Οντότητα» άλλης Οντότητας αν:

i) οποιαδήποτε εκ των δύο Οντοτήτων ελέγχει την άλλη ή

ii) οι δύο Οντότητες τελούν υπό κοινό έλεγχο ή

iii) οι δύο Οντότητες είναι Επενδυτικές Οντότητες περιγραφόμενες στην Ενότητα Α’ παρ. 6 στοιχ β’, τελούν υπό κοινή διαχείριση και η εν λόγω διαχείριση εκπληρώνει τις υποχρεώσεις δέουσας επιμέλειας των εν λόγω Επενδυτικών Οντοτήτων. Για τον σκοπό αυτόν, ο έλεγχος περιλαμβάνει την άμεση ή έμμεση κυριότητα ποσοστού μεγαλύτερου του 50% των δικαιωμάτων ψήφου και αξίας της Οντότητας.

5. Ως «ΑΦΜ» νοείται ο Αριθμός φορολογικού Μητρώου ή λειτουργικό ισοδύναμο, αν δεν υπάρχει Αριθμός Φορολογικού Μητρώου.

6. Ως «Αποδεικτικό Έγγραφο» νοείται οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

α) πιστοποιητικό κατοικίας που εκδίδεται από αρμόδιο κρατικό φορέα, όπως από την κεντρική διοίκηση ή αντιπρόσωπο της ή από δήμο, της άλλης δικαιοδοσίας όπου ισχυρίζεται ότι έχει την κατοικία του ο δικαιούχος,

β) σε ό,τι αφορά τα φυσικά πρόσωπα, οποιοδήποτε έγκυρο έγγραφο ταυτότητας έχει εκδοθεί από αρμόδιο κρατικό φορέα, όπως από την κεντρική διοίκηση ή αντιπρόσωπο της ή από δήμο, στο οποίο περιέχεται το όνομα του προσώπου και το οποίο χρησιμοποιείται κατά κανόνα για ταυτοποίηση,

γ) σε ό,τι αφορά τις Οντότητες, οποιοδήποτε επίσημο έγγραφο έχει εκδοθεί από αρμόδιο κρατικό φορέα, όπως από την κεντρική διοίκηση ή αντιπρόσωπο της ή από δήμο, στο οποίο περιέχεται η ονομασία της Οντότητας και είτε η διεύθυνση του κεντρικού της γραφείου στην άλλη δικαιοδοσία όπου ισχυρίζεται ότι έχει την κατοικία της είτε την άλλη δικαιοδοσία στην οποία συστάθηκε ή οργανώθηκε.

δ) οποιαδήποτε ελεγμένη οικονομική κατάσταση, έκθεση τρίτου για τη φερεγγυότητα, αίτηση πτώχευσης ή έκθεση από ρυθμιστική αρχή αγοράς κινητών αξιών.
Σε ό,τι αφορά τους Προϋπάρχοντες Λογαριασμούς Οντοτήτων, τα Δηλούντα Χρηματοπιστωτικά Ιδρύματα δύνανται να χρησιμοποιήσουν ως Αποδεικτικό Έγγραφο οποιαδήποτε κατάταξη έχει γίνει στα αρχεία του Δηλούντος Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος σχετικά με τον Δικαιούχο Λογαριασμού βάσει τυποποιημένου συστήματος κωδικοποίησης ανά κλάδο, η οποία καταχωρίστηκε από το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα σύμφωνα με τη συνήθη επιχειρηματική πρακτική του, για σκοπούς που αφορούν τις Διαδικασίες Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες/Γνώρισε τον Πελάτη σου (AML-KYC) ή για άλλους ρυθμιστικούς σκοπούς εκτός των φορολογικών και η οποία εφαρμοζόταν από το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα πριν από την ημερομηνία κατά την οποία έγινε η κατάταξη του Χρηματοοικονομικού Λογαριασμού ως Προϋπάρχοντος Λογαριασμού, εφόσον το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα δεν γνωρίζει ή δεν έχει λόγο να πιστεύει ότι η εν λόγω κατάταξη είναι εσφαλμένη ή αναξιόπιστη. Ως «τυποποιημένο σύστημα κωδικοποίησης ανά κλάδο» νοείται σύστημα που χρησιμοποιείται για την κατάταξη των μορφωμάτων ανά είδος επιχείρησης για σκοπούς άλλους από τους φορολογικούς.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΚΑΙ ΔΕΟΥΣΑΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΠΙ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ

1. Αλλαγή των περιστάσεων:

Ως «αλλαγή των περιστάσεων» νοείται οποιαδήποτε μεταβολή η οποία έχει ως αποτέλεσμα την προσθήκη πληροφοριών σχετικών με το καθεστώς του προσώπου ή έρχεται σε αντίθεση με το καθεστώς αυτό με άλλον τρόπο. Επιπροσθέτως, ως αλλαγή των περιστάσεων νοείται οποιαδήποτε μεταβολή ή προσθήκη πληροφοριών στο Λογαριασμό του Δικαιούχου, περιλαμβανομένης της προσθήκης, της υποκατάστασης ή άλλης μεταβολής σχετικά με το Δικαιούχο Λογαριασμού ή οποιαδήποτε άλλη μεταβολή ή προσθήκη πληροφοριών σε οποιοδήποτε λογαριασμό συνδέεται με τον εν λόγω λογαριασμό, εφαρμοζομένων των κανόνων περί άθροισης λογαριασμών που περιγράφονται στο Παράρτημα Ι Τμήμα VII Ενότητα Γ΄ παρ. 1 έως 3, εάν η εν λόγω μεταβολή ή προσθήκη πληροφοριών επηρεάζει το καθεστώς του Δικαιούχου Λογαριασμού.

Εάν το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα έχει βασιστεί στην εξέταση για τη διεύθυνση κατοικίας, η οποία περιγράφεται στο Παράρτημα Ι Τμήμα III Ενότητα Β’ παρ. 1 και επισυμβεί αλλαγή των περιστάσεων λόγω της οποίας το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα λαμβάνει γνώση ή θεωρεί ευλόγως ότι το αρχικό Αποδεικτικό Έγγραφο ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο είναι ανακριβές ή αναξιόπιστο, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα υποχρεούται, μέχρι τη μεταγενέστερη μεταξύ της τελευταίας ημέρας του σχετικού ημερολογιακού έτους ή των ενενήντα (90) ημερολογιακών ημερών μετά τη γνωστοποίηση ή την ανακάλυψη της εν λόγω αλλαγής των περιστάσεων να έχει στην κατοχή του αυτοπιστοποίηση και νέο Αποδεικτικό Έγγραφο για τη βεβαίωση της ή των φορολογικών κατοικιών του Δικαιούχου Λογαριασμού. Εάν το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα αδυνατεί να λάβει την αυτοπιστοποίηση και το νέο Αποδεικτικό Έγγραφο μέχρι την εν λόγω ημερομηνία, εφαρμόζει τη διαδικασία έρευνας σε ηλεκτρονικό αρχείο που περιγράφεται στο Παράρτημα Ι Τμήμα III Ενότητα Β’ παρ. 2 έως 6.

2. Αυτοπιστοποίηση για Νέους Λογαριασμούς Οντοτήτων

Σε ό,τι αφορά τους Νέους Λογαριασμούς Οντοτήτων, προκειμένου να προσδιοριστεί κατά πόσον το Ελέγχον Πρόσωπο Παθητικής ΜΧΟ είναι Δηλωτέο Πρόσωπο, το Δηλούν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα δύναται να βασίζεται σε αυτοπιστοποίηση μόνον από τον Δικαιούχο Λογαριασμού ή το Ελέγχον Πρόσωπο.

3. Κατοικία Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος

Το Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα έχει την κατοικία του στην Ελλάδα, αν υπόκειται στη δικαιοδοσία της Ελλάδας, δηλαδή αν η Ελλάδα μπορεί να επιβάλλει την υποβολή στοιχείων από το Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα. Γενικώς, όταν το Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα έχει τη φορολογική του κατοικία στην Ελλάδα, υπόκειται στη δικαιοδοσία της Ελλάδας και αποτελεί, ως εκ τούτου, Ελληνικό Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα. Στην περίπτωση καταπιστεύματος που είναι Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα, ανεξαρτήτως του αν έχει τη φορολογική του κατοικία στην Ελλάδα, το καταπίστευμα θεωρείται ότι υπόκειται στη δικαιοδοσία της Ελλάδας, εάν ένας ή περισσότεροι από τους καταπιστευματοδόχους έχουν την κατοικία τους στην Ελλάδα, εκτός εάν το καταπίστευμα δηλώνει σε άλλη δικαιοδοσία όλες τις πληροφορίες που απαιτείται να δηλωθούν σύμφωνα με το Κοινό Πρότυπο Αναφοράς σχετικά με τους Δηλωτέους Λογαριασμούς που τηρούνται από το καταπίστευμα, επειδή έχει τη φορολογική του κατοικία σε αυτή την άλλη δικαιοδοσία. Εντούτοις, όταν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα, άλλο από το καταπίστευμα, δεν έχει φορολογική κατοικία, (μεταξύ άλλων επειδή λογίζεται φορολογικώς διαφανές ή ευρίσκεται σε δικαιοδοσία που δεν επιβάλλει φόρο εισοδήματος), θεωρείται ότι υπόκειται στη δικαιοδοσία της Ελλάδας και αποτελεί, ως εκ τούτου, Ελληνικό Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα αν:

α) έχει συσταθεί σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία,

β) έχει τον τόπο της διοίκησης του, περιλαμβανομένης της πραγματικής διοίκησης στην Ελλάδα, ή

γ) υπόκειται σε χρηματοπιστωτική εποπτεία στην Ελλάδα. Όταν Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα, άλλο από καταπίστευμα, έχει κατοικία σε δύο ή περισσότερες δικαιοδοσίες, το εν λόγω Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα υπόκειται στις υποχρεώσεις υποβολής στοιχείων και δέουσας επιμέλειας της δικαιοδοσίας στην οποία τηρεί τον ή τους Χρηματοοικονομικούς Λογαριασμούς.

4. Τηρούμενος Λογαριασμός

Γενικώς, θεωρείται ότι το Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα που τηρεί τον λογαριασμό είναι το εξής:

α) σε περίπτωση Λογαριασμού Θεματοφυλακής, το Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα που είναι ο θεματοφύλακας των περιουσιακών στοιχείων του λογαριασμού, συμπεριλαμβανομένου του Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος που τηρεί στο όνομα του στο εν λόγω Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα περιουσιακά στοιχεία για τον Δικαιούχο Λογαριασμού,

β) σε περίπτωση Καταθετικού Λογαριασμού, το Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα που υποχρεούται να πραγματοποιεί πληρωμές σχετικά με το λογαριασμό, με την εξαίρεση του αντιπροσώπου του Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος ανεξαρτήτως του αν ο εν λόγω αντιπρόσωπος είναι Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα,

γ) σε περίπτωση συμμετοχικού δικαιώματος ή δικαιώματος συνδεόμενου με οφειλή Χρηματοπιστωτικού Ιδρύματος, το οποίο τηρείται υπό τη μορφή Χρηματοοικονομικού Λογαριασμού, το εν λόγω Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα,

δ) σε περίπτωση Ασφαλιστήριου Συμβολαίου με Αξία Εξαγοράς ή Συμβολαίου Προσόδων, το Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα που υποχρεούται να πραγματοποιεί πληρωμές σχετικά με το συμβόλαιο.

ΣυνημμένοΜέγεθος
PDF icon parartima-ar3.n4428.2016.pdf4.42 MB
Πολυκώδικας, 15η έκδ., 2023
Ένδικα Μέσα και Ανακοπές - Β έκδοση

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΑΝΑΚΟΠΕΣ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ