1. Σε περίπτωση διαπίστωσης παραβίασης των διατάξεων του παρόντος νόμου, η Λιμενική Αρχή η οποία διαπιστώνει την παράβαση, πλέον των διοικητικών κυρώσεων του άρθρου δωδέκατου προβαίνει σε περαιτέρω μέτρα ελέγχου και συμμόρφωσης ενημερώνοντας τους παραβάτες για την υποχρέωση αποκατάστασης των διαπιστωθεισών παρατηρήσεων. Επιπλέον, δύναται να απαγορεύσει τον απόπλου ή τον κατάπλου του πλοίου.
2. Αν βεβαιωθεί παράβαση σε πλοίο, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, διασφαλίζεται ότι δεν θα απορριφθεί έρμα από το πλοίο αυτό στη θάλασσα, έως ότου καταστεί δυνατή η πραγματοποίηση της απόρριψης χωρίς να εγκυμονεί κίνδυνο για το περιβάλλον, την ανθρώπινη υγεία, την περιουσία ή τους πόρους.
3. Σε κάθε περίπτωση, η Λιμενική Αρχή διατηρεί το δικαίωμα να χορηγήσει στο πλοίο άδεια να αποπλεύσει από το λιμάνι ή τον υπεράκτιο τερματικό σταθμό με σκοπό την απόρριψη έρματος ή τον κατάπλου στην πλησιέστερη κατάλληλη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη ή διαθέσιμη ευκολία υποδοχής, εφόσον αυτός ο πλους δεν συνεπάγεται κινδύνους για το περιβάλλον, την ανθρώπινη υγεία, την περιουσία ή τους πόρους.
4. Με απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής καθορίζονται οι διαδικασίες δειγματοληψίας και ανάλυσης δειγμάτων έρματος των πλοίων αναφορικά με τον έλεγχο συμμόρφωσης των πλοίων ως προς τις απαιτήσεις του προτύπου του Κανονισμού Δ2 της Σύμβασης.