logo-print

Άρθρο 102 - Νόμος 4530/2018 - Τροποποίηση του άρθρου 10 του ν. 4070/2012 (Α΄ 82)

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΙΣΧΥΟΣ:

30/03/2018

Υπό κωδικοποίηση
Νέος Οικοδομικός Κανονισμός Δ έκδοση Ν. 4067/2012
Ερμηνεία Υπαλληλικού Κώδικα - Κατ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΥΠΑΛΛΗΛΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΑΝΔΡΟΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΜΑΡΙΑ ΑΝΔΡΟΝΟΠΟΥΛΟΥ
 

1.α) Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 10 του ν. 4070/2012 οι λέξεις «τους τομείς των τηλεπικοινωνιών, της ηλεκτρονικής ή του δημοσίου, εμπορικού ή ενωσιακού δικαίου» αντικαθίστανται από τις λέξεις «τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες ή το δίκαιο».

β) Το τρίτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 10 του ν. 4070/2012 διαγράφεται.

2.α) Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 10 του ν. 4070/2012 αντικαθίστανται οι λέξεις «Υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων» από τις λέξεις «Υπουργού Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης».

β) Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 10 του ν. 4070/2012 αντικαθίσταται ως εξής:

«Για τα μέλη του Συμβουλίου που είναι δικαστικοί λειτουργοί απαιτείται απόφαση του οικείου Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου.».

3.α) Το τρίτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 10 του ν. 4070/2012 διαγράφεται.

β) Στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 10 του ν. 4070/2012 οι λέξεις «παύση του μέλους» αντικαθίστανται από τις λέξεις «επιβολή πειθαρχικής ποινής στο μέλος».

4. Οι παράγραφοι 5 και 6 του άρθρου 10 του ν. 4070/2012 αντικαθίστανται ως εξής:

«5. Ως πειθαρχικά παραπτώματα θεωρούνται: α) η σοβαρή πλημμέλεια κατά την άσκηση των καθηκόντων του μέλους, β) η ανάρμοστη συμπεριφορά σε σχέση με το κύρος και το σκοπό της Ε.Ε.Τ.Τ. ως Εθνικής Ρυθμιστικής Αρχής, γ) η παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας, δ) η παράβαση της υποχρέωσης εμπιστευτικότητας και εχεμύθειας. Τα παραπάνω παραπτώματα τιμωρούνται πειθαρχικά αν έχουν τελεστεί με δόλο ή αμέλεια, εκτός της περίπτωσης ιδιαίτερα ελαφράς αμέλειας. Οι επιβαλλόμενες από το Πειθαρχικό Συμβούλιο ποινές είναι: α) έγγραφη επίπληξη, β) πρόστιμο έως τις αποδοχές δώδεκα (12) μηνών και γ) προσωρινή παύση έως τριών (3) μηνών.

6. Σε περίπτωση εκδόσεως εντός διετίας δύο (2) πειθαρχικών αποφάσεων σε μέλος της Ε.Ε.Τ.Τ. για το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα, επιβάλλεται η ποινή της προσωρινής παύσης.».

5. Η παρ. 7 του άρθρου 10 του ν. 4070/2012 καταργείται.

6. Οι παράγραφοι 8, 9, 10, 11, 12, 13 και 14 του άρθρου 10 του ν. 4070/2012 αντικαθίστανται και αναριθμούνται αντίστοιχα ως εξής:

«7. Την πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου κινεί το Υπουργικό Συμβούλιο, ύστερα από πρόταση του Υπουργού Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης, για τον Πρόεδρο, τους Αντιπροέδρους και τα μέλη της ή η Ε.Ε.Τ.Τ. χωρίς τη συμμετοχή του ελεγχόμενου μέλους. Ο Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου υποχρεούται να καλέσει το ελεγχόμενο μέλος σε προηγούμενη ακρόαση και παροχή έγγραφων εξηγήσεων με κλήση, η οποία αναφέρει με ακρίβεια το αποδιδόμενο παράπτωμα και τα πραγματικά περιστατικά που το στοιχειοθετούν και επιδίδεται σε αυτό με δικαστικό επιμελητή. Στην κλήση αναφέρεται η ημερομηνία ακρόασης του μέλους ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου, η οποία δεν μπορεί να είναι συντομότερη των δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία επίδοσης σε αυτόν της κλήσεως. Προ της ακροάσεως και της παροχής έγγραφων εξηγήσεων, το μέλος δικαιούται να λάβει γνώση του φακέλου της υπόθεσης και να λάβει αντίγραφο αυτού. Το πειθαρχικά διωκόμενο μέλος δικαιούται να παρίσταται με δικηγόρο της επιλογής του.

8. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο συνέρχεται κατά την οριζόμενη ημερομηνία ακρόασης, κατά την οποία το μέλος υποβάλλει ενώπιον του Συμβουλίου τις έγγραφες εξηγήσεις του, δίδει τις απαιτούμενες διευκρινίσεις, δέχεται ερωτήσεις και εν γένει διευκολύνει το έργο του Πειθαρχικού Συμβουλίου για τη διαλεύκανση της υποθέσεως. Μετά την ολοκλήρωση της ανωτέρω διαδικασίας, το Πειθαρχικό Συμβούλιο διασκέπτεται και εκδίδει απόφαση, σύμφωνα με την οποία είτε: α) κρίνονται ικανοποιητικές και επαρκείς οι εξηγήσεις του μέλους και παύει την πειθαρχική διαδικασία, β) δίδει εντολή στον Πρόεδρο να συντάξει έκθεση πειθαρχικού παραπτώματος, στην οποία αναφέρονται τα πραγματικά περιστατικά και το κατά την παράγραφο 5 πειθαρχικό παράπτωμα και ορίζεται ημέρα και ώρα συνεδριάσεως του Πειθαρχικού Συμβουλίου για τη συζήτηση της υποθέσεως, στην οποία καλείται να παραστεί το διωκόμενο μέλος, εφόσον το επιθυμεί και με πληρεξούσιο δικηγόρο. Στις περιπτώσεις α΄ και β΄ η απόφαση επιδίδεται με δικαστικό επιμελητή προς το μέλος της Ε.Ε.Τ.Τ..

9. Σε περίπτωση άσκησης πειθαρχικής δίωξης με απόφαση της περίπτωσης β΄ του εδαφίου β΄ της προηγούμενης παραγράφου, κατά την ορισθείσα ημέρα συνεδρίασης, το Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται κατά την κρίση του να εξετάσει ή επανεξετάσει μάρτυρες, μετά δε την προφορική ενώπιόν του απολογία του διωκόμενου μέλους ή σε περίπτωση μη εμφανίσεώς του, μετά τη διαπίστωση της νόμιμης κλητεύσεως αυτού, εκδίδει αμέσως την απόφασή του. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται, αν το κρίνει αναγκαίο, να διατάξει τη συμπλήρωση της έκθεσης πειθαρχικού παραπτώματος και επανάληψη της συζητήσεως. Στην περίπτωση αυτή καλείται με νέα κλήση το διωκόμενο μέλος, στην οποία ορίζεται νέα ημέρα και ώρα συζητήσεως, η οποία επιδίδεται σύμφωνα με την παράγραφο 7. Η επίδοση αυτή μπορεί να παραληφθεί, εφόσον ο διωκόμενος ήταν παρών κατά την πρώτη συζήτηση και του γνωστοποιήθηκε η νέα ημερομηνία συζητήσεως. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο δύναται επίσης άπαξ να αναβάλει τη λήψη αποφάσεως, προκειμένου να εξετάσει ή επανεξετάσει μάρτυρες, ορίζοντας για το λόγο αυτό νέα ημερομηνία συζήτησης της υποθέσεως. Στην περίπτωση αυτή, κλήση του διωκόμενου μέλους απαιτείται μόνο εάν αυτό ήταν απών. Οι μάρτυρες προσέρχονται με επιμέλεια των ενδιαφερομένων. Η μη προσέλευση των μαρτύρων δεν κωλύει τη λήψη αποφάσεως.

10. Η απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι ειδικώς αιτιολογημένη, συντάσσεται εγγράφως και τηρούνται συνοπτικά πρακτικά των συνεδριάσεων.

11. Οι αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου κοινοποιούνται αμελλητί, με επιμέλεια του Προέδρου αυτού, στον Υπουργό Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης. Οι αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικράτειας κατά τα άρθρα 41 έως 44 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8).

12. Η πειθαρχική διαδικασία είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από τυχόν εκκρεμή ποινική δίωξη. Η ποινική δίκη δεν αναστέλλει την πειθαρχική διαδικασία, δύναται όμως το Πειθαρχικό Συμβούλιο να διατάξει για εξαιρετικούς λόγους την αναστολή της πειθαρχικής διαδικασίας την περάτωση της ποινικής δίκης. Πραγματικά γεγονότα, τα οποία διαπιστώθηκαν με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου, λαμβάνονται υπόψη στην πειθαρχική διαδικασία, ουδόλως όμως κωλύεται το Πειθαρχικό Συμβούλιο να εκδώσει απόφαση διαφορετική της ποινικής, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 9.

13. Τα πειθαρχικά παραπτώματα της παραγράφου 5 παραγράφονται μετά από πενταετία από την τέλεση αυτών. Πειθαρχικό παράπτωμα που αποτελεί και ποινικό αδίκημα δεν παραγράφεται πριν παραγραφεί το ποινικό αδίκημα. Κάθε πράξη της πειθαρχικής διαδικασίας, καθώς και η κλήση για ακρόαση και για έγγραφες εξηγήσεις διακόπτει την παραγραφή. Σε κάθε περίπτωση, ο συνολικός χρόνος παραγραφής δεν δύναται να υπερβεί τα επτά (7) έτη από της τελέσεως της πράξεως, πλην της περιπτώσεως κατά την οποία διετάχθη η αναστολή της πειθαρχικής διαδικασίας, οπότε και ο χρόνος της παραγραφής του πειθαρχικού παραπτώματος δεν συμπληρώνεται προ της παρόδου έτους από την ημερομηνία δημοσίευσης της αμετάκλητης αποφάσεως ποινικού δικαστηρίου.»

7. Στο τέλος της παρ. 15 του άρθρου 10 του ν. 4070/2012 προστίθεται το ακόλουθο εδάφιο:

«Οι διατάξεις του Μέρους Ε΄ του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ., ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3528/2007, όπως ισχύουν, εφαρμόζονται αναλογικά στο μέτρο που δεν αντίκειται στις διατάξεις του παρόντος.» και η παράγραφος 15 αναριθμείται σε παράγραφο 14.

8. Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 16 του άρθρου 10 του ν. 4070/2012 οι λέξεις «εκ προθέσεως» διαγράφονται, οι λέξεις «επιτρέπει σε τρίτο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «αφήνει άλλον» και η παράγραφος 16 αναριθμείται σε παράγραφο 15.

9. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Σημειώσεις επί του νόμου

Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 110, κάθε διάταξη, η εφαρμογή της οποίας προϋποθέτει δημιουργία ηλεκτρονικού μητρώου, τίθεται σε ισχύ μετά την έναρξη λειτουργίας του ηλεκτρονικού μητρώου, ενώ σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 110 και με την επιφύλαξη της παρ. 1, η ισχύς του παρόντος αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις του.

Η παραγραφή των εγκλημάτων στο ουσιαστικό ποινικό δίκαιο

ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΛΑΜΠΑΚΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ

Η ελαττωματική καταγγελία και οι συνέπειές της

ΚΩΣΤΗΣ ΜΠΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

send