logo-print

Άρθρο 31 - Νόμος 4537/2018 - Αρμοδιότητες της Τράπεζας της Ελλάδος για την άσκηση εποπτείας ως αρμόδιας αρχής κρά- τους - μέλους προέλευσης και κράτους - μέλους υποδοχής (άρθρο 29 της Οδηγίας 2015/2366/ΕΕ)

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΙΣΧΥΟΣ:

15/05/2018

Υπό κωδικοποίηση
Η παραγραφή των εγκλημάτων στο ουσιαστικό ποινικό δίκαιο

ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΛΑΜΠΑΚΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ

H διεθνής δικαιοδοσία διασυνοριακών διάφορων εταιριών κατά τον κανονισμό 1215/2012 - ΠΠΠ Νο 7 -

1. Η Τράπεζα της Ελλάδος υπό την ιδιότητα αυτής ως αρμόδιας αρχής κράτους - μέλους προέλευσης συνεργά 7921 Τεύχος Α’ 84/15.05.2018 ζεται με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών - μελών, στα οποία τα ιδρύματα πληρωμών με έδρα στην Ελλάδα παρέχουν υπηρεσίες πληρωμών, είτε ασκώντας το δικαίωμα ελεύθερης εγκατάστασης είτε το δικαίωμα ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, για να διενεργούνται έλεγχοι και να λαμβάνονται τα αναγκαία μέτρα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά της, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 23. Στο πλαίσιο της εν λόγω συνεργασίας, η Τράπεζα της Ελλάδος γνωστοποιεί στις αρμόδιες αρχές του κράτους - μέλους υποδοχής ότι επιθυμεί να διενεργήσει είτε η ίδια είτε μέσω εξουσιοδοτημένων από αυτήν προσώπων επιτόπιο έλεγχο στο έδαφος του τελευταίου. Η Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να αναθέσει στις αρμόδιες αρχές του κράτους - μέλους υποδοχής τη διενέργεια επιτόπιων ελέγχων στο εμπλεκόμενο ίδρυμα πληρωμών.

2. Οι αρμοδιότητες της παραγράφου 1 μπορεί να ασκούνται από την Τράπεζα της Ελλάδος υπό την ιδιότητα αυτής ως αρμόδιας αρχής του κράτους - μέλους υποδοχής. Ύστερα από προηγούμενη σχετική ενημέρωση της Τράπεζας της Ελλάδος επιτρέπεται στις αρμόδιες αρχές του κράτουςμέλους προέλευσης ιδρύματος πληρωμών που παρέχει υπηρεσίες πληρωμών στην Ελλάδα μέσω αντιπροσώπου ή υποκαταστήματος στο πλαίσιο του παρόντος νόμου, να προβαίνουν είτε οι ίδιες είτε μέσω εξουσιοδοτημένων από αυτές προσώπων στη διενέργεια ελέγχων. Στο πλαίσιο αυτό, η Τράπεζα της Ελλάδος, μπορεί να αναλάβει ύστερα από αίτημα της αρμόδιας αρχής του κράτους - μέλους προέλευσης τη διενέργεια επιτόπιων ελέγχων στο υποκατάστημα ή στον αντιπρόσωπο του εμπλεκόμενου ιδρύματος πληρωμών.

3. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν θίγουν την αρμοδιότητα της Τράπεζας της Ελλάδος υπό την ιδιότητα αυτής ως εποπτικής αρχής του κράτους - μέλους υποδοχής να διενεργεί για τη σταθερότητα του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος, ελέγχους των δραστηριοτήτων των αντιπροσώπων και του υποκαταστήματος ιδρύματος πληρωμών στην Ελλάδα και να απαιτεί πληροφόρηση σχετικά με τις δραστηριότητές τους. Πριν από τη διενέργεια των εν λόγω ελέγχων, η Τράπεζα της Ελλάδος διαβουλεύεται με τις αρμόδιες αρχές του κράτους - μέλους προέλευσης. Ύστερα από τη διενέργεια των ελέγχων, η Τράπεζα της Ελλάδος γνωστοποιεί στις αρμόδιες αρχές του κράτους - μέλους προέλευσης τις πληροφορίες και τα ευρήματα που είναι σημαντικά για την αξιολόγηση κινδύνου του ιδρύματος πληρωμών ή για τη σταθερότητα του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος.

4. Κατά τη διενέργεια ελέγχων από την Τράπεζα της Ελλάδος ή κατά τη διάρκεια ελέγχων που γίνονται στην Ελλάδα από τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών - μελών σύμφωνα με τον παρόντα νόμο και την εν γένει ισχύουσα νομοθεσία για την άσκηση της εποπτείας των ιδρυμάτων πληρωμών, τα υποκείμενα στους ελέγχους αυτούς πρόσωπα δεν δικαιούνται να επικαλεστούν το απόρρητο έναντι των αρμόδιων αρχών ή των εξουσιοδοτημένων από αυτές για τη διενέργεια του ελέγχου προσώπων.

5. Η Τράπεζα της Ελλάδος υπό την ιδιότητα αυτής ως αρμόδιας αρχής του κράτους - μέλους υποδοχής μπορεί να απαιτεί από τα ιδρύματα πληρωμών με έδρα σε άλλο κράτος - μέλος που έχουν ορίσει αντιπροσώπους ή υποκαταστήματα στην Ελλάδα να υποβάλλουν ανά τακτά χρονικά διαστήματα εκθέσεις σχετικά με τις δραστηριότητες που ασκούν στην ημεδαπή. Οι εκθέσεις αυτές ζητούνται για ενημερωτικούς ή στατιστικούς σκοπούς, καθώς επίσης για τον έλεγχο της συμμόρφωσης με την παράγραφο 6 του άρθρου 68 και των άρθρων 94 έως 96. Η τήρηση απαιτήσεων επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπεται στο άρθρο 25 ισχύει και για τους εν λόγω αντιπροσώπους και υποκαταστήματα.

6. Η Τράπεζα της Ελλάδος, είτε ως αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους προέλευσης είτε ως αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους υποδοχής, κοινοποιεί στις αρμόδιες αρχές του κράτους - μέλους υποδοχής ή στις αρμόδιες αρχές του κράτους - μέλους προέλευσης αντίστοιχα όλες τις σχετικές και/ή τις ουσιώδεις πληροφορίες, ιδίως σε περίπτωση παράβασης ή εικαζόμενης παράβασης εκ μέρους αντιπροσώπου ή υποκαταστήματος, ακόμα και όταν τέτοιες παραβάσεις έχουν συμβεί στο πλαίσιο ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Στο πλαίσιο αυτό, η Τράπεζα της Ελλάδος κοινοποιεί, ύστερα από αίτημα, όλες τις σχετικές πληροφορίες και, με ιδία πρωτοβουλία, όλες τις ουσιώδεις πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών αναφορικά με τη συμμόρφωση του ιδρύματος πληρωμών με τις προϋποθέσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 11.

7. Οι παράγραφοι 1 έως 6 εφαρμόζονται και στην περίπτωση πιστωτικών ιδρυμάτων που δραστηριοποιούνται στην ημεδαπή, όσον αφορά τη συμμόρφωση με τα προβλεπόμενα της παραγράφου 6 του άρθρου 68 και των άρθρων 94 έως 96.

8. Tα ιδρύματα πληρωμών με έδρα σε άλλο κράτος - μέλος που λειτουργούν στην Ελλάδα μέσω αντιπροσώπων ορίζουν ένα κεντρικό σημείο επικοινωνίας στην ημεδαπή, για να διασφαλίζεται κατάλληλη κι επαρκής επικοινωνία καθώς και ενημέρωση σχετικά με τη συμμόρφωσή τους με τα άρθρα 38 έως 101. Τούτο δεν επηρεάζει τη συμμόρφωση των εν λόγω ιδρυμάτων πληρωμών με τις διατάξεις για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Ο ορισμός του κεντρικού σημείου επικοινωνίας αποσκοπεί στη διευκόλυνση της εποπτείας από τις αρμόδιες αρχές του κράτους - μέλους προέλευσης και την Τράπεζα της Ελλάδος ή τη ΓΓΕΠΚ υπό την ιδιότητα αυτών ως αρμοδίων αρχών του κράτους - μέλους υποδοχής, μεταξύ άλλων, με την παροχή εγγράφων και πληροφοριών στις αρμόδιες αρχές, ύστερα από αίτησή τους.

Αυτοδύναμα Ασφαλιστικά Μέτρα

Βασίλειος Α. Χατζηϊωάννου

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ

Αοριστία και Νομική Αβασιμότητα της Αγωγής