logo-print

Άρθρο 33 - Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (Νόμος 4620/2019) - Εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος. Tοπική αρμοδιότητα και καθήκοντα

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΙΣΧΥΟΣ:

27/05/2020

Υπό κωδικοποίηση
Ο ρατσιστικός λόγος μίσους ως μορφή του ρατσιστικού εγκλήματος

ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΉΜΕΣ / ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΟΥΣΚΑΛΗΣ

Το δικαίωμα διεξαγωγής αποδείξεων του κατηγορουμένου

ΜΙΧΑΗΛ ΤΣΕΡΤΣΙΔΗΣ

ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ / ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ

1. Εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος ορίζεται εισαγγελικός λειτουργός με βαθμό εισαγγελέα εφετών, ο οποίος, σε περίπτωση που δεν υπηρετεί στην Εισαγγελία Εφετών Αθηνών, μετατίθεται και τοποθετείται σε αυτήν. Η τοποθέτησή του διενεργείται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από απόφαση του οικείου ανώτατου δικαστικού συμβουλίου. Με τον ίδιο τρόπο ορίζεται και ένας νεότερος στην επετηρίδα εισαγγελέας εφετών, ως νόμιμος αναπληρωτής του. Ο εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος εκτελεί τα καθήκοντα του με πλήρη και αποκλειστική απασχόληση και συνεπικουρείται από πέντε τουλάχιστον εισαγγελείς ή αντεισαγγελείς πρωτοδικών, εκ των οποίων τέσσερις τουλάχιστον από εκείνους που υπηρετούν στην εισαγγελία πρωτοδικών Αθηνών και ένας από εκείνους που υπηρετούν στην εισαγγελία πρωτοδικών Θεσσαλονίκης. Οι τελευταίοι ορίζονται από τους διευθύνοντες τις οικείες εισαγγελίες μετά από γνώμη του εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος.

2. Το έργο των αρμόδιων για τα οικονομικά εγκλήματα εισαγγελέων εποπτεύει και συντονίζει αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου που ορίζεται με πλήρη ή μερική απασχόληση από το οικείο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο.

3. O εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος έχει ως αρμοδιότητα τη διενέργεια ερευνών ή προκαταρκτικής εξέτασης για την εξακρίβωση τέλεσης κάθε είδους φορολογικών και οικονομικών εγκλημάτων και οποιωνδήποτε άλλων συναφών, εφόσον αυτά διαπράττονται σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή βλάπτουν σοβαρά την εθνική οικονομία εξαιρουμένων των περιπτώσεων του άρθρου 35 παρ. 3. Ο εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος μπορεί να ασκεί την αρμοδιότητά του σε όλη την Επικράτεια. Με την επιφύλαξη της παρ. 5 του παρόντος άρθρου, για την άσκηση των καθηκόντων του, ο εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος έχει την εποπτεία, καθοδήγηση και το συντονισμό των ενεργειών των γενικών κατά το άρθρο 31 παρ. 1 περ. α΄ και ειδικών προανακριτικών υπαλλήλων, ιδίως δε υπαλλήλων του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.), της Διεύθυνσης Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος (Δ.Ε.Ο.Ε.) και της Διεύθυνσης Οικονομικής Αστυνομίας, εντός των σχετικών αρμοδιοτήτων τους.

4. Ο εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος ενημερώνεται για όλες τις καταγγελίες ή πληροφορίες που περιέρχονται στις υπηρεσίες της παρ. 3 για εγκλήματα της αρμοδιότητάς του, αξιολογεί και διερευνά τις πληροφορίες αυτές, καθώς και κάθε άλλη σχετική είδηση που περιέρχεται σε γνώση του με οποιοδήποτε τρόπο και μέσο προτάσσοντας εκείνες τις υποθέσεις που βλάπτουν σοβαρά τα συμφέροντα του Ελληνικού Δημοσίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν η καταγγελία, πληροφορία ή είδηση δεν στηρίζεται στον νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, τη θέτει στο αρχείο.

5. Για τη διερεύνηση των υποθέσεων που ανήκουν στην αρμοδιότητά του ο εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος καθώς και ο αναπληρωτής του ή οι εισαγγελικοί λειτουργοί που τον συνεπικουρούν, μπορούν να παραγγέλλουν τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης από τους κατά την παρ. 3 γενικούς ή ειδικούς ανακριτικούς υπαλλήλους. Ειδικά, για τους υπαλλήλους της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.) η διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης παραγγέλλεται αποκλειστικά και μόνο στους τελωνειακούς υπαλλήλους και τους υπαλλήλους της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων και μόνο για υποθέσεις που εμπίπτουν στις ελεγκτικές τους αρμοδιότητες. Οι λοιποί υπάλληλοι της Α.Α.Δ.Ε. που έχουν προανακριτικά καθήκοντα σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, διενεργούν προκαταρκτική εξέταση, κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας που εκδίδεται μόνο μετά από αίτημα της ελεγκτικής υπηρεσίας της Α.Α.Δ.Ε. στην οποία ανήκουν προς τον εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος. Με την επιφύλαξη του προηγούμενου εδαφίου, ο εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος και οι λοιποί εισαγγελείς δεν παραγγέλλουν στις Υπηρεσίες και το προσωπικό της Α.Α.Δ.Ε. τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης ούτε διαβιβάζουν με οποιαδήποτε διαδικασία εντολές ή αιτήματα διενέργειας φορολογικών ελέγχων. Η εκτέλεση των ανωτέρω εισαγγελικών παραγγελιών ανατίθεται σε Υπηρεσία εκτός της Α.Α.Δ.Ε. με ειδικούς προανακριτικούς υπαλλήλους, που εποπτεύονται από τον εισαγγελέα οικονομικού εγκλήματος και με αρμοδιότητα την έρευνα τέλεσης εγκλημάτων φοροδιαφυγής ή λοιπών οικονομικών αδικημάτων. Μετά την ολοκλήρωση της προκαταρκτικής εξέτασης, ο εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος ή ο αναπληρωτής του, εφόσον κρίνουν ότι συντρέχουν επαρκείς ενδείξεις για την κίνηση ποινικής δίωξης, διαβιβάζουν τη δικογραφία στους κατά τόπο αρμόδιους για την ποινική δίωξη εισαγγελείς πρωτοδικών, με παραγγελία άμεσης άσκησης ποινικής δίωξης. Αν ο εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος ή ο αναπληρωτής του κρίνει ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την κίνηση της ποινικής δίωξης, θέτει την υπόθεση στο αρχείο.

6. Με σύμφωνη γνώμη του εποπτεύοντος αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που έχει ορισθεί σύμφωνα με την παρ. 2 του παρόντος άρθρου, ο εισαγγελέας οικονομικού εγκλήματος και ο αναπληρωτής του μπορούν να παραγγέλλουν τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης από τον κατά τόπο αρμόδιο εισαγγελέα πρωτοδικών, μετά το πέρας της οποίας ενημερώνονται εγγράφως για την πορεία της.

Σημειώσεις επί του νόμου

Ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, όπως κωδικοποιήθηκε με τον Ν. 4620/2019, με ημερομηνία ισχύος την 1η Ιουλίου 2019.

Σύμφωνα με τις μεταβατικές διατάξεις του άριρου 7 του Ν. 4637/2019:

α) Με εξαίρεση τις έρευνες σε κατοικία, οι λοιπές έρευνες που έχουν διενεργηθεί από την 1.7.2019 έως την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, είναι ισχυρές, ακόμα και αν δεν έγιναν με την παρουσία εκπροσώπου της δικαστικής αρχής.

β) Διατηρείται η αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων σε υποθέσεις για τις οποίες μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου έχει επιδοθεί πράξη του αρμόδιου Εισαγγελέα Εφετών σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 590 παράγραφος 3 εδάφιο β΄ του ΚΠΔ ή κλήση ή κλητήριο θέσπισμα. Στις περιπτώσεις της κατ’ εξαίρεση περάτωσης της κυρίας ανάκρισης, για τις οποίες μετά την 1.7.2019 έχει διατυπωθεί σύμφωνη γνώμη του Προέδρου Εφετών για την παραπομπή στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων χωρίς να έχει γίνει επίδοση του κλητηρίου θεσπίσματος, η κλήτευση στο αρμόδιο κατά περίπτωση δικαστήριο γίνεται με πράξη του αρμόδιου Εισαγγελέα Εφετών.

γ) Υποθέσεις που σχετίζονται με ναυτικές διαφορές, εάν μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου έχει γίνει επίδοση κλητηρίου θεσπίσματος ή κλήσης στον κατηγορούμενο, εκδικάζονται έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης από το αρμόδιο δικαστήριο στο οποίο έχουν εισαχθεί. Εκκρεμείς υποθέσεις που σχετίζονται με ναυτικές διαφορές σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής προδικασίας κι αν βρίσκονται σε άλλες δικαστικές, ανακριτικές και εισαγγελικές αρχές του Νομού Αττικής διαβάζονται με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά ή στον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά.

Tα πρόδηλα σφάλματα στο κτηματολογικό δίκαιο Βιβλιοθήκη Δικαίου Κτηματολογίου Νο 20

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΧΡΗΣΤΟΥ - ΔΗΜΗΤΡΑΣ

Η απόδειξη στην ποινική δίκη

Άγγελος Ι. Κωνσταντινίδης

 

ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ / ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

send