1. Ο πρόεδρος εφετών έχει υποχρέωση, μόλις παραλάβει τα έγγραφα, να διατάξει χωρίς αναβολή με ένταλμα τη σύλληψη του εκζητουμένου και την κατάσχεση όλων των πειστηρίων. Το ένταλμα σύλληψης και η κατάσχεση εκτελούνται με τη φροντίδα του εισαγγελέα εφετών κατά τα άρθρα 251-269, 277, 278 και 280.
2. Σε περίπτωση επείγουσας ανάγκης, και ιδιαίτερα όταν υπάρχει βάσιμη υπόνοια φυγής του εκζητουμένου, επιτρέπεται να γίνει και χωρίς ένταλμα η σύλληψη, πριν ακόμα υποβληθεί η αίτηση για έκδοση, με σχετική γραπτή εντολή του εισαγγελέα εφετών. Για τη σύλληψη δεν χρειάζεται διπλωματική μεσολάβηση, απαιτείται όμως αγγελία που διαβιβάζεται ταχυδρομικώς ή με τηλεομοιοτυπία ή με ηλεκτρονική αλληλογραφία από τη δικαστική ή άλλη αρμόδια αρχή του κράτους που ζητεί την έκδοση. Η αγγελία πρέπει να μνημονεύει το έγκλημα και το ένταλμα σύλληψης ή την απόφαση, με βάση τα οποία πρόκειται να ζητηθεί η έκδοση. Ο εισαγγελέας εφετών ανακοινώνει αμέσως τη σύλληψη στον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο οποίος μπορεί να διατάξει την απόλυση εκείνου που έχει συλληφθεί.
3. Αν εντός προθεσμίας 30 ημερών από τη σύλληψη δεν υποβληθεί η αίτηση για έκδοση, ο συλληφθείς απολύεται με διαταγή του εισαγγελέα εφετών. Αν υποβληθούν εμπροθέσμως τα έγγραφα, εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 1 του παρόντος και των άρθρων 448 επ..
4. Αν ύστερα από την απόλυση του εκζητουμένου περιέλθει στο Υπουργείο Εξωτερικών η σχετική αίτηση, ακολουθείται η διαδικασία της έκδοσης.
5. Εκείνος που έχει συλληφθεί προσωρινά μπορεί να αμφισβητήσει την ταυτότητά του με προσφυγή στο συμβούλιο εφετών μέσα σε τρεις ημέρες από την προσαγωγή του στον εισαγγελέα εφετών. Το συμβούλιο αποφασίζει αμετάκλητα αφού ακούσει εκείνον που ασκεί την προσφυγή και τον συνήγορό του. Η προσφυγή μπορεί να γίνει και προφορικά στον εισαγγελέα εφετών μέσα στην προθεσμία αυτή.