logo-print

Άρθρο 5 - Νόμος 1738/1987

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΙΣΧΥΟΣ:

10/10/1989

Ιδιωτικό Ασφαλιστικό Δίκαιο Ζ έκδοση
Ανταλλάξιμα κτήματα -Δημοσιεύματα ΕπΑκ Νο 3

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ

1. Η παράγραφος 1 του άρθρου 47 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής :

«1. Ο εισαγγελέας εξετάζει την έγκληση που έλαβε και, αν κρίνει ότι αυτή δε στηρίζεται στο νόμο ή είναι ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, την απορρίπτει με διάταξή του, η οποία επιδίδεται στον εγκαλούντα».

2. Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 111 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίστανται ως εξής :

«1. Τα κακουργήματα που προβλέπονται από τον Ποινικό Κώδικα σχετικά με το νόμισμα, τα υπομνήματα, την ιδιοκτησία, τα περιουσιακά δίκαια, την ψευδή βεβαίωση υπαλλήλου, νόθευση, απιστία και υπεξαίρεση στην υπηρεσία, αν τελέστηκαν από πολίτες, άσχετα με το πρόσωπο του παθόντα και το ποσό του οφέλους ή της ζημίας, ή αν τελέστηκαν από στρατιωτικούς και στρέφονται οπωσδήποτε κατά του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημόσιου δικαίου ή κατά άλλου νομικού προσώπου από εκείνα που αναφέρονται στο άρθρο 263α του Ποινικού Κώδικα και εφ' όσον το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε με αυτά ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει το ποσό των πέντε εκατομμυρίων δραχμών.

2. Τα κακουργήματα κλοπής, υπεξαίρεσης και πλαστογραφίας που προβλέπονται από το Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα, αν στρέφονται οπωσδήποτε κατά του Δημοσίου ή νομικού προσώπου που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο και το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε με αυτά ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή απειλήθηκε κατά του Δημοσίου ή των πιό πάνω νομικών προσώπων υπερβαίνει το ποσό των πέντε εκατομμυρίων δραχμών».

3. Το εδάφιο α' της παραγράφου 3 του άρθρου 128 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής :

«Οι παράγραφοι 2 και 3 εδάφ. α' και β' του άρθρου 130 εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις συνάφειας».

4. Η παράγραφος 1 του άρθρου 169 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 5 παρ. 3 του v. 1653/1986, αντικαθίσταται ως εξής :

«1. Ο εισαγγελέας ή δημόσιος κατήγορος που διατάσσει την επίδοση της κλήσης μπορεί, αν συντρέχουν κατά την κρίση του κίνδυνος παραγραφής ή άλλοι εξαιρετικοί λόγοι που μνημονεύονται στην παραγγελία προς επίδοση, να συντομεύσει την προθεσμία εμφάνισης των κατηγορουμένων, των μαρτύρων και των πραγματογνωμόνων στο ακροατήριο σε οκτώ κατ' ανώτατο όριο ημέρες, εφ' όσον πρόκειται για πρόσωπα γνωστής διαμονής στην ημεδαπή».

5. Στο άρθρο 213 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται παράγραφος 5, η εξής:

«5. Οι διατάξεις του εδαφίου ε' της παραγράφου 1 του άρθρου 273 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας εφαρμόζονται αναλόγως και στον πολιτικώς ενάγοντα».

6. Στο άρθρο 245 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται η εξής παράγραφος 3:

«3. Αν από την προανάκριση δεν προέκυψε η ταυτότητα του δράστη ορισμένου εγκλήματος, η δικογραφία τιθεται με πράξη του αρμόδιου εισαγγελέα στο αρχείο. Το ίδιο μπορεί να πράξει ο εισαγγελέας και αν ο δράστης παραμένει άγνωστος μετά από προανάκριση κατά το άρθρο 243 παρ. 2 εδ. α'. Στην περίπτωση αυτήν η κατά το άρθρο 43 ποινική δίωξη θεωρείται ότι ασκήθηκε με την έκδοση της πιό πάνω πράξης του εισαγγελέα, η οποία πρέπει να περιέχει και το χαρακτηρισμό του αδικήματος και το χρόνο τέλεσής του. Αν ακολούθως αποκαλυφθεί ο δράστης, η δικογραφία ανασύρεται από το αρχείο και συνεχίζεται η ποινική διαδικασία. Αν οι κατηγορούμενοι είναι περισσότεροι, η αρχειοθέτηση γίνεται μόνον ως προς αυτόν που παρέμεινε άγνωστος».

7. Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 308 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται το εξής εδάφιο:

«Στα εγκλήματα που προβλέπονται από το άρθρο 1 του ν. 1608/1950 η περάτωση της κύριας ανάκρισης κηρύσσεται από το συμβούλιο των εφετών. Για το σκοπό αυτό η δικογραφία διαβιβάζεται αμέσως μετά την τελευταία ανακριτική πράξη στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος, αν κρίνει ότι η ανάκριση δε χρειάζεσαι συμπλήρωση, την εισάγει με πρόταση του στο συμβούλιο εφετών, που αποφαίνεται αμετακλήτως ακόμη και για τα συναφή πλημμελήματα».

8. Στο άρθρο 308 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται παράγραφος 7, η εξής:

«7. Αν από την ανάκριση δεν προέκυψε η ταυτότητα του δράστη ορισμένου εγκλήματος, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των εδαφίων α' και δ' της παραγράφου 3 του άρθρου 245»,

9. Στο άρθρο 320 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προστίθεται παράγραφος 3 :

«3. Ο εισαγγελέας δικαιούται να επιδίδει στον κατηγορούμενο ακριβές αντίγραφο του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσης, εφ' όσον το πρωτότυπο υπάρχει στην οικεία δικογραφία ως στοιχείο αυτής. Στην περίπτωση αυτή στο κατά το άρθρο 161 συντασσόμενο αποδεικτικό αρκεί για το κύρος της επιδόσεως να αναφέρεται μόνο ο αριθμός του κλητηρίου θεσπίσματος ή της κλήσης και ο καλών εισαγγελέας».

10. Το άρθρο 938 παρ. 1 και 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«Άρθρο 338.

1. Αν κατά την ποινική δίκη κροσβληθεί ως πλαστό κάποιο έγγραφο, το δικαστήριο ερευνά κατά το δυνατό τη γνησιότητα αυτού και αν παρουσιαστούν ενδείξεις κατά ορισμένου προσώπου, αυτός που διευθύνει τη συζήτηση διατάσσει τη σύλληψη και την παραπομπή του στον αρμόδιο εισαγγελέα. Αν η πλαστογραφία αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, το δικαστήριο πράττει όσα ορίζονται στο άρθρο 38 χωρίς, με την επιφύλαξη της επόμενης παραγράφου, να ερευνήσει το βάσιμο της κατηγορίας.

2. Αν κατά την κρίση του δικαστηρίου το έγγραφο είναι αναγκαίο για την απόφαση στην κύρια υπόθεση, το δικαστήριο ερευνά σε κάθε περίπτωση τη γνησιότητα αυτού και μόνο όταν κρίνει ότι υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι είναι πλαστό αναβάλλει με ειδικώς αιτιολογημένη απόφασή του τη δίκη ωσότου περατωθεί η διαδικασία για την πλαστογραφία».

11. Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 418 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:

«Αν κατά την ημέρα αυτή  δε συνεδριάζει το αρμόδιο δικαστήριο, ορίζεται έκτακτη δικάσιμη για την ίδια ημέρα ή όταν υπάρχει απόλυτη αδυναμία συγκρότησης του δικαστηρίου αυθημερόν, για την επόμενη ημέρα. Ο εισαγγελέας γνωστοποιεί προφορικά τα στοιχεία της κατηγορίας στον κατηγορούμενο χωρίς να απαιτείται η κοινοποίηση σ' αυτόν κλητηρίου θεσπίσματος. Για την παραπάνω γνωστοποίηση συντάσσεται και προσαρτάται στη δικογραφία συνοπτική έκθεση που υπογράφεται από τον εισαγγελέα, το γραμματέα και τον κατηγορούμενο και σε περίπτωση ανάγκης μόνο από τον εισαγγελέα».

12. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αναπροσαρμόζονται κάθε φορά τα χρηματικά ποσά για τα οποία διαλαμβάνουν οι παράγραφοι 1, 3 και 4 εδ. α' του άρθρου 3 του ν. 663/1977, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 16 του ν. 969/1979 και η παράγραφος 1 του άρθρου 31 του ν. 427/1945 «περί κώδικος των περί Νομικού Συμβουλίου διατάξεων», όπως κωδικοποιήθηκε από το β.δ. της 7/20 Ιουν. 1957 ,(άρθρο 22 v. 3693/1957).

13. Στις παραβάσεις του α.ν. 86/1967 «περί επιβολής κυρώσεων κατά των καθυστερούντων την καταβολή και απόδοση εισφορών εις Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφαλίσεως» και του α.ν. 690/1945 δεν ισχύει η ειδική δωσιδικία του άρθρου 111 αριθ. 7 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

14. Η παράγραφος 8 του άρθρου 122 του ν. 1165/1918 «περί Τελωνειακού Κώδικος», όπως ισχύει σήμερα, καταργείται.

15. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 580 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως ακολούθως:

«Στην αντίθετη περίπτωση παραπέμπει την υπόθεση στο τμήμα που ορίζεται από τον κανονισμό και, αν πρόκειται για τους λόγους που αναφέρονται στους αριθμούς 1, 2, 3, 6 έως 17, 19 και 20 του άρθρου 559, μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση για παραπέρα εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε».

16. Καταργείται.

17. Οι παράγραφοι 1 έως 11 και 13 ισχύουν και για υποθέσεις που είναι εκκρεμείς ή για τις οποίες δεν έχει κινηθεί ακόμη ποινική δίωξη. Οι παράγραφοι 15 και 16 εφαρμόζονται και στις υποθέσεις που είναι εκκρεμείς στον Αρειο Πάγο.

Κληρονομικό Δίκαιο Στ έκδοση

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο
send