logo-print

Άρθρο 1 - Νόμος 2298/1995

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΙΣΧΥΟΣ:

04/04/1995

Μη κωδικοποιημένο
Η διακριτική εξουσία του δικαστηρίου στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων ΕΠολΔ 31
Ανταλλάξιμα κτήματα -Δημοσιεύματα ΕπΑκ Νο 3

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΣ

1. Μετά το άρθρο 214 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (Κ.Πολ.Δ) προστίθεται άρθρο 214 Α που έχει ως εξής:

"Άρθρο 214 Α

1. Διαφορές ιδιωτικού δικαίου, υπαγόμενες στην καθ' ύλην αρμοδιότητα του πολυμελούς και του μονομελούς πρωτοδικείου, για τις οποίες επιτρέπεται να γίνει συμβιβασμός κατά το ουσιαστικό δίκαιο, δεν επιτρέπεται να συζητηθούν, αν δεν προηγηθεί απόπειρα συμβιβαστικής επίλυσης τους, σύμφωνα με τις διατάξεις των επόμενων παραγράφων.

2. Αμέσως μετά τη σύνταξη της έκθεσης κατάθεσης της αγωγής και τον ορισμό δικασίμου, ο γραμματέας με ειδική ευδιάκριτη σφραγίδα σημειώνει στο πρωτότυπο και στα αντίγραφα της αγωγής ή άλλου εισαγωγικού δικογράφου της δίκης ότι συζήτηση δεν επιτρέπεται να γίνει, αν δεν προηγηθεί απόπειρα συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς.

3. Στην κλήση για συζήτηση της αγωγής ο δικηγόρος του ενάγοντος πρέπει να περιλαμβάνει και πρόσκληση προς τον εναγόμενο για συνάντηση στο γραφείο του σε ορισμένη ημέρα και ώρα. Η ημερομηνία της πρώτης συνάντησης ορίζεται δέκα (10) τουλάχιστον ημέρες μετά την επίδοση του αντιγράφου της αγωγής και οπωσδήποτε δέκα (10) ημέρες πριν από την ορισθείσα δικάσιμο. Στη συνάντηση μπορεί να κληθεί και ο τυχών προσεπικαλούμενος.

4. Κατά τη συνάντηση οι διάδικοι, μόνοι ή μαζί με τους δικηγόρους τους ή και με τρίτο πρόσωπο κοινής επιλογής, εξετάζουν ολόκληρη τη διαφορά και τις τυχόν ανταξιώσεις του εναγομένου χωρίς να δεσμεύονται από τις διατάξεις του ουσιαστικού δικαίου. Χρησιμοποιούν όλα τα πρόσφορα μέσα για να εξακριβώσουν τα κρίσιμα περιστατικά και τα σημεία συμφωνίας και διαφωνίας των διαδίκων μερών, καθώς και τις έννομες συνέπειες που οι διάδικοι δέχονται ή αμφισβητούν, ώστε να επιτύχουν αμοιβαίως αποδεκτή λύση της διαφοράς, εν όλω ή εν μέρει.

5. Αν οι διάδικοι καταλήξουν σε ολική ή μερική λύση της διαφοράς, συντάσσεται πρακτικό στο οποίο αναγράφεται το περιεχόμενο της συμφωνίας τους και ιδίως το είδος ή και το ποσόν της οφειλόμενης παροχής, οι τυχόν όροι με τους οποίους θα εκπληρωθεί και τα έξοδα τα οποία καθορίζονται και επιβάλλονται κατά τις διατάξεις των άρθρων 176 επ.. Το πρακτικό χρονολογείται και υπογράφεται από τους διαδίκους και τους δικηγόρους τους ή μόνο οπό τους δικηγόρους, αν έχουν ειδική πληρεξουσιότητα κατά το άρθρο 98. Το πρακτικό συντάσσεται σε τόσα πρωτότυπα όσοι οι αντιδικούντες διάδικοι ή ομάδες διαδίκων. Κάθε διάδικος μπορεί προσκομίζοντας το πρωτότυπο του πρακτικού, να ζητήσει από τον πρόεδρο του πολυμελούς πρωτοδικείου, ή το δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η αγωγή, την επικύρωση του και την περιαφή του εκτελεστήριου τύπου. Ο πρόεδρος ή ο δικαστής, αφού διαπιστώσει: α) ότι η διαφορά είναι δεκτική συμβιβαστικής επίλυσης, κατά την παράγραφο 1, β) ότι το πρακτικό έχει υπογραφεί σύμφωνα με τη διάταξη του δευτέρου εδαφίου και γ) ότι από αυτό προκύπτει σαφώς το είδος ή και το ποσόν της παροχής που συμφωνήθηκε, επικυρώνει το πρακτικό και το περιάπτει με τον εκτελεστήριο τύπο. Από την επικύρωση του το πρακτικό αποτελεί τίτλο εκτελεστό.

6. Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία κατά την προηγούμενη παράγραφο, συντάσσεται και κατατίθεται με τις προτάσεις από το δικηγόρο του ενάγοντος σχετική δήλωση, στην οποία μπορεί να εκτίθενται και οι λόγοι της αποτυχίας της απόπειρας συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς. Ομοια δήλωση μπορεί να συνταχθεί και από το δικηγόρο του εναγομένου.

7. Συζήτηση της αγωγής μπορεί να γίνει: α) αν η απόπειρα συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς απέτυχε εν άλω ή εν μέρει και β) αν κάποιος από τους διαδίκους αρνήθηκε η δεν προσήλθε να μετάσχει στην απόπειρα. Η κατά το εδάφιο β άρνηση ή μη προσέλευση διαδίκου πρέπει να προκύπτει από δήλωση του αντιδίκου του ή του δικηγόρρυ του τελευταίου, που κατατίθεται με τις προτάσεις. Ψευδής δήλωση τιμωρείται κατά το άρθρο 225 παρ. 2 του Ποινικού Κώδικα. Η αποτυχία της απόπειρας εν όλω ή εν μέρει πρέπει να προκύπτει από τις δηλώσεις της προηγούμενης παραγράφου ή οπό το οικείο πρακτικό αντιστοίχως.

8. Το απαράδεκτο της συζήτησης της αγωγής λόγω παράλειψης της απόπειρας συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς κατά τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων μπορεί να προταθεί και λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως μόνο κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Μετά τη συζήτηση αυτή δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, μπορεί όμως να προταθεί εκ νέου, αν παραδεκτώς προτάθηκε κατά την πρώτη συζήτηση.

9. Η τήρηση της διαδικασίας των προηγούμενων παραγράφων δεν είναι υποχρεωτική στις υποθέσεις του μονομελούς πρωτοδικείου που δικάζονται κατά τη διαδικασία των άρθρων 683 επ., καθώς και στις παρεμβάσεις, προσεπικλήσεις και άλλες παρεμπίπτουσες αγωγές.

10. Αγωγή για αναγνώριση ακυρότητας ή γιο ακύρωση της δήλωσης βούλησης που περιέχεται στο κατά την παράγραφο 5 πρακτικό ασκείται ενώπιον του εφετείου, στην περιφέρεια του οποίου συντάχθηκε το πρακτικό, μέσα σε σαράντα πέντε (45) ημέρες από την επίδοση της απόφασης του προέδρου του πολυμελούς πρωτοδικείου ή του δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου που το επικυρώνει Αν γίνει δεκτή η αγωγή, η εκκρεμοδικία λογίζεται ότι δεν καταργήθηκε ποτέ. Νέα απόπειρα συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς δεν απαιτείται. Η διάταξη του άρθρου 184 του Αστικού Κώδικα εφαρμόζεται αναλόγως".

2. Μετά το άρθρο 157 του Κώδικα των Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954) προστίθεται άρθρο 157 Α, που έχει ως εξής:

"Άρθρο 157 Α

1. Πριν από την πρώτη συνάντηση των διαδίκων για τη συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς κατά το άρθρο 214 Α του Κ.Πολ,Δ., ο διάδικος που προτίθεται κατά τη συνάντηση αυτή να παραστεί με δικηγόρο ή να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο, υποχρεούται να καταβάλει στο ταμείο του οικείου δικηγορικού συλλόγου το οριζόμενο στο νόμο αυτόν ποσόν αμοιβής του δικηγόρου του για παράσταση ενώπιον του δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η αγωγή- Ως προς την καταβολή του άνω ποσού ισχύουν αναλόγως οι παράγραφοι 2 έως 5 και 7 του άρθρου 96, όπως αντικαταστάθηκαν από την παράγραφο 1 του άρθρου 2 του ν. 1649/1986 και το άρθρο 96 Α, που προστέθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 2 του αυτού ως άνω νόμου.

2. Αν αποτύχει η απόπειρα συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς και ακολουθήσει συζήτηση της υποθέσεως, ως προς την παράλειψη καταβολής της αμοιβής του δικηγόρου, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, εφαρμόζεται η παράγραφος 6 του άρθρου 96, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 2 του ν. 1649/1986. Αν επιτύχει η απόπειρα, η παράλειψη καταβολής της αμοιβής ελέγχεται σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη κατά την επικύρωση του οικείου πρακτικού. Ο επισπεύδων την επικύρωση μπορεί να καταβάλει και την αμοιβή του δικηγόρου του αντιδίκου του. Στην περίπτωση αυτή ο αρμόδιος για την επικύρωση πρόεδρος του πολυμελούς ή ο δικαστής του μονομελούς πρωτοδικείου περιλαμβάνει στο πρακτικό διάταξη, με την οποία επιδικάζει σε βάρος του καθ ου ως έξοδα και το ποσό της αμοιβής του δικηγόρου για παράσταση κατά την απόπειρα συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς.

3. Αν επιτευχθεί εν όλω ή εν μέρει συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς οι δικηγόροι των διαδίκων δικαιούνται, εκτός από το ποσόν που καταβλήθηκε κατά την παράγραφο 1 και αμοιβή σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 124,

4. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται αν για την αμοιβή του δικηγόρου υπάρχει συμφωνία που διέπεται από τις διατάξεις των παραγράφων 3 έως 6 του άρθρου 92 ή αν ο δικηγόρος απασχολείται με πάγια περιοδική αμοιβή".

3. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται σε αγωγές που κατατίθενται από τις 16.9.1995 και εφεξής.

Δικαστικός Έλεγχος της Συνταγματικότητας των Νόμων και Ερμηνεία του Συντάγματος

Ευάγγελος Βενιζέλος

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ & ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ / ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Επαγγελματικό ποδόσφαιρο, 2η έκδ., 2023

ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΙΚΑΙΟ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ

send