Είναι άκυρος οιαδήποτε σύμβασις αντικειμένη εις τον παρόντα νόμον, πλην αν είναι μάλλον ευνοϊκή διά τον υπάλληλον. Το αυτό ισχύει και περί εθίμου.
Η αληθής έννοια της προηγουμένης παραγράφου είναι ότι οιαδήποτε σύμβασις συναπτόμενη προ ή μετά την λύσιν της μισθώσεως εργασίας είναι αυτοδικαίως άκυρος πλην αν αύτη περιέχει αναγνώρισιν ή εξόφλησιν ειδικώς, των εκ του νόμου τούτου αξιώσεων του υπαλλήλου ή είναι μάλλον ευνοική διά τον υπάλληλον.
Αι διατάξεις του νόμου τούτου εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ωρισμένην χρονικήν διάρκειαν, εάν ο καθορισμός της διαρκείας ταύτης δεν δικαιολογήται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλ’ ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγησιν των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεως του παρόντος νόμου.