1. Η συζήτηση αναβάλλεται υποχρεωτικά: α) αν ο προσφεύγων που δεν παρίσταται δεν έχει κλητευθεί νομίμως, ή β) αν το ζητήσει ο προσφεύγων που, αν και παρίσταται, δεν έχει κλητευθεί νόμιμα.
2. Ο προσφεύγων, που παρίσταται αυτοπροσώπως ή ο πληρεξούσιος δικηγόρος του, δύναται να ζητήσει για μία μόνον φορά την αναβολή της συζήτησης και μόνον για σπουδαίο λόγο, εφόσον ο λόγος αποδεικνύεται παραχρήμα. Η υπόθεση που αναβάλλεται προσδιορίζεται για συζήτηση στην αμέσως επόμενη δικάσιμο και ανακοινώνεται η ημερομηνία στον προσφεύγοντα ή τον πληρεξούσιο δικηγόρο του. Για τη νέα ημερομηνία συζήτησης, δεν απαιτείται εκ νέου ειδοποίηση του προσφεύγοντος, που υπέβαλε το αίτημα αναβολής ή του δικηγόρου του. Εάν έχει συμπληρωθεί ο συνολικός , κατά την παράγραφο 7 του άρθρου 95, αριθμός ανατιθέμενων ανά μήνα και ανά εισηγητή υποθέσεων, οι υποθέσεις που αναβάλλονται και συζητούνται, υπολογίζονται καθ’ υπέρβαση του αριθμού αυτού.