Η παρ. 1 του άρθρου 153 του ν. 4194/2013 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Η πειθαρχική δίωξη ασκείται ενώπιον του αρμοδίου Πειθαρχικού Συμβούλιου αποκλειστικώς από τον Πρόεδρο του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, εφόσον από την αιτιολογημένη έκθεση της προκαταρκτικής εξέτασης προκύπτουν σοβαρές υπόνοιες ή σαφείς ενδείξεις για διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος από συγκεκριμένο δικηγόρο. Δεν διώκεται πειθαρχικώς δικηγόρος εκ μόνης της ιδιότητάς του ως διαχειριστή ή εταίρου Δικηγορικής Εταιρείας για τις πράξεις ή παραλείψεις αυτής, ως νομικού προσώπου. Στο έγγραφο της πειθαρχικής δίωξης πρέπει να προσδιορίζονται επακριβώς κατά τόπον και χρόνο τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν το πειθαρχικό παράπτωμα και ο διωκόμενος δικηγόρος. Στο Πειθαρχικό Συμβούλιο ο Πρόεδρος του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου παραπέμπει υποθέσεις, αν κρίνει ότι το πειθαρχικό παράπτωμα επισύρει ποινή ανώτερη της αρμοδιότητάς του, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 142.».