logo-print

Μαντικές ικανότητες ... Πράξη εξαπάτησης ή όχι;

08/04/2021

09/04/2021

Πολυκώδικας - Απρίλιος 2023

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΓΕΝΙΚΑ ΕΡΓΑ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΓΕΝΙΚΑ ΕΡΓΑ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΓΕΝΙΚΟ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΙΚΑΙΟ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ & ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ / ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Η απόδειξη στην ποινική δίκη

Άγγελος Ι. Κωνσταντινίδης

 

ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ / ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

του Παναγιώτη Τουλουμτσή, Αστυνομικού - Νομικού

Είναι σύνηθες φαινόμενο της καθημερινότητας να εμφανίζονται διάφορα πρόσωπα, τα οποία ισχυρίζονται πως έχουν την ιδιαίτερη ικανότητα είτε να μπορούν να προβλέψουν το μέλλον (πχ “διαβάζοντας” τον καφέ, ή τα χαρτιά κλπ.), είτε να απαλλάξουν από “μάγια” και λοιπές παραψυχολογικές καταστάσεις, προσελκύοντας έτσι διάφορους ανθρώπους για τον σκοπό αυτό, οι οποίοι καταβάλλουν βέβαια και το ανάλογο αντίτιμο για τις παρασχεθείσες “υπηρεσίες”.

Προκύπτει επομένως το εξής ερώτημα: ο ισχυρισμός ότι έχουν την ιδιαίτερη αυτή ικανότητα να προβλέψουν και να “διαβάσουν” το μέλλον συνιστά “παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών” κατα την έννοια του άρθρου 386 παρ.1 του Ποινικού Κώδικα; Συνεπώς τελούν πράξη εξαπάτησης και άρα την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος της απάτης ή όχι;

Η απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα θα πρέπει να δοθεί μέσα από την ερμηνεία της παράστασης ψευδών γεγονότων ως αληθινών (ως μορφής πράξης εξαπάτησης), σαν πρώτο στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του άρθρου 386 παρ.1 ΠΚ.

Σύμφωνα λοιπόν με το άρθρο 386 ΠΚ παρ. 1: Όποιος με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με σκοπό από τη βλάβη αυτής της περιουσίας να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή. Αν η ζημία που προκλήθηκε υπερβαίνει συνολικά το ποσό των 120.000 ευρώ επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη και χρηματική ποινή.

Για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος απαιτείται να συντρέχουν ταυτοχρόνως αφενός μεν πέντε στοιχεία:

1) πράξη εξαπάτησης (είτε με ψευδή παράσταση γεγονότων ως αληθινών, είτε με την αθέμιτη απόκρυψη αληθινών γεγονότων, είτε με την αθέμιτη παρασιώπηση αληθινών γεγονότων),

2) πρόκληση πειθούς (πρόκληση πλάνης στο θύμα, επηρεασμός της βούλησης του και δημιουργία ελαττωματικής βούλησης),

3) περιουσιακή διάθεση (με πράξη, παράλειψη ή ανοχή),

4) περιουσιακή ζημιά (είτε του ίδιου του πλανωμενου-διαθετη είτε τρίτου σε περίπτωση τριγωνικής απάτης) και τέλος

5) η προσφορότητα της συμπεριφοράς να προσπορίσει παράνομο περιουσιακό όφελος (το έγκλημα της απάτης είναι έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υποστάσεως. Ο σκοπός παράνομου περιουσιακού οφέλους δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης,αλλά υποκειμενικό στοιχείο του άδικου, που συμπροσδιοριζει όμως το καταρχήν άδικο, άρα η 5η αυτή προϋπόθεση θεωρείται άγραφος μεν αλλά εννοούμενος όρος), αφετέρου δε, μεταξύ του καθενός από τα παραπάνω στοιχεία με το προηγούμενο και το επόμενο του, απαιτείται αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος. Δηλαδή η πρόκληση πειθούς πρέπει να είναι αποτέλεσμα της πράξης εξαπάτησης, η περιουσιακή διάθεση αποτέλεσμα της πειθούς-πλάνης, και η περιουσιακή ζημιά (είτε του θύματος είτε τρίτου) αποτέλεσμα της περιουσιακής διάθεσης.

Παρατηρούμε όμως ότι στο έγκλημα της απάτης η συμπεριφορά του δράστη περιορίζεται μόνο στην πράξη εξαπάτησης, καθώς όλα τα υπόλοιπα τα πραγματοποιεί ο πλανώμενος. Συνεπώς στο στοιχείο αυτό θα πρέπει να αναζητηθεί η ευθύνη του δράστη.

Κοινό γνώρισμα και των τριών τρόπων τέλεσης της πράξης εξαπάτησης είναι το "γεγονός". Γεγονός είναι ένα περιστατικό ή μια κατάσταση που αναφέρεται είτε στο παρελθόν είτε στο παρόν,όχι όμως στο μέλλον (γεγονός=μετοχή παρακειμένου του ρήματος γίγνομαι αρα δεν μπορεί να θεωρηθεί γεγονός κάτι που δεν έχει ακόμα πραγματοποιηθεί), και το οποίο μπορεί να καταστεί δεκτικό απόδειξης ή διυποκειμενικώς ελέγξιμο.

Παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών υπάρχει στην περίπτωση εκείνη κατά την οποία ο δράστης παρουσιάζει την πραγματικότητα διαφορετικη απ' ό,τι πράγματι είναι, δημιουργεί δηλαδή μια πλαστή, αλλοιωμένη εικόνα της πραγματικότητας.

Ο φερόμενος ως έχων τις μαντικές ικανότητες, μπορεί μεν να κάνει προβλέψεις οι οποίες αφορούν το μέλλον (άρα κατ’ άλλους δεν μπορούν να υπαχθούν στην έννοια του γεγονότος και άρα δεν τελεί πράξη εξαπάτησης), πλην όμως η ικανότητα δια μέσου της οποίας ισχυρίζεται ότι προβλέπει το μέλλον υφίσταται στο παρόν, την στιγμή κατά την οποία πραγματοποιεί την πρόβλεψη, άρα σαφώς και αποτελεί γεγονός.

Η απάντηση στο επικείμενο ερώτημα περί της ύπαρξης ή όχι της ανωτέρω ικανότητας (και συνεπώς της ύπαρξης ή όχι πράξης εξαπάτησης) δίνεται μέσα από δύο θεωρίες.

Η πρώτη θεωρία είναι αυτή της "αντιστοίχισης", δηλαδή η αλήθεια είναι μία αντιστοίχιση πραγματικότητας και νοητικού. Μας ενδιαφέρει αν αυτό που ισχυρίζεται ο δράστης (ο έχων την ικανότητα) αντικατοπτρίζει μια ορθολογικά και επιστημονικά εξηγησιμη πραγματικότητα. Μέσω αυτού του κριτηρίου όμως δεν μπορεί να τεκμηριωθεί το αληθές ή ψευδές περιεχόμενο της ικανότητας πρόβλεψης επιστημονικά - ορθολογικα.

Η δεύτερη θεωρια είναι η αυτή της”συναίνεσης-αποδοχης”. Με βάση τη θεωρία αυτή, αν υπάρχουν περισσότεροι άνθρωποι που συναινούν σε κάτι ότι είναι αληθινό, τότε θα το θεωρήσουμε ως αληθινό ως προς τις συνέπειες του. Οπότε με βάση την θεωρία αυτή, δεν ενδιαφέρει ο έλεγχος της δήλωσης του δράστη αντικειμενικά (μέσω της επιστημονικής- ορθολογικής αλήθειας), αλλά διυποκειμενικά, δηλαδή μέσω τών υποκειμένων που την ασπάζονται. Άρα ο έλεγχος θα γίνει μέσω των ανθρώπων που θεωρούν ότι το πρόσωπο αυτό έχει την συγκεκριμένη ικανότητα. Αν σε αυτούς δεν επαληθευτούν οι προβλέψεις, τότε ο φερόμενος ως έχων την ικανότητα τέλει πράξη εξαπάτησης μέσω παράστασης ψευδών γεγονότων ως αληθινών.

Αρκεί όμως για την κατάφαση ποινικής ευθύνης του δράστη για το έγκλημα της απάτης, μόνο το γεγονός ότι αυτός παρέστη ψευδώς πως έχει την ικανότητα να προβλέψει το μέλλον και ως αποτέλεσμα αυτού αποκόμισε από το θύμα παράνομο περιουσιακό όφελος; Ή και η στάση που επιδεικνύει το θύμα έναντι αυτής της συμπεριφοράς (πχ λόγω επιπολαιότητας, ευκολοπιστιας ή και απληστίας) ασκεί επιρροή;

Το ερώτημα αυτό έρχεται να απαντηθεί μέσα από την θεωρία του αντικειμενικού καταλογισμού, η οποία εξετάζεται στο στάδιο του κατ’αρχήν αδίκου.

Η θεωρία του αντικειμενικού καταλογισμού εδράζεται σε δύο στοιχεία τα οποία πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά: πρώτον στην δημιουργία ενός ανεπίτρεπτου κινδύνου( από τον δράστη) και δεύτερον στην μετουσίωση του κινδύνου αυτού σε εγκληματικό αποτέλεσμα. Δηλαδή το αποτέλεσμα μιας ανθρώπινης πράξης μπορεί να καταλογιστεί αντικειμενικά στο πρόσωπο του δράστη, μόνο όταν από την πράξη αυτή δημιουργήθηκε ένας δικαιικά αποδοκιμαζόμενος κίνδυνος για το προστατευόμενο έννομο αγαθό, ο οποιός μετουσιώθηκε στο επελθόν εγκληματικό αποτέλεσμα. Στα εγκλήματα αποτελέσματος (όπως αυτό της απάτης), για την θεμελίωση του αδίκου απαιτείται η επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος να βρίσκεται σε συγκεκριμένη στενή σχέση προς την επίμαχη κύρια πράξη. Η στενή αυτή σχέση αποδίδεται ως αντικειμενικώς καταλογιστή συμπεριφορά. Τέτοια είναι μια συμπεριφορά, όταν στο επελθόν αποτέλεσμα αποτυπώνεται η ειδική επικινδυνότητα της πράξης. Η πρόκληση του αποτελέσματος έχει ποινικό ενδιαφέρον μόνοότανείναι έργο της συμπεριφοράς του δράστη. Τότε καθίσταται αυτός “υπόλογος”.

Εν προκειμένω στο έγκλημα της απάτης, δεν είναι υπόλογος ο δράστης για τον επελθόν αποτέλεσμα (συνεπώς διακόπτεται ο αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος) όταν μεταξύ της πράξης και του αποτελέσματος παρεμβάλλεται μια συμπεριφορά του θύματος η οποία εμπεριέχει συντρέχουσα ευθύνη του. Και αυτό διότι στην περίπτωση αυτή η πρόκληση πειθούς στο θύμα δεν είναι αποτέλεσμα τής πράξης εξαπάτησης του δράστη, αλλά αποτέλεσμα πχ της επιπολαιότητας, ευκολοπιστιας, απληστίας ή εν πάση περιπτώσει βαριάς αμελούς συμπεριφοράς του. Επίσης δεν υπάρχει συνάφεια κινδύνου μεταξύ της πράξης εξαπάτησης και της περιουσιακής διάθεσης. Η περιουσιακή διάθεση δεν μπορεί να καταλογιστεί αντικειμενικά στην συμπεριφορά του δράστη της πράξης εξαπάτησης, αφού ο αποδέκτης της τελευταίας και διαθέτων-θύμα αφαιρεί από τον δράστη την ευθύνη για την επέλευση του αποτελέσματος. Άλλον κίνδυνο θέτει ο δράστης (= να επηρεασθεί η βούληση του θύματος με την ψευδή παράσταση) και άλλος πραγματώνεται στην περιουσιακή διάθεση (= ο κίνδυνος που συνειδητά ανέλαβε ο διαθέτων- θύμα).

Η συντρέχουσα ευθύνη του θύματος εκφράζεται μέσα από την αρχή της ιδίας υπευθυνότητας. Σύμφωνα με την αρχή της ιδίας υπευθυνότητας, ο νόμος απαγορεύει μεν την προσβολή των εννόμων αγαθών των άλλων , πλην όμως σε ό,τι αφορά το τι επιτρέπεται να κάνει το εκάστοτε πρόσωπο σε βάρος του εαυτού του, εκεί ισχύει κατ’ αρχήν η συνταγματικώς κατοχυρωμένη ελευθερία να πράττει σύμφωνα με την βούληση του.

Επιπλέον, καθένας φέρει ευθύνη μόνο για την δική του συμπεριφορά, όχι και για εκείνη που εκδηλώθηκε από την πλευρά κάποιων άλλων προσώπων τα οποία έδρασαν ελευθέρως και υπευθύνως – αφ’ ης στιγμής το θύμα είναι σε θέση να μεριμνήσει αυτόνομα για την προστασία των δικών του αγαθών( όταν φυσικά η βούληση του θύματος είναι απαλλαγμένη από ελαττώματα, ιδίως από πλάνη, απάτη, απειλή, και δεν συντρέχει λόγος αποκλεισμού ή μείωσης του καταλογισμού του,ούτε είναι πρόσωπο ελαττωμένου καταλογισμού, ούτε ενεργεί υπό ψυχική πίεση), δεν υπάρχει λόγος να περιορισθεί η ελευθερία δράσης των τρίτων, εκτός κι αν αυτοί ενεργούν ήδη στο πλαίσιο ενός πεδίου περιορισμένης ελευθερίας, διότι κατέχουν μια εγγυητική θέση έναντι του θύματος.

Κατόπιν αυτών, όποιος συνέβαλε αιτιωδώς στην δημιουργία ενός αποδοκιμαζομένου, από την έννομη τάξη, κινδύνου δεν είναι υπόλογος για την μετουσίωσή του σε βλαπτικό αποτέλεσμα, εφόσον το τελευταίο είναι απόρροια της αυτοδιακινδύνευσης ή της αυτοπροσβολής του ίδιου του θύματος. Συνεπώς, επί αυτοδιακινδυνεύσεως ή αυτοπροσβολής, το αποτέλεσμα θεωρείται έργο του θύματος και όχι του δράστη.

Η αρχή της ιδίας υπευθυνότητας δεν μπορεί όμως να εφαρμοσθεί, όταν ο δράστης βρίσκεται σε εγγυητική θέση έναντι του θύματος ή όταν το θύμα εμφανίζει κάποια ελλείμματα (διανοητικά, μορφωτικά, ψυχικά), έναντι του μέσου ανθρώπου, ή βρίσκεται σε πληροφοριακή ασυμμετρία ή ακομα και όταν πρόκειται για άτομο με θρησκευτικές εμμονές ή δεισιδαιμονικές αντιλήψεις, εξαιτίας των οποίων δεν διαθέτει την αναμενόμενη γνώση των κανόνων ή τον συνήθη βαθμό κριτικής ικανότητας, οπότε θα έχουμε να κάνουμε με ένα θύμα που βρίσκεται σε αδύναμη θέση και χρήζει προστασίας, και όχι με ένα θύμα που δείχνει απλώς περιστασιακή επιπολαιότητα, ευκολοπιστία, βαριά αμέλεια κλπ. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η αδύναμη θέση στην οποία βρίσκεται το θύμα δεν πρέπει να λαμβάνεται επ’ ωφελεία του δράστη, στο μέτρο που απέναντι στον δεύτερο αντιπαρατίθεται ένα πρόσωπο που δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως “ισότιμος εταίρος”, ως κάποιος που διαθέτει “επικοινωνιακή επάρκεια”, αλλά ως ένα πρόσωπο από το οποίο απουσιάζει η αντιληπτική - κριτική ικανότητα που έχει ο μέσος συνετός άνθρωπος.

Συνεπώς , σύμφωνα με την θεωρία του αντικειμένου καταλογισμού και ιδίως βάσει της αρχής της ίδιας υπευθυνότητας, ακόμα και όταν ο δράστης της απάτης πράγματι ψευδώς παρέστη πως έχει την υπερφυσική ικανότητα να προβλέψει και να “διαβάσει το μέλλον”, δεν είναι ποινικά υπεύθυνος (δεν υπάρχει καν κατ' αρχήν άδικη πράξη) εφόσον προκύπτει συνυπαιτιότητα του θύματος εξαιτίας μιας βαρέως αμελούς συμπεριφοράς του (επιπολαιότητα, απληστία, ευκολοπιστία), εκτός αν το θύμα βρίσκεται σε ελάσσονα θέση έναντι του δράστη (όπου έχει μειωμένη κριτική και αντιληπτικη ικανότητα ) όποτε σ' αυτήν τήν περίπτωση χρήζει προστασίας (οπότε υπάρχει ποινική ευθύνη του δράστη).

Όμως η μη εφαρμογή της αρχής της ιδίας υπευθυνότητας δεν σημαίνει ότι εκείνος που εκμεταλλεύεται την αδύναμη θέση του θύματος θα πρέπει οπωσδήποτε να κριθεί αξιόποινος για απάτη. Η κατάφαση της ποινικής του ευθύνης θα είναι αδύνατηανηψευδήςπαράσταση προς το θύμα έχει ως αντικείμενο κάποιες απόκρυφες/υπερφυσικες ικανότητες και ως αφετηρία για την ερμηνεία της αντικειμενικής υποστάσεως της απάτης τεθεί η άποψη εκείνη που στον ορισμό του γεγονότος εντάσσει αποκλειστικώς συμβάντα ή καταστάσεις δεκτικά απόδειξης. Οι απόκρυφες/υπερφυσικές δεξιότητες, ως μη δυνάμενες να αποδειχθούν με επιστημονικό - ορθολογικό τρόπο, δεν αποτελούν γεγονότα (θεωρία της “αντιστοίχισης”).

Αλλιώς θα έχει το πράγμα (οπότε καταδίκη για απάτη θα είναι δυνατή), αν στον ορισμό του γεγονότος ενταχθούν και συμβάντα ή καταστάσεις που, αν και είναι ανεπίδεκτα απόδειξης, είναι όμως διυποκειμενικώς ελέγξιμα (θεωρία της “συναίνεσης-αποδοχής”).

Σύμφωνα όμως με όσους δεν αποδέχονται την θεωρία του αντικειμενικού καταλογισμού (όπου είναι η κρατούσα άποψη στην ελληνική νομολογία), γίνεται δεκτό ότι στο έγκλημα της απάτης , ένα λάθος εκ μέρους του παθόντος –υπό την μορφή μιαςεπιπολαιότητας,ευκολοπιστίας, απληστίας κ.ο.κ.– δεν είναι ικανό να ασκεί κάποια επίδραση επί του αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στην παραπλανητική συμπεριφορά του δράστη και την πρόκληση βλάβης στην περιουσία του θύματος. Συνεπώς για την στοιχειοθέτηση της απάτης «αρκεί ότι η συμπεριφορά του υπαιτίου είναι γενικά πρόσφορη, αντικειμενικώς κρινόμενη, να προκαλέσει πλάνη σ’ αυτόν που απευθύνεται και δεν ασκεί επιρροή στη συγκρότηση της απάτης το γεγονός ότι το θύμα μπορούσε να αποφύγει την πλάνη καταβάλλοντας μεγαλύτερη επιμέλεια και προσοχή, η τυχόν δε συνυπαιτιότητα του παθόντος δεν αίρει τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της παραπλανητικής συμπεριφοράς και της ζημίας και δεν επηρεάζει τους όρους στοιχειοθέτησης αντικειμενικώς του εγκλήματος της απάτης» (ΑΠ 206/2011). Σ’ αυτήν την περίπτωση όμως, στο έγκλημα της απάτης, η συνυπαιτιότητα του παθόντος λαμβάνεται υπ’ όψιν και μπορεί να αξιολογηθεί κατά την δικαστική επιμέτρηση της ποινής.

Εν κατακλείδι λοιπόν, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν παραπάνω, όταν ένα πρόσωπο ισχυρίζεται ότι έχει απόκρυφες - υπερφυσικές ικανότητες να προβλέψει τομέλλον και το πράττει λαμβάνοντας το αντίστοιχο αντίτιμο (περιουσιακή διάθεση και περιουσιακή ζημία του πλανωμενου - πελάτη) για τις “υπηρεσίες” του από το πρόσωπο που τον εμπιστεύτηκε και πίστεψε στις ικανότητες αυτές (πρόκληση πειθούς), είναι αξιόποινος για απάτη κατ' άρθρο 386 παρ.1 ΠΚ, εφόσον αφενός δεν έχει την ικανότητα αυτή (πράγμα που δύναται να αποδειχθεί με βάση την θεωρία της “συναίνεσης - αποδοχής” η οποία εντάσσει στην έννοια του“γεγονότος” συμβάντα και καταστάσεις που αν και ανεπίδεκτα απόδειξης με επιστημονικό - ορθολογικό τρόπο, είναι διυποκειμενικώς ελέγξιμα) και αφετέρου δεν υπάρχει συνυπαιτιότητα του θύματος, λογω π.χ. επιπολαιότητας, ευκολοπιστίας ή γενικά βαρέως αμελούς συμπεριφοράς του (θεωρία του αντικειμενικού καταλογισμού - αρχή της ιδίας υπευθυνότητας) εκτός αν πρόκειται για θύμα που βρίσκεται σε ελάσσονα θέση έναντι του δράστη ( μειωμένη κριτική και αντιληπτική ικανότητα λόγω είτε διανοητικών ή μορφωτικών ελλειμμάτων είτε θρησκευτικών εμμονών ή δεισιδαιμονικών αντιλήψεων). Για όσους όμως δεν αποδέχονται την θεωρία του αντικειμενικού καταλογισμού, η συνυπαιτιότητα του παθόντος θα αξιολογηθεί στο στάδιο της δικαστικής επιμέτρησης της ποινής, οπότε σ’ αυτήν την περίπτωση ο φερόμενος ως έχων την ανωτέρω ικανότητα είναι αξιόποινος με μόνη την απόδειξη της ψευδούς παραστάσεως αυτής, χωρίς εν προκειμένω να ασκεί επιρροή, στην πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασηςτουεγκλήματος της απάτης, η συντρέχουσα ευθύνη του θύματος.

Βιβλιογραφία:

1. Κωνσταντίνος Ι.Βαθιώτης, Απάτη και Εκβίαση ομοιότητες-διαφορές-διασταυρώσεις, Π.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ, Αθήνα 2014

2. Στέφανος Παύλου-Γιάννης Μπέκας, Εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, περιουσίας και ζωής, Π.Ν. ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ, Αθήνα 2017

H ένωση δικαίου

ΙΩΑΝΝΗ ΣΑΡΜΑΣ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Το εφαρμοστέο δίκαιο ως προς τις έννομες συνέπειες των δικαστικών αποφάσεων - Μελέτες ΕΡΜΕΚ Νο 11