logo-print

Άρθρο 9 - Νόμος 4912/2022 - Πειθαρχική διαδικασία - Αντικατάσταση άρθρου 352 ν. 4412/2016

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΙΣΧΥΟΣ:

17/03/2022

Δικαστικός Έλεγχος της Συνταγματικότητας των Νόμων και Ερμηνεία του Συντάγματος

Ευάγγελος Βενιζέλος

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ & ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ / ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Η φορολογική ενημερότητα

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ​

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΤΣΟΣ

Το άρθρο 352 του ν. 4412/2016 (Α΄ 147) αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 352

Πειθαρχική διαδικασία

1. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο συνεδριάζει νομίμως και αποφασίζει με την παρουσία όλων των μελών του. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο αποφασίζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό.

2. Ως πειθαρχικά παραπτώματα θεωρούνται:

α) η παράβαση διατάξεων του παρόντος και εν γένει της ισχύουσας νομοθεσίας κατά την άσκηση των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων,

β) η πλημμελής εκτέλεση των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων,

γ) η παράνομη απόκτηση, κατά την άσκηση των καθηκόντων του εγκαλουμένου ή εξ αφορμής αυτών, οικονομικού οφέλους ή ανταλλάγματος του ιδίου ή τρίτου προσώπου και

δ) η υπαίτια πρόκληση ζημίας σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου ή της Αρχής.

2. Οι επιβαλλόμενες από το Πειθαρχικό Συμβούλιο ποινές είναι: α) έγγραφη επίπληξη, β) πρόστιμο έως τις αποδοχές δώδεκα (12) μηνών και γ) οριστική παύση.

3. Σε περίπτωση επιβολής εντός διετίας δύο (2) πειθαρχικών ποινών επίπληξης και προστίμου στον Πρόεδρο, σε Σύμβουλο ή σε μέλος της Αρχής για το ίδιο ή διαφορετικό πειθαρχικό παράπτωμα, ο Πρόεδρος, ο Σύμβουλος ή το μέλος εκπίπτουν αυτοδικαίως από τη θέση τους, με διαπιστωτική πράξη του Υπουργού Δικαιοσύνης.

4. Η ποινή της οριστικής παύσης μπορεί να επιβληθεί μόνο στις εξής περιπτώσεις:

α) αν το πειθαρχικό παράπτωμα συνιστά ταυτόχρονα και αξιόποινη πράξη,

β) αν ο εγκαλούμενος, κατά την άσκηση των καθηκόντων του ή εξ αφορμής αυτών, απέκτησε ή επιδίωξε να αποκτήσει οικονομικό όφελος ή αντάλλαγμα υπέρ του ιδίου ή τρίτου προσώπου,

γ) αν παραβιάστηκε η υποχρέωση εμπιστευτικότητας και εχεμύθειας,

δ) αν παραβιάστηκαν οι παρ. 2 έως 5 του άρθρου 349,

ε) αν προκλήθηκε υπαιτίως ζημία σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου ή της Αρχής.

5. Μετά από την κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας κατά την παρ. 1 του άρθρου 351, ο Πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου υποχρεούται να καλέσει τον εγκαλούμενο σε προηγούμενη ακρόαση και παροχή έγγραφων εξηγήσεων με κλήση, η οποία αναφέρει το αποδιδόμενο παράπτωμα και επιδίδεται στον εγκαλούμενο με δικαστικό επιμελητή ή άλλο δημόσιο όργανο. Στην κλήση αναφέρεται η ημερομηνία ακρόασης του εγκαλουμένου ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου, η οποία δεν μπορεί να απέχει λιγότερο των δέκα (10) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία επίδοσης της κλήσης. Πριν από την ακρόαση και την παροχή έγγραφων εξηγήσεων, ο εγκαλούμενος δικαιούται να λάβει γνώση του φακέλου της υπόθεσης.

6. Κατά την ακρόαση, ο εγκαλούμενος υποβάλλει ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου τις έγγραφες εξηγήσεις του, παρέχει τις απαιτούμενες διευκρινίσεις, απαντά σε ερωτήσεις και εν γένει διευκολύνει το έργο του Πειθαρχικού Συμβουλίου για τη διακρίβωση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Μετά από την ολοκλήρωση της ανωτέρω διαδικασίας, το Πειθαρχικό Συμβούλιο διασκέπτεται αυθημερόν και εκδίδει απόφαση, η οποία:

α) είτε κρίνει ικανοποιητικές και επαρκείς τις εξηγήσεις του εγκαλούμενου και παύει την πειθαρχική διαδικασία,

β) είτε δίδει εντολή στον Πρόεδρο του Συμβουλίου να συντάξει έκθεση πειθαρχικού παραπτώματος στην οποία περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά, το κατά την παρ. 2 πειθαρχικό παράπτωμα και ορίζεται ημέρα και ώρα συνεδρίασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου για τη συζήτηση της υπόθεσης, στην οποία καλείται να παραστεί ο εγκαλούμενος, εφόσον το επιθυμεί και με πληρεξούσιο δικηγόρο. Η ως άνω απόφαση και στις δύο περιπτώσεις επιδίδεται στον εγκαλούμενο με δικαστικό επιμελητή ή άλλο δημόσιο όργανο.

7. Κατά την εφαρμογή της περ. β) του δεύτερου εδαφίου της παρ. 6, κατά την ορισθείσα ημέρα συνεδρίασης, το Πειθαρχικό Συμβούλιο μπορεί, κατά την κρίση του, να εξετάσει μάρτυρες, μετά δε από την προφορική ενώπιόν του απολογία του εγκαλούμενου ή, σε περίπτωση μη εμφανίσεώς του, μετά από τη διαπίστωση της νόμιμης κλήτευσής του, εκδίδει αμέσως την απόφασή του. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο μπορεί, αν το κρίνει αναγκαίο, να διατάξει τη συμπλήρωση της έκθεσης πειθαρχικού παραπτώματος και την επανάληψη της συζήτησης. Στην περίπτωση αυτή καλείται ο εγκαλούμενος με νέα κλήση, στην οποία ορίζεται νέα ημέρα και ώρα συζήτησης, η οποία επιδίδεται, σύμφωνα με την παρ. 6. Η επίδοση αυτή μπορεί να παραλειφθεί, εφόσον ο εγκαλούμενος κατά την πρώτη συζήτηση ήταν παρών και του γνωστοποιήθηκε η νέα ημερομηνία συζήτησης. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο μπορεί επίσης να αναβάλει άπαξ τη λήψη απόφασης, προκειμένου να εξετάσει ή να επανεξετάσει μάρτυρες, ορίζοντας για τον λόγο αυτόν νέα ημερομηνία συζήτησης της υπόθεσης. Στην περίπτωση αυτή, κλήση του εγκαλουμένου απαιτείται μόνο εάν αυτός ήταν απών. Οι μάρτυρες προσέρχονται με επιμέλεια των ενδιαφερομένων. Η μη προσέλευση των μαρτύρων δεν κωλύει τη λήψη απόφασης.

8. Η απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου είναι ειδικώς αιτιολογημένη, συντάσσεται εγγράφως και τηρούνται συνοπτικά πρακτικά των συνεδριάσεων.

Η πειθαρχική διαδικασία είναι αυτοτελής και ανεξάρτητη από εκκρεμή ποινική δίωξη. Η ποινική δίκη δεν αναστέλλει αυτοδίκαια την πειθαρχική διαδικασία, το Πειθαρχικό Συμβούλιο μπορεί όμως να διατάξει την αναστολή της μέχρι την περάτωση της ποινικής δίκης. Το Πειθαρχικό Συμβούλιο δεσμεύεται από την κρίση που περιέχεται σε αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου ή σε αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα, μόνο ως προς την ύπαρξη ή την ανυπαρξία πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την αντικειμενική υπόσταση πειθαρχικού παραπτώματος.

9. Σε περίπτωση αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης ποινικού δικαστηρίου για αδίκημα σχετιζόμενο με παραβάσεις του παρόντος ή για αδίκημα που συνεπάγεται κώλυμα διορισμού ή έκπτωση δημοσίου υπαλλήλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007, Α΄ 26), εκδίδεται απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, με την οποία διαπιστώνεται η οριστική παύση του καταδικασθέντος.

10. Τα πειθαρχικά παραπτώματα της παρ. 2 παραγράφονται μετά πενταετία από την τέλεσή τους. Πειθαρχικό παράπτωμα, το οποίο αποτελεί και ποινικό αδίκημα δεν παραγράφεται πριν παραγραφεί το ποινικό αδίκημα. Η κατά την παρ. 5 κλήση για ακρόαση και για έγγραφες εξηγήσεις διακόπτει την ως άνω παραγραφή. Στην περίπτωση αυτή, ο συνολικός χρόνος παραγραφής δεν μπορεί να υπερβεί τα επτά (7) έτη, με την επιφύλαξη του δεύτερου εδαφίου και της περίπτωσης της αναστολής της πειθαρχικής διαδικασίας κατά την παρ. 8, οπότε και ο χρόνος παραγραφής του πειθαρχικού παραπτώματος δεν συμπληρώνεται πριν από την παρέλευση έτους από την ημερομηνία δημοσίευσης της αμετάκλητης απόφασης ποινικού δικαστηρίου.

11. Οι διατάξεις του Μέρους Ε΄ («Πειθαρχικό Δίκαιο») του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. (ν. 3528/2007) εφαρμόζονται αναλόγως.».

Εργατικό Ποινικό Δίκαιο
Ενοχικό Δίκαιο Ειδικό Μέρος