logo-print

Άρθρο 68 - Νόμος 4938/2022 - Θέση δικαστικών λειτουργών σε αργία

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΙΣΧΥΟΣ:

06/06/2022

Υπό κωδικοποίηση
Προκαταρκτική εξέταση - ένορκη διοικητική εξέταση (ΕΔΕ)

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΜΑΡΙΑ ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ

ΧΡΗΣΤΟΣ ΚΟΥΚΑΚΗΣ

Ο δικαστικός έλεγχος της δράσης των ανεξάρτητων αρχών

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ & ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ / ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

1. Ο δικαστικός λειτουργός που στερήθηκε την προσωπική του ελευθερία με ένταλμα προσωρινής κράτησης, με βούλευμα ή με δικαστική απόφαση, έστω και αν απολύθηκε προσωρινά από τις φυλακές, τίθεται αυτοδικαίως σε κατάσταση αργίας. Αν εκλείψει ο λόγος για τον οποίο ο δικαστικός λειτουργός τέθηκε σε αργία, επανέρχεται αυτοδικαίως στην υπηρεσία. Αν έχουν μεσολαβήσει προαγωγές, κρίνεται και μπορεί να προαχθεί στον ανώτερο βαθμό εάν υπάρχει κενή οργανική θέση, διαφορετικά, προαγόμενος, παραμένει υπεράριθμος και καταλαμβάνει την πρώτη θέση που κενώνεται. Αν αθωωθεί αμετάκλητα από την ασκηθείσα σε βάρος του ποινική δίωξη, καταλαμβάνει τη σειρά αρχαιότητας που κατείχε στον προηγούμενο βαθμό, διαφορετικά η αρχαιότητα του καθορίζεται με απόφαση του οικείου Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου.

2. Ο δικαστικός λειτουργός μπορεί να τεθεί σε προσωρινή αργία, αν ασκήθηκε εναντίον του:

α) ποινική δίωξη για έγκλημα που αποτελεί κώλυμα διορισμού, σύμφωνα με το άρθρο 44 του παρόντος, με εξαίρεση τα εγκλήματα της ψευδούς κατάθεσης (άρθρο 224 ΠΚ), της ψευδούς καταμήνυσης (άρθρο 229 ΠΚ) και της συκοφαντικής δυσφήμησης (άρθρο 363 ΠΚ),

β) πειθαρχική δίωξη για παράπτωμα που μπορεί να επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης.

3. Η θέση σε προσωρινή αργία γίνεται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, κατόπιν πλήρως αιτιολογημένης απόφασης του οικείου ανώτατου δικαστικού συμβουλίου. Μετά από την πάροδο έξι (6) μηνών από τη θέση σε προσωρινή αργία, το ίδιο συμβούλιο υποχρεούται να αποφανθεί αιτιολογημένα για τη συνέχιση ή μη της αργίας. Η προσωρινή αργία αίρεται αυτοδίκαια μετά την πάροδο δύο (2) ετών από την έκδοση του προεδρικού διατάγματος περί θέσεως του δικαστικού λειτουργού σε αργία, εφόσον δεν έχει εκδοθεί παραπεμπτικό βούλευμα ή καταδικαστική απόφαση και εφαρμόζονται αναλόγως το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παρ. 1. Το μέτρο μπορεί να ληφθεί εκ νέου στην περίπτωση της υποβολής αίτησης επανάληψης της πειθαρχικής διαδικασίας κατά το άρθρο 123 ή της, μετά την άρση της προσωρινής αργίας, έκδοσης παραπεμπτικού βουλεύματος ή καταδικαστικής απόφασης.

4. Για τον δικαστικό λειτουργό που τελεί σε κατάσταση αργίας ή προσωρινής αργίας, αναβάλλεται η κρίση του οικείου ανώτατου δικαστικού συμβουλίου περί προαγωγής μέχρι να εκλείψει ο λόγος για τον οποίο ο δικαστικός λειτουργός τέθηκε σε αργία ή μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση ή αμετάκλητο βούλευμα ή τελεσίδικη πειθαρχική απόφαση, αντίστοιχα.

5. Η προσωρινή αργία της παρ. 2 αρχίζει και λήγει, αντίστοιχα, από την ανακοίνωση στον δικαστικό λειτουργό του σχετικού προεδρικού διατάγματος. Δεν απαιτείται έκδοση προεδρικού διατάγματος για τη λήξη της αργίας, αν εκδοθεί αμετάκλητη απαλλακτική δικαστική απόφαση ή αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα ή τελεσίδικη απαλλακτική πειθαρχική απόφαση. Στις περιπτώσεις αυτές ο δικαστικός λειτουργός επανέρχεται, αυτοδικαίως στην υπηρεσία και εφαρμόζονται αναλόγως το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παρ. 1. Επανέρχεται, επίσης, αυτοδικαίως στην υπηρεσία, μετά την έκδοση σχετικού διαπιστωτικού προεδρικού διατάγματος, ο δικαστικός λειτουργός ο οποίος καταδικάστηκε αμετάκλητα για έγκλημα ή τιμωρήθηκε τελεσίδικα για πειθαρχικό παράπτωμα, που δεν συνεπάγονται οριστική παύση και εφαρμόζονται αναλόγως το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παρ. 1.

6. Από τις αποδοχές του δικαστικού λειτουργού που έχει τεθεί σε αργία, παρακρατείται το ένα τρίτο (1/3). Το ποσό που παρακρατήθηκε, αποδίδεται, με πράξη του εκκαθαριστή αποδοχών της υπηρεσίας, αν ο δικαστικός λειτουργός αθωωθεί αμετάκλητα από την ασκηθείσα σε βάρος του ποινική και πειθαρχική δίωξη. Σε κάθε άλλη περίπτωση, εκτός από εκείνη της οριστικής παύσης, μπορεί, με αιτιολογημένη απόφαση του οικείου ανώτατου δικαστικού συμβουλίου, να διαταχθεί η απόδοση, εν όλω ή εν μέρει, του ποσού που παρακρατήθηκε.

Ποινικός Κώδικας Ι
Η απόλυση υπό όρο στην ποινική νομοθεσία των ναρκωτικών

ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΉΜΕΣ / ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΠΑΥΛΟΣ ΤΟΠΑΛΝΑΚΟΣ