Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 153 του Κώδικα Δικηγόρων (Α’ 208)], περί παραπομπής στο Πειθαρχικό Συμβούλιο υποθέσεων, αν το πειθαρχικό παράπτωμα επισύρει ποινή ανώτερη της αρμοδιότητάς του, απαλείφεται και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Η πειθαρχική δίωξη ασκείται ενώπιον του αρμόδιου Πειθαρχικού Συμβουλίου αποκλειστικά από τον Πρόεδρο του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, εφόσον από την αιτιολογημένη έκθεση της προκαταρκτικής εξέτασης προκύπτουν σοβαρές υπόνοιες ή σαφείς ενδείξεις για διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος από συγκεκριμένο δικηγόρο. Δεν διώκεται πειθαρχικά δικηγόρος εκ μόνης της ιδιότητάς του ως διαχειριστή ή Εταίρου δικηγορικής Εταιρείας για πράξεις ή παραλείψεις αυτής, ως νομικού προσώπου. Στο έγγραφο της πειθαρχικής δίωξης πρέπει να προσδιορίζονται επακριβώς ο τόπος, ο χρόνος και τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν το πειθαρχικό παράπτωμα και ο διωκόμενος δικηγόρος.».