1. Πιστωτικά ιδρύματα, και εντός των ορίων της οικείας τους δραστηριότητας πληρωμών, οι λοιποί πάροχοι υπηρεσιών πληρωμών, καθώς και τα ανταλλακτήρια συναλλάγματος και οι εταιρίες μεταφοράς χρηματικού (εφεξής, ιδρύματα) υποχρεούνται να διασφαλίζουν ότι τα κέρματα ευρώ τα οποία έχουν λάβει και τα οποία προτίθενται να θέσουν εκ νέου σε κυκλοφορία, έχουν τύχει ελέγχου γνησιότητας και καταλληλότητας για κυκλοφορία (εξακρίβωση γνησιότητας) σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1210/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Δεκεμβρίου 2010 σχετικά με την εξακρίβωση της γνησιότητας των κερμάτων ευρώ και τη διαχείριση των κερμάτων ευρώ ακατάλληλων για κυκλοφορία (Κανονισμός 1210/2010). Ως ακατάλληλα για κυκλοφορία νοούνται τα κέρματα του άρθρου 2β του Κανονισμού 1210/2010.
2. Μετά το πέρας της εξακρίβωσης γνησιότητας, τα ιδρύματα υποχρεούνται να αποσύρουν από την κυκλοφορία όλα τα κέρματα ευρώ τα οποία έχουν λάβει και για τα οποία γνωρίζουν ή έχουν επαρκείς λόγους να πιστεύουν ότι είναι παραχαραγμένα ή κίβδηλα και να τα παραδίδουν αμελλητί στην κατά τόπο αρμόδια αστυνομική υπηρεσία, προκειμένου αυτή να τα διαβιβάσει στο Εθνικό Κέντρο Ανάλυσης Κερμάτων, ενώ όλα τα ακατάλληλα για κυκλοφορία κέρματα ευρώ υποχρεούνται να τα διαβιβάζουν στην Τράπεζα της Ελλάδος. Λοιποί οικονομικοί φορείς, όπως έμποροι και καζίνο, καίτοι μη υποχρεούμενοι σε εξακρίβωση γνησιότητας κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, του Κανονισμού 1210/2010, οφείλουν ομοίως να αποσύρουν από την κυκλοφορία και να παραδίδουν αμελλητί στην αστυνομική υπηρεσία τα κέρματα ευρώ τα οποία έχουν λάβει και για τα οποία γνωρίζουν ή έχουν επαρκείς λόγους να πιστεύουν ότι είναι παραχαραγμένα ή κίβδηλα.