1. Οι παράγραφοι 5 και 5α του άρθρου 18 του Ν. 1735/1987 (ΦΕΚ195 Α'), όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, αντικαθίστανται ως ακολούθως:
«5. Δημόσιοι πολιτικοί υπάλληλοι, που παραιτούνται υποχρεωτικά σύμφωνα με την ισχύουσα εκλογική νομοθεσία, για να ανακηρυχθούν υποψήφιοι σε οποιεσδήποτε εκλογές, εάν δεν εκλεγούν, επανέρχονται στην ενεργό υπηρεσία μετά την περάτωση της διαδικασίας ανακήρυξης των εκλεγομένων ή, εάν εκλεγούν, από τη λήξη της θητείας τους για οποιονδήποτε λόγο. Η επάνοδος συντελείται, αυτοδικαίως, με μόνη την υποβολή σχετικής αίτησης από τον ενδιαφερόμενο στην υπηρεσία και στη θέση από την οποία είχε παραιτηθεί. Αν η υπηρεσία αυτή δεν υφίσταται κατά το χρόνο της επανόδου, η αίτηση υποβάλλεται στην υπηρεσία όπου έχουν μεταφερθεί οι υπάλληλοι της υπηρεσίας εκείνης. Η αίτηση υποβάλλεται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριών μηνών από την ανακήρυξη των βουλευτών ή από τη λήξη, για οποιονδήποτε λόγο, της θητείας τους. Αν δεν υπάρχει κενή θέση, ο υπάλληλος επανέρχεται ως υπεράριθμος και καταλαμβάνει αυτοδικαίως την πρώτη θέση που θα κενωθεί στον κλάδο του.
Τα παραπάνω πρόσωπα, μέχρι να εκλεγούν ή, εφόσον δεν εκλεγούν, μέχρι να επανέλθουν στην υπηρεσία τους, ασφαλίζονται για υγειονομική περίθαλψη στο φορέα ασφάλισης που ήσαν ασφαλισμένοι πριν την παραίτηση τους, καταβάλλοντος οι ίδιοι τις προβλεπόμενες εισφορές ασφαλισμένου και εργοδότη επί των αποδοχών που είχαν κατά το χρόνο της παραίτησης τους.
5.α. Δημοτικοί ή κοινοτικοί υπάλληλοι, καθώς και υπάλληλοι των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων, που παραιτούνται, υποχρεωτικώς, σύμφωνα με την ισχύουσα, κατά περίπτωση, εκλογική νομοθεσία, επανέρχονται αυτοδικαίως στην ενεργό υπηρεσία, εάν δεν εκλεγούν ή λήξει, σε περίπτωση εκλογής τους, για οποιονδήποτε λόγο η θητεία τους.
Η αίτηση υποβάλλεται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία τριών μηνών από την ανακήρυξη των επιτυχόντων ή τη λήξη της θητείας.
Οι λοιπές ρυθμίσεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται αναλόγως και για τους δημοτικούς και κοινοτικούς υπαλλήλους».
2. Η παράγραφος 7 του άρθρου 18 του Ν. 1735/1987 καταργείται, οι δε παράγραφοι 8, 9, 10 και 11 του ίδιου άρθρου αναριθμούνται σε 7, 8, 9 και 10.