Πειθαρχικές ποινές
1. Οι πειθαρχικές ποινές είναι:
α) η σύσταση,
β) η επίπληξη,
γ) το πρόστιμο από πεντακόσια (500) μέχρι δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ,
δ) δ) προσωρινή παύση από το δικηγορικό λειτούργημα έως δώδεκα (12) μήνες και
ε) η οριστική παύση από το δικηγορικό λειτούργημα.
Τις πειθαρχικές ποινές της σύστασης και της επίπληξης επιβάλλει, ως πειθαρχικώς προϊστάμενος, ο Πρόεδρος του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου.
2. Η ποινή της οριστικής παύσης επιβάλλεται μόνο σε ιδιαίτερα βαριές περιπτώσεις πειθαρχικών παραπτωμάτων, όταν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες διαπράχθηκαν και ο βαθμός υπαιτιότητας του διωκόμενου μαρτυρούν ότι αυτός δεν έχει συναίσθηση των βασικών υποχρεώσεών του ως δικηγόρου ή θίγουν σοβαρά το κύρος του δικηγορικού λειτουργήματος. Τέτοιες προϋποθέσεις συντρέχουν:
α) αν ο διωκόμενος καταδικάστηκε αμετάκλητα για κακούργημα,
β) αν καταδικάσθηκε αμετάκλητα για οποιοδήποτε πλημμέλημα, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 6 του Κώδικα.
3. Η παρ. 2 του άρθρου 7 δεν εφαρμόζεται κατά την επιβολή της ποινής της οριστικής παύσης.