1. Η παρ. 5 του άρθρου 18 του ν. 2079/1992 (Α' 142) αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«5. Ως αποδοχές για τον υπολογισμό της εφάπαξ παροχής θεωρούνται οι αποδοχές ή τα ποσά που λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του εφάπαξ, κατά το χρόνο διακοπής της ασφάλισης σε ταμείο, κλάδο, τομέα ή λογαριασμό πρόνοιας.
Το ποσό της εφάπαξ παροχής που προκύπτει σύμφωνα με τα οριζόμενα στο παραπάνω εδάφιο, καταβάλλεται εντόκως με επιτόκιο 8% (με ανατοκισμό) για κάθε χρόνο από τη διακοπή της ασφάλισης από κάθε φορέα, κλάδο ή τομέα πρόνοιας και μέχρι την οριστική αποχώρηση του ασφαλισμένου από την εργασία του λόγω συνταξιοδότησης.
Σε καμιά περίπτωση το αναλογούν εφάπαξ βοήθημα από κάθε φορέα, λογαριασμό, κλάδο ή τομέα προνοίας δεν θα είναι μεγαλύτερο από εκείνο που θα ελάμβανε ο ασφαλισμένος με τις ισχύουσες διατάξεις του οικείου φορέα λογαριασμού, κλάδου, ή τομέα πρόνοιας κατά το χρόνο συνταξιοδότησής του και με τα ίδια χρόνια ασφάλισής του σε αυτόν.»
2. α. Στο τέλος του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 38 του ν. 2084/1992, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με την παρ. 5α του άρθρου 16 του ν. 2556/1997, προστίθεται διάταξη που έχει ως εξής:
«Στην περίπτωση που σύμφωνα με τα ανωτέρω εδάφια δεν υπάρχουν πρόσωπα που να δικαιούνται το εφάπαξ βοήθημα, εφόσον ο θανών είχε συμπληρώσει κατά το χρόνο θανάτου του εικοσαετή τουλάχιστον ασφάλιση στον οικείο φορέα πρόνοιας (ή διαδοχικά σε περισσότερους του ενός φορείς) το βοήθημα αυτό καταβάλλεται στους γονείς, αδελφούς/ές του θανόντος ασφαλισμένου, κατά το ποσοστό του κληρονομικού τους δικαιώματος.»
β. Στο τέλος του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 56 του ν. 2084/1992, όπως αυτό ισχύει μετά την τροποποίησή του με την παρ. 5β του άρθρου 16 του ν. 2556/1997, προστίθεται διάταξη που έχει ως εξής:
«Στην περίπτωση που σύμφωνα με τα ανωτέρω εδάφια δεν υπάρχουν πρόσωπα που να δικαιούνται το εφάπαξ βοήθημα, εφόσον ο θανών είχε συμπληρώσει κατά το χρόνο θανάτου εικοσαετή τουλάχιστον ασφάλιση στον οικείο φορέα πρόνοιας (ή διαδοχικά σε περισσότερους του ενός φορείς) το βοήθημα αυτό καταβάλλεται στους γονείς και αδελφούς/ές του θανόντος ασφαλισμένου, κατά το ποσοστό του κληρονομικού τους δικαιώματος.»