1. Αν ο κατηγορούμενος εμφανιστεί στο ακροατήριο, η συζήτηση γίνεται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις των άρθρων 339 - 373.
2. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανιστεί, ο σύζυγος και κάθε συγγενής του εξ αίματος έως δ' βαθμού ή εξ αγχιστείας έως β' βαθμού (προτιμάται ο πλησιέστερος κατά βαθμό και ο εξ αίματος έναντι του εξ αγχιστείας) μπορεί να εμφανιστεί και να διορίσει συνήγορο για τον κατηγορούμενο που εκπροσωπείται από αυτόν και θεωρείται παρών. Αν η υπεράσπιση ισχυριστεί και αποδείξει ότι ο κατηγορούμενος έχει γνωστό και ορισμένο τόπο διαμονής, η συζήτηση αναβάλλεται με αίτηση της υπεράσπισης σε ρητή δικάσιμο που απέχει, τουλάχιστον δεκαπέντε ημέρες, στην οποία ο κατηγορούμενος οφείλει να εμφανιστεί χωρίς κλήτευση· αν δεν ζητηθεί η αναβολή ή κανένας συγγενής δεν εμφανιστεί για να εκπροσωπήσει τον κατηγορούμενο, η συζήτηση γίνεται σύμφωνα με τις συνηθισμένες για τα πλημμελήματα διατυπώσεις, και η καταδικαστική απόφαση που εκδίδεται είναι αμέσως εκτελεστή και υπόκειται στα ένδικα μέσα της έφεσης και της αναίρεσης. Για να αρχίσουν όμως οι προθεσμίες για την άσκηση των ένδικων αυτών μέσων πρέπει να γίνει επίδοση της απόφασης κατά το άρθρο 156.
3. Σε περίπτωση ασκήσεως εφέσεως από τον κατηγορούμενο κατά της αποφάσεως που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία του προηγούμενου άρθρου και του παρόντος, ο εισαγγελέας, που είναι επιφορτισμένος με την εκτέλεση της αποφάσεως, μπορεί να διατάξει την αναβολή ή την διακοπή της εκτέλεσης, ωσότου εκδικαστεί η έφεση, αν κρίνει ότι ο εκκαλών δεν είναι ύποπτος φυγής.