1. Σε περίπτωση τελεσίδικης καταδίκης το Δικαστήριο καθορίζει το ύψος της ζημίας ή της αξίωσης, καθώς και το πρόσωπο σε βάρος του οποίου τελέστηκε το οποιοδήποτε από τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 αδικήματα. Εφόσον ζημιωθέν πρόσωπο είναι το Ελληνικό Δημόσιο και οποιοδήποτε άλλο από τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 νομικά πρόσωπα ή φορείς, το Δικαστήριο με την απόφασή του διατάσσει την οριστική απόδοση του ισόποσου της ζημίας ή της αξίωσης εκ των κατασχεθέντων ή κατατεθέντων χρημάτων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 αντίστοιχα. Σε περίπτωση περισσοτέρων εκ των αναφερομένων στο άρθρο 1 προσώπων, το δικαστήριο διατάσσει την οριστική απόδοση κατά το λόγο της ζημίας ή της αξίωσής τους.
2. Σε περίπτωση αμετάκλητης απαλλαγής ή αθώωσης, διότι δεν αποδείχθηκε η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος, αποδίδονται στους δικαιούχους εντόκως τα χρήματα που έχουν αποδοθεί στο Ελληνικό Δημόσιο ή σε οποιοδήποτε άλλο από τα αναφερόμενα στο άρθρο 1 νομικά πρόσωπα ή φορείς, κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 2 του άρθρου 1 και 1 και 2 του άρθρου 2, εκτός εάν υπάρχει αξίωση κατά του αθωωθέντος που είναι δυνατόν να συμψηφιστεί, είτε αυτή εδράζεται στην ίδια είτε σε άλλη αιτία.
3. Εφόσον η ποινική δίωξη πάψει λόγω παραγραφής ή για οποιονδήποτε άλλο μη ουσιαστικό λόγο το Συμβούλιο ή το Δικαστήριο αποφαίνεται υποχρεωτικά σχετικά με την ύπαρξη αξίωσης και διατάσσει την απόδοση των σχετικών ποσών στους ζημιωθέντες. Το επιτόκιο του πρώτου εδαφίου ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών.