Άρθρο 147 Λοιπές συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις
1. Η προθεσμία που προβλέπεται από τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του ν. 3029/2002 και της παραγράφου 3 του άρθρου 16 του ν. 3232/2004 παρατείνεται μέχρι 31.12.2009.
Για αιτήσεις που έχουν υποβληθεί μετά τη λήξη της προβλεπόμενης από τις ανωτέρω διατάξεις προθεσμίας και μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, τα οικονομικά αποτελέσματα αρχίζουν από την πρώτη του επόμενου μήνα από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού.
2. Η πρώτη περίοδος της παρ. 12 του άρθρου 1 του ν. 3232/2004 αντικαθίσταται αφότου ίσχυσε, ως εξής:
«12. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 και τα τέσσερα πρώτα εδάφια της παρ. 3 του άρθρου 11 του ν. 1405/1983, όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 4 του
ν. 1539/1985, το άρθρο 15 του ν. 1902/1990 και της παρ. 3 του άρθρου 18 του ν. 2079/1992, παύουν να ισχύουν για τους φορείς κύριας ασφάλισης, με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού.»
3. Οι συνδρομές των συνταξιούχων των Ασφαλιστικών Οργανισμών προς τις πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές τους οργανώσεις είναι δυνατόν να παρακρατούνται από τους Οργανισμούς αυτούς, ύστερα από απόφαση των Διοικητικών τους Συμβουλίων, από το ποσό της καταβαλλόμενης σύνταξής τους, εφόσον υποβληθούν από τις οργανώσεις αναλυτικές καταστάσεις συνοδευόμενες από ατομικές υπεύθυνες δηλώσεις (ν. 1599/1986, ΦΕΚ 75 Α') των συνταξιούχων-μελών τους περί αποδοχής της παρακράτησης αυτής.
4. Διατάξεις Κανονισμών Εργασίας και Επιχειρησιακών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας που εφαρμόζονται σε εργαζόμενους του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως έχει οριοθετηθεί με τις διατάξεις του ν. 1256/1982 (ΦΕΚ 65 Α'), οι οποίες προβλέπουν αυτοδίκαιη και υποχρεωτική αποχώρηση με τη συμπλήρωση είτε του οριζόμενου σε αυτές χρόνου υπηρεσίας και ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας είτε του ορίου ηλικίας που προβλέπεται από τις ισχύουσες διατάξεις για συνταξιοδότηση λόγω γήρατος, δεν εφαρμόζονται, εφόσον υποβληθεί από τον εργαζόμενο αίτηση παραμονής στην υπηρεσία που γίνεται αποδεκτή και από τον εργοδότη. Η παραμονή δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη των 3 ετών.
5. Ο διαχωρισμός των πόρων, της κινητής και ακίνητης περιουσίας των κλάδων πρόνοιας και ασθένειας του Ταμείου Πρόνοιας Δικηγόρων Αθηνών γίνεται με απόφαση του Υπουργού Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, μετά από οικονομική μελέτη που συντάσσεται εντός τριών μηνών από τη Διεύθυνση Αναλογιστικών Μελετών της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με βάση την τελευταία αναλογιστική μελέτη του Ταμείου, μη εφαρμοζομένων των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 27 του παρόντος.