Αρθρο 6
Ορισμός των τόκων
1. Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, ως «τόκοι» νοούνται:
α) οι καταβληθένιες ή εγγεγραμμένοι σε λογαριασμό τόκοι από πάσης φύσεως απαιτήσεις, που συνοδεύονται ή όχι από ενυπόθηκες εγγυήσας ή από ρήτρα συμμετοχής στα κέρδη του οφειλέτη, ιδίως δε τα εισοδήματα από τίτλους του δημοσίου Kat ομολογιακά δάνεια ή ομόλογα, συμπεριλαμβανομένων των πριμοδοτήσεων και δώρων που συνδέονται με αυτά. Οι τόκοι υπερημερίας δεν θεωρούνται τόκοι·
β) οι δεδουλευμένοι ή κεφαλαιοποιημένοι τόκοι κατά την πώληση, την εξαγορά ή την εξόφληση των απαιτήσεων που αναφέρονται στο στοιχείο α)·
γ) το εισόδημα που προκύπτει από τόκους, είτε άμεσα είτε μέσω φορέα που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 της οδηγίας, το οποίο διανέμεται από:
ϊ) οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων ή συγκρίσιμων ή ισοδύναμων οργανισμών για κοινές επενδύσεις σε τίτλους που -είναι εγκατεστημένοι εντός του εδάφους που αναφέρεται στο άρθρο 19,
ϋ) οντότητες με έδρα σε κράτος μέλος, που ασκούν το δικαίωμα επιλογής βάσει του όρθρου 4 παράγραφος 3 της οδηγίας και ενημερώνουν σχετικά το φορέα πληρωμής
iii) οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων ή συγκρίσιμων ή ισοδύναμων οργανισμών για κοινές εκενδύσας σε τίτλους που είναι εγκατεστημένοι εκτός του εδάφους που αναφέρεται στο άρθρο 19δ) το ασόδημα που προκύπτει από την πώληση, την εξαγορά ή την εξόφληση μετοχών ή μεριδίων στους ακόλουθους οργανισμούς και φορείς, αν επενδύουν άμεσα ή έμμεσα μέσω άλλων οργανισμών συλλογικών επενδύσεων ή φορέων που αναφέρονται κατωτέρω, ποσοστό ανώτερο του 40% του ενεργητικού τους σε χρεωστικούς τίτλους που αναφέρονται στο στοιχείο α):
ί) οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων ή συγκρίσιμων ή ισοδύναμων οργανισμών για κοινές επενδύσας σε τίτλους που είναι εγκατεστημένοι εντός του εδάφους που αναφέρεται στο άρθρο 19,
ϋ) οντότητες με έδρα σε κράτος μέλος, που ασκούν το δικαίωμα επιλογής βάσει του άρθρου 4 παράγραφος 3 της οδηγίας και ενημερώνουν σχετικά το φορέα πληρωμής
iii) οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων ή συγκρίσιμων ή ισοδύναμων οργανισμών για κοινές επενδύσας σε τίτλους που είναι εγκατεστημένοι εκτός του εδάφους που αναφέρεται στο άρθρο 19.
Ωστόσο, ο Αγιος Μαρίνος μπορεί να περιλάμβανα στον ορισμό των τόκων το εισόδημα που αναφέρεται στο στοιχείο δ) μόνο κατά την αναλογία που το εισόδημα αυτό αντιστοιχεί σε εισόδημα που, άμεσα ή έμμεσα, προέρχεται από πληρωμές τόκων κατά την έννοια των στοιχείων α) και β).
2. Όσον αφορά την παράγραφο 1 στοιχεία γ) και δ), σε περίπτωση που ο φορέας πληρωμής δεν έχα στη διάθεση του στοιχεία σχετικά με το μέρος του ασοδήματος που προέρχεται από πληρωμή τόκων, το συνολικό ποσό του ασοδήματος θεωρείται ως πληρωμή τόκων.
3. Όσον αφορά την παράγραφο 1 στοιχείο δ), σε περίπτωση που ο φορέας πληρωμής δεν έχα στη διάθεσή του στοιχεία σχετικά με το ποσοστό του ενεργητικού που επενδύεται σε χρεωστικούς τίτλους ή σε μετοχές ή μερίσματα που προβλέπονται στη συγκεκριμένη παράγραφο, το ποσοστό αυτό θεωρείται άτι υπέρβαινα το 40 %. Εάν ό εν λόγω φορέας πληρωμής δεν μπορεί να προσδιόρισα το ποσό του ασοδήματος που συγκεντρώνα ο πραγματικός δικαιούχος, το ασόδημα θεωρείται ότι αντιστοιχεί στο προϊόν της πώλησης, της εξαγοράς ή της εξόφλησης των μετοχών ή μεριδίων.
4. Όσον αφορά την παράγραφο 1 στοιχεία β) και δ), ο Αγιος Μαρίνος έχα το δικαίωμα να ζητήσει από τους φορείς πληρωμής που είναι εγκατεστημένοι στο έδαφος της να υπολογίζουν τους τόκους σε ετήσια βάση κατά τη διάρκεια περιόδου που δεν υπέρβαινα το έτος και να θεωρούν τους ετήσιους αυτούς τόκους ως πληρωμή τόκων ακόμη και αν δεν διενεργηθεί πώληση, εξαγορά ή εξόφληση κατά τη διάρκαα αυτής της περιόδου.
5. Κατά παρέκκλιση από την παράγραφο 1 στοιχεία γ) και δ), ο Αγιος Μαρίνος έχα το δικαίωμα να εξαίρεσα από τον ορισμό των τόκων το ασόδημα που αναφέρεται στις συγκεκριμένες παραγράφους από επιχαρήσας ή οργανισμούς που εδρεύουν εντός του εδάφους του, σε περίπτωση που το ποσοστό του ενεργητικού τους που έχα επενδυθεί σε απαπήσας οι οποίες αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο α) δεν υπέρβαινα το 15%.
Η άσκηση αυτού του δικαιώματος από τον Αγιο Μαρίνο, μόλις κοινοποιηθεί στο άλλο συμβαλλόμενο μέρος, είναι δεσμευτική και για τα δύο συμβαλλόμενα μέρη.
6. Μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2010, το ποσοστό που αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο δ) και στην παράγραφο 3, είναι 25 %.
7. Τα ποσοστά που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχείο δ) και στην παράγραφο 5 καθορίζονται βάσα της επενδυτικής πολιτικής, όπως ορίζεται στον κανονισμό και στα καταστατικά έγγραφα των εν λόγω οργανισμών ή φορέων και, εν ελλείψει, βάσα της πραγματικής σύνθεσης των στοιχείων του ενεργητικού των εν λόγω επιχειρήσεων ή φορέων.