logo-print

Άρθρο 67 - Νόμος 3746/2009

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΙΣΧΥΟΣ:

16/02/2009

Υπό κωδικοποίηση
Δίκαιο εμπορικών δικαιοπραξιών/Αξιόγραφα-Ασφαλιστικό

ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΜΠΕΧΛΙΒΑΝΗΣ

ΕΦΗ ΤΖΙΒΑ

ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΙΚΑΙΟ ΑΞΙΟΓΡΑΦΩΝ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΔΙΚΑΙΟ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ

Συλλογικό εργατικό δίκαιο - 3η έκδοση

ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Μετά το Ενδέκατο Κεφάλαιο του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10 Α'), όπως ισχύει, προστίθεται Κεφάλαιο Δωδέκατο ως εξής:

«ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗ ΤΙΤΛΟΣ Ι: ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ

Άρθρο 79

Σκοπός

Σκοπός του παρόντος κεφαλαίου είναι η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της Οδηγίας 2005/68/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Νοεμβρίου 2005 (ΕΕ L 323 της 9.12.2005) σχετικά με τις αντασφαλίσεις και την τροποποίηση των Οδηγιών 73/239/ΕΟΚ, 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου, καθώς και των Οδηγιών 98/78/ΕΚ και 2002/83/ΕΚ και η ρύθμιση της ανάληψης και άσκησης δραστηριοτήτων αντασφάλισης στην Ελλάδα.

Άρθρο 80 Ορισμοί

1. Για τους σκοπούς εφαρμογής του παρόντος διατάγματος και ειδικότερα του παρόντος κεφαλαίου νοούνται ως:

α) «αντασφάλιση», η δραστηριότητα που συνίσταται στην ανάληψη κινδύνων που εκχωρούνται από ασφαλιστική επιχείρηση ή από μια άλλη αντασφαλιστική επιχείρηση. Στην περίπτωση της ένωσης ασφαλιστών, η οποία είναι γνωστή ως Lloyd's, ως αντασφάλιση θεωρείται και η δραστηριότητα που συνίσταται στην ανάληψη κινδύνων εκ μέρους ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης άλλης από την ένωση ασφαλιστών, η οποία είναι γνωστή ως Lloyd's, τους οποίους εκχωρεί οποιοδήποτε μέλος της Lloyd's. Η αντασφάλιση διακρίνεται σε αντασφάλιση ζωής, αντασφάλισης ζημιών και μικτή αντασφάλιση, η οποία περιλαμβάνει τόσο αντασφάλιση ζωής όσο και ζημιών

β) «εξαρτημένη αντασφαλιστική επιχείρηση», αντασφαλιστική επιχείρηση που ανήκει είτε σε χρηματοπιστωτική επιχείρηση εκτός των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ή των ομίλων ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων κατά την έννοια του παρόντος νόμου είτε σε μη χρηματοπιστωτική επιχείρηση με σκοπό την παροχή αντασφαλιστικής κάλυψης αποκλειστικά για τους κινδύνους της επιχείρησης ή των επιχειρήσεων στις οποίες ανήκει, ή της επιχείρησης ή των επιχειρήσεων του ομίλου του οποίου η εξαρτημένη επιχείρηση είναι μέλος·

γ) ως «αντασφαλιστική επιχείρηση», κάθε επιχείρηση που ασκεί αποκλειστικά δραστηριότητες αντασφάλισης και έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 83 του παρόντος διατάγματος·

δ) «υποκατάστημα», κάθε πρακτορείο ή υποκατάστημα κοινοτικής αντασφαλιστικής επιχείρησης. Με υποκατάστημα εξομοιώνεται κάθε μόνιμη παρουσία κοινοτικής αντασφαλιστικής επιχείρησης στην Ελλάδα και ελληνικής αντασφαλιστικής επιχείρησης στο έδαφος κράτους - μέλους, έστω και αν αυτή η παρουσία δεν έχει τη μορφή υποκαταστήματος ή πρακτορείου αλλά υλοποιείται μέσω απλού γραφείου το οποίο διευθύνεται από το προσωπικό της ίδιας της επιχείρησης ή από ανεξάρτητο πρόσωπο εντεταλμένο να ενεργεί μονίμως για την επιχείρηση όπως θα ενεργούσε ένα πρακτορείο·

ε) «εγκατάσταση», η εταιρική έδρα ή κάθε υποκατάστημα αντασφαλιστικής επιχείρησης, λαμβανομένης υπόψη της περίπτωσης δ' ανωτέρω·

στ) «κράτος - μέλος καταγωγής», το κράτος μέλος όπου βρίσκεται η εταιρική έδρα της αντασφαλιστικής επιχείρησης·

ζ) «κράτος - μέλος του υποκαταστήματος», το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται το υποκατάστημα της αντασφαλιστικής επιχείρησης·

η) «κράτος - μέλος υποδοχής», το κράτος - μέλος στο οποίο μια αντασφαλιστική επιχείρηση έχει υποκατάστημα ή παρέχει υπηρεσίες·

θ) «έλεγχος», μία επιχείρηση θεωρείται ότι ελέγχει άλλη όταν συντρέχει μία τουλάχιστον από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στα άρθρα 42Ε ή 106 του κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει, ή στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 1 της Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ·

ι) «ειδική συμμετοχή», η κατοχή, άμεσα ή έμμεσα σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 10 του ν. 3556/2007, όπως ισχύει, ποσοστού τουλάχιστον 10% του μετοχικού κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου μιας επιχείρησης ως και κάθε άλλη εν τοις πράγμασι υφιστάμενη δυνατότητα άσκησης ουσιώδους επιρροής στη διαχείριση της επιχείρησης στην οποία υπάρχει συμμετοχή·

ια) «μητρική», η μητρική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 42Ε παρ. 5 του κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει·

ιβ) «θυγατρική», η θυγατρική επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 42Ε παρ. 5 του κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει·

ιγ) «στενοί δεσμοί», κατάσταση στην οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται με:

- «σχέση συμμετοχής», δηλαδή κατοχή, άμεσα ή μέσω ελέγχου, του 20% ή περισσότερο των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης,

- «σχέση ελέγχου», δηλαδή σχέση μεταξύ μητρικής και θυγατρικής επιχείρησης κατά την έννοια της παραγράφου 5 του άρθρου 42Ε ή 106 του κ.ν. 2190/1920, όπως ισχύει, ή στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 1 της Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ ή παρόμοια σχέση μεταξύ οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου και μιας επιχείρησης.

Κατάσταση στην οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται μόνιμα με ένα και το αυτό πρόσωπο με σχέση ελέγχου θεωρείται επίσης ότι συνιστά στενό δεσμό μεταξύ αυτών των προσώπων.

ιδ) «αρμόδιες αρχές», οι εθνικές αρχές που είναι εξουσιοδοτημένες, δυνάμει νομοθετικών ή κανονιστικών ρυθμίσεων, να εποπτεύουν τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις·

ιε) «χρηματοπιστωτική επιχείρηση», ένας των κάτωθι οργανισμών:

i) πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοδοτικό ίδρυμα κατά την έννοια των οικείων διατάξεων του ν. 3601/2007, όπως ισχύει,

ii) ασφαλιστική επιχείρηση, αντασφαλιστική επιχείρηση ή ασφαλιστική εταιρεία χαρτοφυλακίου κατά την έννοια των οικείων διατάξεων του παρόντος διατάγματος,

iii) εταιρεία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, εταιρεία διαχείρισης οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, εταιρεία επενδύσεων και κάθε συναφής χρηματοοικονομικός οργανισμός σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις των νόμων 3606/2007 και 3283/2004, όπως ισχύουν,

iv) Μικτή Χρηματοοικονομική Εταιρεία Συμμετοχών κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 15 του ν. 3455/2006.

2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 περίπτωση (α) του παρόντος άρθρου, η παροχή κάλυψης από αντασφαλιστική επιχείρηση σε ίδρυμα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών του ν. 3029/2002, όπως ισχύει ή της Οδηγίας 2003/41/ΕΚ, στις περιπτώσεις που το κράτος

- μέλος καταγωγής του ιδρύματος έχει επιτρέψει τέτοια κάλυψη, θεωρείται επίσης δραστηριότητα που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κεφαλαίου.

Άρθρο 81 Πεδίο εφαρμογής

1. Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου εφαρμόζονται στις ελληνικές αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.

2. Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου δεν εφαρμόζονται στις εργασίες αντασφαλίσεως εξαγωγικών πιστώσεων για λογαριασμό ή με την εγγύηση του Κράτους ή όταν το Κράτος είναι αντασφαλιστής. Επίσης δεν εφαρμόζονται στην αντασφάλιση που ασκείται ή για την οποία εγγυάται πλήρως, κυβέρνηση κράτους - μέλους, όταν αυτή ενεργεί για λόγους ουσιώδους δημοσίου συμφέροντος, με την ιδιότητα του αντασφαλιστή τελευταίου βαθμού περιλαμβανομένων των περιπτώσεων, όπου ο ρόλος αυτός απαιτείται από τις συνθήκες της αγοράς, λόγω των οποίων καθίσταται ανέφικτη η απόκτηση επαρκούς κάλυψης από επιχειρήσεις της αγοράς.

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙ: ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ, ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΣΕ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ, ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΧΑΡΤΟΦΥΛΑΚΙΟΥ

Άρθρο 82

Άσκηση αντασφάλισης

1. Με εξαίρεση τις ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας και εποπτεύονται από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους

- μέλους, η καθ' οιονδήποτε τρόπο κατ' επάγγελμα άσκηση αντασφάλισης στην Ελλάδα επιτρέπεται, μόνο εφόσον διενεργείται από αντασφαλιστικές επιχειρήσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου, ή από ασφαλιστικές επιχειρήσεις, μόνο όμως για τον κλάδο για τον οποίον αυτές έχουν αδειοδοτηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος διατάγματος.

2. Όποιος με πρόθεση ασκεί αντασφάλιση κατά παράβαση των προβλέψεων της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται, πλέον των αναφερομένων στο παρόν διάταγμα διοικητικών προστίμων, και με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους. Σε περίπτωση που η αντασφάλιση ασκείται από νομικό πρόσωπο, με την ποινή του προηγούμενου εδαφίου τιμωρείται όποιος ασκεί τη διοίκηση ή διαχείριση του νομικού προσώπου.

Άρθρο 83

Άδεια λειτουργίας και μητρώο αντασφαλιστικών επιχειρήσεων

1. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. χορηγεί άδεια λειτουργίας σε αντασφαλιστική επιχείρηση, εφόσον αυτή έχει την καταστατική της έδρα και την κεντρική διοίκησή της στην Ελλάδα. Στην άδεια λειτουργίας της μπορεί να γίνεται διάκριση των αντασφαλιστικών υπηρεσιών, που αυτή μπορεί να παρέχει σε αντασφαλίσεις ζωής, αντασφαλίσεις ζημιών και μικτές αντασφαλίσεις. Αντασφαλιστική επιχείρηση, που έχει αδειοδοτηθεί για αντασφαλίσεις ζωής ή ζημιών, μπορεί να υποβάλει αίτηση επέκτασης της άδειάς της για μικτές αντασφαλίσεις τηρώντας τις προϋποθέσεις του παρόντος κεφαλαίου.

2. Οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις λειτουργούν είτε με τη μορφή ανώνυμης εταιρίας είτε με τη μορφή αλληλασφαλιστικού συνεταιρισμού του άρθρου 35 παρ. 4 του παρόντος διατάγματος, έχουν δε αμφότεροι ως αποκλειστικό σκοπό την παροχή υπηρεσιών αντασφάλισης. Ειδικά οι ανώνυμες αντασφαλιστικές εταιρείες δύνανται να σωρεύουν στο σκοπό τους και τη δραστηριότητα της Μικτής Χρηματοοικονομικής Εταιρείας Συμμετοχών κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 15 του ν. 3455/2006.

3. Στην επωνυμία τους, οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις προσδιορίζονται, οι μεν ανώνυμες εταιρείες ως «Ανώνυμη Αντασφαλιστική Εταιρεία», οι δε συνεταιρισμοί ως «Αλληλασφαλιστικοί Αντασφαλιστικοί Συνεταιρισμοί».

4. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. τηρεί σύμφωνα με το άρθρο 50 του παρόντος διατάγματος μητρώο αντασφαλιστικών επιχειρήσεων στο οποίο καταχωρεί τις εταιρείες και τους συνεταιρισμούς στους οποίους έχει χορηγήσει άδεια λειτουργίας. Το μητρώο ενημερώνεται εντός εύλογου χρόνου από την επέλευση οποιασδήποτε αλλαγής.

5. Οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να συμμορφώνονται καθ' όλη τη διάρκεια της λειτουργίας τους με τους όρους που τίθενται στο παρόν διάταγμα και τις αφορούν.

6. Οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οφείλουν να αναγράφουν σε κάθε έντυπο, δημοσίευση, ανακοίνωση ή διαφήμιση ότι εποπτεύονται από την ΕΠ.Ε.Ι.Α., καθώς και τον αριθμό της άδειας λειτουργίας τους.

7. Χορηγηθείσα σύμφωνα με το παρόν άρθρο άδεια λειτουργίας ισχύει για το σύνολο της Κοινότητας, όπου η αντασφαλιστική επιχείρηση δύναται να παράσχει υπηρεσίες με εγκατάσταση ή με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών κατά τα ειδικότερα προβλεπόμενα στον Τίτλο IV του παρόντος κεφαλαίου.

Άρθρο 84

Αρχικό εγγυητικό κεφάλαιο αντασφαλιστικής επιχείρησης

1. Το αρχικό εγγυητικό κεφάλαιο αντασφαλιστικής επιχείρησης, προκειμένου για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας της, ανέρχεται τουλάχιστον σε τρία εκατομμύρια (3.000.000) ευρώ.

2. Οι μετοχές των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων είναι ονομαστικές.

3. Για να εκδοθεί άδεια σύστασης σε αντασφαλιστική επιχείρηση, σύμφωνα με τις διατάξεις περί ανωνύμων εταιριών ή τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 35 του παρόντος διατάγματος, απαιτείται να κατατεθεί προηγουμένως σε ειδικό λογαριασμό σε πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί στην Ελλάδα το μετοχικό της κεφάλαιο, καθώς και να έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας από την ΕΠ.Ε.Ι.Α..

4. Το μετοχικό κεφάλαιο καταβάλλεται τοις μετρητοίς. Μερική καταβολή του αποκλείεται.

Άρθρο 85

Προϋποθέσεις χορήγησης άδειας λειτουργίας αντασφαλιστικής επιχείρησης

1. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. χορηγεί άδεια λειτουργίας μόνον εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του παρόντος κεφαλαίου και ειδικότερα εφόσον:

α) έχει καταβληθεί σύμφωνα με το άρθρο 84 του παρόντος διατάγματος το αρχικό εγγυητικό κεφάλαιο,

β) έχει κριθεί η καταλληλότητα των ιδιοκτητών (μετόχων) και διοικητών της ασφαλιστικής επιχείρησης,

γ) έχει κριθεί βιώσιμο το πρόγραμμα δραστηριοτήτων της επιχείρησης δεδομένης και της οργανωτικής της επάρκειας σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 86 του παρόντος διατάγματος,

δ) η αντασφαλιστική επιχείρηση έχει ως αποκλειστικούς σκοπούς τους αναφερόμενους στο άρθρο 83 παρ. 2 του παρόντος διατάγματος.

2. Οι ιδρυτές ή οι μέτοχοι της αντασφαλιστικής επιχείρησης παρέχουν όλες τις πληροφορίες, οι οποίες είναι αναγκαίες για να μπορέσει η ΕΠ.Ε.Ι.Α. να αξιολογήσει ότι η αντασφαλιστική επιχείρηση κατά το χρόνο που θα λάβει την άδεια λειτουργίας θα πληροί τις προϋποθέσεις για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχει από τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου.

3. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. ενημερώνει την αιτούσα επιχείρηση εντός έξι (6) μηνών από την υποβολή πλήρους αίτησης άδειας λειτουργίας, για τη χορήγηση ή την αιτιολογημένη απόρριψη της άδειας.

4. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορούν να εξειδικεύονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και κάθε τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια.

5. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. ζητά, πριν από τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε αντασφαλιστική επιχείρηση, τη γνώμη της αρμόδιας αρχής του κράτους - μέλους καταγωγής, όταν η αιτούσα:

(α) είναι θυγατρική χρηματοπιστωτικής επιχείρησης που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος -μέλος ή

(β) ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ελέγχουν χρηματοπιστωτική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος - μέλος.

6. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. ζητά, πριν από τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε αντασφαλιστική επιχείρηση, τη γνώμη της Τράπεζας της Ελλάδος ή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, όταν η αιτούσα:

(α) είναι θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος, ΑΕΠΕΥ ή ΑΕΔΑΚ που εδρεύει στην Ελλάδα, ή

(β) είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης πιστωτικού ιδρύματος, ΑΕΠΕΥ ή ΑΕΔΑΚ που εδρεύει στην Ελλάδα, ή

(γ) ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα που ελέγχουν πιστωτικό ίδρυμα, ΑΕΠΕΥ ή ΑΕΔΑΚ που εδρεύει στην Ελλάδα.

Άρθρο 86

Πρόγραμμα δραστηριοτήτων και οργανωτικές προϋποθέσεις

1. Για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας και κάθε άδειας επέκτασής της σε μικτές αντασφαλίσεις, η αντασφαλιστική επιχείρηση υποβάλει στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. Πρόγραμμα Δραστηριοτήτων και Περίληψη Οργανωτικών Προϋποθέσεων σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 2 έως 4 του παρόντος άρθρου.

2. Το Πρόγραμμα Δραστηριοτήτων περιλαμβάνει τα στοιχεία που αναλύουν διεξοδικά:

α) τη φύση των κινδύνων, τους οποίους η αντασφαλιστική επιχείρηση προτίθεται να καλύψει·

β) τα είδη των αντασφαλιστικών ρυθμίσεων τις οποίες η αντασφαλιστική επιχείρηση προτίθεται να πραγματοποιήσει με τις εκχωρούσες επιχειρήσεις·

γ) τις κατευθυντήριες αρχές όσον αφορά την αντεκχώρηση·

δ) τα οικονομικά στοιχεία που συγκροτούν το ελάχιστο εγγυητικό κεφάλαιο·

ε) τις προβλέψεις για τα έξοδα εγκατάστασης των διοικητικών υπηρεσιών και του δικτύου παραγωγής, καθώς και τα χρηματοοικονομικά μέσα που προορίζονται για την αντιμετώπισή τους.

3. Επιπλέον των απαιτήσεων της παραγράφου 2 ανωτέρω, για τις τρεις πρώτες εταιρικές χρήσεις το Πρόγραμμα Δραστηριοτήτων περιλαμβάνει:

α) προβλέψεις σχετικά με τα έξοδα διαχείρισης, εκτός των εξόδων εγκατάστασης, ιδίως τα τρέχοντα γενικά έξοδα και τις προμήθειες·

β) προβλέψεις σχετικά με τα ασφάλιστρα ή τις εισφορές και τις αξιώσεις αποζημίωσης·

γ) τον προβλεπόμενο ισολογισμό·

δ) τις προβλέψεις σχετικά με τα χρηματοοικονομικά μέσα που προορίζονται να καλύψουν τις αναλήψεις υποχρεώσεων και το περιθώριο φερεγγυότητας.

4. Η Περίληψη Οργανωτικών Προϋποθέσεων περιλαμβάνει στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η αντασφαλιστική επιχείρηση σε συνεχή βάση:

α) εφαρμόζει κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες για να εξασφαλίζεται επαρκώς η συμμόρφωσή της με τις υποχρεώσεις, αυτή και τα στελέχη της που υπέχει από τις διατάξεις του παρόντος διατάγματος,

β) καταρτίζει και εφαρμόζει αποτελεσματικές οργανωτικές και διοικητικές ρυθμίσεις για την αντιμετώπιση καταστάσεων συγκρούσεως συμφερόντων,

γ) λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για την ορθή διαχείριση των αναλαμβανόμενων κινδύνων και τη διατήρηση της φερεγγυότητάς της,

δ) λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα, όταν αναθέτει σε τρίτους την εκτέλεση επιχειρησιακών ή ελεγκτικών λειτουργιών ουσιώδους σημασίας, ώστε να αποφεύγεται η αδικαιολόγητη επιδείνωση του λειτουργικού κινδύνου και να μην παραβλάπτεται ουσιωδώς η ποιότητα του εσωτερικού ελέγχου της επιχείρησης ούτε η δυνατότητα της ΕΠ.Ε.Ι.Α. να εποπτεύει τη συμμόρφωση της επιχείρησης με τις υποχρεώσεις της,

ε) έχει υγιείς διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες, μηχανισμούς διαχείρισης κινδύνου και εσωτερικού ελέγχου, αποτελεσματικές διαδικασίες εκτίμησης των κινδύνων και κατάλληλους μηχανισμούς ελέγχου και ασφάλειας των συστημάτων ηλεκτρονικής επεξεργασίας δεδομένων.

5. Κατ' ελάχιστον γνωστοποιούνται στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. τα πρόσωπα του άρθρου 55 του παρόντος διατάγματος, ήτοι ο Υπεύθυνος Διοίκησης και Διαχείρισης, ο Υπεύθυνος Αναλογιστής, ο Υπεύθυνος Διαχείρισης Κινδύνων, ο Υπεύθυνος Εσωτερικού Ελέγχου και ο Υπεύθυνος Συμμόρφωσης για την Αποφυγή Νομιμοποίησης εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες, ως και κάθε αλλαγή που επέρχεται στα πρόσωπα εντός δέκα (10) ημερών από την ημερομηνία επέλευσή της.

6. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. εξειδικεύονται για τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 5 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 87

Μέτοχοι ασφαλιστικής επιχείρησης με ειδικές συμμετοχές

1. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. χορηγεί άδεια σε αντασφαλιστική επιχείρηση μόνο εφόσον γνωρίζει την ταυτότητα των άμεσων ή έμμεσων μετόχων, φυσικών ή νομικών προσώπων, που κατέχουν ειδικές συμμετοχές, καθώς και το ύψος των εν λόγω ειδικών συμμετοχών. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δεν χορηγεί άδεια λειτουργίας εφόσον, εν όψει της ανάγκης να διασφαλιστεί η ορθή και συνετή διαχείριση της αντασφαλιστικής επιχείρησης, δεν έχει πεισθεί για την καταλληλότητα των μετόχων που κατέχουν ειδικές συμμετοχές. Εάν υπάρχουν στενοί δεσμοί μεταξύ της αντασφαλιστικής επιχείρησης και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. χορηγεί άδεια λειτουργίας μόνο εάν οι δεσμοί αυτοί δεν εμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών της καθηκόντων.

2. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δεν χορηγεί άδεια, εάν οι νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας που διέπουν ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα με τα οποία η αντασφαλιστική επιχείρηση έχει στενούς δεσμούς ή οι δυσχέρειες που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή τους, εμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών της καθηκόντων.

3. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. εγκρίνει εκ των προτέρων την απόκτηση ή διάθεση ειδικής συμμετοχής σύμφωνα με την παράγραφο αυτή. Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο μεμονωμένα ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα, προτίθεται:

(α) να αποκτήσει ή να αυξήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε αντασφαλιστική επιχείρηση έτσι ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου που κατέχει να φθάσει ή να υπερβεί το 20%, 1/3 ή 50% έτσι ώστε η αντασφαλιστική επιχείρηση να καταστεί θυγατρική του, γνωστοποιεί προηγουμένως εγγράφως στην ΕΠ.Ε.Ι.Α., το ύψος της συμμετοχής που θα προκύψει από τη σκοπούμενη συναλλαγή, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία σύμφωνα με την παράγραφο 7 του παρόντος άρθρου,

(β) να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε αντασφαλιστική επιχείρηση, γνωστοποιεί προηγουμένως εγγράφως στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. το ύψος της συμμετοχής και την πρόθεσή του να μειώσει τη συμμετοχή του έτσι ώστε η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου που κατέχει να μειωθεί σε λιγότερο από το 20%, 1/3 ή 50%, έτσι ώστε η αντασφαλιστική επιχείρηση να παύσει να είναι θυγατρική του.

4. Η εκτίμηση της απόκτησης συμμετοχής υπόκειται στην προηγούμενη διαβούλευση που προβλέπεται στην παρ. 5 του άρθρου 85 του παρόντος διατάγματος, εάν το πρόσωπο που αποκτά τη συμμετοχή που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου είναι:

α) χρηματοπιστωτική επιχείρηση, που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος - μέλος,

β) μητρική χρηματοπιστωτικής επιχείρησης, που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος - μέλος,

γ) πρόσωπο που ελέγχει χρηματοπιστωτική επιχείρηση που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος - μέλος.

Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. αναφέρει στην απόφασή της για την έγκριση ειδικής συμμετοχής τις απόψεις ή επιφυλάξεις, που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο της διαβούλευσης της παρούσας παραγράφου.

5. Αντασφαλιστική επιχείρηση, η οποία λαμβάνει γνώση οποιασδήποτε απόκτησης ή εκχώρησης συμμετοχών στο κεφάλαιό της με την οποία οι συμμετοχές σε αυτήν υπερβαίνουν ή κατέρχονται κάτω από τα όρια του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 3, ενημερώνει άμεσα την ΕΠ.Ε.Ι.Α.. Οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις γνωστοποιούν στην ΕΠ.Ε.Ι.Α., μέχρι τις 31 Ιανουαρίου κάθε έτους, τα ονόματα των μετόχων που κατείχαν ειδικές συμμετοχές και τα ποσοστά αυτών των συμμετοχών, κατά τη διάρκεια του παρελθόντος έτους, λαμβάνοντας υπόψη μεταξύ άλλων τις πληροφορίες που ανακοινώνονται στις ετήσιες γενικές συνελεύσεις των μετόχων και, προκειμένου περί αντασφαλιστικών επιχειρήσεων, των οποίων οι κινητές αξίες είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά τις δημοσιοποιήσεις σημαντικών συμμετοχών των μετόχων τους.

6. Εάν η επιρροή των προσώπων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ορθή και συνετή διαχείριση της αντασφαλιστικής επιχείρησης, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. λαμβάνει κατάλληλα μέτρα για να τερματιστεί αυτή η κατάσταση. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν ιδίως την αίτηση λήψης δικαστικών μέτρων, την επιβολή κυρώσεων κατά διοικητικών στελεχών και μελών του διοικητικού συμβουλίου ή την αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από μετοχές που κατέχουν οι εν λόγω μέτοχοι. Παρόμοια μέτρα μπορούν να ληφθούν και κατά των προσώπων που δεν συμμορφώνονται με την υποχρέωση προηγούμενης ενημέρωσης σε περίπτωση απόκτησης ή αύξησης ειδικής συμμετοχής. Σε περίπτωση απόκτησης συμμετοχής παρά την αντίθετη απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. ανεξάρτητα από τις άλλες κυρώσεις που μπορεί να επιβληθούν, είναι άκυρη η άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από αυτές τις μετοχές.

7. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να καθορίζεται η περίοδος και η διαδικασία αξιολόγησης των γνωστοποιήσεων για την έγκριση ειδικής συμμετοχής που λαμβάνονται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου αυτού, καθώς και οι σχετικές πληροφορίες και τα δικαιολογητικά που πρέπει να υποβάλλονται από τα πρόσωπα που προτίθενται να αποκτήσουν ειδική συμμετοχή σε αντασφαλιστική επιχείρηση.

Άρθρο 88

Πρόσωπα που διευθύνουν αντασφαλιστική επιχείρηση

1. Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της αντασφαλιστικής επιχείρησης οφείλουν να έχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα αξιοπιστίας και πείρας, ώστε να εξασφαλίζεται η ορθή και συνετή διαχείριση της επιχείρησης.

2. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να αρνηθεί να χορηγήσει άδεια λειτουργίας ή να αντιταχθεί σε κάθε μεταβολή της διοίκησης αντασφαλιστικής επιχείρησης, εάν διατηρεί επιφυλάξεις για την αξιοπιστία και την πείρα των προσώπων που θα διευθύνουν πραγματικά την επιχείρηση ή εάν υπάρχουν αντικειμενικοί και εξακριβώσιμοι λόγοι που επιτρέπουν να θεωρηθεί ότι η διοίκηση της ασφαλιστικής επιχείρησης αποτελεί απειλή για την ορθή και συνετή διαχείρισή της.

3. Η αντασφαλιστική επιχείρηση γνωστοποιεί χωρίς υπαίτια βραδύτητα στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. κάθε μεταβολή στη διοίκησή της και της παρέχει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να εκτιμήσει η ΕΠ.Ε.Ι.Α., εάν τα νέα πρόσωπα που διορίζονται στη διοίκηση της επιχείρησης παρέχουν τα απαιτούμενα εχέγγυα αξιοπιστίας και πείρας. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. θεωρείται ότι εγκρίνει τη μεταβολή στη διοίκηση αντασφαλιστικής επιχείρησης, εάν δεν αντιταχθεί σε αυτή εντός ενός (1) μηνός από τη γνωστοποίηση της μεταβολής.

4. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορούν να εξειδικεύονται τα κριτήρια καταλληλότητας των μελών του διοικητικού συμβουλίου αντασφαλιστικής επιχείρησης, καθώς και των λοιπών προσώπων που διευθύνουν τη δραστηριότητά της.

Άρθρο 89

Οικονομικές Καταστάσεις και τακτικός έλεγχος αντασφαλιστικής επιχείρησης

1. Οι διατάξεις του εντέκατου κεφαλαίου του παρόντος διατάγματος εφαρμόζονται στις αντασφαλιστικές αναλήψεις των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, διέπουν δε αναλογικά εφαρμοζόμενες και τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις.

2. Ο έλεγχος των οικονομικών καταστάσεων των αντασφαλιστικών επιχειρήσεων διενεργείται υποχρεωτικά από ορκωτούς ελεγκτές.

Άρθρο 90 Οικονομικές απαιτήσεις της αγοράς

Για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δεν εξετάζει τη σχετική αίτηση υπό το πρίσμα των οικονομικών απαιτήσεων της αγοράς.

Άρθρο 91

Ανάκληση άδειας λειτουργίας αντασφαλιστικής επιχείρησης

1. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να ανακαλεί την άδεια λειτουργίας αντασφαλιστικής επιχείρησης:

(α) εάν η αντασφαλιστική επιχείρηση δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός δώδεκα (12) μηνών από την ημερομηνία χορήγησής της, παραιτηθεί ρητώς από αυτήν ή παύσει να ασκεί αντασφάλιση για συνεχόμενο διάστημα τουλάχιστον έξι (6) μηνών,

(β) εάν απέκτησε την άδεια λειτουργίας με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιονδήποτε άλλο παράνομο τρόπο,

(γ) εάν κρίνει ότι έχουν παύσει να συντρέχουν πλέον οι προϋποθέσεις με βάση τις οποίες είχε χορηγηθεί η άδεια λειτουργίας,

(δ) εάν η αντασφαλιστική επιχείρηση δεν πληροί τις προϋποθέσεις των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων,

(ε) εάν η αντασφαλιστική επιχείρηση έχει υποπέσει σε σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των διατάξεων της ασφαλιστικής νομοθεσίας.

2. Πριν προχωρήσει στην ανάκληση της άδειας λειτουργίας, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. γνωστοποιεί στην αντασφαλιστική επιχείρηση τις διαπιστωθείσες ελλείψεις ή παραβάσεις, καθώς και την πρόθεσή της να προχωρήσει σε ανάκληση της άδειας λειτουργίας της, τάσσοντάς της ταυτόχρονα προθεσμία, που δεν μπορεί να είναι μικρότερη από δέκα (10) ημέρες από την παραπάνω γνωστοποίηση, μέσα στην οποία η εταιρία οφείλει να διατυπώσει τις απόψεις της και να λάβει, όταν συντρέχει περίπτωση, τα κατάλληλα μέτρα για την παύση των παραβιάσεων ή την άρση των συνεπειών τους. Μετά την πάροδο της προθεσμίας και αφού λάβει υπόψη της τις θέσεις της αντασφαλιστικής επιχείρησης και αξιολογήσει τα μέτρα που έχει λάβει, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. αποφασίζει οριστικώς.

Άρθρο 92 Μεταβίβαση Χαρτοφυλακίου

Αντασφαλιστική επιχείρηση δύναται, με απόφαση του Δ.Σ. ή της Γ.Σ. και ύστερα από έγκριση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, να μεταβιβάσει σε μία ή περισσότερες κοινοτικές και εποπτευόμενες ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις το σύνολο ή μέρος του χαρτοφυλακίου της, που έχει συναφθεί με εγκατάσταση ή ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Η μεταβίβαση εγκρίνεται, εφόσον η επιχείρηση προς την οποία γίνεται η μεταβίβαση κατέχει το αναγκαίο περιθώριο φερεγγυότητας, μετά τη γενόμενη μεταβίβαση. Για την έγκριση της μεταβίβασης, εφαρμόζεται αναλογικά η διαδικασία του άρθρου 59 του παρόντος διατάγματος.

ΤΙΤΛΟΣ ΙΙΙ: ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ

Άρθρο 93 Τεχνικά αποθέματα

1. Οι αντασφαλιστικές επιχειρήσεις με έδρα την Ελλάδα, υποχρεούνται να σχηματίζουν και να διατηρούν σε συνεχή βάση επαρκή τεχνικά αποθέματα, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 7 του παρόντος διατάγματος αναλογικά εφαρμοζομένου, για το σύνολο των αντασφαλίσεων που συνάπτουν τόσο στην Ελλάδα όσο και στα άλλα κράτη - μέλη μέσω υποκαταστημάτων ή με καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών. Για τις ασφαλίσεις που συνάπτουν σε τρίτες χώρες οι ανωτέρω ασφαλιστικές επιχειρήσεις σχηματίζουν τεχνικά αποθέματα σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, εφόσον δεν υπόκεινται σε αντίστοιχη υποχρέωση σχηματισμού στην τρίτη χώρα.

2. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α., μπορεί να εισάγεται υποχρέωση σχηματισμού επιπλέον τεχνικών αποθεμάτων, όπως ενδεικτικά καταστροφικών κινδύνων, εξισορρόπησης του τεχνικού αποτελέσματος, εγγυήσεων και διαχειριστικών εξόδων και να καθορίζεται κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, όπως ενδεικτικά οι τεχνικές βάσεις ως και οι αρχές της μεθοδολογίας υπολογισμού επαρκών τεχνικών αποθεμάτων ασφαλίσεων κατά ζημιών και ασφαλίσεων ζωής.

Άρθρο 94 Απόθεμα εξισορρόπησης

1. Κάθε αντασφαλιστική επιχείρηση που αντασφαλίζει κινδύνους του Κλάδου 14 του Κεφαλαίου Α' της παρ. 1 του άρθρου 13 του παρόντος διατάγματος («Πιστώσεις») υποχρεούται σε σχηματισμό, σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο του παρόντος διατάγματος, και κάλυψη, σύμφωνα με το επόμενο άρθρο του παρόντος διατάγματος, αποθέματος εξισορρόπησης, με σκοπό την αντιστάθμιση τυχόν τεχνικής ζημίας ή τυχόν ανώτερου του μέσου όρου ποσοστού αξιώσεων αποζημίωσης σε αυτόν τον κλάδο κατά τη διάρκεια μιας οποιασδήποτε εταιρικής χρήσης.

2. Το αποθεματικό εξισορρόπησης υπολογίζεται σύμφωνα με τις προβλέψεις του άρθρου 7 παρ. 2Α(δ) του παρόντος διατάγματος αναλογικώς εφαρμοζομένου.

3. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί με απόφασή της να επεκτείνει την υποχρέωση σχηματισμού αποθέματος εξισορρόπησης για αντασφαλίσεις κλάδων κινδύνων πέραν των αντασφαλίσεων πιστώσεων ρυθμίζοντας σχετικά κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια τόσο για την επέκταση αυτή όσο και για την εν γένει εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 95

Επένδυση περιουσιακών στοιχείων τεχνικών αποθεμάτων και αποθέματος εξισορρόπησης

1. Η αντασφαλιστική επιχείρηση επενδύει τα περιουσιακά στοιχεία που καλύπτουν τα τεχνικά αποθέματα και το απόθεμα εξισορρόπησης του προηγούμενου άρθρου επί τη βάσει των παρακάτω αρχών:

α) Τα περιουσιακά στοιχεία αντιστοιχούν υποχρεωτικά στο είδος της αντασφαλιστικής δραστηριότητας. Λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη, για τη λήψη των επενδυτικών αποφάσεων, το είδος, το ύψος και η διάρκεια των αναμενόμενων πληρωμών έναντι αποζημιώσεων, κατά τρόπο που να εξασφαλίζεται η επάρκεια, ρευστότητα, ασφάλεια, ποιότητα, κερδοφορία και ανταπόδοση των επενδύσεων.

β) Εξασφαλίζεται με ευθύνη της αντασφαλιστικής επιχείρησης ότι τα περιουσιακά στοιχεία, που επιλέγονται προς επένδυση, είναι διαφοροποιημένα και αρκούντως διασπαρμένα, καθιστώντας έτσι την επιχείρηση ικανή να ανταποκρίνεται δεόντως στις μεταβολές των οικονομικών συνθηκών, ιδίως στις εξελίξεις των χρηματοπιστωτικών αγορών και των αγορών ακινήτων, ή σε ευρείας κλίμακας καταστροφές. Η αντασφαλιστική επιχείρηση εκτιμά και υπολογίζει τον αντίκτυπο που μπορεί να έχουν ανώμαλες συνθήκες αγοράς στα περιουσιακά της στοιχεία και διαφοροποιεί τα στοιχεία αυτά κατά τρόπον ο οποίος να μειώνει τον ως άνω αντίκτυπο.

γ) Η επένδυση σε περιουσιακά στοιχεία που δεν αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε οργανωμένη αγορά κατά την έννοια του ν. 3606/2007 και της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ και δεν αποτελούν μερίδια ΟΣΕΚΑ αδειοδοτημένου από αρμόδια αρχή κράτους - μέλους επί τη βάσει του ν. 3283/2004 και της Οδηγίας 85/611/ΕΟΚ, όπως ισχύουν, επιτρέπεται μόνο με τις προϋποθέσεις που η ΕΠ.Ε.Ι.Α. με σχετική απόφασή της καθορίζει.

δ) Επενδύσεις σε χρηματοπιστωτικά μέσα πέραν των προβλεπομένων στις περιπτώσεις α' έως γ' του άρθρου 5 του ν. 3606/2007 επιτρέπονται, μόνο με τις προϋποθέσεις που η ΕΠ.Ε.Ι.Α. με σχετική απόφασή της καθορίζει επί τη βάσει των εξής αρχών:

δα) οι επενδύσεις αυτές διενεργούνται αποκλειστικά, είτε για αντιστάθμιση κινδύνου είτε για διευκόλυνση της αποτελεσματικής διαχείρισης χαρτοφυλακίου,

δβ) οι επενδύσεις αυτές αποτιμώνται από τις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις συντηρητικά και πάντοτε επί τη βάσει της τρέχουσας αξίας των υποκείμενων περιουσιακών στοιχείων και

δγ) απαγορεύεται η υπέρμετρη έκθεση στον κίνδυνο που απορρέει είτε από έναν και μόνο αντισυμβαλλόμενο είτε από μεγάλη έκθεση σε εν γένει παράγωγα χρηματοπιστωτικά μέσα.

ε) Τα περιουσιακά στοιχεία διαφοροποιούνται δεόντως ώστε να αποφεύγεται η υπέρμετρη επένδυση σε ένα συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο, εκδότη ή όμιλο επιχειρήσεων, η οποία αυξάνει τον πιστωτικό κίνδυνο· επενδύσεις σε περιουσιακά στοιχεία του ίδιου εκδότη ή εκδοτών του ίδιου ομίλου δεν εκθέτουν την επιχείρηση σε υπέρμετρη συγκέντρωση κινδύνου. Το παρόν στοιχείο ε' δεν εφαρμόζεται σε επενδύσεις σε κρατικά ομόλογα κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2. Κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, όπως ενδεικτικά ζητήματα αποτίμησης των περιουσιακών στοιχείων, επιβολής ποσοτικών περιορισμών και περιορισμών ελέγχου και επένδυσης διαθεσίμων του Φορέα Ειδικού Σκοπού ρυθμίζονται με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α..

Άρθρο 96

Υποχρέωση διατήρησης φερεγγυότητας

Κάθε αντασφαλιστική επιχείρηση υποχρεούται να συγκροτεί και να διατηρεί συνεχώς επαρκές διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας ανάλογο προς το σύνολο των δραστηριοτήτων της, το οποίο αντιστοιχεί στην περιουσία της την ελεύθερη από κάθε υποχρέωση που δύναται να προβλεφθεί, χωρίς να συνυπολογίζονται σε αυτή τα άυλα περιουσιακά στοιχεία της.

Άρθρο 97 Διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας

Το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας αντασφαλιστικής επιχείρησης συγκροτείται και διατηρείται σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 3, 4 και 5 του άρθρου 17α του παρόντος διατάγματος.

Άρθρο 98 Αναγκαίο περιθώριο φερεγγυότητας

1. Το αναγκαίο περιθώριο φερεγγυότητας αντασφαλιστικής επιχείρησης για τις κατά ζημιών αντασφαλίσεις της προσδιορίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 6, 7 και 8 του άρθρου 17α του παρόντος διατάγματος.

2. Το αναγκαίο περιθώριο φερεγγυότητας αντασφαλιστικής επιχείρησης για τις αντασφαλίσεις ζωής αυτής προσδιορίζεται ως εξής:

α) Για τους Κλάδους Ι.1 με συμμετοχή στα αποθέματα και Ι.2 της παρ. 2 του άρθρου 13 του παρόντος διατάγματος, σύμφωνα με την περίπτωση α' της παρ. 9 του άρθρου 17α του παρόντος διατάγματος.

β) Για τους Κλάδους ΙΙΙ, VII και VIII της παρ. 2 του άρθρου 13 του παρόντος διατάγματος, σύμφωνα με την περίπτωση γ' της παρ. 9 του άρθρου 17α του παρόντος διατάγματος.

γ) Για τον Κλάδο VI της παρ. 2 του άρθρου 13 του παρόντος διατάγματος, σύμφωνα με την περίπτωση δ' της παρ. 9 του άρθρου 17α του παρόντος διατάγματος.

δ) Για τους Κλάδους και κινδύνους Ι.1 χωρίς συμμετοχή στα αποθέματα, Ι.3, IV και V της παρ. 2 του άρθρου 13 του παρόντος διατάγματος, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 17α του παρόντος διατάγματος.

3. Το αναγκαίο περιθώριο φερεγγυότητας αντασφαλιστικής επιχείρησης μικτών αντασφαλίσεων υπολογίζεται ξεχωριστά για τις αντασφαλίσεις ζωής και τις αντασφαλίσεις κατά ζημιών.

4. Αντασφαλιστική επιχείρηση, που δεν συμμορφώνεται στις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου, θεωρείται επιχείρηση σε δυσπραγία, υπόκειται δε στις διαδικασίες του Τίτλου V του παρόντος κεφαλαίου.

Άρθρο 99 Ύψος κεφαλαίου εγγυήσεων

1. Το ελάχιστο εγγυητικό κεφάλαιο αντασφαλιστικής επιχείρησης ανέρχεται σε τουλάχιστον 3.000.000 ευρώ ή στο τυχόν υψηλότερο ποσό που αντιστοιχεί στο ένα τρίτο του αναγκαίου περιθωρίου φερεγγυότητάς της, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί επί τη βάσει των προβλέψεων του άρθρου 98 του παρόντος διατάγματος.

2. Το ελάχιστο εγγυητικό κεφάλαιο αντασφαλιστικής επιχείρησης συγκροτείται υποχρεωτικά από τα στοιχεία του άρθρου 17α παράγραφος 3 (i), (ii) και (iii.Y) του παρόντος διατάγματος.

3. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. καθορίζονται τα αναπροσαρμοσμένα ποσά των ελάχιστων εγγυητικών κεφαλαίων, τα οποία διαμορφώνονται με βάση τις μεταβολές του Ευρωπαϊκού Δείκτη Τιμών Καταναλωτή.

Άρθρο 100

Λογιστικά, εποπτικά και στατιστικά στοιχεία Στις αντασφαλιστικές επιχειρήσεις εφαρμόζεται η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 19 του παρόντος διατάγματος.

ΤΙΤΛΟΣ ΙV: ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΗ ΑΣΚΗΣΗ ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΗΣ

Άρθρο 101

Ελεύθερη παροχή αντασφάλισης από ελληνική και κοινοτική επιχείρηση

1. Ασφαλιστική και αντασφαλιστική επιχείρηση, που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους-μέλους, μπορεί να παρέχει ελεύθερα αντασφάλιση στην Ελλάδα χωρίς εγκατάσταση. Κατά την άσκηση της δραστηριότητας αυτής, η επιχείρηση οφείλει να συμμορφώνεται με τις διατάξεις του άρθρου 112 του παρόντος διατάγματος.

2. Οι ελληνικές ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, που επιθυμούν να παράσχουν για πρώτη φορά αντασφάλιση στο έδαφος άλλου κράτους - μέλους χωρίς εγκατάσταση, ανακοινώνουν στην ΕΠ.Ε.Ι.Α.:

(α) το κράτος - μέλος στο οποίο προτίθενται να παράσχουν υπηρεσίες αντασφάλισης,

(β) πρόγραμμα δραστηριοτήτων, το οποίο αναφέρει συνοπτικά το επιχειρηματικό πλάνο και αναλυτικά στοιχεία για τη χρηματοοικονομική διάρθρωση του εγχειρήματος (τεχνικά αποθέματα, κάλυψη, φερεγγυότητα). Μνεία θα γίνεται και στο δίκτυο των συνδεδεμένων και μη ασφαλιστικών διαμεσολαβητών, που τυχόν θα χρησιμοποιήσει στο άλλο κράτος - μέλος.

3. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. εντός μηνός από τη λήψη των πληροφοριών της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου, τις διαβιβάζει στην αρμόδια αρχή του κράτους

- μέλους υποδοχής. Η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση μπορεί να αρχίσει τη δραστηριότητα της αντασφάλισης μετά τη διαβίβαση στην αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους υποδοχής των πληροφοριών αυτών.

4. Σε περίπτωση που ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση σκοπεύει να επιφέρει μεταβολές στα στοιχεία που είχε ανακοινώσει, βάσει της παραγράφου 2, γνωστοποιεί τούτο εγγράφως στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. ένα (1) μήνα τουλάχιστον πριν την επέλευση των μεταβολών. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους

- μέλους υποδοχής για κάθε μεταβολή.

5. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να καθορίζεται η διαδικασία, οι προθεσμίες και το περιεχόμενο των γνωστοποιήσεων και ανταλλαγής πληροφοριών του άρθρου αυτού και ρυθμίζεται κάθε άλλο τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια.

Άρθρο 102

Εγκατάσταση υποκαταστήματος για άσκηση αντασφάλισης σε άλλο κράτος - μέλος

1. Ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση που επιθυμεί να εγκαταστήσει υποκατάστημα για αντασφαλιστικές δραστηριότητες σε άλλο κράτος - μέλος γνωστοποιεί  προηγουμένως στην ΕΠ.Ε.Ι.Α.:

(α) τα κράτη - μέλη στο έδαφος των οποίων προτίθεται να εγκαταστήσει υποκατάστημα,

(β) πρόγραμμα δραστηριοτήτων στο οποίο αναφέρεται λεπτομερώς το επιχειρηματικό πλάνο, αναλυτικά στοιχεία για τη χρηματοοικονομική διάρθρωση του εγχειρήματος (τεχνικά αποθέματα, κάλυψη, φερεγγυότητα), περιγραφή της οργανωτικής διάρθρωσης του υποκαταστήματος και του δικτύου των συνδεδεμένων και μη ασφαλιστικών διαμεσολαβητών, που τυχόν η επιχείρηση θα χρησιμοποιήσει στο άλλο κράτος - μέλος,

(γ) τη διεύθυνση του υποκαταστήματος στο κράτος

- μέλος υποδοχής από την οποία μπορούν να ζητηθούν έγγραφα,

(δ) τα ονόματα των προσώπων που είναι υπεύθυνα για τη διοίκηση του υποκαταστήματος.

2. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α., εάν δεν έχει λόγους να αμφιβάλλει για την επάρκεια της διοικητικής οργάνωσης ή της χρηματοοικονομικής κατάστασης της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης γνωστοποιεί στην αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους υποδοχής τις πληροφορίες της παραγράφου 1 εντός τριών (3) μηνών από τη λήψη τους και ενημερώνει σχετικά την επιχείρηση.

3. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α., εάν έχει λόγους να αμφιβάλλει για την επάρκεια της διοικητικής οργάνωσης ή της χρηματοοικονομικής κατάστασης της επιχείρησης, λαμβανομένων υπόψη των δραστηριοτήτων που προτίθεται να ασκήσει στο κράτος - μέλος υποδοχής, μπορεί να αρνηθεί να γνωστοποιήσει τις πληροφορίες της παραγράφου 1 στην αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους υποδοχής, αιτιολογώντας τους λόγους της άρνησής της στην επιχείρηση εντός τριών (3) μηνών από τη λήψη όλων των πληροφοριών.

4. Μόλις η ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση λάβει σχετική γνωστοποίηση από την αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους υποδοχής, ή ελλείψει παρόμοιας γνωστοποίησης, το αργότερο εντός δύο (2) μηνών από την ημερομηνία της γνωστοποίησης της παραγράφου 1 από την ΕΠ.Ε.Ι.Α. το υποκατάστημα μπορεί να αρχίσει τις δραστηριότητές του στο κράτος - μέλος υποδοχής.

5. Σε περίπτωση που ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση σκοπεύει να επιφέρει μεταβολές στα στοιχεία που είχε ανακοινώσει, βάσει της παραγράφου 1, γνωστοποιεί τούτο εγγράφως στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. ένα (1) μήνα τουλάχιστον πριν την επέλευση των μεταβολών. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους

- μέλους υποδοχής για κάθε μεταβολή.

6. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να καθορίζεται η διαδικασία, οι προθεσμίες και το περιεχόμενο των γνωστοποιήσεων και ανταλλαγής πληροφοριών του άρθρου αυτού και ρυθμίζεται κάθε άλλο τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια.

Άρθρο 103

Παροχή υπηρεσιών και εγκατάσταση υποκαταστήματος για άσκηση αντασφάλισης σε τρίτο κράτος

1. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να απαγορεύσει σε ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση την άσκηση αντασφάλισης σε τρίτο, εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης ή Ε.Ο.Χ., κράτος, εάν, με βάση τα στοιχεία που υποβάλλει σχετικά η επιχείρηση και αφού λάβει υπόψη της την εν γένει οργάνωση, χρηματοοικονομική κατάσταση και τεχνικοοικονομική υποδομή αυτής, κρίνει ότι η ίδρυση υποκαστήματος θέτει σε κίνδυνο τα συμφέροντα του ελληνικού κοινού ή τη συστημική σταθερότητα.

2. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να καθορίζονται ειδικότερες προϋποθέσεις και διαδικασίες για την εγκατάσταση υποκαταστήματος σε τρίτο, εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης ή Ε.Ο.Χ., κράτος.

Άρθρο 104

Εγκατάσταση υποκαταστήματος προς άσκηση αντασφάλισης στην Ελλάδα από κοινοτική επιχείρηση

1. Ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, που έχει άδεια λειτουργίας από την αρμόδια αρχή άλλου κράτους - μέλους, μπορεί να παρέχει αντασφάλιση στην Ελλάδα, με την εγκατάσταση υποκαταστήματος, μετά τη σχετική γνωστοποίηση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. προς την επιχείρηση και το αργότερο εντός δύο μηνών από τη γνωστοποίηση της αρμόδιας αρχής του κράτους - μέλους καταγωγής της προς την ΕΠ.Ε.Ι.Α..

2. Η παροχή αντασφαλιστικών υπηρεσιών από υποκατάστημα ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, το οποίο είναι εγκατεστημένο στην Ελλάδα, υπόκειται στις υποχρεώσεις του άρθρου 112 του παρόντος διατάγματος. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. εποπτεύει την τήρηση των διατάξεων που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο και μπορεί να ζητεί τη λήψη των απαραίτητων μέτρων από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση για τη συμμόρφωση του υποκαταστήματος προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις εν λόγω διατάξεις όσον αφορά τις στην Ελλάδα δραστηριότητες αντασφάλισης.

3. Η αρμόδια αρχή του κράτους - μέλους καταγωγής της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος - μέλος μπορεί, κατά την άσκηση των καθηκόντων της και αφού ενημερώσει την ΕΠ.Ε.Ι.Α., να προβεί σε επιτόπιους ελέγχους στο υποκατάστημα της επιχείρησης το οποίο είναι εγκατεστημένο στην Ελλάδα.

4. Ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, που έχουν εγκαταστήσει υποκαταστήματα στην Ελλάδα υποχρεούνται, για στατιστικούς λόγους, να υποβάλλουν στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. περιοδικές εκθέσεις σχετικά με τις αντασφαλιστικές δραστηριότητες των υποκαταστημάτων τους στην Ελλάδα.

5. Ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, που έχουν εγκαταστήσει υποκαταστήματα στην Ελλάδα υποχρεούνται να παρέχουν στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για τον έλεγχο της συμμόρφωσής τους με τις διατάξεις που ισχύουν γι' αυτές.

6. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να καθορίζονται οι όροι και η διαδικασία για την εγκατάσταση υποκαταστήματος αντασφαλιστικής επιχείρησης, που έχει άδεια λειτουργίας από άλλο κράτος - μέλος και την έναρξη δραστηριότητας αντασφάλισης στην Ελλάδα.

7. Ασφαλιστικές και αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από αρμόδια αρχή τρίτου κράτους για την παροχή υπηρεσιών αντασφάλισης μπορούν να ασκούν αντασφάλιση στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος ύστερα από άδεια λειτουργίας της ΕΠ.Ε.Ι.Α.. Για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας εφαρμόζονται οι διατάξεις των Τίτλων ΙΙ, ΙΙΙ, V και VI του παρόντος κεφαλαίου. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να εξειδικεύονται η διαδικασία, οι προϋποθέσεις και τα δικαιολογητικά που απαιτούνται, καθώς και οι ειδικότεροι όροι για τη χορήγηση της προβλεπόμενης στην παρούσα παράγραφο άδειας και να ρυθμίζεται κάθε τεχνικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια.

ΤΙΤΛΟΣ V: ΑΝΤΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΣΕ ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΥΣΠΡΑΓΙΑ

Άρθρο 105 Διαπίστωση δυσπραγίας

1. Σε κάθε περίπτωση, που η ΕΠ.Ε.Ι.Α. απαγορεύει σε ελληνική αντασφαλιστική επιχείρηση την ελεύθερη διάθεση των στοιχείων του ενεργητικού της, οφείλει να ενημερώσει τα τυχόν κράτη υποδοχής της επιχείρησης για το μέτρο αυτό, οι δε αρμόδιες αρχές των κρατών αυτών υποχρεωτικά λαμβάνουν το ίδιο μέτρο, εφόσον η ΕΠ.Ε.Ι.Α. ζητήσει τούτο. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δύναται να απαγορεύει σε υποκαστάστημα αντασφαλιστικής επιχείρησης την ελεύθερη διάθεση των περιουσιακών του στοιχείων, εφόσον λάβει ενημέρωση ότι η αρχή του κράτους καταγωγής της επιχείρησης έχει προβεί στη λήψη τέτοιου μέτρου. Η απαγόρευση διάθεσης είναι υποχρεωτική για την ΕΠ.Ε.Ι.Α., όταν λάβει σχετικό αίτημα επιβολής του εν λόγω μέτρου από την αρμόδια αρχή καταγωγής της αντασφαλιστικής επιχείρησης, το οποίο μπορεί να προσδιορίζει τα περιουσιακά στοιχεία επί των οποίων ζητείται η απαγόρευση ή να απαιτεί τη γενικότερη δέσμευση όλων των περιουσιακών στοιχείων.

2. Εάν μια ελληνική αντασφαλιστική επιχείρηση δεν συμμορφώνεται με τις διατάξεις των άρθρων 93 έως και 95 του παρόντος διατάγματος, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί, άμεσα, να απαγορεύσει την ελεύθερη διάθεση των περιουσιακών της στοιχείων.

3. Για την αποκατάσταση της οικονομικής ευρωστίας μιας ελληνικής αντασφαλιστικής επιχείρησης της οποίας το περιθώριο φερεγγυότητας υπολείπεται πλέον του αναγκαίου περιθωρίου φερεγγυότητας, όπως αυτό καθορίζεται στο άρθρο 98 του παρόντος διατάγματος, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. απαιτεί να της υποβληθεί προς έγκριση σχέδιο επανόδου της στη χρηστή οικονομική διαχείριση. Σε έκτακτες περιπτώσεις, εάν η ΕΠ.Ε.Ι.Α. πιθανολογεί ότι θα επιδεινωθεί περαιτέρω η οικονομική κατάσταση της αντασφαλιστικής επιχείρησης, μπορεί επίσης να περιορίσει ή να απαγορεύσει την ελεύθερη διάθεση των περιουσιακών στοιχείων της αντασφαλιστικής επιχείρησης.

4. Εάν το περιθώριο φερεγγυότητας υπολείπεται πλέον του ελάχιστου εγγυητικού κεφαλαίου του άρθρου 99 του παρόντος διατάγματος, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. απαιτεί από την αντασφαλιστική επιχείρηση να της υποβάλει προς έγκριση βραχυπρόθεσμο σχέδιο χρηματοδότησης. Μπορεί επίσης να περιορίσει ή να απαγορεύσει την ελεύθερη διάθεση των περιουσιακών στοιχείων της αντασφαλιστικής επιχείρησης.

5. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δύναται να λαμβάνει τα μέτρα που είναι αναγκαία και αποτελεσματικά για την απαγόρευση, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, της ελεύθερης διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονται στην Ελλάδα, τόσο για τις ελληνικές αντασφαλιστικές επιχειρήσεις όσο και για τα υποκαταστήματα αλλοδαπών μετά από αίτημα της αρμόδια αρχής του κράτους καταγωγής. Κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου μπορεί να καθορίζεται με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α..

Άρθρο 106 Σχέδιο χρηματοοικονομικής ανάκαμψης

1. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δύναται να απαιτεί την κατάρτιση σχεδίου χρηματοοικονομικής ανάκαμψης από αντασφαλιστική επιχείρηση για την οποία πιθανολογεί ότι υπάρχει κίνδυνος μη εκπλήρωσης των δια των αντασφαλιστικών συμβάσεων αναληφθεισών υποχρεώσεών της.

2. Το σχέδιο χρηματοοικονομικής ανάκαμψης περιλαμβάνει, για τις τρεις επόμενες εταιρικές χρήσεις, τουλάχιστον τα ακόλουθα λεπτομερειακά ή αποδεικτικά στοιχεία:

α) εκτιμήσεις σχετικά με τα έξοδα διαχείρισης, ιδίως τα τρέχοντα γενικά έξοδα και τις προμήθειες·

β) διάγραμμα στο οποίο να εμφαίνονται λεπτομερώς οι εκτιμήσεις εσόδων και εξόδων για τις αποδοχές αντασφάλισης και για τις εκχωρήσεις αντασφάλισης·

γ) τον προβλεπόμενο ισολογισμό·

δ) εκτιμήσεις σχετικά με τους χρηματοδοτικούς πόρους που προορίζονται να καλύψουν τις αναλήψεις υποχρεώσεων και το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας·

ε) τη συνολική πολιτική στον τομέα των αντεκχωρήσεων.

3. Οσάκις η χρηματοοικονομική θέση της αντασφαλιστικής επιχείρησης, κατά την εκτίμηση της ΕΠ.Ε.Ι.Α., επιδεινώνεται, με συνέπεια να επαπειλείται αθέτηση των συμβατικών της υποχρεώσεων, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δύναται να υποχρεώσει την επιχείρηση αυτή να διατηρεί υψηλότερο απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται ότι αυτή θα είναι σε θέση να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις φερεγγυότητας κατά το εγγύς μέλλον. Το ύψος αυτού του υψηλότερου απαιτούμενου περιθωρίου φερεγγυότητας προκύπτει από το σχέδιο χρηματοοικονομικής ανάκαμψης που έχει καταρτισθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

4. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δύναται, κατά την κρίση της, να αναθεωρεί προς τα κάτω την αποτίμηση όλων των στοιχείων τα οποία είναι επιλέξιμα για τον υπολογισμό του διαθέσιμου περιθωρίου φερεγγυότητας, ιδίως οσάκις έχει επέλθει ουσιώδης μεταβολή στην τρέχουσα αξία των στοιχείων αυτών μετά τη λήξη της τελευταίας εταιρικής χρήσης.

5. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δύναται, κατά την κρίση της, να μειώνει την περικοπή, λόγω αντεκχώρησης, του περιθωρίου φερεγγυότητας που καθορίζεται σύμφωνα με τα άρθρα 97 και 98 του παρόντος διατάγματος, οσάκις:

α) έχει μεταβληθεί ουσιωδώς, μετά την τελευταία εταιρική χρήση, η φύση ή η ποιότητα των συμβάσεων αντεκχώρησης·

β) στο πλαίσιο των συμβάσεων αντεκχώρησης, δεν έχει λάβει καθόλου χώρα ή έχει γίνει περιορισμένη μεταβίβαση του κινδύνου.

6. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. δεν χορηγεί σε αντασφαλιστική επιχείρηση από την οποία έχει ζητηθεί σχέδιο χρηματοοικονομικής ανάκαμψης σύμφωνα με το παρόν άρθρο άδεια για μεταβίβαση χαρτοφυλακίου σύμφωνα με το άρθρο 92 του παρόντος, εκτός εάν η ΕΠ.Ε.Ι.Α. θεωρεί ότι δεν επαπειλείται αθέτηση από την αντασφαλιστική επιχείρηση των συμβατικών της υποχρεώσεων.

7. Κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου μπορεί να καθορίζεται με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α..

Άρθρο 106Α Διορισμός εκκαθαριστή

1. Σε περίπτωση έναρξης διαδικασίας εκκαθάρισης αντασφαλιστικής επιχείρησης, ανακαλείται η άδεια λειτουργίας της και εισέρχεται είτε σε καθεστώς εκούσιας ή αναγκαστικής εκκαθάρισης είτε σε καθεστώς πτώχευσης, ως ακολούθως:

α. Η αντασφαλιστική επιχείρηση τίθεται σε καθεστώς αναγκαστικής εκκαθάρισης, με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α., σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας σύστασης και λειτουργίας της για παράβαση νόμου και σε κάθε περίπτωση λύσης του νομικού προσώπου αντασφαλιστικής επιχείρησης, στην οποία έχει απαγορευθεί η ελεύθερη διάθεση περιουσιακών της στοιχείων. Κατά το στάδιο της αναγκαστικής εκκαθάρισης και μέχρι την περάτωση αυτής, η αντασφαλιστική επιχείρηση δεν μπορεί να κηρυχθεί σε πτώχευση και αν τυχόν η πτωχευτική διαδικασία είχε αρχίσει, αυτή αναστέλλεται.

β. Η αντασφαλιστική επιχείρηση, η οποία έχει λυθεί σύμφωνα με το άρθρο 47α του ν. 2190/1920 όπως ισχύει, και τελεί σε εκούσια εκκαθάριση (κοινή), μπορεί να τεθεί σε καθεστώς αναγκαστικής εκκαθάρισης με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α., που εκδίδεται μέσα σε δέκα ημέρες, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις που αναφέρονται στην περίπτωση α) ανωτέρω.

Απαγορεύεται και είναι άκυρη κάθε διάθεση περιουσιακών στοιχείων της αντασφαλιστικής επιχείρησης κατά το χρονικό διάστημα από τη λύση του νομικού προσώπου έως και τη λήξη της ως άνω προθεσμίας.

γ. Η αντασφαλιστική επιχείρηση κηρύσσεται σε πτώχευση, εφόσον συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις σύμφωνα με τον Πτωχευτικό Κώδικα. Η αίτηση πτώχευσης αντασφαλιστικής επιχείρησης πρέπει για το παραδεκτό της συζήτησης να έχει κοινοποιηθεί προ δέκα ημερών στην ΕΠ.Ε.Ι.Α..

Ο Γραμματέας του Δικαστηρίου που κηρύσσει την πτώχευση κοινοποιεί απόσπασμα της απόφασης στην ΕΠ.Ε.Ι.Α., μέσα σε πέντε ημέρες από την κήρυξή της. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. διορίζει αμέσως επόπτη πτώχευσης, για τον οποίο εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις για τον επόπτη αναγκαστικής εκκαθάρισης.

2. Η απόφαση για τη θέση της αντασφαλιστικής επιχείρησης σε αναγκαστική εκκαθάριση ορίζει τον επόπτη και καταχωρείται στο μητρώο αντασφαλιστικών εταιρειών του άρθρου 50 του παρόντος διατάγματος και στο μητρώο ασφαλιστικών ανωνύμων εταιριών. Περίληψη αυτής δημοσιεύεται στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. ορίζει ως επόπτη της αναγκαστικής εκκαθάρισης πρόσωπο με ειδικές γνώσεις και πείρα σε θέματα λειτουργίας αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ή πιστωτικών ιδρυμάτων. Με την ίδια απόφαση ορίζεται και η αμοιβή του επόπτη. Ο επόπτης υποβάλλει μέσα σε τρεις ημέρες από το διορισμό του, αίτηση διορισμού εκκαθαριστή στο αρμόδιο δικαστήριο. Μέχρι το διορισμό του εκκαθαριστή, ο επόπτης ασκεί όλες τις εξουσίες του εκκαθαριστή. Ο εκκαθαριστής διορίζεται κατά τη διαδικασία των άρθρων 739επ. ΚΠολΔ. ένα πρόσωπο με ειδικές γνώσεις και πείρα σε θέματα αντασφαλιστικών επιχειρήσεων ή πιστωτικών ιδρυμάτων από κατάλογο τριάντα (30) τουλάχιστον προσώπων που καταρτίζεται και τηρείται στην ΕΠ.Ε.Ι.Α.. Αντίθετες διατάξεις των καταστατικών δεν ισχύουν.

Το δικαστήριο οφείλει να δικάσει την αίτηση μέσα σε πέντε ημέρες και να εκδώσει την απόφασή του το αργότερο μέσα σε πέντε ημέρες. Αναστολή της ισχύος της απόφασης δεν χωρεί. Με την ίδια δικαστική απόφαση ορίζεται και η αμοιβή του εκκαθαριστή.

3. Κατά το χρονικό διάστημα που η αντασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε αναγκαστική εκκαθάριση αναστέλλονται αυτοδικαίως όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα σε βάρος της, ιδίως δε απαγορεύεται η έναρξη ή η συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, καθώς και η άσκηση αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών των δικαιούχων από αντασφαλιστικές συμβάσεις κατά της αντασφαλιστικής επιχείρησης. Οι εκκρεμείς δίκες διακόπτονται και συνεχίζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων με πρωτοβουλία των δικαιούχων από αντασφαλιστικές συμβάσεις ή του επόπτη εκκαθάρισης και του εκκαθαριστή ή του συνδίκου της πτώχευσης.

4. Αμέσως μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της αντασφαλιστικής επιχείρησης, ο επόπτης εκκαθάρισης προβαίνει σε σφράγιση και εν συνεχεία σε αποσφράγιση των κεντρικών γραφείων και των υποκαταστημάτων της επιχείρησης σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του ΚΠολΔ.

5. Η ως άνω ανάκληση δεν εμποδίζει τον εκκαθαριστή ή τον σύνδικο και κάθε άλλο πρόσωπο εξουσιοδοτημένο προς τούτο από τις αρμόδιες αρχές να συνεχίζει ορισμένες δραστηριότητες της αντασφαλιστικής επιχείρησης, εφόσον αυτό απαιτείται ή ενδείκνυται για τους σκοπούς της εκκαθάρισης με τη συναίνεση και υπό τον έλεγχο της εποπτικής αρχής.

6. Ο επόπτης εκκαθάρισης ή ο σύνδικος της πτώχευσης καλεί μέσα σε δέκα ημέρες από τον ορισμό τους δικαιούχους αντασφαλιστικών απαιτήσεων, με ανακοίνωση που δημοσιεύεται μια φορά την εβδομάδα, επί τρεις συνεχείς εβδομάδες σε πέντε ημερήσιες ευρείας κυκλοφορίας εφημερίδες, από τις οποίες μια τουλάχιστον εκδίδεται στην έδρα της επιχείρησης και μια οικονομική, να του αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους με όλα τα δικαιολογητικά στοιχεία μέσα σε τρεις μήνες από την τελευταία δημοσίευση. Δεν καλούνται οι δικαιούχοι αντασφαλίσεων ζωής για τους οποίους δεν έχει επέλθει ασφαλιστική περίπτωση. Η επαλήθευση των απαιτήσεων γίνεται από τα ως άνω όργανα, αρχίζει το αργότερα μέσα σε τρεις ημέρες από τη λήξη της ως άνω προθεσμίας και ολοκληρώνεται στο συντομότερο δυνατό διάστημα.

Γίνονται δεκτές οι απαιτήσεις που δεν αμφισβητούνται από τα ως άνω όργανα ή έχουν επιδικασθεί με τελεσίδικη απόφαση ή απόφαση διαιτητικού δικαστηρίου. Ο επόπτης εκκαθάρισης και ο εκκαθαριστής ή σύνδικος υποβάλλουν στην ΕΠ.Ε.Ι.Α. κατάσταση των δικαιούχων αντασφαλιστικών απαιτήσεων μέσα σε δύο μήνες από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των αναγγελιών.

Στην κατάσταση αυτή περιλαμβάνονται, εφόσον έχουν επαληθευθεί οι απαιτήσεις των:

α) δικαιούχων απαιτήσεων από αντασφαλιστικές συμβάσεις ζημιών και ζωής, εφόσον έχει επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση,

β) των δικαιούχων αντασφαλιστικών απαιτήσεων που προέρχονται από οφειλές από μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα και

γ) όσων πιστωτών αναγγέλθηκαν μέσα στη νόμιμη προθεσμία.

Για τις απαιτήσεις που αμφισβητούνται δικαστικά ή εξώδικα γίνεται χωριστή μνεία, στην οποία αναφέρεται το ποσό που εκτιμά ο επόπτης εκκαθάρισης και ο εκκαθαριστής ή ο σύνδικος της πτώχευσης και το ποσό που διεκδικεί ο δικαιούχος. Στην κατάσταση καταχωρούνται και οι τυχόν διαφωνίες κατά την επαλήθευση μεταξύ επόπτη και εκκαθαριστή ή συνδίκου.

Η κατάσταση καταχωρείται αμέσως στο μητρώο αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και η ανακοίνωση της καταχώρησης της δημοσιεύεται σε δύο τουλάχιστον ευρείας κυκλοφορίας ημερήσιες εφημερίδες, από τις οποίες η μία τουλάχιστον εκδίδεται στην έδρα της επιχείρησης, μία φορά την εβδομάδα επί τρεις συνεχείς εβδομάδες. Αντιρρήσεις κατά της ως άνω κατάστασης ασκούνται με ανακοπή στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της αντασφαλιστικής επιχείρησης μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες από την τελευταία δημοσίευση και εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.

Έφεση κατά της απόφασης του πρωτοδικείου εκδικάζεται από το αρμόδιο εφετείο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Η απόφαση του εφετείου δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο.

7. Με αίτηση του εκκαθαριστή ή του συνδίκου, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να επιτρέψει την αποδέσμευση των περιουσιακών στοιχείων που έχουν διατεθεί σε ασφαλιστική τοποθέτηση. Ο εκκαθαριστής ή ο σύνδικος ικανοποιεί από το προϊόν της εκποίησης τους δικαιούχους αντασφαλιστικών απαιτήσεων συμμέτρως.

Η εκποίηση ακινήτων γίνεται ύστερα από εκτίμηση της επιτροπής του άρθρου 9 του ν. 2190/1920 όπως ισχύει. Η μεταβίβαση ολόκληρου ή μέρους χαρτοφυλακίου γίνεται ύστερα από άδεια της ΕΠ.Ε.Ι.Α., στην οποία καθορίζονται και οι όροι της, κατά παρέκκλιση του άρθρου 59 του παρόντος διατάγματος.

Σε περίπτωση άρνησης για οποιονδήποτε λόγο του εκκαθαριστή ή του συνδίκου να προβεί χωρίς καθυστέρηση στις ενέργειες που εκτελεί από κοινού με τον αντίστοιχο επόπτη, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου, οι ενέργειες αυτές εκτελούνται έγκυρα από μόνον τον επόπτη, ο οποίος προβαίνει στη σχετική μνεία της άρνησης.

Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. ορίζονται τα στοιχεία που πρέπει να περιέχει η διακήρυξη διενέργειας του πλειοδοτικού διαγωνισμού, σύμφωνα με όσα ορίζονται για τις πρωτασφαλιστικές επιχειρήσεις.

8. Προνόμιο στην ασφαλιστική τοποθέτηση που προηγείται από κάθε άλλο γενικό ή ειδικό προνόμιο, εκτός από το προνόμιο της παραγράφου 9 του ίδιου άρθρου έχουν: α) οι δικαιούχοι απαιτήσεων από αντασφαλιστικές συμβάσεις ζημιών και ζωής και β) οι δικαιούχοι απαιτήσεων από αντασφαλιστικές συμβάσεις λόγω μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων. Το προνόμιο αυτό ασκείται αποκλειστικά από τους δικαιούχους αντασφαλίσεων ζωής, από τους δικαιούχους των αντασφαλίσεων ζημιών, στα περιουσιακά στοιχεία που έχουν διατεθεί σε ασφαλιστική τοποθέτηση αντίστοιχα για καθεμιά από τις ασφαλίσεις αυτές.

Το ως άνω προνόμιο ισχύει τόσο κατά τη λειτουργία της επιχείρησης όσο και μετά τη λύση της αντασφαλιστικής επιχείρησης εκούσια, αναγκαστικά ή μετά από πτώχευση.

Κατάσχεση ασφαλιστικής τοποθέτησης στα χέρια της αντασφαλιστικής επιχείρησης ή τρίτου επιτρέπεται μόνον υπέρ των ως άνω δικαιούχων, με βάση τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή απόφαση διαιτητικού δικαστηρίου. Αντίγραφο του κατασχετηρίου επιδίδεται με ποινή ακυρότητας της κατάσχεσης στην ΕΠ.Ε.Ι.Α..

9. Οι αμοιβές και τα έξοδα του επόπτη εκκαθάρισης, του εκκαθαριστή αναγκαστικής εκκαθάρισης και του συνδίκου της πτώχευσης έχουν προνόμιο που προηγείται από κάθε άλλο γενικής ή ειδικής κατηγορίας σε όλα τα περιουσιακά στοιχεία της επιχείρησης. Οι αμοιβές και τα έξοδα του συνδίκου για τις εργασίες εκκαθάρισης του ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου έχουν το ίδιο προνόμιο.

10. Ύστερα από αίτηση των μετόχων που αντιπροσωπεύουν περισσότερα από 50% του κεφαλαίου αντασφαλιστικής επιχείρησης, του εκκαθαριστή ή του επόπτη, η ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί, εφόσον έχει περατωθεί η εκκαθάριση του ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου, να κηρύξει τη λήξη της αναγκαστικής εκκαθάρισης. Η εκκαθάριση δοσοληψιών εκτός ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου συνεχίζεται κατά τις διατάξεις που διέπουν την εκκαθάριση του νομικού προσώπου της εταιρείας (κοινή εκκαθάριση).

Ανεξάρτητα από την υπαγωγή της επιχείρησης στο καθεστώς της αναγκαστικής εκκαθάρισης, η περάτωση των εκτός του ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου εκκρεμών υποθέσεων συνεχίζεται κατά τις διατάξεις της κοινής εκκαθάρισης.

11. Το στάδιο της αναγκαστικής εκκαθάρισης δεν μπορεί να υπερβαίνει την τριετία, από την ημερομηνία έναρξης της εκκαθάρισης. Για τη συνέχιση της αναγκαστικής εκκαθάρισης απαιτείται αιτιολογημένη έκθεση του εκκαθαριστή και άδεια της ΕΠ.Ε.Ι.Α.. Το συνολικό όμως στάδιο εκκαθάρισης δεν μπορεί να υπερβαίνει την εξαετία.

12. Ο εκκαθαριστής και ο επόπτης δεν υπέχουν ποινική ευθύνη ούτε υπέχουν οποιαδήποτε άλλη ευθύνη για χρέη της αντασφαλιστικής επιχείρησης προς το Δημόσιο ή προς φορείς κοινωνικής ασφάλισης, που δημιουργήθηκαν πριν από την ανάληψη των καθηκόντων τους.

Άρθρο 107

Διασυνοριακά ζητήματα εκκαθάρισης -Αρχή της καθολικότητας

Συμβατικές υποχρεώσεις αντασφαλιστικής επιχείρησης τεθείσας υπό εκκαθάριση, εκπληρώνονται με τον ίδιο τρόπο ανεξαρτήτως του εάν αφορούν τη δραστηριότητά της στην Ελλάδα ή τη δραστηριότητά της οπουδήποτε αλλού στην Κοινότητα και στον Ε.Ο.Χ. είτε με εγκατάσταση είτε με ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (αρχή της καθολικότητας).

ΤΙΤΛΟΣ VI: ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΠΕΠΕΡΑΣΜΕΝΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ ΚΑΙ ΦΟΡΕΙΣ ΕΙΔΙΚΟΥ ΣΚΟΠΟΥ

Άρθρο 108 Αντασφάλιση πεπερασμένου κινδύνου

1. Ως αντασφάλιση πεπερασμένου κινδύνου νοείται η αντασφάλιση, της οποίας η ρητή μέγιστη πιθανότητα ζημίας, εκπεφρασμένη ως μεταβιβαζόμενος μέγιστος οικονομικός κίνδυνος, ο οποίος συνίσταται σε έναν σημαντικό αντασφαλιστικό κίνδυνο και σε μεταβίβαση χρονικού κινδύνου, υπερβαίνει το ασφάλιστρο καθ' όλη τη διάρκεια ισχύος του αντασφαλιστηρίου κατά προκαθορισμένο αλλά σημαντικό ποσό, φέρει δε επίσης τουλάχιστον ένα εκ των εξής δύο χαρακτηριστικών:

i) λαμβάνει ρητώς υπόψη ως σημαντικό στοιχείο την παρούσα ή/και μέλλουσα αξία του χρήματος,

ii) περιέχει συμβατικές ρήτρες, με στόχο τη διαχρονική αποκατάσταση της ισορροπίας της οικονομικής εμπειρίας ανάμεσα στα συμβαλλόμενα μέρη, με στόχο να μεταβιβάζεται πραγματικά ο κίνδυνος του οποίου η μεταβίβαση σκοπείται.

2. Με απόφαση της ΕΠ.Ε.Ι.Α. μπορεί να καθορίζεται κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, όπως ενδεικτικά:

α) υποχρεωτικούς συμβατικούς όρους που πρέπει να περιλαμβάνονται στις συμβάσεις αντασφάλισης πεπερασμένου κινδύνου,

β) ειδικότερες απαιτήσεις οργάνωσης, λογιστικής παρακολούθησης, εσωτερικού ελέγχου και διαχείρισης κινδύνου για τις συμβάσεις αυτές,

γ) ειδικότερες απαιτήσεις για δημοσιοποίηση επιπλέον λογιστικών, εποπτικών και στατιστικών στοιχείων,

δ) την πρόβλεψη ειδικών κανόνων για το σχηματισμό επιπλέον τεχνικών αποθεμάτων ώστε να διασφαλίζεται η επάρκεια, η αξιοπιστία και η αντικειμενικότητα,

ε) την πρόβλεψη ειδικών κανόνων για την κάλυψη (επένδυση) των εν γένει τεχνικών αποθεμάτων, που αφορούν στις δραστηριότητες αντασφάλισης πεπερασμένου κινδύνου αλλά και στις λοιπές δραστηριότητες των επιχειρήσεων αυτών, ώστε να εξασφαλίζεται η επάρκεια, ρευστότητα, ασφάλεια, κερδοφορία και απόδοση των επενδύσεών της,

στ) την πρόβλεψη ειδικών κανόνων σχετικά με το διαθέσιμο περιθώριο φερεγγυότητας, το απαιτούμενο περιθώριο φερεγγυότητας και το ελάχιστο εγγυητικό κεφάλαιο, που καλείται να διατηρεί η αντασφαλιστική επιχείρηση όσον αφορά τις δραστηριότητες αντασφά-λισης πεπερασμένου κινδύνου.

3. Η ΕΠ.Ε.Ι.Α. κοινοποιεί αμελλητί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή το κείμενο όλων των μέτρων που θεσπίζει στο πλαίσιο της εφαρμογής του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 109

Φορέας Ειδικού Σκοπού

1. Ως Φορέας Ειδικού Σκοπού νοείται οποιαδήποτε επιχείρηση, είτε έχει μορφή ανώνυμης εταιρίας ή όχι, η οποία, χωρίς να είναι ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, αναλαμβάνει κινδύνους από ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, χρηματοδοτεί δε πλήρως την έκθεσή της σε αυτούς με τα έσοδα από ομολογιακές εκδόσεις ή άλλους χρηματοδοτικούς μηχανισμούς, όπου η επιστροφή κεφαλαίου, ήτοι η αποπληρωμή, των ομολογιούχων ή των εν γένει κατόχων των τίτλων που εκδόθηκαν στα πλαίσια των χρηματοδοτικών αυτών μηχανισμών, υπόκειται χρονικά στις υποχρεώσεις αντασφάλισης, που φέρει ο Φορέας Ειδικού Σκοπού.

2. Επιτρέπεται η ίδρυση Φορέων Ειδικού Σκοπού, οι οποίοι έχουν, εφόσον εδρεύουν στην Ελλάδα, υποχρεωτικά την μορφή ανώνυμης εταιρείας και, προκειμένου για τη σύστασή τους, λαμβάνουν υποχρεωτικά προηγούμενη άδεια λειτουργίας από την ΕΠ.Ε.Ι.Α..

3. Για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου απαιτείται η έκδοση απόφασης της ΕΠ.Ε.Ι.Α., η οποία θα καθορίζει κάθε ειδικό θέμα και αναγκαία λεπτομέρεια, κατ' ελάχιστον δε τα κάτωθι:

α) το πεδίο ισχύος της αδείας λειτουργίας του Φορέα Ειδικού Σκοπού,

β) υποχρεωτικούς συμβατικούς όρους που πρέπει να περιλαμβάνονται στις συμβάσεις, που θα συνάπτει ο Φορέας Ειδικού Σκοπού ή των συμβάσεων που απαιτούνται για τη σύσταση και λειτουργία του,

γ) τα κριτήρια ήθους, αξιοπιστίας και καταλληλότητας των μετόχων, που κατέχουν ειδική συμμετοχή, ως και των προσώπων, που διοικούν, τον Φορέα Ειδικού Σκοπού,

δ) τις οργανωτικές προϋποθέσεις του Φορέα Ειδικού Σκοπού, ιδία δε τον προσδιορισμό των ορθολογικών και κατάλληλων διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών, μηχανισμών εσωτερικού ελέγχου και διαχείρισης κινδύνων,

ε) τις απαιτήσεις για δημοσιοποίηση λογιστικών, εποπτικών και στατιστικών στοιχείων,

στ) την πρόβλεψη των κανόνων φερεγγυότητας του Φορέα Ειδικού Σκοπού.

ΤΙΤΛΟΣ VII: ΑΚΥΡΩΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ

Άρθρο 110 Ακυρωτικός έλεγχος

Οι ατομικές διοικητικές πράξεις, που εκδίδει η ΕΠ.Ε.Ι.Α., σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου υπόκεινται σε αίτηση ακύρωσης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.»

 

Ο ρατσιστικός λόγος μίσους ως μορφή του ρατσιστικού εγκλήματος

ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΕΠΙΣΤΉΜΕΣ / ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΟΥΣΚΑΛΗΣ

Προσωπικές Εταιρείες
send