Άρθρο 4
Οι υιοθεσίες που προβλέπονται από την παρούσα Σύμβαση λαμβάνουν χώρα μόνο εάν οι αρμόδιες αρχές του Κράτους προέλευσης:
α) Έχουν αποφανθεί ότι το παιδί μπορεί να υιοθετηθεί
β) Έχουν διαπιστώσει, αφού εξέτασαν δεόντως τις δυνατότητες τοποθέτησης του παιδιού μέσα στο Κράτος προέλευσής του, ότι μια διακρατική υιοθεσία είναι προς το συμφέρον του παιδιού.
γ) Έχουν εξασφαλίσει:
(1) Ότι τα πρόσωπα, τα ιδρύματα και οι αρχές των οποίων η συναίνεση είναι αναγκαία για την υιοθεσία, έχουν ερωτηθεί και ενημερωθεί δεόντως σχετικά με τις συνέπειες της συναίνεσης τους, ειδικότερα στο εάν μία υιοθεσία έχει ως αποτέλεσμα τη διακοπή ή όχι του νομικού δεσμού μεταξύ του παιδιού και της οικογένειας προέλευσής του.
(2) Ότι τα πρόσωπα αυτά, τα ιδρύματα και οι αρχές έχουν δώσει τη συναίνεση τους ελεύθερα, σύμφωνα με τον προβλεπόμενο νομικό τύπο, και ότι η συναίνεση αυτή διατυπώθηκε εγγράφως.
(3) Ότι οι συναινέσεις δεν αποτελούν προϊόν πληρωμής ή αποζημίωσης οποιουδήποτε είδους και ότι αυτές δεν έχουν ανακληθεί και
(4) Ότι η συναίνεση της μητέρας όπου απαιτείται δόθηκε μόνο μετά τη γέννηση του παιδιού και
δ) Έχουν εξασφαλίσει, λαμβάνοντας υπ' όψη την ηλικία και την ωριμότητα του παιδιού:
(1) Ότι έχει ζητηθεί η γνώμη του και έχει ενημερωθεί δεόντως για τις συνέπειες της υιοθεσίας και της συ-ναίνεσής του στην υιοθεσία, όπου μία τέτοια συναίνεση απαιτείται.
(2) Ότι δόθηκε προσοχή στις επιθυμίες και τη γνώμη του παιδιού
(3) Ότι η συναίνεση του παιδιού στην υιοθεσία όπου μία τέτοια συναίνεση απαιτείται δόθηκε ελεύθερα, σύμφωνα με τον προβλεπόμενο νομικό τύπο και διατυπώθηκε εγγράφως, και
(4) Ότι αυτή η συναίνεση δεν αποτελεί προϊόν πληρωμής ή αποζημίωσης οποιουδήποτε είδους.