1. Η στερητική της ελευθερίας ποινή, η οποία έχει καταγνωσθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου και δεν έχει καταστεί αμετάκλητη, εφόσον δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη, συμπεριλαμβανομένης και της πενταετούς κάθειρξης, μετατρέπεται, με αίτηση του καταδικασθέντος, σε χρηματική. Η αίτηση μετατροπής υποβάλλεται παραδεκτά εντός δύο μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου στο δικαστήριο που εξέδωσε την καταδικαστική απόφαση και γίνεται δεκτή εκτός εάν, με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση, το δικαστήριο κρίνει, από την εν γένει συμπεριφορά του καταδικασθέντος, τη βαρύτητα του εγκλήματος και την προσωπικότητά του, ότι η μετατροπή δεν αρκεί για να αποτρέψει τον δράστη από την τέλεση άλλων, ανάλογης βαρύτητας, αξιόποινων πράξεων. Οι ως άνω διατάξεις εφαρμόζονται και για τα εγκλήματα που προβλέπονται στην παρ. 11 του άρθρου 82 του Ποινικού Κώδικα, καθώς και για τις ήδη συγχωνευθείσες ποινές, από τις οποίες η βαρύτερη δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη κατά τα ανωτέρω. Η προθεσμία για την άσκηση τυχόν προβλεπόμενων κατά της καταδικαστικής αποφάσεως ενδίκων μέσων αναστέλλεται κατά το διάστημα από της υποβολής της ανωτέρω αιτήσεως μέχρι της εκδόσεως αποφάσεως του δικαστηρίου περί της μετατροπής ή μη της ποινής. Αν η αίτηση γίνει δεκτή, το τυχόν ένδικο μέσο κατά της καταδικαστικής αποφάσεως θεωρείται ως μη ασκηθέν.
2. Το ποσό της μετατροπής καθορίζεται με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση, αφού ληφθεί υπόψη η οικονομική κατάσταση του καταδικασμένου. Το ελάχιστο ποσό της κατά την προηγούμενη παράγραφο μετατροπής ορίζεται, για κάθε ημέρα φυλάκισης, σε τρία (3) ευρώ. Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται οι διατάξεις των παραγράφων 3 και 5 του άρθρου 82 του Ποινικού Κώδικα και της 50492/ 2008 (ΦΕΚ 1112 Β') κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης.
3. Η κατά τις διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων μετατραπείσα περιοριστική της ελευθερίας ποινή, που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη φυλάκισης, μπορεί να μετατρέπεται περαιτέρω, με την ίδια ή μεταγενέστερη απόφαση του δικαστηρίου που αποφάσισε τη μετατροπή, σε ποινή παροχής κοινωφελούς εργασίας, αν το ζητεί ή το αποδέχεται εκείνος που καταδικάσθηκε και εφόσον η παροχή τέτοιας εργασίας από το συγκεκριμένο καταδικασμένο είναι εφικτή. Εάν ο κατάδικος που παρέχει κοινωφελή εργασία έχει εκτίσει με τον τρόπο αυτόν τα τρία πέμπτα της ποινής του, μπορεί να τύχει απόλυσης υπό όρο κατ' εφαρμογή των άρθρων 105 επ. Π.Κ..
Το τέταρτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 16 του ν. 3727/2008, όπως ισχύει, καταργείται.