Άρθρο 4 Κάτοικος
1. Για τους σκοπούς της παρούσας Σύμβασης, ο όρος «κάτοικος του ενός Συμβαλλόμενου Κράτους» δηλώνει οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο, σύμφωνα με τους νόμους του Κράτους αυτού, είναι υπόχρεο φορολογίας σε αυτό λόγω της κατοικίας του, τόπου διαμονής του, τόπου εγγραφής του, τόπου διοίκησης των δραστηριοτήτων του ή οποιουδήποτε άλλου κριτηρίου παρόμοιας φύσης, και επίσης περιλαμβάνει αυτό το Κράτος και οποιαδήποτε διοικητική - γεωγραφική υποδιαίρεση ή τοπική αρχή αυτού. Αυτός, ο όρος, όμως δεν περιλαμβάνει οποιοδήποτε πρόσωπο που υπόκειται σε φορολογία στο Κράτος αυτό όσον αφορά σε εισόδημα από πηγές αυτού του Κράτους ή κεφάλαιο που βρίσκεται σε αυτό.
2. Εαν εξαιτίας των διατάξεων της παραγράφου 1, ένα φυσικό πρόσωπο είναι κάτοικος και των δύο Συμβαλλομένων Κρατών, τότε η νομική του κατάσταση καθορίζεται ως εξής:
α) θεωρείται ότι είναι αποκλειστικά κάτοικος του Κράτους στο οποίο διαθέτει μόνιμη οικογενειακή εστία. Εάν αυτός διαθέτει μόνιμη οικογενειακή εστία και στα δύο Κράτη, θεωρείται κάτοικος του Κράτους με το οποίο διατηρεί στενότερους προσωπικούς και οικονομικούς δεσμούς (κέντρο ζωτικών συμφερόντων),
β) αν το Κράτος στο οποίο έχει το κέντρο των ζωτικών συμφερόντων του δεν μπορεί να καθοριστεί ή αν δεν διαθέτει μόνιμη οικογενειακή εστία σε κανένα από τα δύο Κράτη, θεωρείται κάτοικος μόνον του Κράτους όπου έχει την συνήθη διαμονή του.
γ) αν έχει συνήθη διαμονή και στα δύο Συμβαλλόμενα Κράτη ή σε κανένα από αυτά, θεωρείται κάτοικος μόνον του Κράτους του οποίου είναι υπήκοος.
δ) αν είναι υπήκοος και των δύο Κρατών ή κανενός από αυτά τότε οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων Κρατών διευθετούν το ζήτημα με αμοιβαίο διακανονισμό.
3. Εαν σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1, ένα πρόσωπο, εκτός από φυσικό πρόσωπο, είναι κάτοικος και των δύο Συμβαλλομένων Κρατών, τότε το πρόσωπο αυτό θεωρείται αποκλειστικά κάτοικος του Κράτους, στο οποίο έχει καταχωρηθεί και βρίσκεται η έδρα της πραγματικής διοίκησής του. Εάν ο τόπος καταγραφής και ο τόπος άσκησης πραγματικής διοίκησης δεν είναι το ίδιο Συμβαλλόμενο Κράτος, οι αρμόδιες αρχές των Συμβαλλομένων κρατών διευθετούν το ζήτημα με αμοιβαία συμφωνία.