logo-print

285 Π.Κ. Κορονοϊός και Ποινικός Κώδικας

Τι προβλέπει ο Ποινικός Κώδικας σχετικά με την παραβίαση των μέτρων πρόληψης κατά του κορονοϊού

Τον τελευταίο καιρό έχουν γραφεί και ειπωθεί πολλά στον έντυπο, τηλεοπτικό και ηλεκτρονικό τύπο σχετικά με το αδίκημα της παραβίασης των μέτρων πρόληψης κατά του κορονοϊού. Δυστυχώς όμως έχουν γραφεί και ειπωθεί αντιστοίχως κατά καιρούς και αρκετές ανακρίβειες σχετικά με την προαναφερόμενη παραβίαση και θα ήταν σώφρον να ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα, από νομικής άποψης ώστε να μην δημιουργούνται παρερμηνείες.

Στο δέκατο τρίτο κεφάλαιο του Ποινικού μας Κώδικα υπό τον τίτλο : "Κοινώς Επικίνδυνα Εγκλήματα", εντάσσεται μεταξύ άλλων το ποινικό αδίκημα της παραβίασης μέτρων για την πρόληψη ασθενειών.

Πρώτα από όλα η παραβίαση των μέτρων για την πρόληψη των ασθενειών (συμπεριλαμβανομένου και του κορονοϊού, αφού πρόκειται για μεταδοτική ασθένεια) διώκεται σύμφωνα με το άρθρο 285 Π.Κ. και συγκεκριμένα:

1. Όποιος παραβιάζει τα μέτρα που έχει διατάξει ο νόμος ή η αρμόδια αρχή για να αποτραπεί η εισβολή ή η διάδοση μιας μεταδοτικής ασθένειας τιμωρείται: α) με φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηματική ποινή αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κοινός κίνδυνος για ζώα, β) με φυλάκιση και χρηματική ποινή αν από την πράξη μπορεί να προκύψει κίνδυνος μετάδοσης της ασθένειας σε αόριστο αριθμό ανθρώπων.

2. Αν η παραβίαση είχε ως αποτέλεσμα μεταδοθεί η ασθένεια σε ζώα, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών και χρηματική ποινή, και αν είχε ως αποτέλεσμα να μεταδοθεί σε άνθρωπο, επιβάλλεται κάθειρξη έως δέκα έτη.

3. Αν η παραβίαση είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο άλλου επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών και αν προκλήθηκε ο θάνατος μεγάλου αριθμού ανθρώπων, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ισόβια κάθειρξη.

4. Όποιος στις περιπτώσεις της παραγράφου 1 παραβιάζει τα μέτρα από αμέλεια, τιμωρείται: α) στην περίπτωση του στοιχείου α' με χρηματική ποινή ή παροχή κοινωφελούς εργασίας* και β) στην περίπτωση του στοιχείου β’ με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή.

Αντιλαμβάνεστε συνεπώς, ότι το συγκεκριμένο ποινικό αδίκημα τόσο ως πλημμέλημα, κυρίως όμως ως κακούργημα, απειλεί βαριές ποινές, φυλάκισης έως και ισόβια κάθειρξη κατά των υπαιτίων που θέτουν σε κοινό κίνδυνο, αόριστο αριθμό εννόμων αγαθών (ζωής και σωματικής ακεραιότητας). Τούτο διότι ο κοινός κίνδυνος είναι κοινωνικός κίνδυνος και αυτό δικαιολογείται από το γεγονός ότι υπάρχει όχι μόνο όταν απειλείται αόριστος αριθμός προσώπων, αλλά και όταν απειλείται μία περιορισμένου αριθμού κοινωνική ομάδα.

Προτού ξεκινήσουμε όμως την νομική ανάλυση ως προς το άρθρο 285 Π.Κ. θα πρέπει να επισημάνουμε αναλυτικώς και επισταμένως και την εφαρμογή του άρθρου 289 Π.Κ. σύμφωνα με το οποίο η έμπρακτη μετάνοια ισχύει και στο έγκλημα παραβίασης μέτρων για την πρόληψη ασθενειών από αμέλεια. Κατά τη διάταξη του άρθρου 289 παρ. 1 ΠΚ, ορίζεται ότι στην περίπτωση του άρθρου 285 παρ. 4 ΠΚ το δικαστήριο μπορεί να κρίνει την ανωτέρω πράξη ατιμώρητη, αν ο υπαίτιος με τη θέλησή του αποτρέψει την εξέλιξη του κινδύνου ή με τη γρήγορη αναγγελία του προς τις αρχές δώσει αφορμή για την αποτροπή της. 

Όσον αφορά λοιπόν το έγκλημα που περιγράφεται στο άρθρο 285 Π.Κ. είναι έγκλημα αφηρημένης διακινδύνευσης. Στα εγκλήματα λοιπόν αυτά το αποτέλεσμα της πράξης δεν αναφέρεται στην αντικειμενική υπόσταση. Στην ουσία εδώ ο νομοθέτης ανάγει μια προπαρασκευαστική ενέργεια σε τελειωμένο έγκλημα, άσχετα με το αν αυτό έχει επέλθει.

Πρόκειται για έναν λευκό ποινικό νόμο και παραπέμπει σε νόμο ή διάταξη που επιβάλουν κάποια προστατευτικά μέτρα πρόληψης εισβολής ή διάδοσης επιζωοτίας ή ασθένειας όπως είναι ο κορονοίός , με κίνδυνο για ζώα και ανθρώπους (παρ. 1, 2, 3).

Να διευκρινιστεί ότι επιζωοτία, όρος, που αναφερόταν στην προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 285, είναι η λοιμώδης ή παρασιτική ασθένεια που προσβάλλει μεγάλο αριθμό ζώων, κυρίως κατοικίδιων, όπως είναι ο αφθώδης πυρετός.

Η παράβαση τελείται και με παράλειψη λήψης οφειλόμενων αναγκαίων μέτρων πρόληψης. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος απαιτείται δόλος(πρόθεση)του δράστη.

Ο δόλος συνίσταται στη γνώση του δράστη ότι υπάρχει συγκεκριμένη απαγορευτική διάταξη νόμου ή αρχής και θέληση αυτού να προκύψει κοινός κίνδυνος για ζώα ή κίνδυνος μετάδοσης της ασθένειας σε αόριστο αριθμό ανθρώπων (παρ. 1) ή και να μεταδοθεί η ασθένεια σε ζώα ή σε άνθρωπο (παρ. 2). Αρκεί και ενδεχόμενος δόλος. ο οποίος συνίσταται όταν ο υπαίτιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθεί το αξιόποινο αποτέλεσμα και το αποδέχεται.

Με την παρούσα διάταξη της παρ. 4 τιμωρείται η παραβίαση μέτρων που έχει διατάξει ο νόμος ή η αρμόδια κατά νόμο καθ' ύλην και κατά τόπον αρχή, για να αποτραπεί η εισβολή ή η διάδοση μεταδοτικής ασθένειας, όταν τελείται και από αμέλεια, ως αυτοτελές πλημμέλημα, μόνο στις περιπτώσεις α’ και β' της παραγράφου 1 (παρ. 4).

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι για την πραγμάτωση της αντικειμενικής και υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος από αμέλεια, απαιτείται:

α) Παραβίαση μέτρων που έχει διατάξει ο νόμος ή η αρμόδια κατά νόμο καθ' ύλην και κατά τόπον αρχή, για να αποτραπεί η εισβολή ή η διάδοση μεταδοτικής ασθένειας, ήτοι από ενέργεια ή παράλειψη του δράστη υπό την ως άνω βασική μορφή της παρ. 1.

β) Αμέλεια. Το προαναφερόμενο αποτέλεσμα να οφείλεται σε αμέλεια του υπαίτιου. Αμέλεια υπάρχει όταν ο δράστης δεν κατέβαλε κατ’ αντικειμενική κρίση την απαιτούμενη προσοχή που κάθε μέτρια συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει να καταβάλει βάσει των νομικών κανόνων, των συνηθειών που επικρατούν και της κοινής πείρας και λογικής. Όμως, πρέπει ο δράστης να είχε τη δυνατότητα, ενόψει των προσωπικών του ιδιοτήτων, των γνώσεών του, ή λόγω της υπηρεσίας ή του επαγγέλματος του, να προβλέψει και να αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα. Δηλαδή, στην περίπτωση της μη ενσυνείδητης αμέλειας, υπάρχει όταν αυτός δεν κατέβαλε την κατ’ αντικειμενική κρίση απαιτούμενη προσοχή, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό τις αυτές συνθήκες να καταβάλει με βάση τους νομικούς κανόνες, τις κρατούσες συνθήκες στις συναλλαγές, την κοινή πείρα και λογική, καίτοι μπορούσε με βάση τις προσωπικές του περιστάσεις, το επάγγελμα και ικανότητες να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αυτό αποτέλεσμα.

Πολλές φορές έχουν αναιρεθεί αποφάσεις δικαστηρίων λόγω ασάφειας αιτιολογίας, αν στο αιτιολογικό δεν εκτίθενται περιστατικά αμέλειας, ενέργειας ή παράλειψης, ποία προστατευτικά μέτρα ασφάλειας έλαβε ή δεν έλαβε και ποία μέτρα όφειλε να λάβει και να τηρήσει, βάσει ποιας διάταξης και δεν τα έλαβε, αν δεν διευκρινίζεται ποίο είδος αμέλειας συνέτρεξε, ενσυνείδητη ή άνευ συνειδήσεως αμέλεια ή αν γίνεται δεκτή συνδρομή ταυτόχρονα και των ανωτέρω δύο ειδών αμέλειας και αν δεν αιτιολογείται ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξης ή παράλειψης του δράστη και του αποτελέσματος διάδοσης μολυσματικής ασθένειας ζώων σε ζώο ή και άνθρωπο ή σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων, σε βαθμό πλημμελήματος (παρ. 4) που επήλθε, ιδίως αν παρεμβάλλεται συμπεριφορά τρίτου.

Αναιρετέα επίσης είναι και η εκάστοτε απόφαση λόγω αντιφάσεων, αν γίνεται στο αιτιολογικό διαζευκτική παραδοχή ότι ο δράστης δεν έλαβε καθόλου μέτρα ασφάλειας και πρόληψης της διάδοσης μολυσματικής ασθένειας των ζώων του ή άλλως ενήργησε πλημμελώς, εκτός αν υπάρχει και εκτιμηθεί ότι υπάρχει πλεοναστική αιτιολόγηση.

Όταν η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη ενέργεια ή παράλειψη, αλλά αποτελεί σύνολο συμπεριφοράς, τότε για την κατ’ αυτό τον τρόπο τελούμενη παραβίαση μέτρων που έχει διατάξει ο νόμος ή η αρμόδια κατά νόμο καθ’ ύλην και κατά τόπον αρχή, για να αποτραπεί η εισβολή ή η διάδοση μεταδοτικής ασθένειας από αμέλεια, η οποία τελείται με παράλειψη, απαιτείται η συνδρομή όχι μόνο των όρων του άρθρου 28 ΠΚ, αλλά και του άρθρου 15 του ίδιου Κώδικα. Από την τελευταία διάταξη αυτή συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της είναι η ύπαρξη νομικής υποχρέωσης του υπαίτιου για ενέργεια που τείνει στην παρεμπόδιση του αποτελέσματος, η επέλευση του οποίου επισύρει ορισμένη ποινή. Η ύπαρξη τέτοιας ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης σε έγκλημα που τελείται με παράλειψη μπορεί να πηγάζει είτε από ρητή διάταξη του νόμου ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, που συνδέονται με ορισμένη έννομη σχέση του υπόχρεου, είτε από σύμβαση, είτε από ορισμένη συμπεριφορά του υπαίτιου, από την οποία δημιουργήθηκε ο κίνδυνος του εγκληματικού αποτελέσματος και πρέπει να αναγράφεται και να αιτιολογείται στην απόφαση, επιπροσθέτως δε να προσδιορίζεται ο επιτακτικός κανόνας δικαίου, νόμος ή διοικητική πράξη, από την οποία πηγάζει η υποχρέωση αυτή λήψης μέτρων πρόληψης.

Τέλος θα πρέπει να επισημανθεί ότι Τετελεσμένο είναι το έγκλημα της παραβίασης μέτρων που έχει διατάξει ο νόμος ή η αρμόδια κατά νόμο καθ’ ύλην και κατά τόπον αρχή, για να αποτραπεί η εισβολή ή η διάδοση μεταδοτικής ασθένειας, όταν προκύψει στον υλικό κόσμο η παραβίαση και μόνο, αδιάφορο αν στη συνέχεια επήλθε ο παραπάνω κίνδυνος εισβολής ή διάδοσης μεταδοτικής ασθένειας. Δεν είναι δηλαδή αναγκαία η επέλευση του ως άνω αποτελέσματος διάδοσης και ασθένειας, γι' αυτό και δεν χωρεί στάδιο απόπειρας.

Αν επέλθει το αποτέλεσμα της μετάδοσης ασθένειας σε ζώα ή σε άνθρωπο, τελείται κακουργηματική πράξη (παρ. 2) και αν επέλθει θάνατος ανθρώπου ή μεγάλου αριθμού ανθρώπων τελείται βαρύτερο κακούργημα, με διαφοροποίηση της απειλούμενης ποινής (παρ. 3).

Απόστολος Δημ. Δόκος

Δικηγόρος-Οικονομολόγος

Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ - Ερμηνεία Κατ΄άρθρο - 5η έκδοση
Ένδικη προστασία για ακίνητο φερόμενο ως "άγνωστου" ιδιοκτήτη - Β έκδοση, Βιβλιοθήκη Δικαίου Κτηματολογίου Νο 19 -

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ

ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΤΣΙΛΙΓΓΕΡΙΔΟΥ