Νομιμοποιείται ο υπερθεματιστής να ζητήσει ακύρωση του πλειστηριασμού;
03/10/2024
13/10/2024
Με το Ν. 4472/2018 καταργήθηκε ο φυσικός πλειστηριασμός και εισήχθη στην ελληνική πραγματικότητα ο θεσμός των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών.
Πάρα τα πλείστα θετικά, που μπορούν να πιστωθούν στην εν λόγω διαδικασία, αυτή ελλοχεύει και σημαντικούς κίνδυνους για τον υπερθεματιστή, καθώς δε δύναται ευχερώς να επισκοπήσει το ακίνητο και να ελέγξει τα νομικά ελαττώματα του ακίνητου, που εκπληστηριάσθηκε.
Προς τούτο, είναι καταλυτική η συνδρομή ενός εξειδικευμένου στα ανωτέρω ζητήματα νομικού συμβούλου, έτσι ώστε να αποφευχθούν οι «παγίδες», που εγκυμονεί η εν λόγω διαδικασία.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το αρ. 1004 και 1005 ΚΠολΔ ο υπερθεματιστής υποχρεούται να καταβάλλει αμέσως μετά την κατακύρωση του ακίνητου σε αυτόν το πλειστηρίασμα, εκτός αν ο υπάλληλος του πλειστηριασμού επιτρέψει να καταβάλει το πέραν της εγγυοδοσίας οφειλόμενο πλειστηρίασμα ή μέρος του μέσα σε δεκαπέντε το αργότερο μέρες. Τούτο παρέπεται ότι ο υπερθεματιστής, προκειμένου να λάβει από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης, την οποία στη συνέχεια θα πρέπει να μεταγράψει, προκειμένου να αποκτήσει κυριότητα επί του πλειστηριασθέντος ακίνητου, θα πρέπει να προβεί σε πλήρη και σύννομη καταβολή του πλειστηριάσματος. Επομένως, ο υπερθεματιστής υποχρεούται σε προεξόφληση του «τιμήματος», έτσι ώστε να λάβει τίτλο κτήσης της κυριότητας του ακίνητου.
Η υποχρέωση του αυτή μάλιστα διατηρείται ακέραιη, ακόμα και εάν έλαβαν χώρα ελαττώματα ή πλημμέλειες κατά την διαδικασία του πλειστηριασμού. Ο ίδιος δε, δε δύναται να επικαλεσθεί τις ανωτέρω πλημμέλειες για να αρνηθεί την καταβολή του πλειστηριάσματος, αφού ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας δεν του παρέχει τέτοιο δικαίωμα.
Έτσι, δε δύναται να προτάξει την ένσταση μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος στηριζόμενος στην διάταξη του αρ. 374 ΑΚ, αλλά ούτε και να επικαλεσθεί αξίωση του από το αρ. 516 ΑΚ προκειμένου να αρνηθεί να καταβάλλει το πλειστηρίασμα, αφού νομιμοποιούμενο πρόσωπο για την άσκηση της ανακοπής του αρ. 933 ΚΠολΔ είναι ο οφειλέτης και οι δανειστές του.
Ο δε υπερθεματιστής αποκτά την ιδιότητα του δανειστή μόνο μετά την κατάθεση του πλειστηριάσματος κατά το αρ. 1005 ΚΠολΔ. Συνεπώς, ο υπερθεματιστής δύναται να περιέλθει σε ιδιαίτερα δυσμενή θέση, ενόψει του ότι δεν έχει δικονομική δυνατότητα να προτάξει τις απόψεις του επί του διενεργηθέντος πλειστηριασμού.
Προς αποσόβηση των ανωτέρω δυσμενών συνεπειών, υποστηρίχθηκε ότι ο κύκλος των νομιμοποιούμενων προσώπων για την άσκηση ανακοπής κατ’ αρ. 933 ΚΠολΔ δεν θα πρέπει να είναι περιοριστικός, περιλαμβάνοντας ούτω και τον υπερθεματιστή, ενόψει του ότι σε διαφορετική περίπτωση θίγεται το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμά του σε δικαστική προστασία (αρ. 20Σ). Σε κάθε περίπτωση, ο υπερθεματιστής δύναται να επικαλεσθεί δικαστικά τα ως άνω νομικά ελαττώματα, στρεφόμενος εναντίον του οφειλέτη, ασκώντας την ανακοπή του αρ. 583 ΚΠολΔ με αίτημα την ακύρωση του πλειστηριασμού.
Ακόμη όμως και σε αυτή την περίπτωση δεν είναι δυνατή η αναστολή της υποχρέωσης του σε καταβολή του πλειστηριάσματος. Μόνον μετά την έκδοση σχετικής απόφασης επί της ανακοπής του, δύναται να ασκήσει τα δικαιώματα που του παρέχονται από τις διατάξεις των άρθρ. 514-516, 382 του ΑΚ, τα οποία ρυθμίζουν την ευθύνη του πωλητή για νομικά ελαττώματα του πωλούμενου πράγματος εναντίον του οφειλέτη ή να ασκήσει τις αξιώσεις του από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό εναντίον όποιου ενέχεται προς απόδοσή του κατά τις διατάξεις των άρθρ. 904-913 του ΑΚ.