logo-print

Αντισυνταγματική η επιβολή τέλους δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές (ΠΠρΘεσ 5352/2020)

Αντισυνταγματική κρίθηκε η επιβολή τέλους δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές - Υπ’ αριθμ. 5352/2020 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης με Πληρεξούσιο Δικηγόρο τον Νικόλαο Διαλυνά

15/06/2020

14/10/2020

Κατόπιν ασκήσεως αγωγής ιατρικής αμέλειας με αίτημα καταβολής αποζημίωσης λόγω ηθικής βλάβης που υπέστην η ενάγουσα συνεπεία αμελών, παράνομων κι αξιόποινων πράξεων και παραλείψεων των υπευθύνων ιατρών, εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 5352/2020 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (Τακτική Διαδικασία), η οποία κρίνει αντισυνταγματική την επιβολή τέλους δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές.

Το δικαστήριο αποφάνθηκε σχετικά με την αντισυνταγματικότητα της καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές αρμοδιότητας Πολυμελούς Πρωτοδικείου, όπως νομοθετήθηκε με το άρθρο 42 παρ.1 ν. 4640/2019, μετά από σχετική δήλωση και ένσταση περί αντισυνταγματικότητας που υπέβαλε στο ακροατήριο ο Πληρεξούσιος Δικηγόρος της ενάγουσας, Νικόλαος Διαλυνάς, ο οποίος προσκόμισε κατά την συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης την από 24-02-2020 γνωμοδότηση των καθηγητών, κ. Δρόσου, κ. Βλαχόπουλου και κ. Δελλή. Κύρια θέση του Πληρεξούσιου Δικηγόρου της ενάγουσας, Νικολάου Διαλυνά, είναι ότι η εν λόγω διάταξη πάσχει αντισυνταγματικότητας και αντίκειται στην ΕΣΔΑ, καθώς παραβιάζει κατάφωρα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας των πολιτών κατά το άρθρο 20 του Συντάγματος.

Σημειώνεται ότι κατά την ίδια δικάσιμο ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, συζητούνταν έτερη ιατρική αγωγή αποζημίωσης λόγω ηθικής βλάβης και αναπηρίας, στην οποία Πληρεξούσιος Δικηγόρος του εκεί ενάγοντος ετύγχανε ο κ. Διαλυνάς Νικόλαος, όπου δήλωσε τα αυτά.

Συγκεκριμένα, η υπ’ αριθμ. 5352/2020 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (Τακτική Διαδικασία), δέχεται μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:

«ΙΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 42 του ν. 4640/2019 ορίζεται ότι «Η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του ν.δ. 1544/1942 (Α' 189), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 70 ου ν. 3994/2011 (Α' 165), το άρθρο 21 του ν. 4055/2012 (Α' 51) και το άρθρο 33 του ν. 4446/2016 (Α' 240) ,αντικαθίσταται ως εξής: «3. Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΠΝ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές αγωγές για όλες τις διαφορές που υπάγονται στην καθ' ύλην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων και των μονομελών πρωτοδικείων , καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού.». 2. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές, για τις οποίες η πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο διενεργείται μετά την 1η Ιανουαρίου 2020, καθώς και στις αγωγές που έχουν ασκηθεί ως καταψηφιστικές πριν από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εφόσον έχουν ήδη μετατραπεί ή μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά τη δημοσίευσή του και εισαχθούν σε πρώτη συζήτηση μετά την ως άνω ημερομηνία.». Εκ της διατάξεως αυτής καθίσταται σαφές ότι στις εκκρεμείς ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου αναγνωριστικές αγωγές, είτε αυτές ασκήθηκαν εξ αρχής ως αναγνωριστικές είτε ως καταψηφιστικές, που ετράπησαν ακολούθως σε αναγνωριστικές και εισήχθησαν προς συζήτηση μετά την 1η/1/2020, απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου κατ' άρθ. 2 του ν. ΓΠΝ/1912. Η ως άνω διάταξη, υποχρεώνοντας τον διάδικο που άσκησε μία καταψηφιστική αγωγή προ της έναρξης ισχύος του ν. 4640/2019 και την έτρεψε , ολικά ή εν μέρει, σε αναγνωριστική κατά τη συζήτησή της που έλαβε χώρα μετά την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου, ουσιαστικά εισάγει αναδρομική επιβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, η οποία όμως δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής, ως αντίθετη στα άρθρα 4 και 20 του Συντάγματος, διότι αφενός εισάγει άνιση μεταχείριση μεταξύ εκείνων που επέλεξαν να ασκήσουν εξαρχής αναγνωριστική αγωγή και όσων άσκησαν καταψηφιστική αγωγή με πρόθεση, εκμεταλλευόμενοι τη δυνατότητα που τους παρείχε ο νόμος, να την τρέψουν εγκαίρως σε αναγνωριστική, αφετέρου δυσχεραίνει το δικαίωμα τους σε έννομη προστασία, καθώς τους επιβαρύνει αιφνιδιαστικά (ήτοι με νόμο που θεσπίστηκε μετά την άσκηση της αγωγής τους) με επιπλέον δικαστικά έξοδα (βλ. για τα ανωτέρω ΠΠρΑθ 2554/2014, ΕλλΔνη 2015, σελ 882, ΠΠρΝαυπλ 150/2013 ΕλλΔνη 2013, σελ 542). Εξάλλου, η υιοθέτηση αυτής της λύσης αντιβαίνει ευθέως στον πάγιο νομολογιακό κανόνα ότι η τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό συνιστά μερική παραίτηση από το αίτημα της αγωγής, η οποία καταλύει αναδρομικά την αγωγή ως διαδικαστική πράξη (ΟλΑΠ 13/1994, ΑΠ 1418/2018 σε ΝΟΜΟΣ). (…) Η ενάγουσα με τις ένδικες προτάσεις αφενός έτρεψε το σύνολο του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε εντόκως αναγνωριστικό και ακολούθως κατά τη συζήτηση της αγωγής, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, περιόρισε το ύψος του αιτήματος από 500.000 ευρώ σε 100.000 ευρώ. Ακολούθως, μετά τον ως άνω περιορισμό και την τροπή του αιτήματος σε αναγνωριστικό, που συνεφέλκεται και την παραίτηση από το αίτημα κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, ζητά να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν εις ολόκληρον έκαστος να της καταβάλουν το ποσό των 100.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι εξοφλήσεως και να καταδικασθούν στη δικαστική της δαπάνη. (…) Πρέπει επομένως να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, καθώς μετά την τροπή του αιτήματος από καταψηφιστικό σε εντόκως αναγνωριστικό, δεν οφείλεται πλέον τέλος δικαστικού ενσήμου, μη εφαρμοζομένης της διάταξης του άρθρου 42 v.4640/2019, κατά τα άνωθι εκτιθέμενα στη μείζονα πρόταση, ως αντίθετης προς το Σύνταγμα, αφού η αγωγή ασκήθηκε πριν τη θέση σε ισχύ της ως άνω διάταξης και η αναδρομική επιβολή τέλους δικαστικού ενσήμου σε εκκρεμή δικαστική υπόθεση προσβάλλει υπέρμετρα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας και αντίκειται στην αρχή της ισότητας, κατά τα άνωθι εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο ΙΙΙ μείζονα πρόταση.».

Αριθμός απόφασης: 5352/2020 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (Τακτική Διαδικασία)

Σύνθεση του Δικαστηρίου:

Πρόεδρος: ΑΝΝΑ ΤΣΟΡΜΠΑ

Πρωτοδίκης: ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ

Πρωτοδίκης-Εισηγητής: ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΡΟΔΗΜΟΣ (σημειώνεται ότι ο κ. Εισηγητής τυγχάνει Αναπληρωτής Υπεύθυνος Οικονομικής Διαχείρισης του Δ.Σ. της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων)

Πληρεξούσιος Δικηγόρος της ενάγουσας: Διαλυνάς Νικόλαος ΑΜΔΣΘ 1529

Παρατίθενται κατωτέρω τα πρακτικά συζητήσεως, κατόπιν της οποίας εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 5352/2020 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (Τακτική Διαδικασία):

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ

Πρακτικά του Πολυμελούς ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Διαδικασία: ΝΕΑ ΤΑΚΤΙΚΗ ΠΟΛΥΜΕΛΟΥΣ

Συνεδρίαση της 3-2-2020

Πινάκιο: …..

ΣΥΝΘΕΣΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Πρόεδρος: ΑΝΝΑ ΤΣΟΡΜΠΑ

Πρωτοδίκης: ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ

Πρωτοδίκης-Εισηγητής: ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΡΟΔΗΜΟΣ

Γραμματέας: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑ ΜΠΑΖΙΑΚΟΥ

ΔΙΑΔΙΚΟΙ

ΕΝΑΓΟΥΣΑ

… του …, κάτοικος …, που παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου του δικηγόρου με στοιχεία: ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΔΙΑΛΥΝΑΣ με Α.Μ. 1529 του Δ.Σ. Θεσσαλονίκης.

ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΙ

1)…, κάτοικος …, που παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου του δικηγόρου με στοιχεία: … με Α.Μ. … του Δ.Σ. Θεσσαλονίκης

2)Η Ανώνυμη Εταιρεία με την επωνυμία «…», που εδρεύει στο … και διατηρεί υποκατάστημα με την επωνυμία «….», που εδρεύει στην…, νομίμως εκπροσωπούμενη, που παραστάθηκε διά των προτάσεων του πληρεξουσίου της δικηγόρου με στοιχεία: … με Α.Μ. … του Δ.Σ. Θεσσαλονίκης.

ΕΚΘΕΣΗ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ

Η συνεδρίαση έγινε δημόσια στο ακροατήριό του.

Η Πρόεδρος, η οποία είχε τη διεύθυνση της συζητήσεως, εκφώνησε την υπόθεση από τη σειρά του πινακίου και οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται παραπάνω.

Αντικείμενο της συζήτησης είναι η με αριθμό κατάθεσης …. αγωγή, η οποία συζητείται και χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, εφόσον προκατέθεσαν προτάσεις (άρθρα 237 §§ 1, 2 και 260 § 2 ΚΠολΔ).

Η τήρηση των πρακτικών της συζήτησης της υπόθεσης έγινε με φωνοληψία (άρθρο 256 § 1 και § 3 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το Π.Δ. 326/2001).

Η φωνοληπτική τήρηση των πρακτικών έγινε από την Γραμματέα του Δικαστηρίου και υπό τις οδηγίες της Προέδρου, που διευθύνει τη συζήτηση, με μαγνητοφώνηση.

Το απομαγνητοφωνημένο κείμενο εκτυπώθηκε και ενσωματώνεται στην παρούσα έκθεση πρακτικών όπως ακολουθεί:

- Υπ.αριθμόν ...

- Υπ'αριθμόν ... .

- Παρίσταται διά Νικολάου Διαλυνά, ΑΜ 1529, κυρία Πρόεδρε. Θέλω να περιορίσω το αναγνωριστικό αίτημα αναγκαστικά, λόγω του αντισυνταγματικού και επαίσχυντου Νόμου, από 500.000 σε 100.000 παραιτούμενος του υπολοίπου. Θέλω να σας καταθέσω την δήλωση μαζί με το παράβολο.

- Ωραία.

- Είναι της ντροπής το παράβολο.

- Είχατε καταθέσει προτάσεις.

- Να σας το δώσω κ.Πρόεδρε, τώρα; Νομίζω τώρα δεν πρέπει;

- Δώστε το. Στο μικρόφωνο τώρα που ήρθατε πέστε και το Α.Μ. Σας.

- Είπα 1529.

- Δεν το άκουσα εγώ όμως. Είχατε καταθέσει προτάσεις. …, ….

- Παρίσταται δια …, ΑΜ ...

- Για αμφότερους;

- Όχι, για τον κύριο…..

- Έχετε καταθέσει προτάσεις έτσι κι αλλιώς... .., έχει καταθέσει προτάσεις βλέπω. Συζητείται. Για συνεκδίκαση, θα το πούμε με την απόφαση.

Το Δικαστήριο κήρυξε τη λήξη της συζητήσεως και επιφυλάχθηκε να αποφασίσει.

Η Πρόεδρος Η Γραμματέας

Το κείμενο της αποφάσεως έχει κατ’ αντιγραφήν ως ακολούθως:

ΑΠΟΦΑΣΗ: 5352 /2020

(Αριθμός κατάθεσης κύριας αγωγής: 14672/12262/24.07.2019) (αριθμός κατάθεσης ανακοίνωσης δίκης-προσεπίκλησης σε αναγκαστική

παρέμβαση - παρεμπίπτουσας αγωγής 20388/16938/23.10,2019

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Άννα Τσόρμπα, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Ιωάννη Αγγελόπουλο, Πρωτοδίκη και Παντελή Μποροδήμο, Πρωτοδίκη - Εισηγητή και από τη Γραμματέα Κωνσταντία Μπαζιάκου.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στη Θεσσαλονίκη την 3η Φεβρουαρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α' (κύρια αγωγή- πιν…) ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: ….. του … και της …, κατοίκου …, οδός … . αρ. .., …, Α.Φ.Μ. …, Δ.Ο.Υ. …., που παραστάθηκε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και προκατέθεσε προτάσεις δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Νικολάου Διαλυνά, Α.Μ.Δ.Σ.Θ. 1529, δυνάμει της από 28.11.2019 έγγραφης εξουσιοδότησης, θεωρημένης για το γνήσιο της υπογραφής , ενώ προκαταβλήθηκε και η αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου (βλ. υπ•’ αριθ. .. και … γραμμάτια προείσπραξης) και

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1. … … του .., κατοίκου .. , οδός ..… αρ. .., Α.Φ.Μ. …, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του .. ., Α.Μ. Δ.Σ.Θ. .., που προκατέθεσε προτάσεις δυνάμει της από 28.11.2019 έγγραφης εξουσιοδότησης, θεωρημένης για το γνήσιο της υπογραφής , ενώ προκαταβλήθηκε και η αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου (βλ. υπ' αριθ. …γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών) ,

2. Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «… ...» που εδρεύει στο …, οδός … αρ. .. και εκπροσωπείται νόμιμα, Α.Φ.Μ. …, που προκατέθεσε προτάσεις δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της .. .., Α.Μ. Δ.Σ.Θ. .., δυνάμει του υπ• αριθ. ..πληρεξουσίου της συμβολαιογράφου Αθηνών .. ., ενώ προκαταβλήθηκε και η αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου (βλ. υπ’ αριθ. .. γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών).

Β’ (ανακοίνωσης δίκης - προσεπίκλησης σε αναγκαστική παρέμβαση-παρεμπίπτουσας αγωγής πιν. ..):Του ΑΝΑΚΟΙΝΟΥΝΤΟΣ ­ ΠΡΟΣΕΠΙΚΑΛΟΥΝΤΟΣ ΣΕ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ - ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΣ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: … . του …, κατοίκου .., οδός ..αρ. .., Α.Φ.Μ. …, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του … .., Α.Μ. Δ.Σ.Θ. …, που προκατέθεσε προτάσεις δυνάμει της από ..έγγραφης εξουσιοδότησης, θεωρημένης για το γνήσιο της υπογραφής, ενώ προκαταβλήθηκε και η αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου (βλ. υπ’ αριθ. … και … γραμμάτια προκαταβολής εισφορών)

ΚΑΘΉΣ Η ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ- ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ ΣΕ ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ - ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗ: Η ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία …. που εδρεύει στην …, επί των οδών …αρ…. και …, Α.Φ.Μ. …., Δ.Ο.Υ. …. και εκπροσωπείται νόμιμα, που προκατέθεσε προτάσεις δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της . …, Α.Μ. Δ.Σ.Θ. .., δυνάμει της από … έγγραφης εξουσιοδότησης και του ο … πρακτικό του Δ.Σ. της καθής, ενώ προκαταβλήθηκε και η αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου (βλ. υπ αριθ….γραμμάτια προκαταβολής εισφορών).

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ δημόσια συζήτηση της υπόθεσης, η οποία ορίστηκε δυνάμει της 30.12.2019 πράξης ορισμού δικασίμου και σύνθεσης της Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται παραπάνω.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Στο παρόν Δικαστήριο εισάγονται προς συζήτηση η με αριθμό κατάθεσης ….. κύρια αγωγή και η με αριθμό κατάθεσης …. ανακοίνωση δίκης - προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση - παρεμπίπτουσα αγωγή οι οποίες πρέπει, κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 31 § 1, 246 και 285 εδ. α ΚΠολΔ, να συνεκδικαστούν, καθώς έχουν σχέση κυρίου και παρεπομένου, υπάγονται στην αυτή (τακτική) διαδικασία και επιπροσθέτως διότι με τον τρόπο αυτό επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης με ταυτόχρονη μείωση των εξόδων.

Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299, 330 εδ. β', 914 και 932 ΑΚ προκύπτει ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται οπωσδήποτε παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί και η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιικής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρέωσης για τη λήψη ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει όταν, εξαιτίας της παράλειψης του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια, που αν κατέβαλλε, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητας του, θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επέλευσης του, ήλπισε όμως ότι θα το αποφύγει. Ειδικότερα δε σε περίπτωση ιατρικής αμέλειας, αιτιώδης συνάφεια υφίσταται, όταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής, η παράνομη πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια του ιατρού, κατά τον χρόνο και με τους όρους που έγινε, ήταν επαρκώς ικανή (πρόσφορη) κατ' αντικειμενική πρόγνωση και σύμφωνα με τη συνήθη πορεία των πραγμάτων -χωρίς τη μεσολάβηση άλλων άσχετων ή ασυνήθιστων και έκτακτων περιστατικών- να επιφέρει ζημία . Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό πως για την κατάφαση ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου υιοθετείται η θεωρία της πρόσφορης αιτιότητας (ΑΠ 974/2014, ΑΠ 1693/2013, ΣτΕ 424/2012, ΣτΕ 1219/2012 σε τράπεζα νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Πρέπει δε να αναφερθεί ότι δεν αποκλείεται η ύπαρξη του αιτιώδους συνδέσμου από το γεγονός ότι στο αποτέλεσμα συντέλεσε και συνυπαιτιότητα του βλαβέντος, πράξη τρίτου ή η προδιάθεση του παθόντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος (ΑΠ 1360/2010 σε τράπεζα νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Η συνδρομή των ανωτέρω προϋποθέσεων θεμελιώνει και την αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού για ζημία, που προκαλείται από αυτόν κατά την παροχή των (ιατρικών) υπηρεσιών του (ΑΠ 1227/2007 σε τράπεζα νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, η ιατρική αμέλεια θεμελιώνεται στο άρθρο 24 του α.ν. 1565/1939 "περί Κωδικός ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος", που διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 47 του ΕισΝΑΚ, σύμφωνα με το οποίο ''Ο ιατρός οφείλει να παρέχει μετά ζήλου, ευσυνειδησίας και αφοσιώσεως την ιατρικήν αυτού συνδρομήν, συμφώνως προς τας θεμελιώδεις αρχάς της ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσης πείρας , τηρώντας τας ισχύουσας διατάξεις περί διαφυλάξεων της υγείας των ασθενών και προστασίας των υγιών", ήδη όμως και στις διατάξεις των άρθρων 2 § 3 εδ. α', 3 §§ 2 και 3 και 10 §§ 1 και 3 του ν. 3148/2005 (Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας) που εκσυγχρονίζουν και εξειδικεύουν πλέον το ζητούμενο πρότυπο της ορθής ιατρικής συμπεριφοράς, ορίζοντας ότι: «Το ιατρικό λειτούργημα ασκείται σύμφωνα με τους γενικά αποδεκτούς και ισχύοντες κανόνες της ιατρικής επιστήμης» (2 § 3 εδ. α'), «2. Ο ιατρός ενεργεί με βάση: α) την εκπαίδευση που του έχει παρασχεθεί κατά τη διάρκεια των προπτυχιακών του σπουδών, την άσκησή του για την απόκτηση τίτλου ιατρικής ειδικότητας και τη συνεχιζόμενη ιατρική του εκπαίδευση, β) την πείρα και τις δεξιότητες που αποκτά κατά την άσκηση της ιατρικής και γ) τους κανόνες της τεκμηριωμένης και βασισμένης σε ενδείξεις ιατρικής επιστήμης. 3. Ο ιατρός, κατά την άσκηση της ιατρικής, ενεργεί με πλήρη ελευθερία, στο πλαίσιο των γενικά αποδεκτών κανόνων και μεθόδων της ιατρικής επιστήμης, όπως αυτοί διαμορφώνονται με βάση τα αποτελέσματα της εφαρμοσμένης σύγχρονης επιστημονικής έρευνας. Έχει δικαίωμα για επιλογή μεθόδου θεραπείας, την οποία κρίνει ότι υπερτερεί σημαντικά έναντι άλλης, για τον συγκεκριμένο ασθενή, με βάση τους σύγχρονους κανόνες της ιατρικής επιστήμης , και παραλείπει τη χρήση μεθόδων που δεν έχουν επαρκή επιστημονική τεκμηρίωση» (3 §§ 2 και 3), «1. Η άσκηση της ιατρικής γίνεται σύμφωνα με τους γενικά παραδεκτούς κανόνες της ιατρικής επιστήμης. Ο ιατρός έχει υποχρέωση συνεχιζόμενης δια βίου εκπαίδευσης και ενημέρωσης σχετικά με τις εξελίξεις της ιατρικής επιστήμης και της ειδικότητάς του.... 3. Ο ιατρός οφείλει να αναγνωρίζει τα όρια των επαγγελματικών του ικανοτήτων και να συμβουλεύεται τους συναδέλφους του (10 §§ 1 και 3). Από τη διάταξη του άρθρου 24 του α.ν. 1565/1939, σε συνδυασμό με τις λοιπές που προαναφέρθηκαν προκύπτει ότι ο ιατρός ευθύνεται σε αποζημίωση για τη ζημία που έπαθε ο ασθενής πελάτης του από κάθε αμέλεια του, ακόμη και ελαφρά, εάν κατά την εκτέλεση των ιατρικών καθηκόντων του παρέβη την υποχρέωση επιμελείας του να ενεργήσει σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης. Αντιθέτως, δεν φέρει καμιά ευθύνη αν ενήργησε σύμφωνα με τους πιο πάνω κανόνες (lege artis), και ειδικότερα, όπως θα ενεργούσε κάτω από τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις και έχοντας στη διάθεση του τα ίδια μέσα ένας μέσος, συνετός και επιμελής ιατρός (ΑΠ 1693/2013, ΑΠ 1009/2013, ΑΠ 1444/2012 σε τράπεζα νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 424/2012 ΧρΙΔ 2012. 587). Ιδιαίτερα θα ληφθεί υπόψη η συνδρομή ειδικότητας στο πρόσωπο του ιατρού, η οποία αποτελεί και το λόγο βαρύτερης ευθύνης του ειδικού (specialiste), αφού η προσφυγή στις υπηρεσίες του, με βαρύτερη οικονομική επιβάρυνση συνήθως του ασθενούς, γίνεται ακριβώς λόγω της ειδικότητάς του αυτής (ΕφΑθ 4964/2008, ΕφΑθ 2384/2005, ΕφΑθ 4495/2002 σε τράπεζα νομικών πληροφοριών Νόμος). Εξάλλου, η αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού για ζημία, που προκάλεσε σε ασθενής κατά την παροχή σε αυτόν των ιατρικών υπηρεσιών του, εμπίπτει και στη ρυθμιστική εμβέλεια του άρθρου 8 του Ν.2251/1994 «για την προστασία των καταναλωτών», που καθιερώνει νόθο αντικειμενική ευθύνη για τον υπαίτιο ιατρό, αφού και αυτός παρέχει τις ιατρικές υπηρεσίες του κατά τρόπο ανεξάρτητο, δηλαδή δεν υπόκειται σε συγκεκριμένες υποδείξεις ή οδηγίες του ασθενούς, αλλά έχει την πρωτοβουλία και την ευχέρεια να προσδιορίζει ο ίδιος τον τρόπο της παροχής των υπηρεσιών του (ΑΠ 427/2015, ΑΠ 867/2013, ΑΠ 424/2012, ΑΠ 1227/2007 σε τράπεζα νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Ενόψει δε της καθιερούμεvης, συναφώς, νόθου αντικειμενικής ευθύνης, με την έννοια της αντιστροφής του βάρους αποδείξεως τόσο ως προς την υπαιτιότητα όσο και ως προς την παρανομία, ο ζημιωθείς φέρει το βάρος να αποδείξει την παροχή των υπηρεσιών, τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την εν γένει παροχή των υπηρεσιών, όχι όμως και τη συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη, που επέφερε το ζημιογόνο αποτέλεσμα, ενώ ο παρέχων τις υπηρεσίες ιατρός, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη, πρέπει να αποδείξει είτε την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξεως του, είτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με την παράνομη και υπαίτια πράξη του, είτε τη συνδρομή κάποιου λόγου επαγόμενου την άρση ή τη μείωση της ευθύνης του (ΑΠ 1067/2015, ΑΠ 974/2014, ΑΠ 657/2014, ΑΠ 726/2012 σε τράπεζα νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, η ιατρική αμέλεια μπορεί να εμφανίζεται υπό τις εξής μορφές: α) Ως εσφαλμένη διάγνωση ή μη διάγνωση μιας νόσου, λόγω μη συμμόρφωσης προς τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, η οποία έχει ως συνέπεια τη μη αντίληψη και μη κοινοποίηση του κινδύνου, που απειλεί το έννομο αγαθό της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας και υγείας (ως επί το πλείστον η ορθή διάγνωση προϋποθέτει τη λήψη του ιστορικού του ασθενούς, εξέταση του, εργαστηριακές εξετάσεις, ακτινογραφίες και συμβουλή άλλων ιατρών). β) Ως εσφαλμένη - πλημμελής θεραπευτική αγωγή (φαρμακευτική, διαιτητική, εγχειρητική κλπ.), διαδικασία δηλαδή που αποσκοπεί στην ίαση του ασθενούς κατά τρόπο που παρακάμπτει τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης (π.χ. μετάγγιση αίματος χωρίς έλεγχο της συμβατότητας των ομάδων αίματος, εγκατάλειψη εργαλείων ή άλλων αντικειμένων στο σώμα του ασθενούς μετά την εγχείρηση, μη έγκαιρη επέμβαση, χορήγηση υπερβολικής δόσης φαρμάκου). Δηλαδή, η αμέλεια του ιατρού μπορεί να θεμελιωθεί σε σφάλμα περί την εκλογή της θεραπείας, λόγω της οποίας και επέρχεται κακό στον ασθενή, είτε αυτό οφείλεται σε άγνοια της προσήκουσας για την περίπτωση θεραπείας ή γενικά ενέργειας, είτε σε επιλογή μεθόδου και θεραπείας που κατά τις γενικά κρατούσες αρχές της ιατρικής επιστήμης δεν ήταν ενδεδειγμένες για τη συγκεκριμένη περίπτωση. γ) Ως μη παραπομπή του ασθενούς σε ειδικό θάλαμο και η ανάληψη της διεξαγωγής ενός διαγνωστικού ή θεραπευτικού εγχειρήματος, χωρίς να υπάρχουν οι απαραίτητες ειδικές γνώσεις και ικανότητες ή τα κατάλληλα διαγνωστικά μέσα. δ) Ως μη εκπλήρωση καθήκοντος ιατρικής μέριμνας και επιμέλειας (πρβλ. ΑΠ 2368/2005 ΠοινΔικ 2006.664, ΑΠ 1569/2003 ΠοινΔικ 2004.227, βλ. ΕφΑΘ 4964/2008 ΝοΒ 2009.523).

ΙΙ. Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, προκύπτει ότι σε περίπτωση πρόκλησης σωματικής βλάβης προσώπου από αδικοπρακτική συμπεριφορά του προστηθέντος, η ευθύνη του προστήσαντος προς αποκατάσταση της ζημίας και της τυχόν ηθικής βλάβης του πιο πάνω προσώπου προϋποθέτει: α) σχέση πρόστησης , β) παράνομη και υπαίτια (άρα και αμελή) συμπεριφορά του προστηθέντος, τελούσα σε πρόσφορο αιτιώδη σύνδεσμο με την επέλευση της βλάβης και γ) εσωτερική αιτιώδη σχέση μεταξύ της εν λόγω συμπεριφοράς και της εκτέλεσης της ανατεθειμένης στον προστηθέντα υπηρεσίας. Σχέση πρόστησης υπάρχει όταν, στο πλαίσιο υφισταμένης μεταξύ δύο προσώπων (φυσικών ή νομικών) δικαιοπρακτικής ή οποιασδήποτε άλλης βιοτικής σχέσης, διαρκούς ή ευκαιριακής, το ένα από τα πρόσωπα αυτά (προστήσας) αναθέτει στο άλλο (προστηθέντα), με ή χωρίς αμοιβή, την εκτέλεση ορισμένης υπηρεσίας, υλικής ή νομικής φύσης, η οποία αποβλέπει σε διεκπεραίωση υποθέσεων και γενικότερα στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών, οικονομικών ή άλλων συμφερόντων του πρώτου και κατά την οποία ο δεύτερος υπόκειται στον έλεγχο ή έστω στις γενικές οδηγίες και εντολές ή μόνο στην επίβλεψη του πρώτου. Έτσι, πρόστηση μπορεί να υπάρχει και σε περίπτωση σύμβασης παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών. Πάντως, όταν η εκτέλεση μιας υπηρεσίας έχει ανατεθεί σε πρόσωπα με εξειδικευμένες επιστημονικές ή τεχνικές γνώσεις, ο άνω έλεγχος δεν είναι απαραίτητο να εκτείνεται στον τρόπο εργασίας των εν λόγω προσώπων, ως προς τον οποίο άλλωστε ο κύριος της υπόθεσης , ελλείψει των σχετικών γνώσεων, δεν είναι σε θέση να τα ελέγξει, αλλά μπορεί και αρκεί (ο έλεγχος) να αφορά στην παροχή οδηγιών, έστω και γενικού περιεχομένου, ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τους λοιπούς όρους εργασίας των ειδικευμένων προσώπων. Ειδικότερα, στην περίπτωση νοσηλείας ασθενούς από ιατρό σε ιδιωτική κλινική ή άλλο ιατρικό κέντρο αρκεί, για τον χαρακτηρισμό τους ως προστήσαντες, η εκ μέρους τους παροχή γενικών μόνο οδηγιών στον ιατρό ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τους όρους εργασίας του τελευταίου . Και τούτο, γιατί η παροχή ειδικών οδηγιών στον ιατρό για τον τρόπο διενέργειας των ιατρικών πράξεων (διαγνωστικών ή θεραπευτικών) δεν είναι δυνατή, αφού, όπως προκύπτει από το άρθρο 24 ΑΝ 156511939, ο ιατρός είναι υποχρεωμένος, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων το να ενεργήσει όχι σύμφωνα με τις τυχόν αυτές οδηγίες, αλλά σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης, ήτοι τα διδάγματα της εν λόγω επιστήμης και την αποκτηθείσα συναφώς ειδική πείρα (ΑΠ 1988/2013, ΑΠ 687/2013 σε τράπεζα νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Επομένως, αν από αμελή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του συμπεριφορά του προστηθέντος ιατρού επήλθε η σωματική βλάβη προσώπου νοσηλευομένου σε ιδιωτική κλινική, η προστήσασα τον ιατρό κλινική ευθύνεται για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας και της ηθικής βλάβης που υπέστη το πιο πάνω πρόσωπο. Πρόκειται για γνήσια αντικειμενική ευθύνη, δικαιολογητικό λόγο της οποίας αποτελεί το γεγονός ότι ο προστήσας ωφελείται από τις υπηρεσίες του προστηθέντος, διευρύνοντας το πεδίο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας και ως εκ τούτου είναι εύλογο να φέρει την ευθύνη για τους κινδύνους που προκύπτουν από τη δραστηριότητα του προστηθέντος (ΑΠ 687/2013 ό.π., ΑΠ 1226/2007 Χρ/Δ 2008. 324). Το πρόβλημα εμφανίζεται οξύτερο, όταν η σχέση του ιατρού με κλινική ή με νοσηλευτικό ίδρυμα είναι χαλαρή υπό τη μορφή της ελεύθερης συνεργασίας μεταξύ τους, σύμφωνα με την οποία ο ιατρός επιμελείται τη νοσηλεία και συνήθως τη διενέργεια χειρουργικής επέμβασης ή τοκετού σε κλινική ή ίδρυμα που διαθέτει την απαραίτητη επιστημονική και υλικοτεχνική υποδομή (εγκαταστάσεις, φάρμακα, μηχανήματα, εργαλεία, κ.λπ.) και το κατώτερο μη ιατρικό ή παραϊατρικό προσωπικό που θέτει στη διάθεση του ιατρού έναντι αμοιβής που εισπράττει κατευθείαν από τον πελάτη ασθενή, ασχέτως της αμοιβής του ιατρού που καταβάλλεται από τον τελευταίο απευθείας σε αυτόν. Η σχέση αυτή είναι συνηθισμένη στις συναλλαγές και αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση τόσο του ιατρού, που με τον τρόπο αυτό χρησιμοποιεί κερδοφόρα τις υπηρεσίες της κλινικής ή του ιδρύματος, όσο και των τελευταίων που με τη συνδρομή των ιατρών εξασφαλίζουν πελατεία και αποκομίζουν κέρδη. Ο ιατρός εντάσσεται, βεβαίως, στο πρόγραμμα της κλινικής ή του ιδρύματος, το οποίο καθορίζει τον τόπο και χρόνο παροχής της ιατρικής συνδρομής από αυτόν, ο οποίος ενεργεί με ιδία πρωτοβουλία στο αμιγώς ιατρικό μέρος των καθηκόντων του. Ακόμη και όταν άλλος ιατρός προΐσταται της κλινικής, του νοσηλευτικού ιδρύματος ή ενός τμήματός του, πρέπει να γίνει δεκτό, ότι παρά την ανεξαρτησία του συνεργαζόμενου ιατρού σχετικά με την άσκηση των αμιγών ιατρικών του καθηκόντων, υπάρχει σχέση πρόστησης κατ' άρθρο 922 ΑΚ και επομένως συντρέχει ευθύνη του προσώπου που διατηρεί την κλινική ή το ίδρυμα, διότι και τότε η επαγγελματική δραστηριότητα του ιατρού εμπίπτει στον επιχειρηματικό κύκλο δράσης αυτού του προσώπου. Η άποψη αυτή είναι σύμφωνη με τον προαναφερόμενο δικαιολογητικό λόγο της ευθύνης του προστήσαντος. Επιπλέον, σύμφωνα με τη σύγχρονη αντίληψη των συναλλαγών, οι οποίες έχουν γίνει πολύπλοκες και για την επίτευξη ενός αποτελέσματος συχνά παρεμβάλλονται πρόσωπα περισσότερων ειδικοτήτων επιστημονικών ή τεχνικών γνώσεων, γίνεται ορθά δεκτό ότι οι οδηγίες του προστήσαντος δεν είναι ανάγκη να φθάνουν μέχρι το σημείο της παροχής λεπτομερειών ιδίως σε θέματα τεχνικής φύσης ή ακόμη και ότι δεν είναι απαραίτητο οι οδηγίες να αφορούν τον τόπο, χρόνο ή την τεχνική άσκηση της εργασίας του προστηθέντος, αλλά αρκεί μια χαλαρή έστω εξάρτηση του ιατρού από την κλινική για να προσδώσει σε αυτήν το χαρακτηρισμό της προστήσασας (Α. Τσαλαπόρτας, «Ιατρική αμέλεια και προβληματισμοί αναφορικά με την αντιμετώπιση της αστικής ιατρικής ευθύνης από τα πολιτικά δικαστήρια της Ελλάδος», σε Ερευνητικό Δίκτυο Α.Π.Θ. (επιμ.), Ιατρική Ευθύνη από Αμέλεια (Αστική - Ποινική) - Ειδικά Θέματα Ιατρικού Δικαίου, εκδ. 2013, σ. 13 - 14 και εκεί παραπομπές, όπως και ΠολΠρΑθ 260/2014 ΕλλΔνη 2014. 525).

ΙΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 42 του ν. 4640/2019 ορίζεται ότι «Η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του ν.δ. 1544/1942 (Α' 189), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 70 ου ν. 3994/2011 (Α' 165), το άρθρο 21 του ν. 4055/2012 (Α' 51) και το άρθρο 33 του ν. 4446/2016 (Α' 240) ,αντικαθίσταται ως εξής: «3. Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓΠΝ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές αγωγές για όλες τις διαφορές που υπάγονται στην καθ' ύλην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων και των μονομελών πρωτοδικείων , καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού.». 2. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές, για τις οποίες η πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο διενεργείται μετά την 1η Ιανουαρίου 2020, καθώς και στις αγωγές που έχουν ασκηθεί ως καταψηφιστικές πριν από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εφόσον έχουν ήδη μετατραπεί ή μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά τη δημοσίευσή του και εισαχθούν σε πρώτη συζήτηση μετά την ως άνω ημερομηνία.». Εκ της διατάξεως αυτής καθίσταται σαφές ότι στις εκκρεμείς ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου αναγνωριστικές αγωγές, είτε αυτές ασκήθηκαν εξ αρχής ως αναγνωριστικές είτε ως καταψηφιστικές, που ετράπησαν ακολούθως σε αναγνωριστικές και εισήχθησαν προς συζήτηση μετά την 1η/1/2020, απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου κατ' άρθ. 2 του ν. ΓΠΝ/1912. Η ως άνω διάταξη, υποχρεώνοντας τον διάδικο που άσκησε μία καταψηφιστική αγωγή προ της έναρξης ισχύος του ν. 4640/2019 και την έτρεψε , ολικά ή εν μέρει, σε αναγνωριστική κατά τη συζήτησή της που έλαβε χώρα μετά την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου, ουσιαστικά εισάγει αναδρομική επιβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, η οποία όμως δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής, ως αντίθετη στα άρθρα 4 και 20 του Συντάγματος, διότι αφενός εισάγει άνιση μεταχείριση μεταξύ εκείνων που επέλεξαν να ασκήσουν εξαρχής αναγνωριστική αγωγή και όσων άσκησαν καταψηφιστική αγωγή με πρόθεση, εκμεταλλευόμενοι τη δυνατότητα που τους παρείχε ο νόμος, να την τρέψουν εγκαίρως σε αναγνωριστική, αφετέρου δυσχεραίνει το δικαίωμα τους σε έννομη προστασία, καθώς τους επιβαρύνει αιφνιδιαστικά (ήτοι με νόμο που θεσπίστηκε μετά την άσκηση της αγωγής τους) με επιπλέον δικαστικά έξοδα (βλ. για τα ανωτέρω ΠΠρΑθ 2554/2014, ΕλλΔνη 2015, σελ 882, ΠΠρΝαυπλ 150/2013 ΕλλΔνη 2013, σελ 542). Εξάλλου, η υιοθέτηση αυτής της λύσης αντιβαίνει ευθέως στον πάγιο νομολογιακό κανόνα ότι η τροπή του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό συνιστά μερική παραίτηση από το αίτημα της αγωγής, η οποία καταλύει αναδρομικά την αγωγή ως διαδικαστική πράξη (ΟλΑΠ 13/1994, ΑΠ 1418/2018 σε ΝΟΜΟΣ). Με την ένδικη αγωγή της η ενάγουσα εκθέτει ότι τον Ιανουάριο του 2014 αντιλήφθηκε ότι είναι έγκυος και απευθύνθηκε στον πρώτο εναγόμενο, που είναι ιατρός- μαιευτήρας- γυναικολόγος- χειρουργός, ο οποίος ανέλαβε την ιατρική παρακολούθηση της πορείας της εγκυμοσύνης της. Ότι κατά τον ένατο μήνα της κύησης και συγκεκριμένα την 14.08.2014 εμφάνισε μυξώδες υγρό με πρόσμιξη αίματος και συσπάσεις της μήτρας και μετά από επικοινωνία με τον πρώτο εναγόμενο της συνέστησε να μεταβεί στις εγκαταστάσεις του υποκαταστήματος της δεύτερης εναγομένης στη … με το διακριτικό τίτλο «…», όπου μετά από εξέταση διαπίστωσε την ανάγκη πρόωρου τοκετού και εκτέλεσε μετά από επιθυμία της ενάγουσας καισαρική τομή. Ότι παρόλο που το βρέφος γεννήθηκε υγιές, η ίδια η ενάγουσα μετά τον τοκετό παρουσίασε αιμόρροια από τη μήτρα και ακολούθως διάχυτη ενδαγγειακή πήξη που προκλήθηκαν από κάκωση του ορθού κοιλιακού μυ της ενάγουσας που προκάλεσε ο πρώτος εναγόμενος, προστηθείς της δεύτερης εναγόμενης, χωρίς να το αντιληφθεί. Ότι εσφαλμένα ο πρώτος εναγόμενος διέγνωσε αντί της κάκωσης του κοιλιακού μυ, ατονία της μήτρας και για το λόγο αυτό δεν κατόρθωσε να σταματήσει την ακατάσχετη αιμορραγία επί έξι ώρες μετά την καισαρική τομή, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στην απόφαση να προχωρήσει σε υφολική υστερεκτομή, προκαλώντας στην ενάγουσα μη αναγκαίο ακρωτηριασμό οργάνου του σώματός της. Ότι ως αποτέλεσμα της ως άνω ιατρικής αντιμετώπισης η ενάγουσα εμφάνισε δευτεροπαθή θρομβοκυττάρωση την οποία δεν αξιολόγησε ο πρώτος εναγόμενος σε συνδυασμό με λεμφοίδημα κάτω άκρων που κατέδειξε η εξέταση triplex φλεβών. Ότι παρά ταύτα την 29.08.2014 ο πρώτος εναγόμενος, προστηθείς της δεύτερης της χορήγησε εξιτήριο, ενώ οι τιμές των αιμοπεταλίων της δεν ήταν φυσιολογικές και χωρίς να της συνταγογραφήσει αντιπηκτική αγωγή, γεγονός που επέτρεψε την αύξηση των αιμοπεταλίων σε επικίνδυνα επίπεδα και οδήγησε σε νοσηλεία της με αντιπηκτική αγωγή την 02.09.2014 στην αιματολογική κλινική του ….. «…», προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος θρομβωτικού επεισοδίου. Ότι από τις ως άνω αμελείς ενέργειες και παραλείψεις του πρώτου εναγομένου, προστηθέντος της δεύτερης εναγόμενης επιβαρύνθηκε σοβαρά η υγεία της ενάγουσας, απώλεσε τη δυνατότητα για δεύτερη τεκνοποίησης και τέθηκε σε άμεσο κίνδυνο η ζωή της. Ότι επιπλέον ταλαιπωρήθηκε σημαντικά κατά τις ημέρες μετά την εκτέλεση της καισαρικής τομής, έχοντας χάσει τη χαρά της φροντίδας των πρώτων ημερών της ζωής του βρέφους της και φοβούμενη για τη ζωή της. Ότι για τους λόγους αυτούς έχει υποστεί ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας δικαιούται εύλογη χρηματική ικανοποίηση. Η ενάγουσα με τις ένδικες προτάσεις αφενός έτρεψε το σύνολο του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε εντόκως αναγνωριστικό και ακολούθως κατά τη συζήτηση της αγωγής, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, περιόρισε το ύψος του αιτήματος από 500.000 ευρώ σε 100.000 ευρώ. Ακολούθως, μετά τον ως άνω περιορισμό και την τροπή του αιτήματος σε αναγνωριστικό, που συνεφέλκεται και την παραίτηση από το αίτημα κήρυξης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, ζητά να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι οφείλουν εις ολόκληρον έκαστος να της καταβάλουν το ποσό των 100.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι εξοφλήσεως και να καταδικασθούν στη δικαστική της δαπάνη. Με το περιεχόμενο αυτό και αιτήματα η ως άνω κύρια αγωγή παραδεκτά ασκήθηκε αφού κατατέθηκε την … και επιδόθηκε στους εναγόμενους αυθημερόν (βλ. υπ’αριθ. 6942Α και 6941Α … εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Εφετείου Θεσσαλονίκης …. και …/ … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Εφετείου Πειραιά ….), προσκομιζόμενες από την ενάγουσα), ήτοι εντός της προθεσμίας 30 ημερών κατά το άρθρο 215παρ.2 ΚΠολΔ και αρμοδίως εισάγεται για να δικασθεί στον παρόν Δικαστήριο, που είναι καθ'ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρο 18, 22, 25 παρ. 2 και 35 ΚΠολΔ) και είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330, 340, 345, 914, 922, 932 ΑΚ, 15, 28, 314 ΠΚ, 3 παρ. 2 και 3, 10 παρ. 1 και 3, 11 και 12 Ν. 3148/2005 (Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας) ως ισχύει, 8 Ν. 2251/1994 και 70, 176 ΚΠολΔ. Πρέπει επομένως να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, καθώς μετά την τροπή του αιτήματος από καταψηφιστικό σε εντόκως αναγνωριστικό, δεν οφείλεται πλέον τέλος δικαστικού ενσήμου, μη εφαρμοζομένης της διάταξης του άρθρου 42 v.4640/2019, κατά τα άνωθι εκτιθέμενα στη μείζονα πρόταση, ως αντίθετης προς το Σύνταγμα, αφού η αγωγή ασκήθηκε πριν τη θέση σε ισχύ της ως άνω διάταξης και η αναδρομική επιβολή τέλους δικαστικού ενσήμου σε εκκρεμή δικαστική υπόθεση προσβάλλει υπέρμετρα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας και αντίκειται στην αρχή της ισότητας, κατά τα άνωθι εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο ΙΙΙ μείζονα πρόταση.

IV. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 88 ΚΠολΔ, για τη νομιμότητα της προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή , πρέπει μεταξύ του προσεπικαλούντος και του προσεπικαλουμένου να υπάρχει , δυνάμει του νόμου ή της σύμβασης, έννομη σχέση, η οποία, σε περίπτωση ήττας του προσεπικαλούντος στην κύρια δίκη, του παρέχει το δικαίωμα αποζημίωσης κατά του προσεπικαλουμένου. Με την προσεπίκληση αυτή, μπορεί να ενωθεί και παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης, υπό την αίρεση ευδοκίμησης της κύριας αγωγής, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 69 παρ.1 εδ. ε ΚΠολΔ (ΑΠ 4/2010ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1012/1991 ΕλλΔνη 34.571). Ειδικότερα, ο ασφαλισμένος, που ενάγεται με αίτημα την επιδίκαση αποζημίωσης, λόγω πρόκλησης ζημιάς, δικαιούται να ασκήσει τα δικαιώματά του, που απορρέουν από την ασφαλιστική σύμβαση και με παρεμπίπτουσα αγωγή, εκδικαζόμενη κατά την ίδια διαδικασία με την κύρια αγωγή και μάλιστα πριν από την καταβολή της αποζημίωσης στον παθόντα, κατά τη διάταξη του άρθρου 69 παρ. 1 περ. ε ΚΠολΔ (ΠΠΘεσ/κης 24772/2010 ΧρΙΔ 2010.771). Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, 1 και 2 του v. 2496/1997 «περί ασφαλιστικής σύμβασης.», για το ορισμένο της αγωγής, με την οποία ζητείται η επιδίκαση ασφαλιστικής αποζημίωσης, διότι επήλθε ο ασφαλισθείς κίνδυνος, αρκεί η επίκληση της ασφαλιστικής σύμβασης κατά το περιεχόμενό της και δη των στοιχείων αυτής των προβλεπόμενων από τη διάταξη του άρθρου 1 του v. 2496/1997, ήτοι ως σύμβασης, δυνάμει της οποίας ο ασφαλιστής ανέλαβε έναντι ασφαλίστρου την υποχρέωση προς καταβολή του ασφαλίσματος σε περίπτωση επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης . Δεν είναι αναγκαίο να περιλαμβάνεται στην αγωγή αυτή και το ποσό του ασφαλίστρου, ούτε ο τρόπος και ο χρόνος καταβολής του, διότι δεν είναι από τα γεγονότα, που τη θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου. Η σύμβαση ασφάλισης, που αποτελεί τη βάση της, έχει συντελεσθεί και χωρίς την καταβολή του ασφαλίστρου, εφόσον δεν εξαρτήθηκε η κατάρτισή ή η έναρξη των αποτελεσμάτων της από την καταβολή τους, γεγονός, που, αν είχε συμφωνηθεί, πρέπει ειδικώς να προτείνεται. Επομένως, η παράλειψη της επίκλησης των γεγονότων τούτων δεν καθιστά την αγωγή αόριστη και ως εκ τούτου απαράδεκτη (ΑΠ 978/1996 ΕλλΔνη 39.823, ΕΘεσ/κης 1385/2006 ΕΕμπΔ 2006.989, ΠΠΑ 4876/2002 ΔΕΕ 2007.339, ΠΠρΑθ 2023/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με την ένδικη ανακοίνωση δίκης -προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση δικονομικού εγγυητή-παρεμπίπτουσα αγωγή ο αvακοιvώvωv - προσεπικαλώv - παρεμπιπτόντως ενάγων εκθέτει ότι η ενάγουσα της κύριας αγωγής άσκησε σε βάρος του την με αριθμό ….αγωγή της, το περιεχόμενο της οποίας ενσωματώνει αυτούσιο στην ένδικη ανακοίνωση- προσεπίκληση- παρεμπίπτουσα αγωγή. Ότι ανεξαρτήτως του ότι προτίθεται να αποκρούσει την ένδικη αγωγή, έχει έννομο συμφέρον να γνωστοποιήσει το περιεχόμενό της στην καθ' ης η ανακοίνωση - προσεπίκληση - παρεμπιπτόντως εvαγόμεvη ασφαλιστική εταιρεία, υπό την ιδιότητά της ως δικονομικού εγγυητή. Ότι δυνάμει του α) υπ’ αρίθ.…..ασφαλιστικού συμβολαίου επαγγελματικής αστικής ευθύνης, με διάρκεια ισχύος ασφάλισης από 23. 05. 2014 έως23.05.2015 η παρεμπιπτόντως εvαγόμεvη-καθ' ης η ανακοίνωση-προσεπίκληση δικονομική εγγυήτρια ασφαλιστική εταιρεία ανέλαβε την υποχρέωση να καλύπτει ασφαλιστικά την επαγγελματική αστική ευθύνη του προσεπικαλούvτος προς τρίτους για πρόκληση υλικών ζημιών, σωματικών βλαβών, θανάτου και αδικών ατυχημάτων. Ότι το αναφερόμενο στην αγωγή περιστατικό φέρεται να έλαβε χώρα μέσα στο χρόνο ισχύος του άνωθι ασφαλιστικού συμβολαίου . Για το λόγο αυτό ανακοινώνει στην καθ' ης η προσεπίκληση τη δίκη που ανοίχθηκε με την άσκηση της ως άνω κύριας αγωγής και την προσεπικαλεί να παρέμβει στην κύρια δίκη και περαιτέρω ζητά να υποχρεωθεί η παρεμπιπτόντως εvαγόμεvη ασφαλιστική εταιρεία με προσωρινά εκτελεστή απόφαση να της καταβάλει όποιο ποσό κληθεί να καταβάλει στους ενάγοντες της κύριας αγωγής, νομιμοτόκως από την επομένη της καταβολής του ποσού αυτού και μέχρι εξοφλήσεως. Τέλος, να καταδικασθεί η παρεμπιπτόντως εναγόμενη ασφαλιστική εταιρεία στη δικαστική της δαπάνη. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα, οι σωρευόμεvες στο αυτό δικόγραφο ανακοίνωση - προσεπίκληση δικονομικού εγγυητή και παρεμπίπτουσα αγωγή, φέρονται αρμοδίως καθ' ύλη και κατά τόπο ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρα 31 και 283 ΚΠολΔ) παρά την ύπαρξη συμβατικής ρήτρας αποκλειστικής δωσιδικίας των Δικαστηρίων της Αθήνας, καθώς η παρεμπίπτουσα αγωγή είναι συναφής με την κύρια αγωγή, η οποία (συνάφεια) καθιδρύει αποκλειστική δωσιδικία κατ' άρθρο 31 παρ. 1 ΚΠολΔ, που υπερισχύει και της αποκλειστικής δωσιδικίας της παρεκτάσεως με έγγραφη συμφωνία (ΕΑ 7371/79 ΕλλΔ/vη 20, 683, Βαθρακοκοίλης ΕρμΚΠολΔ αρθρ. 31 αριθμ. 22, ΠΠρΘεσ 14674/2017 αδημ), αφού αντίθετη εκδοχή οδηγεί σε παρέλκυση της κύριας δίκης και δεν υπηρετεί την οικονομία της. Περαιτέρω, παραδεκτά ασκήθηκε δεδομένου ότι α) κατατέθηκε την … και επιδόθηκε στην καθ ης αυθημερόν (βλ. την με αριθμό … έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Εφετείου Θεσσαλονίκης ….), ήτοι εντός της προθεσμίας των 60 ημερών από την κατάθεση της αγωγής κατά το άρθρο 238 ΚΠολΔ ως προς την προσεπίκληση και εντός 30 ημερών από την κατάθεση της παρεμπίπτουσας αγωγής κατά το άρθρο 215παρ.2 ΚΠολΔ και β) για το αίτημά της δεν οφείλεται τέλος δικαστικού ενσήμου λόγω της τροπής του αιτήματος της κύριας αγωγής εν όλω σε αναγνωριστικό, αφού δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 42 ν.4640/2019, ως αντίθετη προς το Σύνταγμα, ως άνωθι εκτέθηκε στην υπό στοιχείο ΙΙΙ μείζονα πρόταση, καθώς αφορά σε εκκρεμή κατά το χρόνο θέσπισης της ως άνω διάταξης παρεμπίπτουσα αγωγή. Ακολούθως είναι ορισμένη παρά τους περί τους αντιθέτου ισχυρισμούς της καθ' η ς, καθώς αφενός αναφέρεται στην αγωγή η ασφαλιστική σύμβαση και το περιεχόμενο αυτής που είναι η επαγγελματική ευθύνη έναντι τρίτων για υλικές ζημιές, σωματικές βλάβες, θανάτους και ομαδικά ατυχήματα, ενώ, δεν είναι αναγκαία η αναφορά του ύψους του ασφάλιστρου και αν αυτό καταβλήθηκε, κατά τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο IV μείζονα πρόταση, αφού δεν προτείνεται ειδικά από την εναγόμενη ότι η έναρξη της ασφάλισης εξαρτήθηκε από την καταβολή του. Εν συνεχεία η ανακοίνωση - προσεπίκληση - παρεμπίπτουσα αγωγή είναι και νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 25 του v. 2496/1997, 361, 340, 345 ΑΚ, 69 παρ. 1 περ. ε, 88, 91, 283 και 176 ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν, πλην του αιτήματος να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, καθώς μετά την τροπή του αιτήματος της κύριας αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, κατέστη και το παρεπόμενο αίτημα της παρεμπίπτουσας αγωγής για κήρυξη προσωρινής εκτελεστότητας νόμω αβάσιμο και απορριπτομένου του αιτήματος της παρεμπιπτόντως εναγόμενης για εξαίρεση από την επιδίκαση των τόκων επιδικίας (άρθρο 346 ΑΚ), καθώς ουδόλως προσδιορίζονται οι ειδικές περιστάσεις που θα καθιστούσαν αναγκαία τοιαύτη εξαίρεση.

V. Με τη διάταξη του άρθρ. 7§1 εδ (α) του v. 2496/1997 ορίζεται ότι ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται εντός 8 ημερών από τότε που έλαβε γνώση της επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης, να ειδοποιήσει τον ασφαλιστή, ενώ με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι η υπαίτια παράβαση από το λήπτη της ασφάλισης των υποχρεώσεών του από την παρ. 1 του άρθρου αυτού παρέχει το δικαίωμα στον ασφαλιστή να ζητήσει την αποκατάσταση της ζημίας του. Ακολούθως, με την παρ. 5 του ίδιου άρθρου, ορίζεται ότι ο ασφαλιστής απαλλάσσεται της υποχρέωσης να καταβάλει ασφάλισμα, αν η επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης οφείλεται στη μεν ασφάλιση ζημιών σε δόλο ή σε βαριά αμέλεια, στη δε ασφάλιση προσώπων μόνο σε δόλο του λήπτη της ασφάλισης ή του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος ή των λοιπών αναφερόμενων στην παράγραφο αυτή προσώπων, ενώ με την παρ. 6 εδ(α) του ίδιου και πάλι άρθρου ορίζεται ότι με την ασφαλιστική σύμβαση μπορεί να διευρυνθούν οι περιπτώσεις απαλλαγής του ασφαλιστή, αν ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος ενεργούν στην ασφάλιση για κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων. Η υποχρέωση ειδικότερα του λήπτη της ασφάλισης να ειδοποιήσει εμπρόθεσμα τον ασφαλιστή για την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης συνιστά ασφαλιστικό βάρος, στο οποίο οφείλει αυτός να ανταποκριθεί, διαφορετικά δεν απαλλάσσεται μεν ο ασφαλιστής από την υποχρέωση καταβολής του ασφαλίσματος, δημιουργείται όμως σε βάρος του λήπτη της ασφάλισης, εφόσον η παράλειψή του οφείλεται σε υπαιτιότητά του, υποχρέωση προς αποκατάσταση της ζημίας, που προκάλεσε η παράλειψή του στον ασφαλιστή (ΟλΑΠ 1805/1986, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξ άλλου η δυνατότητα διεύρυνσης με την ασφαλιστική σύμβαση των περιπτώσεων απαλλαγής του ασφαλιστή, αν ο ασφαλισμένος ή ο λήπτης της ασφάλισης ενεργούν για την "κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων", πρέπει να νοηθεί στο ρυθμιστικό πλαίσιο της διάταξης του άρθρ. 33§1 του ως άνω νόμου, κατά την οποία κάθε δικαιοπραξία που περιορίζει τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος είναι άκυρη, εκτός αν ορίζεται κάτι άλλο ειδικά στον παρόντα νόμο ή αν πρόκειται για ασφάλιση μεταφοράς πραγμάτων, πίστωσης ή εγγύησης, καθώς και θαλάσσια ή αεροπορική ασφάλιση ζημιών. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το σύνολο των διατάξεων του v. 2496/1997 αποτελούν ρυθμίσεις "ημιαναγκαστικού" κατ' αρχήν δικαίου, με την έννοια ότι, αν δεν ορίζεται κάτι άλλο ειδικά στο νόμο αυτό, δεν μπορούν να περιοριστούν με την ασφαλιστική σύμβαση τα δικαιώματα των καλυπτόμενων προσώπων παρά μόνο να διευρυνθούν. Εκδηλώνεται έτσι, για λόγους γενικότερου συμφέροντος , η προστατευτική παρέμβαση του νομοθέτη προς το ασθενέστερο στη σύμβαση ασφάλισης μέρος, που είναι κατά κανόνα το πρόσωπο που συμβάλλεται με τον ασφαλιστή για λόγους μη επαγγελματικούς, αφού στην ιδιωτική ασφάλιση, η οποία αποτελεί καταναλωτικό αγαθό ευρείας χρήσης, είναι εμφανής στην περίπτωση αυτή η ανάγκη τέτοιας προστατευτικής παρέμβασης υπέρ του ασφαλισμένου, ενόψει του ότι ελλείπει τότε η διαπραγματευτική ισοδυναμία των μερών, με κίνδυνο η παρεχομένη ασφαλιστική κάλυψη να φαλκιδευτεί στην περίπτωση αυτή μέσω της ασκουμένης υπό άνισους όρους συμβατικής ελευθερίας (ΟλΑΠ 14/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αντίθετα στις περιπτώσεις της ασφαλιστικής κάλυψης επαγγελματικών κινδύνων, δηλαδή κινδύνων από την επαγγελματική δραστηριότητα του ασφαλισμένου ή του λήπτη της ασφάλισης, δεν είναι αναγκαία εξ ορισμού η ως άνω προστατευτική παρέμβαση του νομοθέτη και μπορούν κατά περίπτωση να διαμορφωθούν ελεύθερα οι όροι των ασφαλιστικών συμβάσεων, όταν μεταξύ των μερών μπορεί να λειτουργήσει η ιδιωτική αυτονομία με όρους διαπραγματευτικής ισοδυναμίας. Ο νομοθέτης, δηλαδή, δεν έχει επιτρέψει την ελεύθερη διαμόρφωση των όρων της ασφαλιστικής σύμβασης σε κάθε περίπτωση ασφάλισης επαγγελματικών κινδύνων, αλλά μόνο σε όσες περιπτώσεις είτε ειδικά αναφέρονται στη διάταξη του άρθρ. 33§1 του v.2496/1997, είτε γίνεται με τη διάταξη αυτή παραπομπή σε άλλες διατάξεις του ίδιου νόμου υπό την έννοια ότι ναι μεν δεν κατονομάζονται ρητά στην εν λόγω διάταξη, καλύπτονται όμως από την περιεχόμενη σ' αυτή γενική επιφύλαξη, ότι τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος δεν επιτρέπεται να περιοριστούν συμβατικά, εκτός αν κάτι άλλο ειδικά ορίζεται στο v. 2496/1997. Τέτοια ειδική ρύθμιση είναι και αυτή του άρθρ. 7§6 του v. 2496/1997, η οποία έχει ευρεία διατύπωση, είναι ενταγμένη στο πρώτο τμήμα του νόμου αυτού (2496/1997), που περιέχει γενικές διατάξεις για τις ασφαλιστικές συμβάσεις και μπορεί έτσι να γίνει ασφαλώς δεκτό ότι η προβλεπόμενη με τη ρύθμιση αυτή δυνατότητα διεύρυνσης με την ασφαλιστική σύμβαση των περιπτώσεων απαλλαγής του ασφαλιστή, όταν ο ασφαλισμένος ή ο λήπτης της ασφάλισης ενεργούν για την κάλυψη επαγγελματικών κινδύνων, αφορά ποικίλες κατ' αρχήν απαλλακτικές ρήτρες για όλα τα είδη των ασφαλιστικά καλυπτόμενων ζημιών. Συνεπώς ως απαλλακτική ρήτρα μπορεί να συμφωνηθεί έγκυρα και η διαμορφωμένη στη διεθνή ασφαλιστική πρακτική στερεότυπη ρήτρα "claims made policy" (αξιώσεις που θα προβληθούν,) σύμφωνα με την οποία δεν αρκεί για τη γέννηση υποχρέωσης του ασφαλιστή προς καταβολή του ασφαλίσματος μόνον η πραγματοποίηση του κινδύνου κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής περιόδου, αλλά πρέπει και να προβληθούν κατά τη διάρκειά της οι αξιώσεις αποζημίωσης κατά του ασφαλιστή ή κατά επιεικέστερη παραλλαγή να αναγγελθεί απλώς στον ασφαλιστή κατά τη διάρκειά της η επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, που θα πρέπει έτσι να ανακαλυφθεί κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής περιόδου (ρήτρα ανακάλυψης της ζημίας). Η υποχρέωση αυτή αναγγελίας δεν συνιστά απλό ασφαλιστικό βάρος κατά την έννοια της παρ . 1 του άρθρ. 7 του v. 2496/1997, ώστε και σε περίπτωση έλλειψης συμμόρφωσης του ασφαλισμένου να δικαιούται αυτός εξακολουθητικά, όπως ήδη αναφέρθηκε, το ασφάλισμα, αλλά συνιστά προϋπόθεση από την πλήρωση της οποίας εξαρτάται η γέννηση της ίδιας της αξίωσής του προς αποζημίωση (ΑΠ 1026/2008.) Μάλιστα με την υπ' αριθ. 14/2013 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου έχει ήδη κριθεί ότι η ρήτρα "claims made policy" μπορεί έγκυρα να συμφωνηθεί στην ασφάλιση πίστωσης κατά επαγγελματικών κινδύνων, οπότε όμως συντρέχει ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος για να γίνει δεκτή η ρήτρα αυτή και στις λοιπές ασφαλίσεις επαγγελματικών κινδύνων. Επομένως η παραπάνω απαλλακτική ρήτρα, εφόσον γίνεται τελικά δεκτό ότι αποτελεί ευχέρεια παρεχομένη από το άρθρ. 7§6 του ν. 2496/1997, δεν αποκλείεται από τη διάταξη του άρθρ. 33§1 του νόμου αυτού. Η ίδια εξ άλλου ρήτρα δεν παραβλέπει εξ ορισμού τα εύλογα συμφέροντα του ασφαλισμένου, ώστε να αντιτίθεται αφ' εαυτής στη ρύθμιση του άρθρ. 2§8 του ίδιου νόμου, κατά την οποία όλοι οι όροι του ασφαλιστηρίου πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα εύλογα συμφέροντα του λήπτη της ασφάλισης και του ασφαλισμένου, ούτε υπερβαίνει τέλος το εύρος της διάταξης του άρθρ. 13§3 του αυτού ασφαλιστικού νόμου, κατά την οποία στην ασφάλιση ζημιών μπορεί με το ασφαλιστήριο να συμφωνηθεί η διεύρυνση των εξαιρέσεων κάλυψης, εφόσον υπαγορεύεται από δικαιολογημένες τεχνικές ανάγκες του ασφαλιστή, αφού και χωρίς την προϋπόθεση αυτή ισχύει στις ασφαλίσεις επαγγελματικών κινδύνων η δυνατότητα απαλλαγής του ασφαλιστή κατά το άρθρ. 7§6 του παραπάνω νόμου (ΟλΑΠ 18/2015, ΟλΑΠ 19/2015 σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ και ΠΠρΘες 15509/2017 αδημ.).

Η παρεμπιπτόντως εναγόμενη με τις ένδικες προτάσεις της ισχυρίζεται ότι με τον παρεμπιπτόντως ενάγοντα έχουν καταρτίσει το με αριθμό 11085897 ασφαλιστήριο και την με αριθμό 005789922 πρόσθετη πράξη αυτού, με το οποίο ανέλαβε να καλύπτει την ευθύνη έναντι απαιτήσεων που εγείρουν τρίτοι εξαιτίας πράξεων και παραλείψεών του, που έλαβαν χώρα στο διάστημα από 12 μεσημβρινή της 23.05.2017 έως 12η μεσημβρινή της 23.05.2018, ενώ έχει συμφωνηθεί και περίοδος αναδρομικής ισχύος (retroactive date) από την ημερομηνία έναρξης της ασφαλιστικής περιόδου, δηλαδή από την ημερομηνία πρώτης ασφάλισής του στην παρεμπιπτόντως εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία, ήτοι την 23.05.2014. Ότι επιπλέον συμφωνήθηκε ότι η παρεχόμενη κάλυψη ίσχυε για αξιώσεις τρίτων που θα είχαν εγερθεί εντός της ασφαλιστικής περιόδου, ήτοι από 23.05.2017 έως 23.05.2018 και περαιτέρω συμφωνήθηκε περίοδος αργοπορημένης δήλωσης αξίωσης προς αποζημίωση για τους επόμενους 12 ημερολογιακούς μήνες από τη λήξη της ασφαλιστικής περιόδου, ήτοι εν προκειμένω έως την 23.05.2019. Ότι η έγερση της αξίωσης της κυρίως ενάγουσας ως τρίτης, κατά του παρεμπιπτόντως ενάγοντος ασφαλισμένου, έλαβε χώρα μεταγενέστερα από το συμφωνημένο χρόνο κάλυψης και συγκεκριμένα την 24.07.2019, επομένως θα πρέπει η παρεμπίπτουσα αγωγή να απορριφθεί ως αντίθετη με την ασφαλιστική σύμβαση. Με το περιεχόμενο αυτό και αίτημα ο ισχυρισμός της παρεμπιπτόντως εναγόμενης συνιστά ένσταση απαλλαγής από την ασφαλιστική ευθύνη λόγω συμβατικής διεύρυνσης του πεδίου απαλλαγής του ασφαλιστή, που είναι νόμω βάσιμη κατά τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο μείζονα πρόταση, πρέπει επομένως να εξετασθεί και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Επικουρικά, η παρεμπιπτόντως εναγόμενη ισχυρίζεται ότι σε κάθε περίπτωση, στην περίπτωση που γίνει δεκτή η παρεμπίπτουσα αγωγή, θα πρέπει να περιορισθεί η ευθύνη της μέχρι του ανώτατου ορίου της συμφωνηθείσας ασφαλιστικής κάλυψης ύψους 600.000 ευρώ. Με το περιεχόμενο αυτό και ο επικουρικός ισχυρισμός είναι νόμω βάσιμος, ερειδόμενος στις διατάξεις των άρθρων 361ΑΚ και ν.2496/1997 και πρέπει να ερευνηθεί και αυτός στην ουσία του.

Από όλα τα έγγραφα που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι τα οποία λαμβάνονται άλλα για άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα κατά το σχηματισμό της δικανικής πεποίθησης, μεταξύ των οποίων και τα ξενόγλωσσα έγγραφα , που προσκομίζει ο πρώτος εναγόμενος νομίμως μεταφρασμένα από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα, από την με αριθμό 3710/28.11.2019 ένορκη βεβαίωση των … ενώπιον της Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης, την με αριθμό…ένορκη βεβαίωση της …, ενώπιον του συμβολαιογράφου Ηρακλείου Κρήτης …., που ελήφθησαν νομότυπα και εμπρόθεσμα μετά από κλήτευση των εναγομένων προ δύο ημερών (βλ. υπ ' αριθ ..... και….. εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Εφετείου Θεσσαλονίκης …. και τις υπ' αριθ. …. και ….εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιμελητών Εφετείου Πειραιά …και …), προσκομιζόμενες από την ενάγουσα), από τη με αριθμό…ένορκη βεβαίωση των …, … και…, που ελήφθησαν νομότυπα και εμπρόθεσμα μετά από κλήτευση του ενάγοντος προ δύο ημερών (βλ. υπ'αριθ… έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Εφετείου Θεσσαλονίκης…), παρά την περί του αντιθέτου ένσταση της ενάγουσας ως προς τη μη αναγραφή του επαγγέλματος της … στην κλήτευση, καθώς δεν προκαλείται δικονομική βλάβη από αυτή την παράλειψη ενώ η έλλειψη εν προκειμένω δε δημιουργεί ασάφεια ως προς την ταυτότητα της βεβαιούσας , όπως θα συνέβαινε αν δεν περιλαμβανόταν στην κλήση το ονοματεπώνυμο και η διεύθυνσή της (βλ. σχετικά ΑΠ 1175/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), από τις δικαστικές ομολογίες για τις οποίες θα γίνει ειδικότερη μνεία παρακάτω και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα τον Ιανουάριο του 2014, διαπίστωσε ότι είναι έγκυος και ακολούθως απευθύνθηκε στον πρώτο εναγόμενο, ο οποίος είναι ιατρός μαιευτήρας- γυναικολόγος - χειρουργός, ο οποίος ανέλαβε την παρακολούθηση της εγκυμοσύνης της. Η κύηση της ενάγουσας καθαυτή εξελίχθηκε ομαλά μέχρι την 14.08.2014 που διένυε τον ένατο μήνα της διάρκειάς της. Την 14.08.2014 η ενάγουσα εμφάνισε μυξώδες κολπικό υγρό με πρόσμιξη αίματος και μετά από σύσταση του πρώτου εναγόμενου με τον οποίο επικοινώνησε τηλεφωνικά μετέβη στις εγκαταστάσεις του …., που ανήκουν στην δεύτερη εναγόμενη προκειμένου να την εξετάσει. Η ενάγουσα κατά την είσοδό της στην αίθουσα τοκετών της δεύτερης εναγόμενης διένυε την 39η εβδομάδα κύησης και αμέσως μόλις τέθηκε υπό παρακολούθηση, διαπιστώθηκε με καρδιοτοκογραφικό έλεγχο ότι εμφάνιζε συσπάσεις της μήτρας, πρόδρομες της έναρξης του α’ σταδίου του τοκετού. Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας της από το νοσηλευτικό προσωπικό έκανε εμετό και ένιωσε γαστρικό άλγος γεγονός το οποίο αναφέρθηκε και στον πρώτο εναγόμενο. Ο τελευταίος, που δε βρισκόταν αρχικά στις εγκαταστάσεις της δεύτερης εναγόμενης , μετέβη άμεσα και δήλωσε στην ενάγουσα ότι θα πρέπει να προχωρήσουν σε διαδικασία τοκετού ρωτώντας επανειλημμένα την ενάγουσα αν επιθυμούσε να προχωρήσουν σε φυσιολογικό τοκετό. Η ενάγουσα επανέλαβε την ήδη δηλωθείσα επιθυμία της να μη γίνει φυσιολογικός τοκετός , αλλά να διενεργήσει ο πρώτος εναγόμενος καισαρική τομή καθώς ένιωθε κουρασμένη, επιλογή την οποία αποδέχθηκε ο πρώτος εναγόμενος. Τα παραπάνω ομολογούνται από τους διαδίκους στα δικόγραφα τόσο της αγωγής , όσο και των προτάσεων που κατέθεσαν. Στη συνέχεια ο πρώτος εναγόμενος διενήργησε καισαρική τομή με τη βοήθεια του ιατρού μαιευτήρα γυναικολόγου …, η οποία ξεκίνησε την 14.20 με επισκληρίδιο αναισθησία και ολοκληρώθηκε την 14.50 και με τον τρόπο αυτό γεννήθηκε το άρρεν τέκνο της ενάγουσας , το οποίο ήταν υγιές και είχε βάρος 3.210 γραμμάρια. Μετά το πέρας της καισαρικής τομής, η ενάγουσα εμφάνισε αυξημένη ροή αίματος από τη μήτρα λόγω μη σύσπασης της τελευταίας. Ο πρώτος εναγόμενος θεράπων ιατρός προσπάθησε να αντιμετωπίσει την κατάσταση αυτή χορηγώντας ενδοπρωκτικά 4 χάπια Cycotec και 20 μονάδες οξυτοκίνης, που είναι μητροσυσπαστική ουσία. Πλην όμως η αιμορραγία δε σταμάτησε και ακολούθως έδωσε εντολή για διασταύρωση και χορήγηση 4 μονάδων αίματος ταυτόχρονα δε έγιναν χειρομαλάξεις της μήτρας, τοποθέτηση παγοκύστεων στην κοιλιακή χώρα πάνω από τη μήτρα, χορήγηση ενέσιμου μητροσυσπαστικού και χορήγηση κρυσταλλικών διαλυμάτων με 40 μονάδες οξυτοκίνης (βλ. ιατρική έκθεση των …., Ομότιμου καθηγητή Μαιευτικής Γυναικολογίας ΑΠΘ, …, καθηγητή Μαιευτικής Γυναικολογίας ΑΠΘ και …., καθηγητή Μαιευτικής Γυναικολογίας ΑΠΘ στη Β' Μαιευτική Γυναικολογική Κλινική Ιπποκράτειου Νοσοκομείου , προσκομιζόμενη από τον εναγόμενο μετ' επικλήσεως). Όμως ούτε αυτή η αντιμετώπιση απέδωσε και η αιμορραγία συνεχίστηκε. Στη συνέχεια ο πρώτος εναγόμενος προέβη σε μαιευτική απόξεση από την οποία δεν προέκυψαν υπολείμματα πλακούντα και υμένων, όμως ούτε μετά από αυτή την ενέργεια περιορίστηκε η αιμορραγία. Καθόλο το διάστημα αυτό υπήρχε σταδιακή πτώση των τιμών των αιμοπεταλίων από 150.000 που ήταν πριν την καισαρική τομή σε 110.000 και στη συνέχεια σε 90.000, ενώ οι φυσιολογικές τιμές κυμαίνονται μεταξύ 150.000-400.000. Στη συνέχεια έγινε προσπάθεια τοποθέτησης καθετήρα στη μηριαία φλέβα, που όμως απέτυχε και ακολούθως τοποθετήθηκε στην κεντρική φλεβική γραμμή λόγω διάγνωσης για Διάχυτη Ενδαγγειακή Πήξη (ΔΕΠ). Ακολούθησε άνοδος των σφύξεων της ενάγουσα στις 145/λεπτό οπότε και ο πρώτος εναγόμενος αποφάσισε ότι θα πρέπει προκειμένου να αντιμετωπιστεί η αιμορραγία να προχωρήσει σε υφολική υστερεκτομή την οποία και εκτέλεσε σε συνεργασία με τον μαιευτήρα γυναικολόγο ….και ακολούθως η ενάγουσα μεταφέρθηκε στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας των εγκαταστάσεων της δεύτερης εναγόμενης. Τοποθετήθηκε παροχέτευση στο δουγλάσειο χώρο και καθόλη τη διάρκεια της νύχτας μεταξύ 14.08 και 15.08 συνελέγησαν 150 κ.εκ. οροαιματηρού υγρού. Όμως στις 08.00 παροχευτεύθηκε ποσότητα 750 κ.εκ., γεγονός που καταδείκνυε την ύπαρξη αιμορραγίας. Ενόψει αυτής της τιμής, ο πρώτος εναγόμενος έδωσε εντολή για διενέργεια υπερηχογραφικού ελέγχου άνω και κάτω κοιλίας. Με αυτόν διαπιστώθηκε : υπεζωκοτική συλλογή δεξιά και υγρό παρακολικά δεξιά και στο δουγλάσσειο. Στην ελάσσονα πύελο παρατηρήθηκε μόρφωμα με ετερογενή ηχοδομή, με πιθανολόγηση για αιμάτωμα (βλ. από …γνωμάτευση ακτινολόγου …). Στη συνέχεια ακολούθησε αξονική τομογραφία στην οποία διαπιστώθηκε «μεγάλη υπεζωκοτική συλλογή δεξιά με υποκείμενη ατελεκτασία κάτω λοβού του δεξιού πνεύμονα, μικρή αιμορραγική συλλογή στον κορυφαίο υπεζωκοτικό χώρο δεξιά, κάτωθεν του αριστερού κύριου βρόγχου, μικρότερη υπεζωκοτική συλλογή αριστερά, ασκιτική συλλογή σε όλες τις ανακάμψεις του περιτόναιου, αιμορραγικά στοιχεία μεταξύ των εντερικών ελίκων και συλλογές με υγροϋγρικά επίπεδα, παρακολικά δεξιά, διόγκωση λόγω παρουσίας αιματώματος του ορθού κοιλιακού μυός αριστερά σε μεγάλο μήκος αυτού και μεγάλο ετερογενές μόρφωμα διαμέτρου 10 εκατοστών με πρόσφατα και παλαιά αιμορραγικά στοιχεία (βλ. από 15.08.2014 των ακτινολόγων.. και …). Ταυτόχρονα από την παροχέτευση του δουγλάσσειου συνέχιζε να βγαίνει οροαιματηρό υγρό, και έως το μεσημέρι της 15.08.2014 είχαν συλλεγεί άλλα 700 κ.εκ. Ακολούθως ο πρώτος εναγόμενος μετά από σύσκεψη με τον συνάδελφό του….και τον θωρακοχειρουργό …, αποφάσισε να αντιμετωπίσει την ύπαρξη των ως άνω συλλογών αφενός στο θώρακα με θωρακοσκόπηση και τοποθέτηση παροχετευτικού σωλήνα Bullau και αφετέρου για τις λοιπές συλλογές με ερευνητική λαπαροτομία την οποία διενήργησε με τη βοήθεια των ιατρών… και…, επίσης μαιευτήρα γυναικολόγου. Τοποθετήθηκε παροχέτευση στη θήκη του ορθού κοιλιακού μυ, όπου είχε διαπιστωθεί με την αξονική τομογραφία ύπαρξη μεγάλου αιματώματος (βλ. και από 15.08.2014 πρακτικό εγχείρισης που υπογράφει ο πρώτος εναγόμενος). Μετά την ερευνητική λαπαροτομία, η παροχέτευση από το δουγλάσιο έδωσε 550 κ.εκ. οροαιματηρού υγρού και η παροχέτευση από τον ορθό κοιλικό μυ έδωσε 50 κ.εκ. την πρώτη ημέρα, ενώ τις επόμενες δύο δεν παροχετεύθηκε καθόλου υγρό από τον κοιλιακό μυ. Με δεύτερη αξονική τομογραφία που έγινε την 18.08 επιβεβαιώθηκε η σημαντική υποχώρηση της διόγκωσης και του αιματώματος του ορθού κοιλιακού μυ αριστερά, η ελάττωση των αιμορραγικών στοιχείων και των παρακολικών συλλογών στην ελάσσονα πύελο και η ελάττωση του οργανωμένου αιματώματος στην κοίτη της εξαιρεθείσας μήτρας (βλ. από 18.08 γνωμάτευση των ακτινολόγων .. και ..). Ταυτόχρονα από αιμοκαλλιέργεια προέκυψε προσβολή της ενάγουσας από το μικρόβιο σταφυλόκοκκος και της χορηγήθηκε αντιβιοτική αγωγή Avelox μετά από αντιβιόγραμμα. Στη συνέχεια η ενάγουσα βγήκε από τη Μ.Ε.Θ. και σταδιακά παρατηρήθηκε ανάκαμψη της τιμής των αιμοπεταλίων που προσδιορίζουν μεταξύ άλλων την κατάσταση του πηκτικού μηχανισμού τα οποία στις 20.08 ανήλθαν στα 75.000, την 21.08 στις 110.000 στις 23.08 και έκτοτε κυμάνθηκαν σε φυσιολογικές τιμές των 235.000, 182.000,284.000, 402.000 και από τις 26.08 και μετά ανήλθαν σε υψηλότερες τιμές των 556.000 και την 27.08 που έγινε η τελευταία βιοχημική εξέταση στα 653.000. Την ίδια ημέρα η τιμή του ινοδωγόνου ανήλθε στα 653 με τα φυσιολογικά όρια να κυμαίνονται μεταξύ 200-400. Την επομένη, η ενάγουσα παρουσίασε μεγάλο οίδημα στο δεξιό πόδι και ο εναγόμενος έδωσε εντολή για έγχρωμο triplex κάτω άκρων στο οποίο δεν διαπιστώθηκε θρόμβος , αλλά λεμφοίδημα δεξιού κάτω άκρου και αριστερής γαστρογνημίας (βλ. από 28.08.2014 γνωμάτευση του ακτινολόγου…). Τέλος, την 29.08.2014 ο πρώτος εναγόμενος έδωσε εξιτήριο στην ενάγουσα στο οποίο ως διάγνωση αναφέρεται ότι η ενάγουσα γέννησε με καισαρική τομή άρρεν νεογνό και στις παρατηρήσεςι του εξιτηρίου καταγράφονται τα εξής: «Λόγω HELLP υποβλήθηκε σε υφολική υστερεκτομή» ενώ στη συνέχεια καταγράφεται η φαρμακευτική αγωγή που συνεστήθη και συγκεκριμένα τα αντιβιοτικά Avelox και Flagyl, το αντιυπερτασικό Lopresor και το γοστροπροστατευτικό ac (βλ. από 29.09.2014 εξιτήριο του… που υπογράφει ο πρώτος εναγόμενος). Όμως τέσσερις (4) ημέρες μετά την έξοδό της από την κλινική της δεύτερης εναγόμενης εισήχθη στην Δ' Παθολογική κλινική του Ιπποκράτειου Γενικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης με διάγνωση αντιδραστική θρομβοκυττάρωση. Σύμφωνα με το πληροφοριακό σημείωμα της ως άνω κλινικής, η θρομβοκυττάρωση έλαβε χώρα μετά την εκδήλωση συνδρόμου HELLP κατά την κύηση και την πολυήμερη νοσηλεία της ενάγσουας σε ιδιωτική κλινική. Η ασθενής εκτιμήθηκε από την αιματολόγο της κλινικής του Ιπποκράτειου Νοσοκομείου κ. … η οποία απέδωσε τη θρομβοκυττάρωση στην όλη μετεγχειρητική πορεία της ενάγουσας και στις πολλαπλές μεταγγίσεις ως αντιδραστική. Της χορηγήθηκε ηπαρίνη μικρού μοριακού βάρους και συνεστήθη η συνέχισή της για 30 ημέρες, η κινητοποίηση και η επανεκτίμη ση από αιματολόγο σε τακτική βάση. Στις 04.09.2014 έλαβε εξιτήριο, ούσα απύρετη και αιμοδυναμικά σταθερή με κλινεργαστηριακή βελτίωση (βλ. πληροφορικό σημείωμα Δ' Παθολογικής κλινικής …που υπογράφει ο Διευθυντής της, καθηγητής κ….). Η ενάγουσα με την ένδικη αγωγή της ισχυρίζεται ότι ο πρώτος εναγόμενος κατά παράβαση των κανόνων της ιατρικής επιστήμης, που όφειλε να εφαρμόσει ως μέσος συνετός ιατρός α) κατά τη διενέργεια της καισαρικής τομής προκάλεσε κάκωση του ορθού κοιλιακού μυ, την οποία δεν αντελήφθη και η οποία επέφερε, μετά το πέρας της επέμβασης την ακατάσχετη αιμορραγία, β) διέγνωσε εσφαλμένα ως αιτία της αιμορραγίας την ατονία της μήτρας, γ) επί έξι (6) ώρες επιβάρυνε την ενάγουσα με δεκάδες φιάλες αίμα, πλάσμα και κρυοϊζήματα επειδή αδυνατούσε να διαγνώσει την αιτία της αιμορραγίας, δ) λόγω της εσφαλμένης διάγνωσης για ατονία της μήτρας, προχώρησε σε υφολική υστερεκτομή που συνιστά μη αναγκαίο ακρωτηριασμό και ακολούθως δεν απέστειλε την αφαιρεθείσα μήτρα για ιστολογική εξέταση και επιβεβαίωση της διάγνωσης , ε) υπέβαλε την ενάγουσα σε μη αναγκαίες επεμβάσεις όπως την ερευνητική λαπαροτομία και την θωρακοτομή, στ) από τις συνεχείς μεταγγίσεις η ενάγουσα υπέστη δευτεροπαθή θρομβοκυττάρωση με αύξηση αιμοπεταλίων σε συνδυασμό με λεμφοίδημα κάτω άκρων που δεν αξιολόγησε και τέλος ζ) χορήγησε στην ενάγουσα εξιτήριο, χωρίς να συνταγογραφήσει αντιπηκτική αγωγή παρά την θρομβοκυττάρωση θέτοντας σε κίνδυνο της ζωή της. Από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι αιτία της αιμορραγίας δε θα μπορούσε να είναι τραυματισμός του ορθού κοιλιακού μυ κατά τη διενέργεια καισαρικής τομής. Μάλιστα, ο ίδιος ο ενόρκως βεβαιώσας της ενάγουσας , ιατρός… σημειώνει ότι ο τραυματισμός του ορθού κοιλιακού μυ, έγινε κατά την εκτίμησή του κατά τη διενέργεια της υφολικής υστερεκτομής και όχι της καισαρικής τομής. Όμως, ακόμα και αυτή η εκτίμηση δεν αποδεικνύεται ως βάσιμη αιτία της αιμορραγίας, καθώς έτσι παραμένει ανεξήγητη η αιτία της αιμορραγίας που ακολούθησε την ίδια την καισαρική τομή και οδήγησε στην απόφαση για υφολική υστερεκτομή. Το ότι η πηγή της αιμορραγίας δεν ήταν ο τραυματισμός του ορθού κοιλιακού μυ, υποστηρίζεται και από τα ευρήματα της παροχέτευσης που τοποθετήθηκε σε αυτόν με την ερευνητική λαπαροτομία και η οποία απέδωσε πολύ μικρές ποσότητες οροαιματηρού υγρού, της τάξης των 50 κ.εκ. για μία ημέρα και μηδενικές στη συνέχεια, τη στιγμή που η παροχέτευση που τοποθετήθηκε στο δουγλάσιο συνέχισε να δίνει για αρκετές ημέρες ποσότητες της τάξης των 700 κ.εκ και άνω ημερησίως. Σημειώνεται ότι η ενάγουσα με την προσθήκη επί των προτάσεων της, προσπάθησε όψιμα να εντάξει στην πιθανότητα τραυματισμού του κοιλιακού μυ και την επέμβαση της υφολικής υστερκτομής , γεγονός που αποτελεί σαφή αντίφαση με την αιτιακή διαδρομή που περιγράφει στην αγωγή της. Ως προς τη διάγνωση της ατονίας της μήτρας, ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι ουδέποτε διενεργήθηκε ιστοπαθολογική εξέταση της μήτρας που αφαιρέθηκε με την υφολική υστερεκτομή, δεν είναι βάσιμος, καθώς από τους εναγόμενους προσκομίσθηκε μετ’ επικλήσεως η από 20.08.2014 έκθεση ιστολογικής εξέτασης, που υπογράφουν ο…, αναπλ. Καθηγητής παθολογικής ανατομικής και ο …, παθολογοανατόμος. Η ενάγουσα με την προσθήκη της αμφισβήτησε το πόρισμα της ως άνω έκθεσης, εκτιμώντας ότι έγινε εξέταση μόνο σε ένα τμήμα της μήτρας, ενώ θα έπρεπε να εξετασθεί ολόκληρη. Πλην όμως από τα διδάγματα της κοινής πείρας είναι γνωστό ότι οι ιστολογικοί έλεγχοι γίνονται επί τμήματος του εξεταζόμενου οργάνου, ενώ ουδέν αποδεικτικό μέσο προσκομίσθηκε από την ενάγουσα προς επίρρωση του ισχυρισμού της, ότι το δείγμα δεν θα ήταν επαρκές. Περαιτέρω, η ιστολογική έκθεση που έγινε σε τμήμα της μήτρας της ενάγουσας διαστάσεων 13,5 Χ 13,5 Χ 7,5 εκατοστών, κατέδειξε ότι: «Στις διατομές το ενδομήτριο εμφανίζει εκτεταμένα ρακώδη σύσταση με λευκόφαιη ή ερυθρωπή χροιά. Σε πολλές τομές που εξετάστηκαν παρατηρούνται οι αναμενόμενες αλλοιώσεις που παρατηρούνται σε μήτρα μετά από τοκετό. Ωστόσο εκτεταμένα παρατηρούνται τόσο στο ενδομήτριο όσο και στο επιπολής μυομήτριο πολυάριθμα διατεταμένα , «χαίνοντα» αγγεία. Υπολειμματικά στοιχεία κυήσεως ή πλακούντα δεν παρατηρούνται . Εστιακά στο τοίχωμα παρατηρούνται αιμορραγικές διαποτίσεις. Συμπέρασμα: Αλλοιώσεις όπως παρατηρούνται σε ατονία μήτρας. Δεν παρατηρείται κακοήθης νεοπλασματική εξεργασία». Από την παραπάνω ιστολογική έκθεση επιβεβαιώνεται η διάγνωση του πρώτου εναγόμενου περί ατονίας της μήτρας, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου αγωγικού ισχυρισμού ως ουσιαστικά αβάσιμου. Σημειώνεται ότι σε αντίθετο συμπέρασμα δεν μπορεί να οδηγήσει ούτε η επισήμανση της ενάγουσας ότι ο πρώτος εναγόμενος μετά την ενδοπρωκτική χορήγηση των χαπιών Cycotex για την καταρχήν αντιμετώπιση της εμφανισθείσα αιμορραγίας μετά την καισαρική τομή, ανέγραψε στο πρακτικό της εγχείρησης «Ικανοποιητική ανταπόκριση», καθώς εξ αυτής της καταγραφής και μόνο δεν μπορεί να διαπιστωθεί κανονική σύσπαση της μήτρας, αλλά μόνο η αποτύπωση της συνολικής εκτίμησης του πρώτου εναγόμενου για την κατάσταση της ενάγουσας κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Όμως ο εργαστηριακός έλεγχος που προεκτέθηκε και κατέγραψε την αιμορραγία των αγγείων στη μήτρα, αποτελεί ασφαλές αντικειμενικό εύρημα για την επιβεβαίωση της διάγνωσης περί ατονίας της μήτρας, ως αιτίας της αιμορραγίας που ακολούθησε την καισαρική τομή. Ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης της αιμορραγίας αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος αντιμετώπισε αρχικά την αιμορραγία της μήτρας με χειρομαλάξεις της μήτρα , τοποθέτηση παγοκύστεων στην κοιλιακή χώρα πάνω από τη μήτρα, χορήγηση ενέσιμου μητροσυσπαστκού και χορήγηση κρυσταλλικών διαλυμάτων με 40 μονάδες οξυτοκίνης. Ταυτόχρονα ελάμβαναν χώρα μεταγγίσεις αίματος και κρυοϊζημάτων. Στη συνέχεια, ενόψει του ότι η αιμορραγία δε σταματούσε προχώρησε σε μαιευτική απόξεση και όταν η ενάγουσα παρουσίασε ταχυσφυγμία με 145 σφυγμούς/λεπτό, αποφάσισε την διενέργεια της υφολικής υστερεκτομής. Από την ένορκη βεβαίωση του χειρουργού … που προσκόμισε η ενάγουσα, προκύπτει ότι υπήρχε επιπλέον η δυνατότητα τοποθέτησης μπαλονιού επιπωματισμού (μπαλόνι Bakri), η δυνατότητα αντιμετώπισης με αιμοστατικές ραφές ή με απολίνωση της έσω λαγονίου και τέλος με αγγειακό εμβολισμό. Αντίθετα, από την τεχνική έκθεση των καθηγητών Μαιευτικής Γυναικολογίας ..,…και… επισημαίνεται ότι οι εναλλακτικές προσεγγίσεις αντιμετώπισης της αιμορραγίας τύπου τοποθέτησης μπαλονικού επιπωματισμού Bakri, χρήση αιμοστατικών ραφών στη μήτρα τύπου B-Lynch ή απολίνωσης των έσω λαγονίων αγγείων, δεν θα ενδείκνυντο στη συγκεκριμένη περίπτωση, που υφίστατο διαταραχή πηκτικότητας, ενώ ειδικά για τις ραφές και την απολίνωση έσω λαγονίων αυτά ενδείκνυνται σε περίπτωση απλής ατονίας της μήτρας και όχι σε περιπτώσεις διαταραχών πηκτικότητας και ιδίως με συνδρομή HELLP και πολυοργανική συμμετοχή. Ως εκ τούτου, ως προς το ζήτημα αυτό προκύπτει αποδεικτική δυσχέρεια για το παρόν Δικαστήριο, καθώς ενόψει της διχογνωμίας μεταξύ των επιστημόνων που εκθέτουν τη θέση τους στα πλαίσια της παρούσας δίκης, μετά από αίτημα των διαδίκων, κρίνεται αναγκαία η συνδρομή πραγματογνώμονα που θα ορίσει το παρόν Δικαστήριο. Η παραπάνω αποδεικτική δυσχέρεια συνέχεται ουσιωδώς και με τη διάσταση μεταξύ των διαδίκων ως προς την ύπαρξη ή όχι συνδρόμου HELLP στην περίπτωση της ενάγουσας, η διάγνωση του οποίου υπήρξε η αιτία των επιλογών του πρώτου εναγόμενου ως προς την αντιμετώπιση της αιμορραγίας και την τελική επιλογή της υφολικής υστερεκτομής. Ως προς αυτή από την ένορκη βεβαίωση του …προκύπτει η θέση ότι δεν υπήρχε το σύνδρομο αυτό, καθώς αυτό αποτελεί βαριά μορφή προεκλαμψίας και συνέχεται με αιμόλυση, αύξηση ηπατικών ενζύμων και χολερυθρίνης και χαμηλά αιμοπετάλια προ της καισαρικής τομής, καθώς επίσης και υψηλή αρτηριακή πίεση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή την έναρξη του τοκετού, ευρήματα που δεν αποδείχθηκαν κατά την άποψή του. Αντίθετα, από την τεχνική έκθεση που προσκόμισε ο εναγόμενος προκύπτει ότι ήδη πριν την καισαρική τομή, οι τιμές των αιματολογικών εξετάσεων ενδείκνυαν αρχόμενη διαταραχή πηκτικού μηχανισμού, η τιμή της κρεατινίνης ήταν ιδιαίτερα υψηλή, ενδεικτικό σοβαρής νεφρικής δυσλειτουργίας που συνέχεται με βαριά προεκλαμψία, Επιπλέον εκθέτουν ότι μετά την καισαρική τομή εμφανίσθηκε, το εύρημα της αιμόλυσης λόγω της υψηλής τιμής της χολερυθρίvης (5,12mm/dl) και της αύξησης των ηπατικών ενζύμων σε τιμές συμβατές με σύνδρομο HELLP , ήτοι μεγαλύτερες από τις διπλάσιες των φυσιολογικών. Ως προς τις τιμές των αιμοπεταλίων η ως άνω έκθεση επικεντρώνεται στις τιμές τους μετά την καισαρική επέμβαση, που ήταν χαμηλότερες από τις φυσιολογικές, αλλά δεν απαντά στη θέση του χειρουργού … ότι δεν υπήρχαν μη φυσιολογικές τιμές αιμοπεταλίων πριν την καισαρική. Επισημαίνεται ότι πριν την καισαρική τα αιμοπετάλια ανέρχονταν σε 150.000 τιμή που είναι το χαμηλότερο όριο της φυσιολογικής διακύμανσης (150.000-450.000). Όμως από τα προσκομιζόμενα ως άνω αποδεικτικά μέσα προκύπτει αποδεικτική ασάφεια ως προς τα χαρακτηριστικά του συνδρόμου HELLP και το αν η αξιολόγηση των ευρημάτων είναι συμβατή με αυτό το σύνδρομο, ήτοι δυσχέρεια που σχετίζεται με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, τους οποίους δε γνωρίζει το Δικαστήριο και για το λόγο αυτό θα πρέπει να διεξαχθεί και ως προς αυτό το θέμα ιατρική πραγματογνωμοσύνη, που θα διατάξει το παρόν Δικαστήριο. Περαιτέρω, ως προς τον ισχυρισμό της ενάγουσας ότι υποβλήθηκε χωρίς να είναι αναγκαίο σε άλλες δύο επεμβάσεις, αυτή της θωρακοτομής και της ερευνητική λαπαροτομίας , αποδεικνύεται ότι είναι ουσιαστικά αβάσιμος, καθώς ενόψει της διάγνωσης μέσω του υπερηχογραφικού ελέγχου και την αξονικής τομογραφίας, των υπαρχουσών συλλογών αίματος και υγρών στο θώρακα και στον ορθό κοιλιακό μυ, η τοποθέτηση παροχετεύσεων αποτελούσε την ενδεικνυόμενη αντιμετώπιση, γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε ειδικά, ούτε από την ενάγουσα, παρά τη γενική αντίρρησή της για τη διενέργεια των επεμβάσεων τις οποίες εσφαλμένα συσχετίζει αιτιακά με τραυματισμό του ορθού κοιλιακού μυ, που δεν αποδείχθηκε. Τέλος, ως προς τον ισχυρισμό της ενάγουσας ότι ο εναγόμενος της χορήγησε εξιτήριο χωρίς να της συνταγογραφήσει αντιπηκτική αγωγή, ενώ είχε παρουσιάσει δευτεροπαθή θρομβοκυττάρωση, αποδείχθηκε ότι κατά την τελευταία εξέταση της ενάγουσας πριν τη λήψη εξιτηρίου η τιμή των αιμοπεταλίων της είχε ανέλθει στις 653.000. Επίσης από το πληροφοριακό σημείωμα του … αποδεικνύεται ότι κατά την εισαγωγή της ενάγουσας τα αιμοπετάλια είχαν φτάσει την τιμή των 1.072.000 και κατά τη χορήγηση εξιτηρίου τις 738.000 . Ταυτόχρονα, αποδείχθηκε από την εξέταση της αιματολόγου του … ότι η θρομβοκυττάρωση της ενάγουσας αποτέλεσε αντίδραση στις πολλαπλές μεταγγίσεις που υπέστη κατά τη νοσηλεία της στην κλινική της εναγόμενης και χορηγήθηκε στην ενάγουσα ηπαρίνη μικρού μοριακού βάρους, που αποτελεί ουσία που εμποδίζει τις θρομβώσεις. Ο εναγόμενος με την προσθήκη επί των προτάσεων ισχυρίζεται ότι η χορήγηση ηπαρίνης από τους θεράποντες του …, ήταν προληπτική και ότι στη συνέχεια οι εξετάσεις που έκανε η ενάγουσα σε ιδιωτικό μικροβιολογικό παρόλο που έδωσαν τιμές αιμοπεταλίων αρκετά ψηλότερα από το όριο (525.000 την 11.09.2014 και 461.000 την 16.09.2014) είναι ενδεικτικό της σταδιακής σταθεροποίησης του πηκτικού μηχανισμού μετά τις πολλές μεταγγίσεις, χωρίς να υφίσταται κάποιος κίνδυνος για την ενάγουσα. Όμως εν προκειμένω, η ομολογία του εναγομένου με τις προτάσεις του, ότι χορηγήθηκε ηπαρίνη για προληπτικούς λόγους, αναδεικνύει το ενδεχόμενο η μη συνταγογράφησή της, κατά τη χορήγηση από τον εναγομενο εξιτηρίου από την κλινική της εναγόμενης, να εξέθεσε την εναγόμενη σε κίνδυνο θρόμβωσης. Ως εκ τούτου υφίσταται και ως προς το ζήτημα αυτό αποδεικτική δυσχέρεια και θα πρέπει να διενεργηθεί και ως προς αυτό πραγματογνωμοσύνη από ειδικό ιατρό, που θα ορίσει το Δικαστήριο τούτο. Με βάση όλα τα όσα άνωθι αποδείχθηκαν, προκύπτουν μία σειρά από ερωτήματα, για την απάντηση των οποίων είναι αναγκαίες ειδικές γνώσεις της ιατρικής επιστήμης και για το λόγο αυτό θα πρέπει να ορισθούν με απόφαση του Δικαστηρίου τούτου ειδικοί ιατροί πραγματογνώμονες και ειδικότερα ένας μαιευτήρα γυναικολόγος- χειρουργός και ένας ειδικός αιματολόγος, που από το σύνολο των ιατρικώς αξιολογήσιμων ευρημάτων που εισφέρθηκαν στην παρούσα δίκη από τους διαδίκους και με βάσει τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης θα γνωμοδοτήσουν ως εξής: Ο μαιευτήρας­ γυναικολόγος - χειρουργός πραγματογνώμονας ως προς: Α) Αν η ενάγουσα υπέστη πριν, κατά ή και μετά τον τοκετό της με διενέργεια καισαρικής τομής την 14.08.2014, σύνδρομο HELLP και Διάχυτη Ενδαγγειακή Πήξη, που εκδηλώθηκαν από την εισαγωγή της ενάγουσας στην κλινική της εναγόμενης την 14.08.2014 έως τη χορήγηση εξιτηρίου στην ενάγουσα την 29.08.2014, Β) Με βάση τα όσα θα προκύψουν από την απάντηση στο υπό στοιχείο Α ερώτημα, αν η επιλογή του εναγομένου για αντιμετώπιση της αιμορραγίας της ενάγουσας με τον τρόπο που άνωθι στο ιστορικό της παρούσας εκτίθεται ήταν η ενδεδειγμένη για την πρόληψη κινδύνου για τη ζωή της ενάγουσας και ακολούθως η ηπιότερη αποτελεσματική ως προς τις συνέπειες για την υγεία της και ο ειδικός αιματολόγος Γ) Αν εκτιμώντας όλα τα ευρήματα, η μη συνταγογράφηση από τον εναγόμενο ηπαρίνης χαμηλού μοριακού βάρους κατά τη χορήγηση εξιτηρίου την 29.08.2014, εξέθεσε, την ενάγουσα σε κίνδυνο θρόμβωσης ενόψει της ύπαρξης ευρημάτων αντιδραστικής θρομβοκυττάρωσης. Μετά ταύτα κρίνεται αναγκαίο, προκειμένου το Δικαστήριο να αχθεί σε ασφαλή κρίση περί των ζητημάτων που άνωθι εκτέθηκαν, να αναβληθεί η έκδοση οριστικής απόφασης και να διαταχθεί επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να διεξαχθεί πραγματογνωμοσύνη ( άρθρα 254 παρ. 1 και 368 ΚΠολΔ) από πραγματογνώμονες ειδικούς ιατρούς, οι οποίοι θα αποφανθούν για τα ζητήματα που αναφέρονται ειδικότερα στο διατακτικό. Η πραγματογνωμοσύνη θα διεξαχθεί από έκαστο από τους οριζόμενους στο διατακτικό πραγματογνώμονες, οι οποίοι περιέχονται στον πίνακα πραγματογνωμόνων του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης εντός προθεσμίας εξήντα ημερών από την επομένη της ορκίσεώς τους ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Δικαστικά έξοδα δεν επιβάλλονται ενόψει του ότι η απόφαση με την οποία αναβάλλεται η έκδοση οριστικής απόφασης και διατάσσεται η επανάληψη της συζήτησης αυτής είναι μη οριστική.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ με την παρουσία των διαδίκων τη με αριθμό κατάθεσης ……κύρια αγωγή και τη με αριθμό κατάθεσης ….ανακοίνωση δίκης - προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση - παρεμπίπτουσα αγωγή.

ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ την έκδοση οριστικής απόφασης.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου, προκειμένου με τη φροντίδα του επιμελέστερου των διαδίκων να διενεργηθεί ιατρική πραγματογνωμοσύνη.

ΔΙΟΡΙΖΕΙ πραγματογνώμονες

α) ….., που περιλαμβάνεται στον οικείο κατάλογο που τηρείται στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης (άρθρο 372 ΚΠολΔ), ο οποίος, αφού δώσει τον όρκο του πραγματογνώμονα ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την επίδοση προς αυτόν της παρούσας απόφασης και αφού λάβει γνώση των στοιχείων της δικογραφίας που είναι χρήσιμα για την διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης ζητήσει κάθε τυχόν απαιτούμενη διευκρίνιση από τους διαδίκους ή πληροφορίες από τρίτους, θα γνωμοδοτήσει ως προς: Α) Αν η ενάγουσα υπέστη πριν, κατά ή και μετά τον τοκετό της με διενέργεια καισαρικής τομής την 14.08.2014, σύνδρομο HELLP και Διάχυτη Ενδαγγειακή Πήξη, που εκδηλώθηκαν από την εισαγωγή της ενάγουσας στην κλινική της εναγόμενης την 14.08.2014 έως τη χορήγηση εξιτηρίου στην ενάγουσα την 29.08.2014 και Β) Με βάση τα όσα θα προκύψουν από την απάντηση στο υπό στοιχείο Α ερώτημα, αν η επιλογή του εναγομένου για αντιμετώπιση της αιμορραγίας της ενάγουσας με τον τρόπο που άνωθι στο ιστορικό της παρούσας εκτίθεται, ήταν η ενδεδειγμένη για την πρόληψη κινδύνου για τη ζωή της ενάγουσας και ακολούθως η ηπιότερη αποτελεσματική ως προς τις συνέπειες για την υγεία της.Την αιτιολογημένη έγγραφη πραγματογνωμοσύνη του, θα καταθέσει μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών από την επομένη της ορκίσεώς του στον αρμόδιο Γραμματέα του Δικαστηρίου τούτου, όπου θα συνταχθεί και η σχετική έκθεση κατάθεσης και

β) τον …. που περιλαμβάνεται στον οικείο κατάλογο που τηρείται στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης (άρθρο 372 ΚΠολΔ), ο οποίος, αφού δώσει τον όρκο του πραγματογνώμονα ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την επίδοση προς αυτόν της παρούσας απόφασης και αφού λάβει γνώση των στοιχείων της δικογραφίας που είναι χρήσιμα για την διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης, ζητήσει κάθε τυχόν απαιτούμενη διευκρίνιση από τους διαδίκους ή πληροφορίες από τρίτους, θα γνωμοδοτήσει ως προς το αν η μη συνταγογράφηση από τον εναγόμενο ηπαρίνης χαμηλού μοριακού βάρους κατά τη χορήγηση εξιτηρίου την 29.08.2014, εξέθεσε, την ενάγουσα σε κίνδυνο θρόμβωσης ενόψει της ύπαρξης ευρημάτων αντιδραστικής θρομβοκυττάρωσης.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε την 18/05/2020

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στη Θεσσαλονίκη, την 01/06/2020

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Συνταγματικό Δίκαιο - Γ έκδοση

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ & ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ / ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΚΩΣΤΑΣ ΧΡΥΣΟΓΟΝΟΣ

Γενικός Κανονισμός για την Προστασία των Προσωπικών Δεδομένων και Ευθύνη για Αποζημίωση
send