logo-print

Νέα απόφαση για την αντισυνταγματικότητα της επιβολής τέλους δικαστικού ενσήμου στις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές (ΠολΠρΑθ 68/2021)

14/02/2021

27/03/2021

Απόσπασμα απόφασης 68 /2021 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αναφορικά με τη συνταγματικότητα της επιβολής τέλους δικαστικού ενσήμου στις αναγνωριστικές αγωγές

Με το άρθρο 42 του Ν. 4640/2019 ορίζεται ότι «Η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του v.δ. 1544/1942 (Α1 189), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 70 του Ν. 3994/2011 (Α' 165), το άρθρο 21 του Ν. 4055/2012 (Α' 51) και το άρθρο 33 του Ν. 4446/2016 (Α' 240), αvτικαθίσταται ως εξής : «3. Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του Ν. ΓΠΝ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές αγωγές για όλες τις διαφορές που υπάγονται στην καθ' ύλην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων και των μονομελών πρωτοδικείων I καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού». 2. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές. για τις οποίες η πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο διενεργείται μετά την 1η Ιανουαρίου 2020, καθώς και στις αγωγές που έχουν ασκηθεί ως καταψηφιστικές πριν από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εφόσον έχουν ήδη μετατραπεί ή μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά τη δημοσίευσή του και εισαχθούν σε πρώτη συζήτηση μετά την ως άνω ημερομηνία».

Εκ της διάταξης αυτής καθίσταται σαφές ότι στις εκκρεμείς ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου αναγνωριστικές αγωγές, είτε αυτές ασκήθηκαν εξ αρχής ως αναγνωριστικές, είτε ως καταψηφιστικές, που ετράπησαν ακολούθως σε αναγνωριστικές και εισήχθησαν προς συζήτηση μετά την 1η-1-2020, απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, κατ' άρθρο 2 του Ν. ΓΠΝ/1912.

Εν τούτοις, η αρχή της ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και, ιδίως, από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α' του Συντάγματος και ειδικότερη εκδήλωση της οποίας, αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου επιβάλλει, ιδίως, τη σαφήνεια, και την προβλέψιμη εφαρμογή των εκάστοτε θεσπιζομένων κανονιστικών ρυθμίσεων και πρέπει να τηρείται με ιδιαίτερη αυστηρότητα, όταν πρόκειται για διατάξεις που μπορούν να. έχουν σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις στους ενδιαφερόμενους, όπως είναι οι διατάξεις που προβλέπουν την επιβολή επιβαρύνσεων, υπό την μορφή φόρων, τελών, εισφορών και οποιασδήποτε φύσης κυρώσεων για παράβαση των σχετικών διατάξεων (ΟλΣτΕ 1738/2017 ΝΟΜΟΣ και την από 24/1/2020 Γνωμοδότηση των Καθηγητών της Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ Γιάννη Δρόσου, Σπύρου Βλαχόπουλου και Γιώργου Δελλή, κατόπιν υποβολής σχετικού αιτήματος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών). Παράλληλα, η ανωτέρω αρχή, η οποία δεσμεύει τον κοινό νομοθέτη, ο οποίος υποχρεούται να την λαμβάνει υπόψη κατά τη θέσπιση κανόνων δικαίου, επιβάλλει τη μη αναδρομική ισχύ επαχθών για το διοικούμενο νομοθετικών ρυθμίσεων, δεδομένου ότι ο διοικούμενος δεν μπορούσε να προσαρμόσει ανάλογα, τη συμπεριφορά του, κατά το προγενέστερο της ισχύος της νομοθετικής ρύθμισης, χρονικό διάστημα, αφού αγνοούσε τα δεδομένα.

Επομένως, οποιαδήποτε ρύθμιση καθιστά δυσμενέστερη τη θέση του διοικούμενου λόγω της συμπεριφοράς του, η οποία εκδηλώθηκε σε χρόνο προγενέστερο, κατά τον οποίο, η ρύθμιση αυτή δεν υπήρχε ακόμη, έρχεται σε αντίθεση με την εν λόγω αρχή (ΔΕφΙωαv 170/2014 ΝΟΜΟΣ).

Κατόπιν των προεκτεθέντων, η διάταξη του άρθρου 42 παρ. 2 του Ν. 4640/2019, που προβλέπει την καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου για τις εκκρεμείς ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου αναγνωριστικές αγωγές, είτε αυτές ασκήθηκαν εξ αρχής ως αναγνωριστικές, είτε ως καταψηφιστικές, που ετράπησαν ακολούθως σε αναγνωριστικές για τις οποίες η πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο διενεργείται μετά την 1η Ιανουαρίου 2020, ελέγχεται ως αντιβαίνουσα στην απορρέουσα από την αρχή του Κράτους Δικαίου, αρχή της ασφάλειας δικαίου, ειδικότερη εκδήλωση της οποίας, αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου και ως εκ τούτου κρίνεται αντισυνταγματική.

(Α) Με την υπό κρίση αγωγή τους οι ενάγοντες εκθέτουν ότι στις…. γεννήθηκε πρόωρα η ….,μητέρα της οποίας είναι η πρώτη των εναγόντων, ετεροθαλής αδελφός, ο δεύτερος των εναγόντων, γιαγιά από την μητρική γραμμή η τρίτη των εναγόντων και θείος από τη μητρική γραμμή ο τέταρτος των εναγόντων. Ότι η ως άνω ….. πάσχει από το γενετικό νόσημα της μερικής τρισωμίας σύνδρομο Edwards, το οποίο προκαλεί μεταξύ άλλων υπολειπόμενη ανάπτυξη, καρδιολογικές ανωμαλίες, υποτονία και αναπνευστικά προβλήματα. Ότι στις 25-11-2015, η πρώτη των εναγόντων επισκέφθηκε τον εναγόμενο, παιδίατρο, λόγω ανησυχίας, αδιαθεσίας, υπνηλίας, ανορεξίας και γογγυσμού που εμφάνισε η κόρη της ήδη από τις 20-11-2015. Ότι ο εναγόμενος απέδωσε την προαναφερθείσα συμπτωματολογία σε οισοφαγίτιδα, συνταγογράφησε Panadol και συνέστησε σε περίπτωση που ο πυρετός ξεπεράσει τους 38 βαθμούς κελσίου να επισκεφθεί το νοσοκομείο. Ότι το βράδυ της 27ης-11-2015 το νήπιο άρχισε να εκδηλώνει ανησυχία κατά τον ύπνο του και εμφάνισε δύο επεισόδια διάρροιας, ενώ το πρωί της 28ης-11- 2015 και περί ώρα 07.00 παρουσίασε πυρετό 38 βαθμών κελσίου και για το λόγο αυτό η πρώτη των εναγόντων αποφάσισε να το μεταφέρει στο νοσοκομείο. Ότι στο δρόμο για το νοσοκομείο το νήπιο έχασε τις αισθήσεις του, ωστόσο παρά την παροχή πρώτων βοηθειών και τις προσπάθειες ανάνηψης, οι γιατροί ανακοίνωσαν στην πρώτη των εναγόντων περί ώρα 16:00 της ίδιας ημέρας το θάνατό του. Ότι ο θάνατος επήλθε συνεπεία πνευμονίτιδος, λόγω στρεπτοκοκκικής λοίμωξης του αναπνευστικού συστήματος. Ότι παρόλο που ο εναγόμενος γνώριζε το επιβαρυμένο ιστορικό της υγείας του νηπίου και παρά τα παθολογικά κλινικά συμπτώματα που εμφάνιζε η ασθενής κατά την εξέταση της στο ιατρείο του στις 25-11-2015, ο τελευταίος παρέλειψε να παραγγείλει περαιτέρω εξετάσεις (γενική αίματος, ακτινογραφία θώρακος, καλλιέργεια αίματος και ούρων), παραπέμποντάς την σε κάποιο νοσηλευτικό ίδρυμα, παρά αρκέστηκε να καθησυχάζει την πρώτη των εναγόντων, διαβεβαιώνοντας την ότι πρόκειται για οισοφαγήτιδα. Ότι λόγω της αμέλειάς του να παραπέμψει το νήπιο για περαιτέρω εξετάσεις, η ήδη εγκατεστημένη κατά το χρόνο εξέτασης, λοίμωξη του αναπνευστικού συστήματος, εξελίχθηκε σε αιμορραγική πνευμονίτιδα και σηψαιμία, με αποτέλεσμα το θάνατο της ανήλικης.

Με βάση το ιστορικό αυτό, οι ενάγοντες ζητούν κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό (άρθρα 223, 295 και 297 ΚΠολΔ), δια των προτάσεών τους, να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλλει: 1) στην πρώτη των εναγόντων το ποσό των 300.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, από το οποίο έχει αφαιρεθεί το ποσό των 44 ευρώ, το οποίο προτίθεται να ζητήσει από τα ποινικά δικαστήρια, παριστάμενη ως πολιτικώς ενάγουσα, 2) στον δεύτερο των εναγόντων το ποσό των 200.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, 3) στην τρίτη των εναγόντων το ποσό των 180.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης και 4) στον τέταρτο των εναγόντων το ποσό των 100.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, και άπαντα τα ως .άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι πλήρους εξόφλησης. Τέλος ζητούν να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων.

Με το πιο πάνω περιεχόμενο και αιτήματα η υπό κρίση αγωγή παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (αρθρ. 18, 22, 25 παρ. 2 και 35 Κ.Πολ.Δ.) για να δικαστεί με την προσήκουσα τακτική διαδικασία. Περαιτέρω είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330 εδάφιο β', 346 914, 932 ΑΚ, 24 του Α.Ν. 1565/1939 «περί κώδικας ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος, 70 και 176 ΚΠολΔ, πλην του παρεπόμενου αιτήματος περί κήρυξης προσωρινά εκτελεστής της απόφασης που θα εκδοθεί, το οποίο μετά την τροπή του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε έντοκό αναγνωριστικό, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, ενόψει του ότι δεν είναι νοητή η εκτέλεση αναγνωριστικής απόφασης, η οποία δεν περιέχει καταδίκη, αλλά αναγνώριση έννομης σχέσης, της οποίας η ενέργεια εξαντλείται στο δεδικασμένο (ΟλΑΠ 59/1985, ΕφΛαρ 98/2012, Εφθεσ 28365/2011, ΠΠρΑΘ 20/2013 ΝΟΜΟΣ). Επομένως η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της, δεδομένου ότι, εν προκειμένω, η υπό κρίση αγωγή, η οποία συζητήθηκε μετά την 1η/1/2020, ως τραπείσα σε αναγνωριστική δεν υπόκειται, σύμφωνα με το άρθρο 42 του Ν. 4640/2019, στην καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, και τούτο διότι σύμφωνα με τα αναλυτικώς εκτιθέμενα στην ως άνω μείζονα σκέψη, η ως άνω διάταξη του άρθρου 42 παρ. 2 του Ν. 4640/2019, που προβλέπει την καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου για τις εκκρεμείς ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου αναγνωριστικές αγωγές, είτε αυτές ασκήθηκαν εξ αρχής ως αναγνωριστικές, είτε ως καταψηφιστικές, που ετράπησαν ακολούθως σε αναγνωριστικές, για τις οποίες η πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο διενεργείται μετά την 1η Ιανουαρίου 2020, ελέγχεται ως αντιβαίνουσα στην απορρέουσα από την αρχή του Κράτους Δικαίου, αρχή της ασφάλειας δικαίου, ειδικότερη εκδήλωση της οποίας, αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου και, ως εκ τούτου, κρίνεται αντισυνταγματική.

(Β) Με την υπό κρίση ανακοίνωση δίκης - προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση-παρεμπίπτουσα αγωγή, ο εναγόμενος της κύριας αγωγής, εκθέτει ότι σε βάρος του ασκήθηκε η ως άνω υπό κρίση αγωγή των εναγόντων, της οποίας το περιεχόμενο παραθέτει αυτολεξεί. Ότι, δυνάμει του υπ' αριθμ……ασφαλιστηρίου συμβολαίου ασφάλισης αστικής επαγγελματικής και με διάρκεια ασφάλισης από 23-04-2015 έως 22-04-2016, η προσεπικαλούμενη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία, με την επωνυμία…. είχε ασφαλίσει τον ίδιο για την επαγγελματική αστική ευθύνη του, μέχρι το ποσό των 450.000,00 ευρώ, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους του ασφαλιστηρίου συμβολαίου. Κατόπιν των ανωτέρω, ανακοινώνει τη δίκη στην ως άνω ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία, την οποία προσεπικαλεί να παρέμβει αναγκαστικώς υπέρ αυτού στην κύρια δίκη και, περαιτέρω, ζητεί, με τη σωρευόμενη παρεμπίπτουσα αγωγή, κατόπιν παραδεκτής τροπής με τις προτάσεις του κυρίου αιτήματος της παρεμπίπτουσας αγωγής, από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εν λόγω ασφαλιστικής εταιρείας, σε περίπτωση ολικής ή μερικής παραδοχής της εναντίον του προαναφερόμενης αγωγής, να του καταβάλει κάθε ποσό που αυτός τυχόν θα υποχρεωθεί να καταβάλει στους ενάγοντες της κύριας αγωγής και δη μέχρι του ποσού των 450.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη επελεύσεως της ζημιάς, άλλως από την επομένη κοινοποιήσεως στον ίδιο της κύριας αγωγής, άλλως από την επομένη κοινοποιήσεως της προσεπίκλησης και μέχρι πλήρους εξόφλησης. Τέλος, ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η προσεπικαλούμενη­ παρεμπιπτόντως εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων.

Με το περιεχόμενο αυτό, η προσεπίκληση με την ενωμένη παρεμπίπτουσα αγωγή παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο είναι καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο, κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία (άρθρα 31 παρ. 1, 69 παρ. 1 περ. ε', 89, 91 και 283 του ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361 του ΑΚ, 1 επ. του ν. 2496/1997 και των άρθρων 68, 69, 88, 91 και 176 αρ. 1 του ΚΠολΔ, πλην του παρεπόμενου αιτήματος περί επιδίκασης τόκων από την επέλευση της ζημιάς, άλλως από την επομένη κοινοποιήσεως της κύριας αγωγής, άλλως από την επομένη κοινοποιήσεως της προσεπίκλησης, καθόσον η τοκοδοσία σε αυτήν την περίπτωση είναι επιτρεπτή μόνο από το χρόνο καταβολής της αποζημίωσης στους ενάγοντες της κύριας αγωγής, καθώς διαφορετικά θα οδηγούμασταν σε πλουτισμό του κυρίως εναγομένου - παρεμπιπτόντως ενάγοντος, ο οποίος αξιώνει από την ασφαλιστική εταιρία τόκους για χρονικό διάστημα προγενέστερο της καταβολής οποιασδήποτε αποζημίωσης στους κυρίως ενάγοντες, ενόψει μάλιστα του ότι ο ίδιος δικαιούται να αναζητήσει από αυτήν, με βάση τη μεταξύ τους σχέση, κάθε ποσό που τυχόν θα καταβάλει κατά κεφάλαιο, τόκους και δικαστικά έξοδα. Ωστόσο, το αίτημα επιδίκασης τόκων από την καταβολή αποζημίωσης εκτιμάται ότι συμπεριλαμβάνεται στο μείζον αίτημα τοκοδοσίας του προσεπικαλούντος-παρεμπιπτόντως ενάγοντος. Επίσης, μετά την τροπή του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της απόφασης που θα εκδοθεί προσωρινώς εκτελεστής, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, δεδομένου ότι προσωρινώς εκτελεστές κηρύσσονται μόνο οι αποφάσεις εκείνες οι οποίες μετά την τελεσιδικία τους θα μπορούσαν να αποτελέσουν εκτελεστούς τίτλους και όχι οι αναγνωριστικές ή οι διαπλαστικές αποφάσεις (ΕφΑθ 3702/1986 ΝΟΜΟΣ). Κατόπιν τούτων, η προσεπίκληση με τη σωρευόμενη σε αυτήν παρεμπίπτουσα αγωγή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της ενόψει του ότι, σύμφωνα με τα αναλυτικώς εκτιθέμενα στην οικεία μείζονα σκέψη, μετά την τροπή του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου.

Υποκειμενικά σύνθετες δίκες στις αυτοκινητικές διαφορές - Σειρά ΠΠΔ Νο 5

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ / ΕΝΟΧΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Η παραγραφή των εγκλημάτων στο ουσιαστικό ποινικό δίκαιο

ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΛΑΜΠΑΚΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ